ΣΤΙΣ ΑΡΧΕΣ ΤΗΣ ΔΕΚΑΕΤΙΑΣ ΤΟΥ 2000, ένα νεοσύστατο start-up που ονομαζόταν Yelp επινόησε μια νέα και φιλική λειτουργία για τον ραγδαία αναπτυσόμενο παγκόσμιο ιστό. Οι απλοί χρήστες μπορούσαν να δημοσιεύουν κριτικές αξιολογήσεις για εστιατόρια τις οποίες μπορούσαν να διαβάσουν όλοι. Υπήρχε όμως ένα πρόβλημα: πολύ λίγοι άνθρωποι τότε ενδιαφέρονταν να γράφουν πράγματα στο διαδίκτυο. Οι μηχανικοί του Yelp έπρεπε να τους δώσουν έναν λόγο να προσφέρουν περιεχόμενο.
Η ιστορία του πώς έδωσαν κίνητρα για αυτό το περιεχόμενο που δημιουργούσαν οι χρήστες είναι το σημείο εκκίνησης για το «Like: Το κουμπί που άλλαξε τον κόσμο», μια μάλλον αισιόδοξη προσέγγιση της ιστορίας του διαδικτύου από δύο βετεράνους των επιχειρήσεων και της τεχνολογίας. Η Yelp υπολόγισε ότι οι άνθρωποι θα αναγκάζονταν να δημοσιεύουν κριτικές αν λάμβαναν θετική ανταπόκριση από άλλους. Τελικά, μαζί με παρόμοια πειράματα σε άλλα τεχνολογικά start-ups, αυτό οδήγησε στην πανταχού παρούσα έκφραση άμεσης αναγνώρισης που είναι το κουμπί like, το οποίο, όπως γράφουν οι Μπομπ Γκούντσον και Μάρτιν Ριβς στο βιβλίο τους, πατιέται σήμερα περίπου 160 δισεκατομμύρια φορές την ημέρα.
Το «like» εφευρέθηκε για «περιορισμένους και συγκεκριμένους σκοπούς» –όπως η ενθάρρυνση του περιεχομένου που δημιουργούν οι χρήστες– σταδιακά όμως χρησιμοποιήθηκε για «εντελώς διαφορετικούς σκοπούς» και ενσωματώθηκε σε νέα επιχειρηματικά μοντέλα.
Όπως συμβαίνει με τόσα πολλά χαρακτηριστικά της διαδικτυακής ζωής, αυτό που πλέον θεωρείται δεδομένο, μέχρι πρόσφατα δεν ήταν καθόλου αυτονόητο. Έπρεπε να το φανταστεί κανείς. Οι συγγραφείς σημειώνουν ότι στις πρώτες μέρες του διαδικτύου θεωρούνταν ότι «μόλις το 1% των ανθρώπων θα έγραφε και θα δημιουργούσε περιεχόμενο που θα διάβαζαν οι άλλοι». Η επιτυχία και η διάδοση του «like» εκτίναξαν αυτό το ποσοστό, δημιουργώντας ένα διαδικτυακό σύμπαν στο οποίο όλοι ήταν δημιουργοί περιεχομένου. Ο Γκούντσον γράφει από προσωπική εμπειρία: στα είκοσι χρόνια του, μετά την εκπαίδευσή του ως μεσαιωνολόγος, έπαιξε ο ίδιος καθοριστικό ρόλο στην ανάπτυξη του like, σχεδιάζοντας την εικονογραφία του μελετώντας την ιδέα και δημιουργώντας τον κώδικα που κατέστησε δυνατή την καταγραφή μιας τέτοιας «αντίδρασης».

Η «επιτόπια» προσέγγισή του είναι ίσως το πιο πολύτιμο στοιχείο του βιβλίου. Μας μεταφέρει πίσω σε μια εποχή που ο παγκόσμιος ιστός ήταν ένα πεδίο υπό διαμόρφωση, γεμάτο έξυπνους και ενθουσιώδεις ανθρώπους που εφεύρισκαν το μέλλον. Βλέπουμε πώς οι σημερινοί τρόποι με τους οποίους σχετιζόμαστε ψηφιακά μεταξύ μας –από την έκφραση επαίνων έως την άμεση ανταλλαγή μηνυμάτων ή την ανάρτηση περιεχομένου στο διαδίκτυο– ήταν το αποτέλεσμα ιδιόρρυθμων συχνά σχεδιαστικών επιλογών που έγιναν πριν από μερικές δεκαετίες.
Ένα από τα κεφάλαια του βιβλίου διερευνά εν συντομία ζητήματα όπως ο εθισμός στα smartphones και τα προβλήματα ψυχικής υγείας των παιδιών, η εξάρτηση από την τακτική εικονική «μικρο-επιβεβαίωση» ή η βιομηχανία της τεχνολογίας που συγκεντρώνει τεράστιες ποσότητες προσωπικών δεδομένων από τους χρήστες, χωρίς αποζημίωση, και στη συνέχεια τα χρησιμοποιεί για να τους πουλάει εξατομικευμένες διαφημίσεις. Το πρόβλημα, λένε οι συγγραφείς, είναι οι «πολλαπλές ακούσιες συνέπειες». Το «like» εφευρέθηκε για «περιορισμένους και συγκεκριμένους σκοπούς» –όπως η ενθάρρυνση του περιεχομένου που δημιουργούν οι χρήστες– σταδιακά όμως χρησιμοποιήθηκε για «εντελώς διαφορετικούς σκοπούς» και ενσωματώθηκε σε νέα επιχειρηματικά μοντέλα.
Αυτό ενδεχομένως να φαίνεται κάπως αφελές. Η ενίσχυση του περιεχομένου που δημιουργείται από τους χρήστες δεν είναι καθόλου «περιορισμένος σκοπός» και η δημιουργία ενός βρόχου ανταμοιβής για να δοθούν κίνητρα στους χρήστες ώστε να ανεβάζουν περισσότερες αναρτήσεις, φαίνεται να είναι μια δίκαιη περιγραφή αυτού που έκαναν οι σχεδιαστές του «like». Σύμφωνα με τους ίδιους τους συγγραφείς, τα επιχειρηματικά μοντέλα που διέπουν σήμερα το ποιος ελέγχει τα δεδομένα και ποιος επωφελείται από αυτό, προέκυψαν εν μέρει από τη δημιουργία αυτής της «αντίδρασης». Οι απροσδόκητοι τρόποι με τους οποίους επηρέασε το διαδίκτυο ήταν σύμφωνοι με τη βασική λειτουργία και τον σκοπό του like.
Το βιβλίο κλείνει με κάποιες εικασίες για το μέλλον: Θα μπορούσε το «like» να καταλήξει σε μια αιώνια συνομιλία με την τεχνητή νοημοσύνη; Θα μπορούσαμε να βάλουμε ένα «like» χρησιμοποιώντας μόνο μια σκέψη; Όπως και να έχει, οι συγγραφείς του βιβλίου δεν φαίνεται να ενοχλούνται από τέτοιες προοπτικές. «Η ιστορία είναι γεμάτη από προβλέψεις δυστοπικών μελλοντικών καταστάσεων που δεν πραγματοποιήθηκαν ποτέ», δηλώνουν, ακόμη και την ώρα που παρακολουθούμε την εξέλιξη νέων ειδών τεχνολογίας σε μια χρονική στιγμή που μοιάζει με ένα από τα πιο σκοτεινά κεφάλαια της ιστορίας του διαδικτύου.
Με στοιχεία από The Financial Times