— Τι πραγματεύεται η «Beytna»;
Θα έλεγα ότι η παράσταση αυτή θέτει καταρχάς το ερώτημα από πού ερχόμαστε και τι κάνουμε σήμερα στον σύγχρονο χορό. Γιατί αυτό που συχνά βλέπουμε είναι ένα ρήγμα ανάμεσα σε αυτόν και το κοινωνικό, το κοινοτικό στοιχείο, ένα ρήγμα που οφείλουμε να γεφυρώσουμε, γιατί ο χορός είναι μια τέχνη ολιστική. Και η «απάντηση» που δίνει η παράσταση είναι ότι δεν μπορούμε μεν να αποφασίσουμε από πού ερχόμαστε, μπορούμε όμως να αποφασίσουμε προς τα πού θέλουμε να πορευτούμε, σπάζοντας τα στεγανά. «Beytna» στα αραβικά σημαίνει «σπίτι» και ο τίτλος αυτός παραπέμπει στις οικογενειακές και φιλικές μαζώξεις, όπως αυτές που θυμάμαι ως παιδί στο σπίτι του παππού μου στον Λίβανο, που το φαγητό, το γλέντι, η μουσική και ο χορός ήταν αναπόσπαστα στοιχεία τους, ακριβώς για να καταδείξει το παράδοξο της αποκοπής του σύγχρονου χορού από το κοινωνικό στοιχείο που περιβάλλει αυτή την τέχνη.
— Πρόκειται για παραδόσεις πολύ κοινές στη Μεσόγειο και όχι μόνο.
Βεβαίως, γνωρίζω ότι και στην Ελλάδα έχετε παρόμοια έθιμα και ότι σε αυτό το πλαίσιο δημιουργήθηκαν οι παραδοσιακοί σας χοροί, όπως συνέβη και με τους δικούς μας. Αυτές οι οικογενειακές και κοινοτικές συναντήσεις ήταν επίσης καλλιτεχνικές συναντήσεις στις οποίες μουσικοί, χορευτές, όργανα και τεχνικές διασταυρώνονταν, αντάλλασσαν στοιχεία, δημιουργούσαν καινούργια υβρίδια. Το μοίρασμα, είτε αφορά το φαγητό, το ποτό και τους κοινούς μας χώρους, είτε την καλλιτεχνική δημιουργία και τη διασκέδαση, ήταν η βασική ιδέα πίσω από την «Beytna» ήδη από τις πρώτες πρόβες και ακροάσεις που κάναμε και νομίζω ότι σε μια εποχή που η βία οξύνεται, τόσο στη Μέση Ανατολή όσο και παγκόσμια, τα ερωτήματα που θέτει είναι εξαιρετικά επίκαιρα. Χρειάζεται να ξαναβρούμε ή να επινοήσουμε τρόπους να συνυπάρχουμε, να συνδιαλεγόμαστε και να συνδημιουργούμε.
«Μια χορευτική περφόρμανς δεν μπορεί βέβαια από μόνη της να αλλάξει τον κόσμο, να τερματίσει μίση, πολέμους και σκοτωμούς, μπορεί ωστόσο να αντιπροτείνει τις αξίες της μοιρασιάς, της συντροφικότητας, της γενναιοδωρίας, της αλληλεγγύης, του διαλόγου».
— Ποιος, αλήθεια, ετοιμάζει τα φαγητά που βρίσκονται πάνω στο μεγάλο, παραλληλόγραμμο τραπέζι που κυριαρχεί στη σκηνή και μοιράζονται στους θεατές μετά το τέλος της παράστασης;
Είναι παραδοσιακά λιβανέζικα πιάτα, την ευθύνη των οποίων έχει η μητέρα μου, η May, που είναι επίσης παρούσα στις παραστάσεις μας, όλοι μας ωστόσο στην ομάδα βοηθάμε στην παρασκευή τους. Είναι το δικό μας «αντίδωρο» στο κοινό, μια δημιουργική διαδικασία που μας χαροποιεί και μας «εκπαιδεύει» ταυτόχρονα. Ακόμα κι αν δεν αρέσει σε κάποιον η δουλειά που θα παρουσιάσουμε, πιστεύω ότι οι γεύσεις αυτές θα τον κερδίσουν!

— Είναι ωστόσο γεγονός, όπως είπατε κι εσείς, ότι, μιλώντας για «σπίτια», δεν μπορεί να μην αναλογιστεί κανείς το μακελειό στη Γάζα, πόσοι άνθρωποι σκοτώνονται καθημερινά, πόσες οικογένειες, πόσες ζωές, πόσα σπίτια καταστρέφονται.
Οι άνθρωποι εκεί κάτω ζουν μια τραγωδία δίχως τέλος, γι’ αυτό μιλάω για ερωτήματα που μέσω της τέχνης στην περίπτωση αυτή ζητούν απαντήσεις. Μια χορευτική περφόρμανς δεν μπορεί βέβαια από μόνη της να αλλάξει τον κόσμο, να τερματίσει μίση, πολέμους και σκοτωμούς, μπορεί ωστόσο να αντιπροτείνει τις αξίες της μοιρασιάς, της συντροφικότητας, της γενναιοδωρίας, της αλληλεγγύης, του διαλόγου. Να προβληματίσει πάνω στο πόσο πρόθυμοι είμαστε να παραχωρήσουμε ζωτικό χώρο στον άλλο ή να τον μοιραστούμε μαζί του. Η γη, ο χώρος, η ύπαρξη, η συνύπαρξη είναι ζητήματα που τίθενται σήμερα με επιτακτικό τρόπο, όχι μόνο απέναντι στην πλήρη, τη γενοκτονική απαξίωση της ανθρώπινης ζωής που συμβαίνει στη Γάζα και απειλεί να συμπαρασύρει όλη τη Μέση Ανατολή. Μια απαξίωση που παρατηρούμε κιόλας να συμβαίνει σε πολλά μέρη του κόσμου. Δεν γίνεται να πορευόμαστε στον 21ο αιώνα με νοοτροπίες και πρακτικές της Λίθινης Εποχής, αν και νομίζω ότι ούτε τότε επικρατούσε τόση βία! Δεν είμαι διανοούμενος, ούτε πολιτικός για να προτείνω λύσεις, μιλώ μέσα από την τέχνη μου, ευελπιστώ εντούτοις ότι ο πολιτισμός μπορεί να αποτελέσει ένα ισχυρό ανάχωμα ενάντια στην εξάπλωση και την κανονικοποίηση της βαρβαρότητας.
— Πόσο έχει επηρεάσει η μετοίκησή σας στη Γαλλία την οπτική σας σχετικά με την αυτοσυνείδηση και την αίσθηση του ανήκειν στις παραστάσεις σας;
Να σας πω την αλήθεια, έχω κουραστεί από όλη αυτή τη φιλολογία περί ταυτοτήτων, εντοπιότητας, «εξοριών» και αίσθησης του ανήκειν, από όλες αυτές τις αυθαίρετες συχνά κατηγοριοποιήσεις που ίσως εξυπηρετούν μια κριτική ή ένα δημοσιογραφικό κομμάτι, αλλά δεν θεωρώ ότι έχουν μεγάλη σχέση με αυτό που συμβαίνει στην πραγματική ζωή, ούτε και θα έπρεπε. Εκεί σπάνια συναντάς τέτοια στεγανά, οι περισσότεροι άνθρωποι διαμορφωνόμαστε από τις αλληλεπιδράσεις μας με τους άλλους και το περιβάλλον μας, είμαστε δηλαδή παραπάνω από ένα πράγμα και αυτό, ακόμη, δεν ορίζεται από όλους το ίδιο. Εγώ και η οικογένειά μου ζούμε τα τελευταία χρόνια ανάμεσα στον Λίβανο και τη Γαλλία, στη Λιόν και τη Βηρυτό. Αποκτούμε διαρκώς νέους φίλους, νέα ερεθίσματα, νέες δυναμικές και νέες οπτικές και στις δύο πόλεις, και στις δύο χώρες, χωρίς να νιώθουμε δεσμευμένοι με κάποια. Νομίζω ότι η εμμονή σε μια ταυτότητα ή μια παράδοση μάς περιορίζει. Προσωπικά, ως άνθρωπος και ως καλλιτέχνης, είμαι πάντοτε δεκτικός σε νέες ιδέες και εμπειρίες, βλέπω τη ζωή σαν ένα ανοιχτό βιβλίο που είναι κρίμα να διαβάσω μερικές μόνο σελίδες του.

— Ο Λίβανος είναι μια πολύ ενδιαφέρουσα αλλά και πολύ βασανισμένη χώρα.
Έτσι είναι, πράγματι, στον Λίβανο συνυπάρχει ακόμα, παρά τα προβλήματα, ένα μωσαϊκό εθνοτήτων και θρησκειών και διαθέτει μια πλούσια πολιτιστική παράδοση. Μεγάλωσα στη Βηρυτό συναναστρεφόμενος ανθρώπους από διαφορετικές καταγωγές και κουλτούρες, ακόμα και με διαφορετικές ερωτικές προτιμήσεις ή ταυτότητες φύλου, κι αυτό δεν το είδα ποτέ ως πρόβλημα. Ό,τι συμβαίνει ωστόσο στον Λίβανο σχετίζεται άμεσα με ό,τι συμβαίνει στην ευρύτερη περιοχή και τον υπόλοιπο κόσμο. Με τα «παιχνίδια» και τις συγκρούσεις συμφερόντων τόσο των μεγάλων όσο και των περιφερειακών δυνάμεων. Δεν είμαστε ένα απομονωμένο νησί στον ωκεανό, ούτε και θα μπορούσαμε στη σημερινή εποχή. Οι εθνικές, θρησκευτικές και άλλες διαμάχες φουντώνουν παντού, οι πολιτικές της ισχύος, η διαφθορά, η εκμετάλλευση, η αποικιοκρατία, εδαφική ή οικονομική, όλα αυτά είναι φαινόμενα παγκόσμια και αλληλένδετα.
— Έχετε πει ότι ο χορός είναι ένα ζήτημα της καθημερινής ζωής, ότι συγκροτεί και διαμορφώνει την παρουσία μας, ότι αποτελεί μια «πύλη».
Καταρχάς βεβαίως και ο χορός δεν είναι μια «πολυτέλεια», ούτε κάτι ξεκομμένο από το καθημερινό μας βίωμα. Είναι ένα ερώτημα που αφορά το πού είμαστε, τι κάνουμε, τι σκεφτόμαστε, πώς ζούμε, είναι επίσης ένα ερώτημα για τις ανθρώπινες σχέσεις. Η «πύλη» στην οποία αναφέρθηκα είναι ακριβώς μια διέξοδος, ένα άνοιγμα στις πιθανότητες να βρούμε απαντήσεις στο ερώτημα αυτό. Ένα άνοιγμα που αφορά σε σώματα, μυαλά, ιδέες, νέους τρόπους κίνησης, σκέψης και ύπαρξης. Δεν έχουμε τίποτε άλλο πέρα από τις αποφάσεις, τις επιλογές και τις πράξεις μας.
— Έχετε πει επίσης ότι «ο χορός σώζει» και θυμάμαι ότι μια μεγάλη χορευτική επιτυχία των ’90s ήταν το «Last night a DJ saved my life».
Ναι, το γνωρίζω αυτό το κομμάτι και εκφράζει ακριβώς ό,τι πιστεύω όχι μόνο εγώ αλλά και πολλοί ακόμα άνθρωποι, ότι δηλαδή ο χορός ενώνει, ενδυναμώνει, απελευθερώνει και κατά συνέπεια ναι, μπορεί και να σώζει ζωές!



— Λίγοι άνθρωποι γνωρίζουν ότι στον Λίβανο και σε άλλες αραβικές χώρες υπάρχει σύγχρονος χορός, μια σκηνή στη δημιουργία της οποίας παίξατε κομβικό ρόλο.
Όταν το ξεκινήσαμε όλο αυτό με την ομάδα Maqamat και τους άλλους συνεργάτες μου στη Βηρυτό, στις αρχές της δεκαετίας του ’00, ο σύγχρονος χορός ήταν πράγματι μια σχεδόν άγνωστη έννοια. Πρόκειται βέβαια για μια σχετικά νέα μορφή τέχνης διεθνώς, δεν είχαμε μείνει δηλαδή τόσο πίσω, νομίζω ότι και στη χώρα σας τις τελευταίες τρεις δεκαετίες αναπτύχθηκε. Τα πρώτα ερωτήματα που θέσαμε στον εαυτό μας ήταν γιατί μας έλκει ο σύγχρονος χορός, τι θέλουμε να εκφράσουμε μέσα από αυτόν, πού απευθυνόμαστε και πώς μπορούμε να δουλέψουμε καλύτερα μαζί για να το πετύχουμε. Πιστεύαμε εξαρχής στη σύνδεση του χορού με την καθημερινή ζωή και στην ανάγκη να «μπολιάσουμε» τη δουλειά μας με στοιχεία εντοπιότητας, χωρίς αυτά να μας περιορίζουν και σε συγχρονισμό με ό,τι συμβαίνει στη διεθνή σκηνή. Το 2004 δημιουργήσαμε την πλατφόρμα BIPOD για τη συνάντηση και τη συνεργασία όσων καλλιτεχνών είχαν παρόμοια ενδιαφέροντα. Μαζί με το Masahat Dance Network, το κέντρο τεχνών Citerne Beirut και την πλατφόρμα Moutlaqa Leymoun έγιναν σημείο αναφοράς, βοηθώντας στην ανάδειξη, την εξέλιξη και τη διάδραση χορευτών από τον Λίβανο, τη Συρία, την Ιορδανία και την Παλαιστίνη. Πλέον υπάρχουν νέοι χορευτές και χορογράφοι από τα μέρη αυτά με πολλές διαφορετικές και ενδιαφέρουσες προσεγγίσεις και προοπτικές.
— Το επόμενο πρότζεκτ σας;
Λέγεται «Dance People», το δουλεύουμε ήδη εδώ στη Λιέγη όπου βρίσκομαι και σκοπεύουμε να το παρουσιάσουμε τον επόμενο μήνα στο Διεθνές Φεστιβάλ του Εδιμβούργου, την επόμενη «στάση» μας μετά την Καλαμάτα. Θα υπάρχουν κι εδώ μουσικοί και χορευτές επί σκηνής, αλλά θα είναι κάτι διαφορετικό από το «Beytna». Εστιάζει ακριβώς στο ζήτημα του ανοίγματος, του μοιράσματος και της προστασίας των προσωπικών και κοινοτικών μας χώρων. Στο πλαίσιο αυτό, δεν θα υπάρχει κανένας διαχωρισμός μεταξύ σκηνής και θεατών, καλλιτέχνες και κοινό θα βρισκόμαστε και θα αλληλεπιδρούμε σε έναν αδιαίρετο, ενιαίο χώρο.