Πέντε μέρες μετά τη δολοφονία του ακτιβιστή Τσάρλι Κερκ σε πανεπιστήμιο της Γιούτα, ο αντιπρόεδρος των ΗΠΑ, Τζ.Ντ. Βανς, παρουσίασε επεισόδιο του Charlie Kirk Show, εξαπολύοντας σφοδρή επίθεση σε ΜΚΟ και οργανώσεις που, όπως ισχυρίστηκε, «υποκινούν, διευκολύνουν και συμμετέχουν σε βία» κατά της κυβέρνησης του Ντόναλντ Τραμπ.
Η ομιλία του περιείχε απειλές για χρήση κάθε μέσου της κυβέρνησης Ντόναλντ Τραμπ ώστε να «εντοπιστούν, διαλυθούν και καταστραφούν» αυτά τα δίκτυα, θυμίζοντας τον τρόμο και τις υπερβολές του Μακαρθισμού της δεκαετίας του 1950, όταν η κυβέρνηση των ΗΠΑ καταδίωκε συστηματικά όσους θεωρούνταν πολιτικά ή ιδεολογικά αντίπαλοι.
Στελέχη της κυβέρνησης, όπως ο Στίβεν Μίλερ, ο αναπληρωτής αρχηγός προσωπικού του Λευκού Οίκου, μίλησαν ανοιχτά για ένα “τεράστιο εγχώριο τρομοκρατικό κίνημα” και υποσχέθηκαν εκδίκηση με όλα τα μέσα του κράτους. Παρά τις ασαφείς πληροφορίες για τα κίνητρα του δράστη, η ρητορική της διοίκησης παρουσίασε τη βία ως δικαιολογία για την καταστολή πολιτικών αντιπάλων, δημιουργώντας αίσθηση φόβου και εκφοβισμού – ακριβώς όπως συνέβαινε με τις “μακαρθικές” επιτροπές που στόχευαν κομμουνιστές και διαφωνούντες κατά τη διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου.
Ο Ντόναλντ Τραμπ, από την πλευρά του, εντείνει τις επιθέσεις σε πανεπιστήμια, μέσα ενημέρωσης, ακόμα και σε late-night shows. Η αναστολή του Jimmy Kimmel Live! από την ABC μετά τα σχόλιά του για τον δράστη της δολοφονίας του Κερκ αποτέλεσε σημείο-καμπής: ο πρόεδρος πανηγύρισε δημόσια για την απόφαση και απείλησε ξανά με αφαίρεση αδειών λειτουργίας από δίκτυα που τον ασκούν κριτική. Η στρατηγική αυτή μοιάζει με εκείνη της εποχής του Μακαρθισμού, όπου η απειλή και ο φόβος χρησιμοποιούνταν για να εκφοβιστούν οι δημοσιογράφοι και οι επικριτές της κυβέρνησης.
Στο στόχαστρο βρίσκονται και τα μεγαλύτερα πανεπιστήμια των ΗΠΑ, όπως το Harvard, το Columbia και το UCLA, που καλούνται να πληρώσουν εξοντωτικά πρόστιμα και βλέπουν πάγωμα χρηματοδοτήσεων δισεκατομμυρίων δολαρίων με πρόσχημα την καταπολέμηση του αντισημιτισμού. Ακαδημαϊκοί και νομικοί αναλυτές επισημαίνουν ότι η κυβέρνηση χρησιμοποιεί τέτοιες κατηγορίες ως πρόσχημα για την επιβολή πολιτικής πίεσης και τον έλεγχο της ακαδημαϊκής ελευθερίας. Όπως επισημαίνει ο Έρβιν Τσεμερίνσκι, κοσμήτορας Νομικής στο Berkeley: «Δεν έχουμε ξαναδεί ποτέ Πρόεδρο των ΗΠΑ να εργαλειοποιεί με αυτόν τον τρόπο την κρατική εξουσία για να φιμώσει αντιπολιτευόμενες φωνές».
Ντόναλντ Τραμπ: Οι εύλογες συγκρίσεις με τον Μακαρθισμό
Η πίεση αυτή δεν περιορίζεται μόνο στα πανεπιστήμια. Στα μέσα ενημέρωσης, οι δημοσιογράφοι βιώνουν καθημερινά εκφοβισμό και αυτολογοκρισία. Με την απειλή νομικών αγωγών δισεκατομμυρίων δολαρίων και την επιβολή ποινών σε δίκτυα και παραγωγούς προγράμματος, η κυβέρνηση Τραμπ μοιάζει να εφαρμόζει μια σύγχρονη μορφή “Red Scare”, όπου ο φόβος επεκτείνεται σε οποιαδήποτε φωνή θεωρείται διαφορετική ή προοδευτική, όχι μόνο σε υποτιθέμενους κομμουνιστές όπως συνέβαινε τη δεκαετία του ’50.
Οι συγκρίσεις με τον Μακαρθισμό είναι εύλογες: τότε, επιτροπές όπως η HUAC κατέγραφαν και δίωκαν πολίτες, καλλιτέχνες και καθηγητές για πολιτικές ή ιδεολογικές απόψεις· σήμερα, η κυβέρνηση επιβάλλει οικονομικές κυρώσεις και χρησιμοποιεί την εξουσία της για να επηρεάσει τη λειτουργία των θεσμών και των ΜΜΕ. Παράλληλα, οι απειλές για αφαίρεση “αδειών” και η δημόσια δαιμονοποίηση επικριτών θυμίζουν την ατμόσφαιρα φόβου και παρακολούθησης που είχε επιβληθεί στην εποχή του Μακαρθισμού.
Με τον φόβο να απλώνεται στις αμερικανικές αίθουσες διδασκαλίας, τα γραφεία σύνταξης και τα πανεπιστημιακά εργαστήρια, όλο και περισσότεροι ειδικοί μιλούν για μια νέα εκδοχή του “Red Scare”. Μόνο που αυτή τη φορά, αντί για κομμουνιστές, στο στόχαστρο βρίσκονται κάθε διαφορετική ή “προοδευτική” φωνή, από καθηγητές και φοιτητές μέχρι δημοσιογράφους και καλλιτέχνες. Η κυβέρνηση αξιοποιεί τη νομική, οικονομική και πολιτική ισχύ της για να περιορίσει την ελευθερία λόγου και να ασκήσει έλεγχο στην αμερικανική δημόσια σφαίρα, δημιουργώντας ένα κλίμα όπου η κριτική δεν είναι απλώς ανεπιθύμητη αλλά επικίνδυνη.
Η κατάσταση αυτή υπογραμμίζει την επικαιρότητα του Μακαρθιστικού μοντέλου, όπου η εξουσία χρησιμοποιεί τον φόβο και την καταστολή για να διατηρήσει πολιτική κυριαρχία, και προειδοποιεί για τις επιπτώσεις που μπορεί να έχει η αδιάλειπτη πολιτική πίεση σε θεσμούς, μέσα ενημέρωσης και την ίδια τη δημοκρατία. Η νέα αυτή μορφή “Red Scare” δείχνει ότι, παρά τις δεκαετίες που έχουν περάσει, η ιστορία μπορεί να επαναληφθεί με διαφορετική μάσκα αλλά με τα ίδια χαρακτηριστικά: φόβο, λογοκρισία και εκφοβισμό.
Με πληροφορίες από Financial Times