Η Γερμανία βιώνει μια απότομη αφύπνιση σχετικά με την ανάγκη για ενίσχυση των αμυντικών δαπανών. Για δεκαετίες, η χώρα απολάμβανε το λεγόμενο «μέρισμα ειρήνης»: πριν από την πτώση του Τείχους του Βερολίνου, η Δυτική Γερμανία διέθετε σχεδόν το 3% του ΑΕΠ της στην άμυνα, ενώ μετά το 1993 οι δαπάνες κατρακύλησαν γύρω στο 1,2% ετησίως, με ανάλογη πτώση στις στρατιωτικές δυνατότητες.
Η ρωσική εισβολή στην Ουκρανία και η εκλογή ενός Αμερικανού προέδρου που εκφράζει ανοιχτά επιφυλάξεις για τους Ευρωπαίους συμμάχους, έφεραν ανατροπή. Ο Όλαφ Σολτς μίλησε για «Zeitenwende» – μια ιστορική καμπή – και ενέκρινε ειδικό ταμείο ύψους 100 δισ. ευρώ για στρατιωτικές δαπάνες.
Η νέα κυβέρνηση υπό τον Φρίντριχ Μερτς προχώρησε ακόμη πιο μακριά: χαλάρωσε το περίφημο «φρένο χρέους», επιτρέποντας δανεισμό για όλες τις αμυντικές δαπάνες πάνω από το 1% του ΑΕΠ. Αν εφαρμοστεί κατά γράμμα η νέα δέσμευση του ΝΑΤΟ για 3,5% του ΑΕΠ σε άμυνα, αυτό σημαίνει ότι το ομοσπονδιακό χρέος μπορεί να αυξηθεί πάνω από 100 δισ. ευρώ τον χρόνο, χωρίς να υπολογίζεται το ήδη εγκεκριμένο ταμείο 500 δισ. ευρώ για υποδομές μέσα στην επόμενη δεκαετία.
Μόνο για το 2025, το Βερολίνο σχεδιάζει νέο καθαρό δανεισμό 143 δισ. ευρώ – πάνω από 3% του ΑΕΠ. Από το 2026, το ποσοστό αυτό προβλέπεται να φτάσει το 3,5-4%. Σε συνδυασμό με τα ελλείμματα των κρατιδίων, των δήμων και των ασφαλιστικών ταμείων, το συνολικό δημοσιονομικό κενό θα είναι ακόμη μεγαλύτερο. Έτσι, η Γερμανία μεταβαίνει από «δημοσιονομικός άγιος» της Ευρώπης σε έναν απροκάλυπτο «παραβάτη», τη στιγμή που χώρες όπως η Ιταλία ή η Γαλλία τουλάχιστον προσπαθούν να τηρήσουν το όριο του 3% που θέτει το Σύμφωνο του Μάαστριχτ.
Παρά τα εντυπωσιακά μεγέθη, η πραγματικότητα ίσως αποδειχθεί διαφορετική. Η διάθεση χρημάτων δεν σημαίνει απαραίτητα ότι μπορούν να δαπανηθούν. Ήδη, από τα 100 δισ. ευρώ του ταμείου Σολτς για την άμυνα, έχει χρησιμοποιηθεί μόλις το ένα τέταρτο. Τα εμπόδια είναι πολλά: η βραδυκίνητη γραφειοκρατία στις στρατιωτικές προμήθειες, οι περιορισμένες δυνατότητες της αμυντικής βιομηχανίας και η έλλειψη παραγωγικής ικανότητας.
Η Rheinmetall, ο μεγαλύτερος κατασκευαστής όπλων στη Γερμανία, είχε τζίρο λιγότερο από 10 δισ. ευρώ πέρυσι, ενώ οι παραγγελίες της είναι ήδη γεμάτες για χρόνια. Το ίδιο ισχύει και για τους υπόλοιπους κολοσσούς του κλάδου, όπως η Airbus. Χρειάζεται χρόνος για να «χτίσει» η βιομηχανία τις δυνατότητες που απαιτεί το νέο αμυντικό πρόγραμμα.
Αντίστοιχες δυσκολίες υπάρχουν και στις επενδύσεις σε υποδομές, όπου οι περίπλοκες διαδικασίες αδειοδότησης και προμηθειών καθυστερούν εδώ και δεκαετίες την υλοποίηση έργων. Το αποτέλεσμα είναι ότι ακόμη και την περίοδο των πλεονασμάτων, στα τέλη της δεκαετίας του 2010, οι δαπάνες για έργα παρέμεναν χαμηλές.
Το συμπέρασμα; Η χαλάρωση του «φρένου χρέους» δεν θα οδηγήσει αυτόματα σε εκτόξευση του δημόσιου χρέους, αν δεν συνοδευτεί από ριζικές διοικητικές μεταρρυθμίσεις. Μέχρι στιγμής, όμως, η γερμανική κυβέρνηση τηρεί σιγή.
Με πληροφορίες από Financial Times