Η παράσταση «Κλημεντίνες χωρίς κουκούτσι», που κάνει πρεμιέρα στο Φεστιβάλ Αθηνών στις 21 Ιουλίου 2025 και διαδραματίζεται σε μια λαϊκή αγορά, αποτελεί ένα ρέκβιεμ για τα τελευταία ίχνη μιας εποχής συναλλαγών που εξαρτώνται εξ ολοκλήρου από τον ανθρώπινο παράγοντα. Η δημιουργός της, Νοεμή Βασιλειάδου, που ανήκει στη νέα γενιά των Ελλήνων καλλιτεχνών, επιχειρεί την ανατομία της πιο γνήσιας τελετουργίας του δημόσιου χώρου, όσων συμβαίνουν σε μια υπαίθρια αγορά, την οποία θεωρεί τόπο μεταιχμιακό, ίσως από τους τελευταίους που έχουν απομείνει.
Όσο οι αυτόματοι πωλητές κερδίζουν χώρο και η οικονομία επιβάλλει το σχήμα και τη μορφή των προϊόντων, η λαϊκή αγορά υποστηρίζει σθεναρά το δικαίωμα στη ζωντανή αλληλεπίδραση, στη διαπραγμάτευση, στη δοκιμή, στο ατελές. Εδώ, τα λαχανικά και οι άνθρωποι δεν μοιάζουν με άρτια αισθητικά προϊόντα. Δεν γυαλίζουν κάτω από τεχνητό φως. Έχουν εξογκώματα, ροζιάζουν και μυρίζουν χώμα. Βγαίνουν σε όλα τα χρώματα, σε όλα τα είδη, σε όλες τις ηλικίες, σε όλα τα σχήματα.
Η ηθοποιός και σκηνοθέτις Νοεμή Βασιλειάδου είναι αριστούχος της Δραματικής Σχολής του Εθνικού Θεάτρου, της Νομικής Σχολής του ΑΠΘ και του μεταπτυχιακού προγράμματος «Πολιτισμικές και Κινηματογραφικές Σπουδές» του ΕΚΠΑ.
«Η λαϊκή, την οποία επισκέπτομαι πολύ συχνά, είναι ένας από τους λίγους χώρους σύγχρονων συναλλαγών όπου ο ανθρώπινος παράγοντας παίζει πρωταγωνιστικό ρόλο. Εκεί βλέπουμε ανθρώπους να πουλάνε, να φωνάζουν, να διαπραγματεύονται, να αγοράζουν, να πιάνουν τρόφιμα, να δοκιμάζουν».
Ολοκλήρωσε τις σπουδές της το 2022 και συμμετείχε ως ηθοποιός, μεταξύ άλλων, στις παραστάσεις «Ερωτευμένα Άλογα» σε σκηνοθεσία Ελένης Ευθυμίου, «Πάμε στοίχημα; Μια παράσταση για την Ελλάδα του τζόγου» σε σκηνοθεσία Γιώργου Παύλου, «Το νερό της Κολωνίας» σε σκηνοθεσία Αργυρώς Χιώτη. Η σπουδαστική μικρού μήκους ταινία της «Ἐν τῇ κιβωτῷ ή όλα εκείνα που χάνονται» έλαβε Βραβείο Κοινού στον 10ο Μύλο Παραστατικών Τεχνών και Βραβείο Σεναρίου στο 2ο New Generation Film Festival, ενώ η μονόλεπτη ταινία της «Αγόρια Λύκοι» βραβεύτηκε από το Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης σε διαγωνισμό με θέμα την οπαδική βία.

Η πρώτη της σκηνοθετική απόπειρα έγινε με την παράσταση «Προσοχή: εκτελούνται έργα», η οποία ταξίδεψε σε όλη την Ελλάδα, με αφορμή την κατασκευή του μετρό της Θεσσαλονίκης, που στη διάρκεια των δεκαετιών της κατασκευής του απέκτησε μυθολογικό, ανεκδοτολογικό και συμβολικό χαρακτήρα, επηρεάζοντας συνειδητά ή ασυνείδητα τον συλλογικό ψυχισμό της πόλης. Η Νοεμή Βασιλειάδου εξέταζε σε αυτήν τη δουλειά της τον χρόνο που χρειάζεται να περιμένει κανείς για την ολοκλήρωση ενός έργου, τον τρόπο με τον οποίο αντιλαμβανόμαστε τον δημόσιο χώρο και τη συνεχή του αναδιαμόρφωση και με ποιον τρόπο η συνθήκη της αναμονής εγκαθιδρύεται σε μια πόλη.
«Το δημιουργικό κομμάτι μιας παράστασης που περιλαμβάνει όλες τις ιδιότητες, και της υποκριτικής και της σκηνοθεσίας, είναι αυτό που με ενδιαφέρει πολύ», λέει. «Όταν σκηνοθετώ, με βοηθά να σκέφτομαι σαν ηθοποιός. Γενικά με ενδιαφέρει πολύ η δημιουργία, το να έχεις μια ιδέα και να γράφεις γι’ αυτή ένα νέο κείμενο. Κατάλαβα ότι υπήρχε μέσα μου το κομμάτι της παραγωγής μιας ιδέας από το μηδέν και θέλησα να το δοκιμάσω. Κάτι που με ενδιαφέρει πολύ είναι να φτιαχτούν νέα κείμενα από νέους ανθρώπους, όσο και το να ψάχνω τα όρια της φόρμας, των νέων κειμένων, τι σημαίνει ελληνική δραματουργία. Το να υπάρχει ένας πυρήνας περιεχομένου είναι το πρώτο πράγμα που μου έρχεται στο μυαλό. Αποφασίζω να κάνω μια παράσταση για κάτι και μετά προκύπτουν όλα τα υπόλοιπα, και το κείμενο και το ύφος».
Πυρήνας του έργου που θα δούμε είναι η λαϊκή αγορά, αυτός ο πολύχρωμος χώρος συναλλαγών, ένα ψηφιδωτό χαρακτήρων, τρόπων και συνηθειών.
«Σκέφτηκα ότι η λαϊκή, την οποία επισκέπτομαι πολύ συχνά, είναι ένας από τους λίγους χώρους σύγχρονων συναλλαγών όπου ο ανθρώπινος παράγοντας παίζει πρωταγωνιστικό ρόλο. Εκεί βλέπουμε ανθρώπους να πουλάνε, να φωνάζουν, να διαπραγματεύονται, να αγοράζουν, να πιάνουν τρόφιμα, να δοκιμάζουν», λέει.
«Υπάρχει ένα πολύ θεατρικό στοιχείο σε όλη αυτή την τελετουργία της αγοράς, στον τρόπο που μια μικρή κοινότητα στήνει μια λαϊκή στον δημόσιο χώρο, στη μέση του δρόμου».

Οι άνθρωποι της λαϊκής οι οποίοι πουλάνε οι ίδιοι τα προϊόντα που έχουν παραγάγει και οι άνθρωποι που φτάνουν εκεί για να αγοράσουν από άλλους τής προκαλούν σκέψεις για τους όρους με τους οποίους αγοράζουμε και πουλάμε σήμερα και για το πόσο επηρεάζει τη ζωή και τις αγοραστικές ή καταναλωτικές μας συνήθειες το να πάμε, αντί για τη λαϊκή, σε ένα σούπερ μάρκετ και να ψωνίσουμε από τα ράφια προϊόντα που για να φτάσουν σε εμάς έχουν μεσολαβήσει πολλοί άνθρωποι.
«Σκέφτηκα όλη αυτή την πορεία, από τη λαϊκή αγορά μέχρι το σύγχρονο σούπερ μάρκετ, και μου φαίνεται ότι οδηγούμαστε σε μια κατάσταση στην οποία απουσιάζει ο ανθρώπινος παράγοντας. Μεταφορικά, αυτό μπορεί να σημαίνει κάτι και σε επίπεδο καλλιτεχνικό. Άραγε, οι παραστάσεις και τα σύγχρονα έργα τέχνης θυμίζουν μια λαϊκή αγορά ή ένα σούπερ μάρκετ; Ποια είναι η πορεία της τέχνης μέσα σε αυτό το σύστημα και πώς αγοράζουμε και πουλάμε τα καλλιτεχνικά προϊόντα; Όπως ένας παραγωγός φτιάχνει ένα προϊόν, έτσι και ένας καλλιτέχνης φτιάχνει ένα έργο και βγαίνει στην αγορά να το πουλήσει. Πώς είναι δομημένη αυτή η αγορά και με ποιους όρους το πουλάει; Αυτός είναι ο πυρήνας της ιδέας, για την οποία μιλάμε πολιτικά, κοινωνικά και καλλιτεχνικά».
Η Νοεμή Βασιλειάδου διάλεξε από όλα τα φρούτα να βάλει στον τίτλο της παράστασής της τις κλημεντίνες χωρίς κουκούτσι, καθόλου τυχαία. Οι κλημεντίνες είναι ένα υβρίδιο που προέρχεται από τη διασταύρωση ειδών πορτοκαλιών και καλλιεργείται σε απομονωμένα εργαστηριακά περιβάλλοντα προκειμένου να μη βγάλει κουκούτσι. Αν έρθει σε επαφή με άλλα δέντρα ή μέλισσες και άλλα έντομα που μπορεί να μεταφέρουν γύρη, αρχίζει το φρούτο να αγριεύει και να βγάζει κουκούτσια. Όταν η συζήτησή μας περιστρέφεται γύρω από την απομάκρυνση από τη φύση και τα φυσικά προϊόντα, μου δίνει το παράδειγμα ενός παραγωγού που φυτεύει ένα μαρούλι, το βλέπει να μεγαλώνει, το φροντίζει σε όλα τα στάδια. Αυτήν τη διαδικασία τη γνωρίζει ο πελάτης της λαϊκής, σε αντίθεση με τον πελάτη του σούπερ μάρκετ που ψωνίζει ένα προϊόν, το ίδιο φαινομενικά, το οποίο προέρχεται από μια μέθοδο εντατικής παραγωγής σε ένα εργοστάσιο. Το ότι ξεχνάμε τη φυσική διαδικασία μάς κάνει να χάνουμε την επαφή μας με τη φύση αλλά και με το προϊόν, που δεν παράγεται από τον αγρότη αλλά από μια αλυσίδα.

«Το ένα ζήτημα είναι ότι χάνουμε τη σχέση μας με το χώμα, τα εργαλεία, τα φρέσκα προϊόντα, και μεταβαίνουμε σιγά σιγά σε μια κατάσταση στην οποία είναι όλα συσκευασμένα, με ειδική συντήρηση για να αντέχουν περισσότερο καιρό. Αυτό σχετίζεται και με την απομάκρυνσή μας από τον κύκλο των εποχών, από την απόλαυση των εποχικών προϊόντων∙ τρώμε πεπόνια και φράουλες τον χειμώνα και σταδιακά απομακρυνόμαστε από τον φυσικό τρόπο ζωής. Είναι σαν να μας ενδιαφέρει μόνο το παρόν, σαν να μην υπάρχει παρελθόν ή μέλλον, σαν να συμβαίνουν όλα τώρα ή να μπορούν να συμβούν τα πάντα ανά πάσα στιγμή. Νομίζω ότι χάνουμε και τη σχέση μας με τον τόπο, σαν να μην έχει σημασία σε ποιο μέρος παράγεται κάτι, όλα υπάρχουν και είναι διαθέσιμα παντού, σε μια παγκόσμια αγορά. Τα όρια του χώρου και του χρόνου που διευρύνονται έχουν και θετικές πλευρές, αλλά ταυτόχρονα μπορεί κάποιοι κόσμοι να χάνονται, κάποιοι πρωτογενείς τομείς να σταματούν να παράγουν, κάποια μικρά μαγαζιά να κλείνουν. Είναι κάτι που αφήνει πίσω του ένα κοινωνικό αποτύπωμα που δύσκολα περνάει απαρατήρητο».
Η μεταφορά μας από τη λαϊκή στον χώρο της τέχνης συνδέεται με τους όρους οικονομίας με τους οποίους συζητάμε για την τελευταία, όταν κάθε μέρος μιας δημιουργίας −το κείμενο, το σκηνικό, οι άνθρωποι που θα επιλέξει κανείς− πρέπει να υπακούει στους όρους της αγοράς.
«Αυτό σημαίνει ότι, αν κάνω μια παράσταση, πρέπει να έχω διάσημους ηθοποιούς που θα φέρουν πολλά εισιτήρια, ότι πρέπει να υπακούω σε ότι θεωρείται “ωραίο” στη σύγχρονη εποχή, ότι πρέπει να κάνω επιτυχία και με αυτούς τους όρους της επιτυχίας να λειτουργώ, ότι κάθε πράγμα κοστολογείται και κάθε άνθρωπος αξιολογείται με βάση τα εισιτήρια που φέρνει. Ο τρόπος που κινείται η αγορά για να πουλήσει και να αγοράσει έργα τέχνης ξεπερνά κατά πολύ τη δημιουργία, μιλάμε για μια αγορά σκληρή, που μπορεί να είναι βίαιη και να αποκλείει ανθρώπους», λέει.
Η παράσταση αποτυπώνει μια ιδιότυπη σκηνική «αγορά» που συντίθεται, αποσυναρμολογείται και παραμορφώνεται, προκαλώντας μας να αναρωτηθούμε: έχουν τα καλλιτεχνικά προϊόντα σήμερα αυλακιές και σημάδια ή μοιάζουν με προϊόντα του σούπερ μάρκετ; Και με τι κριτήρια «πουλάμε» και «αγοράζουμε» τέχνη; Πολιτικά και κοινωνικά ερωτήματα δίνουν τη θέση τους σε συμβουλές για την καλύτερη πατάτα, άγαρμπα αστεία δίνουν τη θέση τους σε φιλοσοφία του δρόμου, ένα καφάσι κλημεντίνες ψάχνει αγοραστή, ένας θίασος παζαρεύει τον ατελή εαυτό του.
«Στην παράσταση, στην οποία συμμετέχουν έξι ηθοποιοί και ένας μουσικός, βλέπουμε μια λαϊκή αγορά που σταδιακά αλλάζει μορφές, μεταμορφώνεται, μέχρι που καταλήγει σε ένα περιβάλλον που δεν θυμίζει καθόλου την αρχική της μορφή. “Τακτοποιείται”, με τα θετικά και τα αρνητικά που έχει η τακτοποίηση και η τάξη στη ζωή μας» λέει η σκηνοθέτιδα.

«Αυτοί οι άνθρωποι ξεκινούν ως πωλητές της λαϊκής αγοράς, σταδιακά όμως ο πωλητής δίνει τη θέση του στον ηθοποιό που και αυτός “πουλάει” κάτι, κατά κάποιον τρόπο. Καθώς το θέατρο δεν βρίσκεται σε έναν δρόμο όπου στήνεται μια λαϊκή, επιχειρούμε μια κατασκευή, παίζουμε ένα παιχνίδι για να αφηγηθούμε αλλά και για να ερευνήσουμε τι σημαίνει ο όρος “λαϊκός”, τι είναι στην εποχή μας η νοοτροπία, το σώμα, ο λαϊκός άνθρωπος και πώς χάνει τις ιδιότητες της αυθεντικότητάς του όταν αρχίζει να εξευγενίζεται». Για τη Νοεμή Βασιλειάδου «λαϊκό» είναι αυτό που δεν μπαίνει σε ένα καλούπι, άρα παραμένει ελεύθερο στη σκέψη και αυθεντικό, είναι το ατελές σώμα: άνθρωποι που κάνουν λάθη και έχουν επίγνωση ότι κάνουν λάθη, άνθρωποι που γελάνε με τα λάθη τους, που κάνουν λαϊκές δουλειές και «βρομίζουν τα χέρια τους». «Το λαϊκό είναι συνυφασμένο με πολλές αρνητικές πλευρές, αλλά νομίζω εμείς στην παράσταση κάνουμε μια προσπάθεια να αναζητήσουμε τις εκδοχές του λαϊκού που χάνονται όσο ο κόσμος γίνεται πιο σύγχρονος».
Όταν τη ρωτώ αν ο χρόνος είναι αυτό που λείπει περισσότερο από έναν δημιουργό που θέλει να δει το έργο του να ωριμάζει μέσα σε μια διαδικασία, προσθέτει και το δικαίωμα στην αποτυχία, στο να μπορέσει να έχει ακόμα μια ευκαιρία, να μπορεί να επιλέγει ελεύθερα τους συνεργάτες του και τον χώρο όπου θα παρουσιαστεί η δουλειά του, και να μην υπάρχει ένας επιβεβλημένος κανόνας ώστε να έχει υποχρεωτικά εμπορική επιτυχία. Ονειρεύεται να υπάρξει ένας δυναμικός ανεξάρτητος χώρος που θα συνδέεται με το κοινό ώστε να μπορεί να επιβιώσει και θα μπορεί να λειτουργεί δίνοντας τη μέγιστη ελευθερία στους δημιουργούς.

«Πιστεύω ότι αν συνδεθούν οι δημιουργοί και ο κόσμος σε έναν τέτοιο πυλώνα, πολλά μπορεί να είναι διαφορετικά. Οι δημιουργοί θα μπορούν να παρουσιάζουν τη δουλειά τους σταθερά, χωρίς να πρέπει να πάνε στους θεσμούς για να επιβιώσουν, και αυτό ίσως επηρεάσει και την κατανομή των επιχορηγήσεων, δίνοντας περισσότερες ευκαιρίες σε νέους δημιουργούς στις πρώτες δουλειές τους, μέχρι να μπορέσουν να σταθούν στα πόδια τους και να μπορούν να δουλέψουν στο μέλλον χωρίς επιχορήγηση. Εμένα στην πρώτη παράσταση με στήριξαν οι γονείς μου. Το αναφέρω γιατί έχει μεγάλη σημασία για τις επιλογές μας και την επιβίωσή μας το ταξικό υπόβαθρο από το οποίο προερχόμαστε. Αν ένας άνθρωπος πρέπει να δουλεύει από το πρωί μέχρι το βράδυ για να επιβιώσει, πολύ δύσκολα μπορώ να φανταστώ ότι θα κάνει καλλιτεχνική επιτυχία δουλεύοντας μια ιδέα μέσα στη νύχτα. Για να μπορούμε να δούμε ένα ολοκληρωμένο αποτέλεσμα, ένας δημιουργός πρέπει να έχει την ηρεμία, τον χρόνο και τον χώρο που χρειάζεται για να ονειρευτεί και να υλοποιήσει μια καλή ιδέα».