Είναι πολλά αυτά που σε σοκάρουν όταν διαβάζεις το βιβλίο του Αλεξάντερ Κλαπ «Ο πόλεμος των σκουπιδιών, ανταποκρίσεις από τις παγκόσμιες χωματερές», που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Δώμα. Σε κάθε κεφάλαιο του βιβλίου υπάρχει και κάτι που σε κάνει να συνειδητοποιήσεις την άγνοιά σου για το θέμα των σκουπιδιών ή να αναθεωρήσεις αυτά που πίστευες ότι ήξερες για έννοιες όπως η ανακύκλωση και τα μικροπλαστικά, ο ρόλος των ισχυρών χωρών στην καταστροφή του περιβάλλοντος και το πρόβλημα των αποβλήτων που δημιουργείται στις φτωχότερες χώρες.
Γράφει στο κεφάλαιο «Πλαστικοποίηση»: «Στα μέσα της δεκαετίας του ’70, μικροσκοπικά πλαστικά σωματίδια –ή “μικροπλαστικά”, όπως ήταν ο όρος που εισήγαγε το 2004 ο θαλάσσιος βιολόγος Ρίτσαρντ Τόμσον– εντοπίστηκαν σε στομάχια ψαριών. Το 1997 ένας Αμερικανός ιστιοπλόος ονόματι Τσαρλς Μουρ, που έπλεε στον Βορειοανατολικό Ειρηνικό, παρατήρησε ότι επί 7 ολόκληρες μέρες, ανά πέντε λεπτά έβλεπε κομμάτια πλαστικού κοντά στο σκάφος του. Δυο χρόνια αργότερα, επέστρεψε στην περιοχή με ένα τεράστιο δίχτυ. “Η στιγμή που μαζέψαμε εκείνο το δίχτυ ήταν αποκαλυπτική” μου είπε ο Μουρ. “Ωχ, σκέφτηκα, είναι πολύ πιο σοβαρό απ’ όσο φανταζόμουν”. Σε κάθε κιλό πλαγκτόν που έπιανε ο Μουρ αντιστοιχούσαν 6 κιλά πλαστικό. Όπως διαπιστώθηκε, ο “μεγάλος σκουπιδότοπος του Ειρηνικού” είχε τρεις φορές την έκταση της Γαλλίας και ήταν μία από τις τουλάχιστον 5 μεγάλες ωκεάνιες δίνες που απορροφούσαν σκουπίδια από τα θαλάσσια ρεύματα του πλανήτη· απ’ ό,τι μου είπε ο Μουρ, βάσει των δεδομένων που έχει δημοσιεύσει σε μια σειρά από ακαδημαϊκά περιοδικά, η συνολική μάζα των πλαστικών είναι τέτοια, που “η ανθρωπότητα θα χρειαζόταν τουλάχιστον 70.000 χρόνια για να τα απομακρύνει από τους ωκεανούς”.
«Δεν υπάρχει πια χώρος για να αποθηκευτεί όλο αυτό το πλαστικό. Πρέπει με κάποιον τρόπο να εξαφανιστεί. Ο πιο εύκολος είναι να το κάψει κανείς και να το παρουσιάσει ως ατύχημα. Και αυτό δεν είναι φαινόμενο αποκλειστικά ελληνικό».
Κι αυτό συνεχίστηκε. Το 2006 άρχισαν να ανακαλύπτονται στις ακτές της Χαβάης τα λεγόμενα “πλαστικοπαγή” πετρώματα – συσσωματώσεις ηφαιστειακής πέτρας, κοχυλιών και κοραλλιών με λιωμένο πλαστικό. Το 2009 εντοπίστηκε πλαστικό σε δείγματα λιωμένου πάγου από την Ανταρκτική. Τέσσερα χρόνια αργότερα βρέθηκε πλαστικό να αιωρείται στο διάστημα. Πέντε χρόνια αργότερα ανακαλύφθηκε πλαστικό στο πιο ακραία απομακρυσμένο σημείο της Γης: μια κάμερα κατέγραψε μια πλαστική σακούλα να κολυμπάει σε βάθος 10.000 μέτρων κάτω από την επιφάνεια της θάλασσας, στην Τάφρο των Μαριανών, το βαθύτερο σημείο του πλανήτη. Το 2019 βρέθηκαν μικροπλαστικά κοντά στην κορυφή του Έβερεστ. Τρία χρόνια αργότερα παρατηρήθηκε ότι τα μικροπλαστικά είχαν διεισδύσει πλέον στο σώμα των δημιουργών τους και κυλούσαν στο αίμα τριών στους τέσσερις ανθρώπους, οδηγώντας τους επιστήμονες στην εικασία ότι ο μέσος άνθρωπος –ο άνθρωπος που κρατάει στα χέρια του αυτό το βιβλίο, για παράδειγμα– πιθανότατα καταναλώνει σε εβδομαδιαία βάση ποσότητα πλαστικού ίση με μια πιστωτική κάρτα».
Και λίγο παρακάτω: «Από τη σκοπιά της πετροχημικής βιομηχανίας, η προώθηση της ανακύκλωσης ήταν το μέσο για την επίτευξη ενός σκοπού: να παραχθεί ακόμα περισσότερο πλαστικό. Κάθε βδομάδα η ανθρωπότητα παράγει καινούργια πράγματα ίσα με το βάρος της, κι απ' αυτά υπολογίζεται πως, σε παγκόσμια βάση, μόνο το 1% εξακολουθεί να χρησιμοποιείται ένα εξάμηνο μετά την αγορά του. Οι καταναλωτικές μας συνήθειες που απορρέουν απ' την παραγωγή και χρήση τέτοιων αγαθών και υπηρεσιών ευθύνονται πλέον για πάνω από τις μισές συνολικές εκπομπές άνθρακα. Κάθε μέρα η ανθρωπότητα πετάει στα σκουπίδια 1,5 δισεκατομμύριο πλαστικά ποτηράκια, σχεδόν 115 εκατομμύρια κιλά ρούχα, 220 εκατομμύρια αλουμινένια κουτάκια, 3 εκατομμύρια ελαστικά αυτοκινήτων.
Σε κάθε άνθρωπο αντιστοιχεί αυτή τη στιγμή λίγο πάνω από ένας τόνος πεταμένο πλαστικό - σκορπισμένο στην ξηρά, θαμμένο στη γη ή αδέσποτο στη θάλασσα και είναι σχεδόν βέβαιο ότι το μεγαλύτερο μέρος αυτού του πλαστικού θα παραμείνει στον πλανήτη για χιλιάδες, ίσως κι εκατοντάδες χιλιάδες χρόνια μετά από μας. Μόνο στους ωκεανούς, σε κάθε άνθρωπο αναλογούν 21.000 τεμάχια πλαστικού - σακούλες σουπερμάρκετ και πλαστικοί δακτύλιοι από εξάδες μπίρας και καπάκια μπουκαλιών. Ως το 2050 η συνολική τους μάζα θα έχει υπερβεί το βάρος όλων των ψαριών του πλανήτη, ενώ κάθε έξι χρόνια αναμένεται να διπλασιάζεται. Εν τω μεταξύ, στο ένα λεπτό που σας πήρε να διαβάσετε αυτή την παράγραφο, άλλο 1 εκατομμύριο πλαστικά μπουκάλια πετάχτηκαν στα σκουπίδια, κι άλλη μια καρότσα με πλαστικά έχει καταλήξει στις θάλασσες».

Στο κεφάλαιο «Ο σκουπιδάρχης» γράφει: «Τα απόβλητα αυτά (τόνοι βρόμικου εισαγόμενου πλαστικού), που είναι υπερβολικά ογκώδη για να ταφούν σε κάποια χωματερή και υπερβολικά ευτελή για να έχει νόημα έστω και η απόπειρα ανακύκλωσής τους, καίγονται τελικά ως “καύσιμο” σε εκατοντάδες ινδονησιακές βιοτεχνίες που φτιάχνουν τόφου και κρακεράκια. Πρόκειται για μια περιβαλλοντική βόμβα, που οι επιπτώσεις της γίνονται όλο και πιο φανερές τα τελευταία 20 χρόνια: είναι αδιανόητα επικίνδυνο να καις πλαστικά σακουλάκια από Doritos για να ψήσεις ένα από τα βασικά είδη διατροφής στη χώρα σου. Κι επίσης δύσκολα βρίσκει κανείς πιο κραυγαλέο παράδειγμα για την ισοπεδωτική παγκόσμια επέλαση του πλαστικού: είναι τόσο πολύ, ώστε αποψιλώνουν ολόκληρα δάση στη μακρινή Ινδονησία για να το χωρέσουν, και τόσο δύσκολο να το ξεφορτωθούν, ώστε η μόνη λύση είναι να το κάψουν».

Ο πόλεμος των σκουπιδιών μαίνεται σήμερα ανεξέλεγκτος. Στο βιβλίο του, με θαρραλέο και τολμηρό τρόπο, ο Αλεξάντερ Κλαπ αναφέρει όσα διαπίστωσε στην επιτόπια έρευνα που έκανε σε πέντε ηπείρους –από την κεντρική Αμερική και την Αφρική στο Αιγαίο και την Ινδονησία–, αναζητώντας τους τόπους και τους ανθρώπους που παραλαμβάνουν τελικά τα απορρίμματά μας: τοξικά απόβλητα, ηλεκτρονικά απόβλητα, παλιοσίδερα, πλαστικά. Συνομιλεί με εργάτες και πολιτικούς, με επιστήμονες και μεσίτες σκουπιδιών, με εφοπλιστές και ακτιβιστές, εξερευνώντας τον αφανή κόσμο της παγκόσμιας διακίνησης αποβλήτων και τα θηριώδη οικονομικά συμφέροντα που τον κυβερνούν.
Ο Αλεξάντερ Κλαπ είναι συγγραφέας και δημοσιογράφος με έδρα την Αθήνα. Κείμενά του έχουν δημοσιευτεί στους «New York Times», στο «London Review of Books» και στο «New Left Review». Έχει βραβευτεί, μεταξύ άλλων, με το Whiting Nonfiction Grant, το Matthew Power Literary Reporting Award, το Robert B. Silvers Reporting Grant και το Pulitzer Center Breakthrough Journalism Award. Έχει επίσης λάβει την υποτροφία Alistair Horne Fellowship από την Οξφόρδη και την υποτροφία Berggruen Fellowship.

— Τι σας έδωσε κίνητρο να αρχίσετε να ερευνάτε το παγκόσμιο εμπόριο των αποβλήτων; Τι σας ενέπνευσε να γράψετε τον «Πόλεμο των Σκουπιδιών»;
Ήταν το 2020, όταν ταξίδευα με λεωφορείο στη Ρουμανία. Κοίταξα έξω από το παράθυρο και είδα κάτι ασυνήθιστο: τεράστιοι λόφοι στοιβαγμένα πλαστικά σκουπίδια στην ύπαιθρο δημιουργούσαν βρόμικους πύργους. Ρώτησα από πού είχαν έρθει, ποιος τα είχε ρίξει εκεί. Οι αρμόδιοι υπάλληλοι στο Βουκουρέστι μού είπαν ότι δεν προέρχονται από τη Ρουμανία. Είχαν φτάσει διά θαλάσσης από τη Γαλλία και τη Γερμανία. Στόχος ήταν να καούν σε δεκάδες τσιμεντοβιομηχανίες διάσπαρτες στη ρουμανική ύπαιθρο. Έχει ενδιαφέρον ότι τα εργοστάσια τσιμέντου ανήκουν σε γαλλικές και γερμανικές εταιρείες.
Η Γαλλία και η Γερμανία δεν ξεφορτώνονται απλώς τεράστιες ποσότητες πλαστικού στη Ρουμανία. Δεν είναι μόνο ότι το καίνε κι αφήνουν πίσω τεράστιες ποσότητες τοξικής ρύπανσης. Συμβαίνει κάτι ακόμη πιο ύπουλο. Αυτή η διαδικασία τούς επιτρέπει να ισχυρίζονται ότι όλο αυτό το πλαστικό ανακυκλώνεται, πως έτσι ωφελούν το περιβάλλον.

Όσο περισσότερο σκεφτόμουν αυτό που είχα δει στη Ρουμανία, τόσο πιο πολύ συνειδητοποιούσα πως αυτή η ιστορία είναι ενδεικτική του τρόπου που λειτουργεί η Ευρώπη. Το ένα μισό της ηπείρου, το πιο πλούσιο, αυτό που αυτοθαυμάζεται για την περιβαλλοντική του ευαισθησία, ξεφορτώνεται τα σκουπίδια του στο άλλο μισό, στο πιο φτωχό. Όπως ξέρουν πολύ καλά οι Έλληνες, είναι ακριβώς αυτό το μισό της ηπείρου που συχνά δέχεται μαθήματα ηθικής από χώρες όπως η Γερμανία για την υπεύθυνη διαχείριση του περιβάλλοντος.
Το βιβλίο μου εστιάζει σε προβλήματα όπως αυτό: ποιες κοινωνίες πρέπει να αναλάβουν τα σκουπίδια των άλλων και γιατί; Εξετάζει το ζήτημα μέσα από ένα παγκόσμιο πρίσμα. Αυτό που είδα στη Ρουμανία ήταν μόνο η κορυφή του παγόβουνου. Τα τελευταία σαράντα χρόνια, τεράστιες ποσότητες ευρωπαϊκών και αμερικανικών απορριμμάτων φορτώνονται σε πλοία και μεταφέρονται με κέρδος σε φτωχότερες χώρες του πλανήτη, χώρες που συχνά δεν μπορούν να διαχειριστούν ούτε τα δικά τους απόβλητα. Ήθελα να καταλάβω πώς ξεκίνησε αυτό το φαινόμενο. Ποιος το θεώρησε καλή ιδέα; Και γιατί –παρά το γεγονός ότι εδώ και χρόνια γνωρίζουμε ότι το να στέλνουμε τα σκουπίδια μας σε φτωχές χώρες είναι καταστροφικό– αυτό δεν σταμάτησε ποτέ;
Δεν είμαι περιβαλλοντολόγος. Αυτά που γράφω για την Ελλάδα συνήθως επικεντρώνονται στην πολιτική, το έγκλημα ή τη διαφθορά. Αλλά αυτό ακριβώς είναι το διεθνές εμπόριο αποβλήτων: μια ιστορία πολιτικής, εγκληματικότητας και διαφθοράς.
— Πώς θεωρείτε ότι συνδέεται το ζήτημα των αποβλήτων με ευρύτερα θέματα περιβαλλοντικής δικαιοσύνης και παγκόσμιας ανισότητας;
Τα σκουπίδια είναι –εξ ορισμού– κάτι που κανείς δεν θέλει. Το να τα ξεφορτωθείς κοστίζει ακριβά. Συσσωρεύονται γρήγορα. Μυρίζουν. Είναι συχνά τοξικά. Οπότε, πού καταλήγουν; Ποιος θα πρέπει να ζει δίπλα τους; Αυτά είναι ερωτήματα που φτάνουν στον πυρήνα των συζητήσεων γύρω από την αδικία και την ανισότητα. Ας δούμε την περίπτωση της Αθήνας. Πού πηγαίνει μεγάλο μέρος των απορριμμάτων της πόλης; Στα δυτικά, στα Άνω Λιόσια – μια περιοχή που, όχι τυχαία, κατοικείται από Ρομά και ποντιακές κοινότητες, οι οποίες υφίστανται έντονο κοινωνικό αποκλεισμό και διακρίσεις από την υπόλοιπη ελληνική κοινωνία.
Τώρα, ας το δούμε αυτό σε παγκόσμια κλίμακα. Είτε πρόκειται για τοξικά χημικά που πετιούνται στη Νιγηρία, παλιά ηλεκτρονικά που μεταφέρονται στην Γκάνα ή κοντέινερ γεμάτα πλαστικό που φτάνουν στη Μαλαισία, οι πλουσιότερες χώρες του κόσμου έχουν μετατρέψει σε επιχείρηση το να στέλνουν τα απόβλητά τους σε μακρινά μέρη, όπου δεν θα χρειαστεί να τα ξαναδούν και όπου απελπισμένες κοινότητες αναγκάζονται να υποστούν τις συνέπειες.

— Αναφέρετε στο βιβλίο ότι ένα σημαντικό ποσοστό των απορριμμάτων τελικά δεν ανακυκλώνεται. Μπορείτε να εξηγήσετε τι πραγματικά συμβαίνει με τα πλαστικά και ηλεκτρονικά απόβλητα που νομίζουμε ότι ανακυκλώνονται;
Ένα μεγάλο μέρος του πλαστικού δεν ανακυκλώνεται επειδή, απλούστατα, δεν μπορεί να ανακυκλωθεί αποτελεσματικά. Υπάρχουν πολλοί λόγοι γι’ αυτό, αλλά ο σημαντικότερος είναι οι βασικές αρχές της οικονομίας: κοστίζει πολύ περισσότερο να προσπαθήσεις να «αναστήσεις» παλιό πλαστικό απ’ ό,τι να παραγάγεις καινούργιο. Και αυτό είναι κάτι που μάλλον δεν θα αλλάξει ποτέ.
Για πολλά χρόνια, οι πλούσιες χώρες δεν χρειαζόταν καν να αντιμετωπίσουν τους μύθους και τα προβλήματα της ανακύκλωσης πλαστικού. Κι αυτό γιατί, σε μεγάλο βαθμό, εξήγαν το πρόβλημα. Η Ευρωπαϊκή Ένωση, για παράδειγμα, έστελνε το μισό της «πλαστικό για ανακύκλωση» σε φτωχότερες χώρες, με το μεγαλύτερο μέρος να καταλήγει στην Κίνα. Τι συνέβαινε όταν έφτανε εκεί; Ένα μέρος του μετατρεπόταν όντως σε νέο πλαστικό. Αλλά ένα πολύ μεγάλο μέρος καιγόταν ή απλώς πετιόταν στην ύπαιθρο.
Το 2018, η Κίνα ανακοίνωσε στη διεθνή κοινότητα ότι δεν θα δεχθεί άλλο πλαστικό. Αυτή η βιομηχανία ήταν υπερβολικά ρυπογόνα. Οι πλουσιότερες χώρες του κόσμου βρέθηκαν ξαφνικά να πασχίζουν να βρουν λύση. Τότε αναδείχθηκαν δύο τάσεις. Η πρώτη είναι πως χώρες όπως το Ηνωμένο Βασίλειο ή η Γερμανία απλώς βρήκαν νέα μέρη για να στέλνουν τα παλιά τους πλαστικά και συνέχισαν να ισχυρίζονται ότι αυτά ανακυκλώνονται. Ο μεγαλύτερος παραλήπτης ευρωπαϊκών πλαστικών αποβλήτων σήμερα είναι η Τουρκία. Κι αν είστε Έλληνας που νοιάζεται για τα πλαστικά στη θάλασσα του Αιγαίου ή για την ποιότητα του αέρα στη χώρα σας, αυτό θα έπρεπε να σας ανησυχεί. Η τύχη του πλαστικού που στέλνει η Δυτική Ευρώπη στην Τουρκία δεν διαφέρει σε τίποτα από ό,τι συνέβαινε στην Κίνα επί τριάντα χρόνια. Πολλές ποσότητες καταλήγουν σε ποτάμια ή καίγονται σε λιμάνια του Αιγαίου, όπως η Σμύρνη.
Αυτή είναι η μία τάση που προέκυψε μετά το 2018. Η άλλη ίσως είναι ακόμη χειρότερη. Ανέφερα νωρίτερα την περιοχή δυτικά της Αθήνας. Ένα ενδιαφέρον φαινόμενο που αξίζει να παρακολουθήσει κανείς είναι οι ιστορίες για «κέντρα ανακύκλωσης» σε μέρη όπως ο Ασπρόπυργος που τυλίγονται στις φλόγες. Αυτό συμβαίνει τουλάχιστον μία φορά τον μήνα, κάποτε και πιο συχνά. Καμιά φορά η κατάσταση είναι τόσο άσχημη που μπορείς να μυρίσεις το καμένο πλαστικό ως το κέντρο της Αθήνας. Το φαινόμενο παρατηρείται κι αλλού. Σήμερα το πρωί, για παράδειγμα, πήρε φωτιά ένα εργοστάσιο «ανακύκλωσης» στη Λέσβο. Ο Ασπρόπυργος όμως παραμένει το πιο ενδεικτικό σημείο.
Γιατί συμβαίνει αυτό ξανά και ξανά; Τις περισσότερες φορές δεν είναι ατύχημα. Κάποιος βάζει σκοπίμως φωτιά. Δεν υπάρχει πια χώρος για να αποθηκευτεί όλο αυτό το πλαστικό. Πρέπει με κάποιον τρόπο να εξαφανιστεί. Ο πιο εύκολος είναι να το κάψει κανείς και να το παρουσιάσει ως ατύχημα. Και αυτό δεν είναι φαινόμενο αποκλειστικά ελληνικό. Συμβαίνει στη Βουλγαρία, στην Ινδονησία, στο Ουισκόνσιν – παντού.

— Αναφέρετε τον όρο «απορριμματοκρατία» (garbage imperialism). Πώς σχετίζεται αυτή η έννοια με την κληρονομιά της δυτικής εκβιομηχάνισης;
Υπάρχει μια μακρά και περίπλοκη ιστορία εδώ. Ας ξεκινήσουμε από το προφανές: οι ίδιες χώρες που είναι σήμερα οι τελικοί αποδέκτες τεράστιων ποσοτήτων δυτικών αποβλήτων ήταν, μέχρι σχετικά πρόσφατα, υπό τον έλεγχο δυτικών κρατών. Τις δεκαετίες του 1950 και του ’60, πολλές από αυτές κατάφεραν να αποτινάξουν τον δυτικό ιμπεριαλισμό. Ονειρεύονταν να εκβιομηχανιστούν, να χτίσουν υποδομές, να αποκτήσουν αυτάρκεις οικονομίες. Κι όμως, μέχρι τη δεκαετία του ’80, πολλές από αυτές είχαν στην ουσία μετατραπεί σε αποδέκτες της βιομηχανοποίησης και του καταναλωτισμού της Δύσης. Χώρες που κάποτε ήταν γεμάτες ελπίδες, κατέληξαν ουσιαστικά να γίνουν οι κάδοι απορριμμάτων των πρώην αποικιοκρατών τους.
Γιατί συνέβη αυτό; Ο βασικός λόγος είναι το χρέος. Τη δεκαετία του ’80, ένας από τους ευκολότερους τρόπους να εξασφαλίσουν οι φτωχές χώρες άμεσα ρευστό ήταν να συμφωνήσουν να δεχτούν και να «διαχειριστούν» τοξικά χημικά απόβλητα των πλούσιων χωρών. Πολλοί ηγέτες της Λατινικής Αμερικής και της Αφρικής αντιστάθηκαν σε αυτό. «Η Αφρική έχει απορρίψει όλες τις μορφές εξωτερικής κυριαρχίας», δήλωνε το 1988 ο Πρόεδρος της Κένυας Ντάνιελ Αράπ Μόι. «Δεν θέλουμε η κυριαρχία αυτή να επιστρέψει από την πίσω πόρτα με τη μορφή της “απορριμματοκρατίας”». Όμως πολλοί στη Δύση θεωρούσαν απολύτως λογικούς τους όρους αυτής της ανταλλαγής. «Πάντα πίστευα ότι οι αραιοκατοικημένες χώρες της Αφρικής είναι απελπιστικά υπο-μολυσμένες», δήλωνε τότε ο Λόρενς Σάμερς, επικεφαλής οικονομολόγος της Παγκόσμιας Τράπεζας.
Τα τοξικά χημικά ήταν μόνο η αρχή. Μέχρι τη δεκαετία του ’90, χώρες σε όλη την Ασία και την Αφρική είχαν μετατραπεί σε αποδέκτες κάθε είδους απορρίμματος – από χαλασμένα ηλεκτρονικά και φθαρμένα ελαστικά μέχρι παλιό πλαστικό. Κυριολεκτικά κάθε μορφής σκουπίδι που μπορεί να φανταστεί κανείς.

— Ποιο ρόλο παίζουν το οργανωμένο έγκλημα και τα παράνομα δίκτυα στο παγκόσμιο εμπόριο αποβλήτων;
Παίζουν πολύ σημαντικό ρόλο. Αρκεί να κοιτάξει κανείς τι συμβαίνει στη Μεσόγειο, όπου διάφορες ιταλικές εγκληματικές οργανώσεις εμπλέκονται ενεργά στη διακίνηση οξέων από μπαταρίες νότια, από τη Βαυαρία προς την Καμπανία, στην εξαγωγή πλαστικών αποβλήτων με πλοία προς την Τυνησία, ή στη λαθραία μεταφορά τοξικών χημικών στην Αλβανία. Δεν πρόκειται ακριβώς για «σκουπίδια» με τη στενή έννοια. Η μετακίνηση αποβλήτων αποτελεί βασικό μέρος του επιχειρηματικού τους μοντέλου. Και γιατί να μην είναι; Όταν πρόκειται για σκουπίδια, η «προσφορά» είναι ανεξάντλητη και οι νομικές συνέπειες αμελητέες. «Για εμάς, τα σκουπίδια είναι χρυσάφι», είπε το 2008 ένας μαφιόζος από τη Νάπολη στον ανακριτή.
Πιστεύω, ωστόσο, ότι είναι σημαντικό να μην υπερτονίσουμε τον ρόλο του οργανωμένου εγκλήματος. Γιατί; Επειδή μεγάλο μέρος του εμπορίου αποβλήτων είναι απολύτως νόμιμο. Δεν χρειάζεται να είσαι μαφιόζος από τη Νάπολη για να βγάλεις λεφτά από αυτό. Ουσιαστικά, οποιοσδήποτε μπορεί να μπει στην «μπίζνα» των σκουπιδιών.
— Μπορείτε να περιγράψετε την εμπειρία που βιώσατε στο Agbogbloshie –τι είδατε, τι μυρίσατε, ποια ήταν η ατμόσφαιρα– και πώς σας επηρέασε προσωπικά;
Ουφ. Από πού να αρχίσω; Το Agbogbloshie είναι ένα μέρος συγκλονιστικό, καταθλιπτικό, σχεδόν κολασμένο. Είναι μια παραγκούπολη στο κέντρο της Άκρα, της πρωτεύουσας της Γκάνας, που δέχεται καθημερινά χιλιάδες τόνους κατεστραμμένων, διαλυμένων ηλεκτρονικών. Τα περισσότερα από αυτά τα παλιά κινητά τηλέφωνα και λάπτοπ φτάνουν στην Γκάνα ως «μεταχειρισμένος εξοπλισμός» από την Ευρώπη ή τις Ηνωμένες Πολιτείες. Υποτίθεται για να ξαναχρησιμοποιηθούν. Όπως είναι αναμενόμενο, πολλά από αυτά δεν λειτουργούν καν. Ωστόσο, μπορούν ακόμη να αποσυναρμολογηθούν και να απογυμνωθούν από τα πολύτιμα εξαρτήματά τους.
Εδώ μπαίνει στο παιχνίδι το Agbogbloshie. Είναι το μέρος όπου καταλήγουν όλα αυτά τα ηλεκτρονικά για να «αποσυναρμολογηθούν». Πρόκειται για μια ωραιοποιημένη λέξη που στην πράξη σημαίνει ότι τα παλιά τηλέφωνα και οι φορητοί υπολογιστές καίγονται, λιώνει το πλαστικό τους, και ό,τι απομείνει συλλέγεται: τα σύρματα χαλκού, οι πλακέτες πυριτίου. Στο Agbogbloshie, κάθε πιθανό υλικό –οθόνες τηλεοράσεων, μονώσεις ψυγείων, μέχρι και παλιές περούκες– χρησιμοποιείται ως προσάναμμα γι' αυτές τις φωτιές, που καίνε ασταμάτητα, μέρα και νύχτα.
Ο αέρας είναι πυκνός, γεμάτος μαύρο καπνό. Στους άντρες λείπουν δάχτυλα χεριών και ποδιών. Τα παιδιά βήχουν και φτύνουν αίμα. Βλέπεις σκηνές σουρεαλιστικές: αγελάδες να μασούν PVC καλώδια για το τελευταίο τους γεύμα, πριν οδηγηθούν στο σφαγείο· λιμνοθάλασσες σκεπασμένες από τόσο πολύ πλαστικό που σου παίρνει μερικά λεπτά να συνειδητοποιήσεις ότι πρόκειται για μέρη με νερό· μελαγχολικοί άντρες καθισμένοι σε κύκλους να κοπανάνε τα τελευταία iPhone με βαριοπούλες.

— Το βιβλίο σας επικεντρώνεται σε μεγάλο βαθμό στην Γκάνα, αλλά αναφέρετε και άλλα παραδείγματα, όπως τη διάλυση πλοίων στην Τουρκία ή την ανακύκλωση μπαταριών στη Λατινική Αμερική. Πώς αναδεικνύουν αυτές οι βιομηχανίες τη διεθνή διάσταση των αποβλήτων και της εκμετάλλευσης της εργασίας;
Ας πάρουμε το παράδειγμα της διάλυσης πλοίων στην Τουρκία. Είναι κάτι που θα έπρεπε να απασχολεί και τους Έλληνες, γιατί αποτελεί χαρακτηριστικό παράδειγμα μιας βιομηχανίας εξαγωγής αποβλήτων που ωφελεί οικονομικά μια μικρή τάξη Ελλήνων –την ελίτ της ναυτιλίας– και η οποία, κατ’ επέκταση, επηρεάζει το πώς αυτή η ελίτ ασκεί την εξουσία της μέσα στην ελληνική κοινωνία.
Στην τουρκική ακτή του Αιγαίου βρίσκεται μια φρικτά βιομηχανοποιημένη πόλη που λέγεται Αλίαγα. Είναι ένα από τα τέσσερα μέρη στον κόσμο –τα άλλα βρίσκονται στο Πακιστάν, στο Μπαγκλαντές και στην Ινδία– όπου αποστέλλονται πλοία για διάλυση. Κάθε είδους πλοία: κρουαζιερόπλοια, φορτηγά, δεξαμενόπλοια, επιβατικά φέρι μποτ. Στατιστικά, αυτή είναι η πιο επικίνδυνη δουλειά στον κόσμο – χειρότερη και από την εξόρυξη. Φυσικά αυτό ισχύει και στην Τουρκία. Στην Αλίαγα συναντάς Τούρκους από το εσωτερικό της Ανατολίας, ανθρώπους που δεν είχαν δει ποτέ θάλασσα στη ζωή τους, μέχρι που έφτασαν εκεί στα 18 τους. Τους έδωσαν ένα φλογοβόλο και τους έβαλαν μέσα σε ένα δεκαπενταώροφο αμερικανικό κρουαζιερόπλοιο, δίνοντάς τους την εντολή να αρχίσουν να το ξηλώνουν με τα χέρια τους. Πληρώνονται υπερβολικά λίγα γι' αυτήν τη δουλειά. Και κάποιοι, όπως μπορείς να φανταστείς, δεν θα επιστρέψουν ποτέ ζωντανοί στο εσωτερικό της Ανατολίας. Σε πόλεις όπως η Ζάρα ή η Σίβας υπάρχουν νεκροταφεία όπου είναι θαμμένοι νέοι άντρες που σκοτώθηκαν διαλύοντας αμερικανικά κρουαζιερόπλοια ή νορβηγικά φορτηγά.
Αξίζει τώρα να αναρωτηθεί κανείς: γιατί αυτή η δουλειά να μη γίνεται λίγα μόλις χιλιόμετρα πιο πέρα, στην Ελλάδα – μια χώρα της οποίας η ναυτιλιακή ελίτ ελέγχει ένα δυσανάλογα μεγάλο κομμάτι της παγκόσμιας ναυτιλίας και η οποία κάθε χρόνο κατατάσσεται σταθερά ανάμεσα στους μεγαλύτερους «σκουπιδιαστές» πλοίων παγκοσμίως; Η απάντηση είναι απλή. Στην Ελλάδα, χώρα-μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης, οι περιβαλλοντικοί και εργασιακοί κίνδυνοι που συνεπάγεται η διάλυση πλοίων δεν θα θεωρούνταν ποτέ αποδεκτοί. Είναι μια υπερβολικά επικίνδυνη και ρυπογόνα διαδικασία. Η Ελλάδα και οι υπόλοιπες ευρωπαϊκές χώρες μπορούν να αποκομίζουν τα οφέλη της παγκόσμιας ναυτιλιακής βιομηχανίας, αλλά οι κίνδυνοι πρέπει να μετατεθούν σε άλλες, πιο απελπισμένες περιοχές – εν προκειμένω, σχεδόν με ειρωνικό τρόπο, μόλις εκατό χιλιόμετρα παραδίπλα, στις τουρκικές ακτές του Αιγαίου.

— Ποια ήταν η πιο σοκαριστική ή απρόσμενη ανακάλυψη που κάνατε σχετικά με τη διαχείριση των αποβλήτων σε διεθνές επίπεδο;
Η διαχείριση αποβλήτων είναι ένας τεράστιος, χαοτικός κόσμος. Οι εταιρείες που παράγουν τα προϊόντα που αγοράζουμε –η Apple, η Coca Cola, η Zara– εμπλέκονται διαρκώς σε βρόμικες πρακτικές. Για να το εξηγήσω: ο νόμος τις υποχρεώνει να είναι κάπως διαφανείς σχετικά με την εκμετάλλευση που ασκούν. Όταν κοιτάξεις στο εσωτερικό ενός πουκαμίσου της H&M, υπάρχει μια μικρή ετικέτα που γράφει «Made in Bangladesh» ή κάτι αντίστοιχο. Οι νόμοι για την προστασία του καταναλωτή και οι κανονισμοί διαφάνειας το απαιτούν αυτό. Βέβαια, έχουμε ακόμα πολύ δρόμο να διανύσουμε –αυτή η νομοθεσία παραμένει υπερβολικά αόριστη–, αλλά τουλάχιστον έχει σημειωθεί κάποια πρόοδος με τα χρόνια. Υπάρχει ένας βαθμός λογοδοσίας.
Αλλά τι γίνεται με τα πράγματα που πετιούνται; Δεν υπάρχει καμία διαφάνεια ή λογοδοσία για το πού καταλήγουν, ποιος είναι υποχρεωμένος να τα διαχειριστεί, ποιος πληρώνει το τίμημα –σε περιβαλλοντικό και υγειονομικό επίπεδο– για την απόρριψή τους. Αυτό είναι που καθιστά για μένα τα σκουπίδια ένα τόσο συναρπαστικό και εξοργιστικό θέμα. Κάποιος βγάζει λεφτά από τις καταναλωτικές μας συνήθειες. Και κάποιος άλλος βγάζει λεφτά φορτώνοντας τις συνέπειες αυτών των συνηθειών στους φτωχότερους ανθρώπους των φτωχότερων χωρών του πλανήτη. Κι αυτό θα έπρεπε να μας εξοργίζει.
Το βιβλίο του Αλεξάντερ Κλαπ «Ο πόλεμος των σκουπιδιών, ανταποκρίσεις από τις παγκόσμιες χωματερές» κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Δώμα σε μετάφραση της Δέσποινας Κανελλοπούλου.