Όπου σταθείς κι όπου βρεθείς, αν μυριστούν φαγητό, θα ορμήσουν ατρόμητοι κατά πάνω σου ή θα περιμένουν υπομονετικά να το πετάξεις για να το περισυλλέξουν. Οι γλάροι στο Λίβερπουλ είναι παντού, σαν τα περιστέρια στην Αθήνα, με διαφορετικά βέβαια χαρακτηριστικά και μεγαλύτερο μέγεθος. Παραμονεύουν για φαγητό ανάμεσα στον ανυποψίαστο κόσμο όλες τις ώρες της μέρας και της νύχτας, ιδίως γύρω από μαγαζιά με street food. Με αυτή την ενθουσιώδη στην αρχή αλλά κάπως ενοχλητική αργότερα διαπίστωση που έκανα διασχίζοντας το κέντρο της πόλης, θυμήθηκα την περιγραφή της Μαρίας Λοϊζίδου για τη μεγάλη της εγκατάσταση στο πλαίσιο της Μπιενάλε του 2025.
Η Κύπρια εικαστικός υπογράφει το έργο με τίτλο «Where am I now?», μια μνημειακών διαστάσεων πλεγμένη επιφάνεια στην οποία έχει εντάξει τους γλάρους του ποταμού Μέρσεϊ μαζί με όλα τα μεταναστευτικά πουλιά που καταφθάνουν εδώ, στο λιμάνι που τον 17ο αιώνα έπαιξε καθοριστικό ρόλο στο δουλεμπόριο. Η πόλη, που είναι διεθνώς γνωστή για τις ποδοσφαιρικές της ομάδες και ως η γενέτειρα του πιο θρυλικού μουσικού συγκροτήματος μεταπολεμικά, των Beatles, αποτελεί μέχρι σήμερα σημαντικό λιμάνι και έχει μερικά από τα διασημότερα ιστορικά οικοδομήματα της Αγγλίας. Η μακρά της ιστορία ξεκινάει με τη βιομηχανική επανάσταση, ωστόσο μετά από ένα διάστημα παρακμής, απόρροια των συνεπειών του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, ξαναπήρε τα πάνω της χάρη στην Ευρωπαϊκή Ένωση και την ανακήρυξή της ως Πολιτιστικής Πρωτεύουσας της Ευρώπης το 2008.
Η 13η διοργάνωση της Μπιενάλε φιλοξενεί 30 καλλιτέχνες και συλλογικότητες, με αναθέσεις και θεματικές που έχουν να κάνουν με τη γεωγραφία και τις αξίες που διαπερνούν την πόλη αυτή: καταγωγή και μνήμη.
Ο καθεδρικός ναός, όπου βρίσκεται η εγκατάσταση της Λοϊζίδου, ξεκίνησε να χτίζεται το 1904 και ολοκληρώθηκε το 1978. Έχει συμπεριληφθεί στην Μπιενάλε του 2025, η οποία φέρει τον γενικό τίτλο «Bedrock», και θεωρείται από τους μεγαλύτερους σε ύψος και μέγεθος αγγλικανικούς ναούς διεθνώς. Διαθέτει ένα ενημερωμένο βιβλιοπωλείο-gift shop όπως και καφέ-ρεστοράν και στους χώρους του ναού εκτίθενται έργα σημαντικών σύγχρονων Βρετανών εικαστικών, όπως ο Adrian Wiszniewski, η Elisabeth Frink, ο Christopher Le Brun, η Josefina de Vasconcellos, ο Craigie Aitchison, αλλά και το «ενοχλητικό» γλυπτό «The Outraged Christ» του Charles Lutyens και η νέον εγκατάσταση «For You» της Tracey Emin, η οποία ξέμεινε εκεί από το 2008, κάτω από το συγκλονιστικό βιτρό του δυτικού παραθύρου που είναι σχεδιασμένο από τον Carl Edwards.

Ακριβώς απέναντί του κρέμεται από ψηλά η επιφάνεια της Λοϊζίδου, σαν να συνομιλεί με το έργο της Emin. Η ίδια η καλλιτέχνιδα, η οποία εκπροσωπείται από τις γκαλερί Καλφαγιάν, λέει σχετικά με τη συμμετοχή της στο «Bedrock»: «Ο χώρος του καθεδρικού ναού ήταν επιλογή της επιμελήτριας Marie-Anne McQuay, η οποία επέλεξε το έργο λόγω του σχολιασμού του για τους μετανάστες και τα πουλιά. Επιλέγω να συνδεθώ και να αποδώσω στις επιφάνειες τα πουλιά που συνήθως επισκέπτονται και κατοικούν τους κήπους που βρίσκονται γύρω από τον ναό, όπως τα πουλιά-ψαράδες, οι μεγάλοι γλάροι που έρχονται από τον ωκεανό και σηκώνουν κορμιά από τη θάλασσα. Οπότε, σχολιάζω το μεταναστευτικό θέμα.
Προσπάθησα πάρα πολύ ώστε αυτά τα κορμιά να φαίνονται ζωντανά. Επένδυσα στο χρώμα και στην κίνηση. Φέρνοντας τα πουλιά μέσα στον ναό, βρίσκουν σε αυτό το τεράστιο κτίριο ένα καταφύγιο. Στον ενδιάμεσο χώρο του υπάρχει μια καταπληκτική ξύλινη γέφυρα. Εκεί ήρθε η αντιπρόταση από εμένα να ρίξουμε την επιφάνεια από ένα μπαλκόνι που έχει φόντο το ιερό και το μεγάλο βιτρό. Ήταν ένα ρίσκο που πήρα, γιατί δεν μπορούσα να μετρήσω ακριβώς. Άφησα κενό έναν χώρο για να εμφανίζεται ως φόντο το βιτρό και τελικά το καταφέραμε να λειτουργήσει».
Αλλά πώς κατασκευάστηκε η επιφάνεια αυτή που έχει διαστάσεις 10x4 μέτρα και ζυγίζει 60 κιλά; Μου εξηγεί ότι ανέθεσε την κατασκευή σε δέκα κεντήστρες, οι οποίες χρησιμοποίησαν σύρμα από ανοξείδωτο χάλυβα, ένα ευγενές μέταλλο που δεν σκουριάζει, και συνεχίζει: «Με ενδιαφέρει να εργοδοτείται κόσμος για την παραγωγή των έργων μου, να αντικαθιστώ το υλικό με τον ανθρώπινο μόχθο. Μετά παίρνω τα κομμάτια και να συναρμολογώ. Από χέρι σε χέρι, κάθε πλέξη είναι διαφορετική. Ακόμα και εγώ η ίδια σε διαφορετικές φάσεις και ψυχικές διαθέσεις δεν πλέκω το ίδιο. Αυτό κάνει τη μεγάλη διαφορά, γιατί αποτελεί το κύριο στοιχείο του σχεδίου της επιφάνειας.


Αυτές οι διαφορετικές χειρονομίες αφήνουν το αποτέλεσμα της διαφορετικότητας, που με ενδιαφέρει πολύ. Είναι ένας πολύ εύκολος τρόπος να μπορώ να φέρνω μια πρώτη απλοϊκή χειρονομία σε διαφορετικές επιφάνειες. Είναι ένα στοιχείο που με ενδιέφερε ανέκαθεν στη δουλειά μου, το οποίο συνδέει διαφορετικά πράγματα μεταξύ τους».
Και τα εντυπωσιακά χρώματα; Λέει: «Ο λόγος που έχουμε τόσο έντονο χρώμα είναι γιατί ο ναός είναι γεμάτος με βιτρό, τα χρώματα των οποίων είναι τα ίδια με τα δικά μου, δηλαδή τα βασικά. Εφόσον λοιπόν τυχαίνει η πρόσβασή μας στο χρώμα να είναι η ίδια και μπαίνει πάρα πολύ φως από τα γύρω βιτρό, αντικατοπτρίζεται επάνω σε αυτές τις επιφάνειες. Ο τόσο πλούσιος φυσικός φωτισμός και η λάμψη των χρωμάτων σε αυτό τον ναό είναι άνευ προηγουμένου. Ήταν έκπληξη για όλους μας. Κι έτσι, καθώς γίνονται εμαγιέ, δηλαδή μια δεύτερη διαδικασία ώστε να χρωματιστεί το μέταλλο, τα χρώματα είναι πολύ συγκεκριμένα. Όπως είπα, τα βασικά: μπλε, κόκκινο, πράσινο, συν το χρυσό, το μπρούντζινο και το χρώμα του αλουμινίου.
Μετά είναι και ο τρόπος που σχεδιάζονται οι φιγούρες: ό,τι έχει χρώμα είναι σχεδιασμένο και κομμένο σε μέταλλο, το οποίο ράβω επάνω σε αυτές τις επιφάνειες για να αποτυπώσω το θέμα μου. Στη συγκεκριμένη περίπτωση, οι φιγούρες είναι τα μεταναστευτικά πουλιά. Χρησιμοποιήθηκαν πρώτη φορά για το αεροδρόμιο της Λάρνακας, για τα μεταναστευτικά πουλιά της Κύπρου, μετά, με ανάθεση τεσσάρων μεγάλων επιφανειών στο Μουσείο της Φύσης και του Κυνηγιού στο Παρίσι, χρησιμοποιήθηκαν για τα μεταναστευτικά πουλιά της Γαλλίας (σήμερα οι επιφάνειες ανήκουν στη συλλογή του Luma Foundation στην Αρλ), και τώρα δούλεψα με τα μεταναστευτικά πουλιά του Λίβερπουλ, που δεν έχει μόνο μεταναστευτικά πουλιά αλλά και πολλούς μετανάστες.
Είχε ανέκαθεν στην ιστορία του, λόγω του λιμανιού, πάρα πολλούς μετανάστες από ασιατικές χώρες, δηλαδή από πρώην αποικίες, που σήμερα είναι τρίτη γενιά. Στη φετινή Μπιενάλε πολλοί Ασιάτες καλλιτέχνες αφήνουν δείγματα μνήμης των γονιών τους που έφτασαν στο Λίβερπουλ και δούλευαν στα ναυπηγεία». Το Λίβερπουλ έχει την αρχαιότερη κοινότητα Κινέζων στην Ευρώπη – εξού και η μεγαλύτερη κινεζική αψίδα που έχει κατασκευαστεί ποτέ εκτός Κίνας αποτελεί την είσοδο στην τοπική Chinatown.



Σε υπόγειο χώρο του καθεδρικού ναού υπάρχει ένας μικρότερος ναΐσκος, το Lady Chapel, αφιερωμένος στην Παναγία. Εκεί εκτίθενται έργα της μεγαλωμένης στο Καράκας της Βενεζουέλας Ana Navas, με τον τίτλο «Fauteuil». Πρόκειται για μια σειρά από συνθέσεις με επιχρωματισμένα γυαλιά τα οποία η καλλιτέχνιδα έχει συνδέσει μεταξύ τους, αναμειγνύοντας το «υψηλό» με το «χαμηλό» και αναδεικνύοντας χρώματα, φόρμες, σχέδια.
Η γεωλογία παίζει καθοριστικό ρόλο στη φετινή Μπιενάλε του Λίβερπουλ που έχει τίτλο «Bedrock», όρος που αναφέρεται στο γεωλογικό υπόστρωμα της γης. Την επιλογή του τίτλου έκανε η επιμελήτρια Marie-Anne McQuay, η οποία στο επιμελητικό της κείμενο εξηγεί: «Ως τίτλος και γενικότερο πλαίσιο, το “Bedrock” αποτελείται από τρία επικαλυπτόμενα σκέλη: τη γεωλογία και τον ψαμμίτη που δημιουργήθηκε εκατομμύρια χρόνια πριν κάτω από την πόλη, τις διακριτές και στοιχειωμένες από μια αυτοκρατορία αστικές αξίες του Λίβερπουλ, και τέλος τους ανθρώπους και τους τόπους που μας ορίζουν.
Αυτές οι τρεις παράμετροι αντανακλώνται στις δουλειές των καλλιτεχνών που συμμετέχουν». Φυσικά, αναφέρεται στη μεγαλειώδη αρχιτεκτονική και τους δρόμους του Λίβερπουλ από την περίοδο της αποικιοκρατίας και του ασυνήθιστου πλούτου που έφερε αυτή στην πόλη, αλλά και στο υλικό που χρησιμοποιήθηκε για τα κτίρια, ένα είδος κιτρινοκόκκινου ψαμμίτη, που της έδωσε έναν ιδιαίτερο χαρακτήρα.
Η 13η διοργάνωση της Μπιενάλε φιλοξενεί 30 καλλιτέχνες και συλλογικότητες, με αναθέσεις και θεματικές που έχουν να κάνουν με τη γεωγραφία και τις αξίες που διαπερνούν την πόλη αυτή: καταγωγή και μνήμη.
Έργα εκτίθενται σε εξωτερικούς χώρους αλλά και σε εμβληματικά κτίρια όπως η πινακοθήκη της πόλης Walker Art Gallery, παράρτημα της Tate Gallery (επειδή είναι κλειστή λόγω εργασιών, στεγάζεται στο υπερσύγχρονο κτίριο της RIBA North στο λιμάνι), ο δραστήριος πολυχώρος πολιτισμού Bluecoat, η κεντρική βιβλιοθήκη, το κοινοτικό κέντρο Black-E, οι γκαλερί FACT LIVERPOOL, Open Eye Gallery, Pine Court και 20 Jordan Street.

Στην τελευταία, έναν χώρο πειραματισμού, ο Τούρκος εικαστικός και μουσικός Cevdet Erek έχει στήσει μια γλυπτική εγκατάσταση από τούβλα που μοιάζει με γήπεδο ποδοσφαίρου και με τη συμβολή ενός ηχοτοπίου που δημιούργησε ο ίδιος διερευνά τη σχέση χώρου, προοπτικής και αντίληψης. Η βραβευμένη με το Turner Prize του 2012 Elizabeth Price παρουσιάζει στην Black-E το βίντεο «Here We Are», όπου θέτει ερωτήματα που έχουν να κάνουν με την αρχιτεκτονική και τη συμβολή της εργασίας των μεταναστών σε εποχές ακραίας αντιμεταναστευτικής πολιτικής.
Στην Tate Liverpool + RIBA North, η Λιβανέζα Mounira Solh παρουσιάζει μια σειρά πορτρέτων υπό τον τίτλο «I Strongly Believe in Our Right to Be Frivolous», όπου η εξορία και η απόδραση από τις ζώνες πολέμου καταγράφονται στα πρόσωπα και στις ημερολογιακές σημειώσεις των εικονιζόμενων, ενώ οι «χάρτες» της Κογκολέζας Hadassa Ngamba με τον τίτλο «Cerveau 2» αποκαλύπτουν την ακραία εκμετάλλευση της πατρίδας της από το Βέλγιο αλλά κυρίως τις περιβαλλοντολογικές συνέπειες της εξάντλησης του φυσικού πλούτου.

Η Ινδή Nandan Ghiya από την Τζαϊπούρ, απόγονος οικογένειας φωτογράφων, παρουσιάζει στο ισόγειο της Open Eye Gallery την εγκατάσταση «Manthan», όπου ο ινδικός μύθος με το φίδι και το βουνό γίνεται αλληγορική αναφορά στην εξάντληση, και εδώ, του φυσικού πλούτου. Η εγκατάσταση συμπληρώνεται από vintage φωτογραφίες της ινδικής αστικής τάξης του προηγούμενου αιώνα σε ξύλινες κορνίζες, και οι τεμαχισμένες εικόνες λειτουργούν ως μετα-αποικιοκρατικό σχόλιο για μια αμφιλεγόμενη εθνογραφικά κοινωνική σύσταση.
Στον δεύτερο όροφο της ίδιας γκαλερί, οι τρυφερές οικογενειακές φωτογραφίες της Wildline Cadet από την Αϊτή, «From Such Great Love» και «In Eternity», αποτελούν νοσταλγικό χαιρετισμό στη διασπορά της χώρας της, ενώ η Πολωνή Katarzyna Perlak στο γκροτέσκο βίντεό της «The Land Beneath Sleeps Lightly», γυρισμένο μέσα στο εμβληματικό Adelphi Hotel του Λίβερπουλ, στήνει ένα αισθησιακό ενσταντανέ queer και φεμινιστικής αισθητικής.

Στην υπέροχη Walker Art Gallery, όπου ο επισκέπτης μπορεί να έρθει παράλληλα σε επαφή με έργα σπουδαίων Βρετανών καλλιτεχνών, η Jennifer Tee από την Ολλανδία χρησιμοποιεί στη σειρά κολάζ που φέρουν τον τίτλο «Tampan World Mountain, Ancestral Beginnings» αποξηραμένα φύλλα τουλίπας και διερευνά τη σχέση πνεύματος και ύλης, ταυτότητας και γλώσσας και των αρχαίων δρόμων του εμπορίου. Η Ιρλανδή Isabel Nolan, μια καλλιτέχνιδα που χρησιμοποιεί αντικείμενα, υφαντουργία, αρχιτεκτονικά μοντέλα και ζωγραφική, παρουσιάζει μερικά από τα πιο ενδιαφέροντα έργα της Μπιενάλε, όπως η ταπισερί «The wolf who made a city tremble c. 1216 (After Sassetta)» και ο πίνακάς της «Euridice (dead again…) and Orpheus».



Στην Bluecoat ο Odur Ronald από την Ουγκάντα έχει στήσει την πολυμεσική εγκατάσταση «All in One Boat» με πλάκες από αλουμίνιο και σύρματα από χαλκό, υλικά που πουλούσε ως scrap metal όταν ήταν παιδί για να αγοράσει παιχνίδια. Σήμερα τα χρησιμοποιεί για να εκφράσει στοιχεία εξουσίας, ιδιοκτησίας, ταυτότητας, προσβασιμότητας, καθώς επάνω από κενές καρέκλες κρέμονται διαβατήρια της Republic of Opportunities - Δημοκρατίας των Ευκαιριών.
Παράλληλα, ο εγκατεστημένος στην Ολλανδία Chang Chih-chung από την Ταϊβάν χρησιμοποιεί στο «Port of Kaohsiung» διάφορα υλικά για να αναπτύξει την ιδέα του ωκεανού ως αντανάκλασης του σύγχρονου πολιτισμού της Ανθρωπόκαινου.

Στον κήπο της Bluecoat ο Πέτρος Μώρης παρουσιάζει μια γλυπτική εγκατάσταση με τίτλο «Cast of ALONE I», η οποία αναφέρεται σε ένα μωσαϊκό που είχε φτιάξει το 1985 ο πατέρας του σε μια παιδική χαρά της γενέτειράς του, της Λαμίας, το οποίο ο καλλιτέχνης βρήκε καλυμμένο με τη λέξη «ALONE» από κάποιον graffiti artist.
Το «Bedrock» έχει ακόμα περισσότερα έργα διάσπαρτα σε όλη την πόλη, σε υπαίθριους και εσωτερικούς χώρους, ακόμα και σε ένα φαρμακείο. Πολυσυλλεκτικό και πολυεθνικό, δικαιώνει τις επιλογές της επιμελήτριας Marie-Anne McQuay και της ομάδας της, αναδεικνύοντας τους καλλιτεχνικούς προβληματισμούς της εποχής μας, συνομιλώντας ταυτόχρονα με τη μεγάλη, όχι και τόσο αθώα, ιστορία του Λίβερπουλ.
Η 13η Μπιενάλε του Λίβερπουλ διαρκεί έως τις 14 Σεπτεμβρίου.