Εδώ και χρόνια, οι ειδικοί υγείας ανησυχούν για τις λεγόμενες «διατροφικές ερήμους» - περιοχές όπου οι κάτοικοι δεν έχουν πρόσβαση σε ποιοτικές και θρεπτικές επιλογές φαγητού.
Τώρα, μια μελέτη με επικεφαλής το MIT σε τρεις μεγάλες παγκόσμιες πόλεις χρησιμοποιεί μια νέα, λεπτομερή μεθοδολογία για να εξετάσει το ζήτημα και καταλήγει στο συμπέρασμα ότι η έλλειψη θρεπτικών επιλογών φαγητού συσχετίζεται με την παχυσαρκία και άλλα προβλήματα υγείας.
Αντί να χαρτογραφήσουν απλώς γεωγραφικές περιοχές, οι ερευνητές ανέλυσαν τη διατροφική αξία εκατομμυρίων φαγητών από περίπου 30.000 μενού εστιατορίων, προσφέροντας μια πιο ακριβή εικόνα της σχέσης μεταξύ γειτονιάς και διατροφής.
«Δείχνουμε ότι το τι πουλιέται σε ένα εστιατόριο έχει άμεση συσχέτιση με την υγεία των ανθρώπων», λέει ο Φάμπιο Ντουάρτε, ερευνητής του MIT που συμμετείχε στη μελέτη. «Το διατροφικό περιβάλλον παίζει ρόλο.»
Η μελέτη με τίτλο «Αξιολόγηση της διατροφικής ποιότητας του αστικού τοπίου με βάση δεδομένα: παραδείγματα από τη Βοστώνη, το Λονδίνο και το Ντουμπάι» δημοσιεύθηκε αυτή την εβδομάδα στο Nature: Scientific Reports.
Ανάλυση μενού
Για τη μελέτη, οι ερευνητές συγκέντρωσαν μενού από Βοστώνη, Ντουμπάι και Λονδίνο το καλοκαίρι του 2023, δημιουργώντας μια βάση δεδομένων με εκατομμύρια φαγητά από πλατφόρμες online παραγγελίας. Η διατροφική ανάλυση βασίστηκε στη βάση δεδομένων του USDA FoodData Central, που περιλαμβάνει πάνω από 375.000 προϊόντα.
Χρησιμοποιήθηκαν δύο κύριοι δείκτες:
- Meal Balance Index (Δείκτης Ισορροπίας Γεύματος)
- Nutrient-Rich Foods Index (Δείκτης Θρεπτικών Τροφών)
Οι αριθμοί:
- Βοστώνη: 222.000 είδη από 2.000 εστιατόρια
- Ντουμπάι: 1,6 εκατ. είδη από 9.000 εστιατόρια
- Λονδίνο: 3,1 εκατ. είδη από 18.000 εστιατόρια
Ποσοστά των ειδών που βρέθηκαν στη βάση USDA:
- Βοστώνη: 71%
- Ντουμπάι: 42%
- Λονδίνο: 56%
Οι ερευνητές αξιολόγησαν τη θρεπτική αξία των μενού και συνέδεσαν τα δεδομένα αυτά με στοιχεία για την υγεία του πληθυσμού στη Βοστώνη και στο Λονδίνο.
Στο Λονδίνο διαπιστώθηκε ξεκάθαρη συσχέτιση μεταξύ των διατροφικών επιλογών μιας γειτονιάς και των ποσοστών παχυσαρκίας. Στη Βοστώνη η συσχέτιση ήταν ελαφρώς ασθενέστερη. Περιοχές με μενού που περιλαμβάνουν φυτικές ίνες, φρούτα και λαχανικά είχαν καλύτερα δεδομένα υγείας.
Στο Ντουμπάι δεν υπήρχαν διαθέσιμα στοιχεία υγείας, ωστόσο παρατηρήθηκε ισχυρή συσχέτιση μεταξύ ενοικίων και θρεπτικής αξίας του φαγητού: οι πιο εύπορες περιοχές έχουν καλύτερες διατροφικές επιλογές.
«Σε επίπεδο προϊόντος, όσο λιγότερο θρεπτικό είναι το φαγητό, τόσο περισσότερο αυξάνονται τα ποσοστά παχυσαρκίας», λέει ο Tufano.
«Δεν είναι μόνο ότι στις φτωχότερες περιοχές υπάρχει περισσότερη πρόχειρη τροφή — είναι και ότι η διατροφική αξία είναι χαμηλότερη.»
Επαναχάραξη του διατροφικού χάρτη
Με αυτή τη μεθοδολογία, η μελέτη προσθέτει ένα νέο επίπεδο ανάλυσης στις παραδοσιακές μελέτες περί «διατροφικών ερημών». Ενώ παλαιότερες έρευνες εντόπιζαν απλώς περιοχές με περιορισμένη πρόσβαση σε ποιοτικό φαγητό, αυτή η μελέτη αξιολογεί λεπτομερώς το τι καταναλώνεται.
Για το εργαστήριο Senseable City Lab του MIT, η μελέτη αυτή αποτελεί νέα τεχνική κατανόησης των δυναμικών των πόλεων και του πώς το αστικό περιβάλλον επηρεάζει την υγεία. Αν και παλαιότερες έρευνες του εργαστηρίου εστίαζαν σε θέματα όπως οι μετακινήσεις και η ατμοσφαιρική ρύπανση, τώρα η ανάλυση επεκτείνεται και στη διατροφή σε επίπεδο γειτονιάς.
«Όταν ξεκινήσαμε να δουλεύουμε με δεδομένα πόλεων, η ανάλυση ήταν πολύ περιορισμένη», λέει ο Ratti.
«Σήμερα, έχουμε τεράστιο όγκο δεδομένων και μια μοναδική ευκαιρία να κατανοήσουμε πώς το αστικό περιβάλλον επηρεάζει την υγεία. Αυτό είναι για εμάς μια από τις νέες επιστημονικές προκλήσεις. Είναι εντυπωσιακό το πόσο ακριβής μπορεί να είναι πλέον η ανάλυση στις πόλεις.», καταλήγει ο ίδιος.
Με πληροφορίες από MIT News