Αν το βιβλίο του Βιντσέντζο Λατρόνικο «Τελειότητα» ήταν ταινία, η εισαγωγή της θα ήταν ένα τεράστιο μονοπλάνο όπου από το εξωτερικό της αρ νουβό πολυκατοικίας –στολισμένης στο γείσο με ανάγλυφα φύλλα ακάνθου και τσιμεντένια εσπεριδοειδή, αλλά και με στρώματα γκράφιτι σε φωσφοριζέ χρώματα– η κάμερα θα μεταφερόταν στο φωτεινό διαμέρισμα του ζευγαριού των πρωταγωνιστών και θα ζούμαρε σε κάθε λεπτομέρεια: στα διάτρητα φύλλα της μονστέρας που το φως τα λούζει με σμαραγδιές αποχρώσεις, στο μελένιο παρκέ με τις φαρδιές σανίδες, στη σκανδιναβική πολυθρόνα και το περιοδικό με το κόκκινο εξώφυλλο που είναι επιμελώς τοποθετημένο πάνω της, στην πετρόλ ταπετσαρία, στο γεωμετρικό χαλί Μπερμπέρ, στον φίκο λυράτα.
Η ινσταγκραμική αισθητική που έχει διαδοθεί σαν επιδημία σε κάθε μέρος του κόσμου, ίδια παντού, με τα ίδια έπιπλα, τα ίδια περιοδικά (στοίβες από «Monocle» και «New Yorker»), και ο απατηλός ψηφιακός κόσμος που έχουν επιβάλει παρόμοιες συνήθειες και μανίες στα άτομα που γνώρισαν τη ζωή μέσα απ’ το ίντερνετ, το ίδιο ενδιαφέρον για το εκλεπτυσμένο φαγητό και τα φυτά, το design, τη μουσική, έχουν δημιουργήσει μια ψευδαίσθηση για «ιδανικές συνθήκες» και την αναζήτηση μιας «τελειότητας» που, δυστυχώς, δεν υπάρχει. Όταν το συνειδητοποιούν, προσγειώνονται απότομα και απογοητεύονται.
«Κανείς δεν μας επέβαλε να έχουμε όλοι μια μονστέρα στο σαλόνι. Κανείς δεν επέβαλε σε κάθε καφετέρια στην Ευρώπη να έχει λευκά πλακάκια και μαυροπίνακα με το μενού. Κι όμως, έτσι είναι. Γιατί; Νομίζω ότι αυτή είναι μια από τις βασικές ερωτήσεις του βιβλίου, αλλά δεν έχω απάντηση».
Το βιβλίο του Λατρόνικο μιλάει για αυτήν τη γενιά, των millennials, και δεν είναι ένα ιταλικό βιβλίο. Είναι γραμμένο από έναν Ιταλό αλλά είναι παγκόσμιο, γιατί μέσα σ’ αυτό είναι δύσκολο να μην εντοπίσεις τους φίλους σου, τους γνωστούς σου, τον ίδιο σου τον εαυτό. Οι πρωταγωνιστές του είναι ένα ζευγάρι ψηφιακών νομάδων που αφήνουν το Μιλάνο και μετακομίζουν στο Βερολίνο αναζητώντας καλύτερες συνθήκες ζωής, και ως digital creators καταφέρνουν να έχουν οικονομική άνεση, δημιουργικές δουλειές απ’ το σπίτι, ένα ωραίο διαμέρισμα, διασκέδαση και «τελειότητα», η οποία αναφέρεται ειρωνικά αλλά είναι το ζητούμενο και γι’ αυτό οδηγεί σε τόσες απογοητεύσεις.
Τους προσέλκυσε η μυθολογία της «αφθονίας» που προσέφερε η πόλη, χάρη στα φτηνά ενοίκια την εποχή που μετακόμισαν. Στη συνέχεια παρατηρούν τις αλλαγές που συμβαίνουν γύρω τους συνεχώς και ραγδαία, παγιδευμένοι με μια καθημερινότητα που λάμπει εξωτερικά αλλά είναι ουσιαστικά κενή. Η υπερ-επιμελημένη ψηφιακή τους ζωή και η αισθητική της διαμορφώνει τις επιλογές τους, τις επιθυμίες τους, τις σχέσεις τους με τους άλλους.

Βιντσέντζο Λατρόνικο,
Τελειότητα, Μτφρ.: Δήμητρα Δότση, εκδόσεις Loggia
Η «Τελειότητα» είναι ένα αρκετά σύντομο βιβλίο, στο οποίο όμως γίνεται ένα πολύ εύστοχο σχόλιο για την εποχή και τις ματαιότητές της: την ανακύκλωση του gentrification ως απόρροια της ψηφιακής νομαδικότητας, τα πανάκριβα ενοίκια που δημιουργούν πρόβλημα στέγασης παντού, τη ζωή σε μια ξένη χώρα που δεν μαθαίνεις ποτέ τη γλώσσα της (γιατί όλοι μιλάνε αγγλικά), τον αποσπασματικό τρόπο ζωής λόγω των συνεχών μετακινήσεων, τα ασαφή όρια μεταξύ εργασίας και πραγματικής ζωής, τις εφήμερες σχέσεις, την απουσία οποιασδήποτε πραγματικής κοινότητας.
Ο Τομ και η Άννα περιγράφονται αποστασιοποιημένα, χωρίς καθόλου διαλόγους, κι όσο εξελίσσεται η περιγραφή, ο τόπος και τα πρόσωπα δεν έχουν σημασία, θα μπορούσαν να είναι από οπουδήποτε και να ζουν στην Αθήνα, στο Λονδίνο, στη Ρώμη, στη Μαδρίτη. Σταδιακά, η τελειότητα που υποτίθεται ότι βιώνουν αποδεικνύεται μονότονη και οι ισορροπίες τους εύθραυστες. Οι φίλοι τους αναγκάζονται να επιστρέψουν στην πατρίδα, κάνουν παιδιά, ωριμάζουν, χάνονται από τις επαφές τους. Ο ακτιβισμός τους, τόσο άρτιος επιφανειακά, πρακτικά περιορίζεται στο να αφήνουν φιλοδώρημα σε μετρητά, να μποϊκοτάρουν τα app ή να μην τρώνε τόνο. Η ζωή τους, πίσω από τα άψογα φωτογραφικά καρέ που οι ίδιοι δημιουργούν, αρχίζει να μοιάζει με χρυσό κλουβί. Ο λαμπερός και γοητευτικός κόσμος τους είναι και ζοφερός, ένας κόσμος που αισθάνονται όλο και λιγότερο ότι τους ανήκει.
Δεν είναι τυχαίο που το βιβλίο είναι στη βραχεία λίστα για το βραβείο Booker και που στην αγγλική του έκδοση είναι τόσο τεράστια επιτυχία. Στην ελληνική, στις εκδόσεις Loggia, ευτύχησε να είναι μεταφρασμένο από τη Δήμητρα Δότση. Η –πολύ δύσκολη– απόδοση όλων αυτών των νεολογισμών στα ελληνικά είναι εξαιρετική.
Ο Βιντσέντζο Λατρόνικο είναι 40 ετών, γεννήθηκε στη Ρώμη και μεγάλωσε στο Μιλάνο. Το 2009 μετακόμισε στο Βερολίνο και το 2023 επέστρεψε και ζει στο Μιλάνο. Η «Τελειότητα» είναι το τέταρτο μυθιστόρημά του και το πρώτο που μεταφράζεται στα αγγλικά και στα ελληνικά. Το βιβλίο, που έλαβε διθυραμβικές κριτικές, είναι μια σύγχρονη επανερμηνεία του βιβλίου του Ζορζ Περέκ «Τα πράγματα», που εξετάζει την επίδραση της διαφήμισης σε ένα φιλόδοξο νεαρό ζευγάρι στη Γαλλία.
— Υπήρξε κάποιο συγκεκριμένο γεγονός ή αφορμή που σας ώθησε να γράψετε αυτό το μυθιστόρημα;
Ήταν κατά τη διάρκεια της πανδημίας, στο δεύτερο lockdown. Άνοιξα για πρώτη φορά λογαριασμό στο Instagram –μέχρι τότε ήμουν χρήστης μόνο του Twitter– και άρχισα να αντιλαμβάνομαι ότι όλα τα διαμερίσματα έμοιαζαν με το δικό μου. Αυτό με έκανε να αναρωτηθώ: τι άλλο στη ζωή μου είναι τόσο ομογενοποιημένο, παρότι νομίζω πως με ορίζει προσωπικά; Αποδείχτηκε ότι ήταν πάρα πολλά.
— Τι σημαίνει η «τελειότητα» στον τίτλο του βιβλίου;
Είναι η ιδέα ότι η εικόνα της ζωής μας που προβάλλουμε στους άλλους και στον εαυτό μας θα μπορούσε τελικά να επικαλύψει πλήρως την πραγματικότητα. Φυσικά, αυτό είναι αδύνατον.
— Γιατί μετακομίσατε στο Βερολίνο; Υπήρχε κάποιος συγκεκριμένος λόγος;
Η χαζή απάντηση είναι ότι ήταν «της μόδας». Ήταν αυτό που έκαναν εκείνη την εποχή οι επίδοξοι εικαστικοί, συγγραφείς και μουσικοί, αν είχαν την ευκαιρία. Η πρακτική απάντηση είναι ότι, όταν ζούσα στο Μιλάνο και εργαζόμουν στο πανεπιστήμιο, με χτύπησε ένα αυτοκίνητο και πήρα αποζημίωση 12.000 ευρώ από την ασφάλεια. Εκείνη τη στιγμή, θεώρησα ότι είμαι πλούσιος. Παραιτήθηκα και μετακόμισα.
— Πώς ήταν η ζωή σας όταν γράφατε την «Τελειότητα»; Ζούσατε σε ένα διαμέρισμα όπως αυτό που περιγράφετε;
Θα έλεγα ότι το δικό μου διαμέρισμα ήταν πολύ πιο φτωχικό. Επίσης, η ζωή μου –όπως σχεδόν όλων τον χειμώνα της πανδημίας– ήταν πολύ δύσκολη. Όπως έγραψε κι ο Μπόρχες στον πρόλογο του πρώτου του βιβλίου: ο άνθρωπος που το έγραψε ήταν πολύ δυστυχισμένος, αλλά διασκέδασε γράφοντάς το.
— Μιλήστε μου για τα «Πράγματα» του Περέκ. Είναι ο λόγος που περιγράφετε τόσο λεπτομερώς το περιβάλλον και βάζετε τους χαρακτήρες στο παρασκήνιο;
Το βιβλίο ξεκίνησε ως ξαναγράψιμο του Περέκ. Εκείνη την περίοδο δεν είχα καταφέρει να ολοκληρώσω ένα βιβλίο για τουλάχιστον οχτώ χρόνια, και είχα αρχίσει να χάνω την πίστη ότι θα το καταφέρω ξανά. Οπότε, κατά κάποιον τρόπο, το να ακολουθήσω το παράδειγμά του πολύ πιστά ήταν για μένα μια σανίδα σωτηρίας. Έλεγα στον εαυτό μου ότι δεν γράφω πραγματικά ένα βιβλίο, ώστε να μη φοβάμαι την αποτυχία.
— Το ζευγάρι που περιγράφετε ανήκει στη γενιά της παγκοσμιοποίησης: άνθρωποι που μεγάλωσαν με τον ίδιο τρόπο παντού στον κόσμο, με τις ίδιες αναφορές, την ίδια αισθητική, που διαμορφώθηκε από τα social media. Είναι αυτός ένας λόγος που το βιβλίο είχε τόση απήχηση;
Δεν είμαι σίγουρος ότι περιγράφω ακριβώς την παγκοσμιοποίηση. Όταν λέμε αυτήν τη λέξη, σκεφτόμαστε κάτι σαν τα McDonald’s: μια κεντρική εταιρεία που επιβάλλει το ίδιο πράγμα παντού στον κόσμο. Αυτό εδώ είναι διαφορετικό, πιο ύπουλα τρομακτικό. Κανείς δεν μας επέβαλε να έχουμε όλοι μια μονστέρα στο σαλόνι. Κανείς δεν επέβαλε σε κάθε καφετέρια στην Ευρώπη να έχει λευκά πλακάκια και μαυροπίνακα με το μενού. Κι όμως, έτσι είναι. Γιατί; Νομίζω ότι αυτή είναι μια από τις βασικές ερωτήσεις του βιβλίου, αλλά δεν έχω απάντηση. Για να είμαι ειλικρινής, το μόνο που σκεφτόμουν όταν έγραφα το βιβλίο ήταν να μην πεθάνω από Covid. Με πολλούς τρόπους, το γράψιμο ήταν ένας περισπασμός. Όσο για την επιτυχία του βιβλίου, ειλικρινά δεν ξέρω. Κυκλοφόρησε σε αρκετές γλώσσες, όπως στα ιταλικά και στα γερμανικά, χωρίς επιτυχία. Άρα, μάλλον εξαρτάται από το αγγλόφωνο κοινό, ή από τη μεταφράστριά μου, τη Sophie Hughes (που έκανε εξαιρετική δουλειά), ή από τις προσπάθειες του εκδότη, όσο και από το ίδιο το βιβλίο.
— Τα σπίτια που περιγράφετε, τα καφέ, οι τάσεις στο lifestyle θα μπορούσαν να βρίσκονται οπουδήποτε στην Ευρώπη. Υπάρχει πια μια ομογενοποιημένη αισθητική. Τι –αν υπάρχει κάτι– μας διαφοροποιεί ακόμα από τους άλλους;
Ίσως το πρόβλημα δεν είναι ότι δεν υπάρχουν πια διαφορές, αλλά ότι μας έπεισαν πως αυτό που μας διαφοροποιεί –αυτό που μας κάνει αυτό που είμαστε– είναι πράγματα που μπορούμε να αγοράσουμε. Αυτό ήταν και το βασικό σημείο του βιβλίου του Περέκ, φυσικά. Σε πολλά επίπεδα, τίποτα δεν έχει αλλάξει.
— Αυτό που λείπει από την ιστορία του βιβλίου είναι η ατομικότητα – είναι περισσότερο συλλογική αφήγηση παρά ενός ατόμου. Γι’ αυτό δεν έχετε διαλόγους;
Ακριβώς. Αναγκάστηκα επίσης να κόψω μεγάλο μέρος του παρελθόντος του κάθε χαρακτήρα και να αποφύγω να δείξω τους καβγάδες τους. Ο διάλογος είναι ο βασικός τρόπος να εκφράσεις την ατομικότητα όταν γράφεις έναν χαρακτήρα, οπότε έπρεπε να φύγει.

— Αναφέρεστε στην εμμονή με τα φυτά, το καλό φαγητό, την αβεβαιότητα λόγω της επισφαλούς εργασίας – αλλά δεν φαίνεται να τα σατιρίζετε ή να τα επικρίνετε. Ήταν εσκεμμένο αυτό;
Φυσικά. Έχω τις ίδιες εμμονές και την ίδια αβεβαιότητα. Δεν είμαι σε θέση να κρίνω, ούτε να δείξω πώς βγαίνεις από αυτό το κλουβί. Προσπάθησα να περιγράψω τα μεταλλικά του κάγκελα.
— Ποιο κεφάλαιο θεωρείτε ότι εκφράζει περισσότερο αυτά που σκεφτόσασταν τότε;
Θα έλεγα εκείνο που αφορά την προσέγγιση της Άννας και του Τομ στο σεξ, που είναι πάντα ένας καλός καθρέφτης του ποιοι είμαστε.
— Παρατηρείτε την Άννα και τον Τομ από απόσταση...
Είναι κάτι που κληρονόμησα από το βιβλίο του Περέκ. Προσπάθησα να έχω λιγότερη απόσταση απ’ όση εκείνος, μάλλον επειδή βλέπω τον εαυτό μου σε παρόμοιο αδιέξοδο με αυτό των χαρακτήρων μου.
— Πείτε μας περισσότερα για τη σχέση τους. Αγαπιούνται, μάλλον δεν είναι ευτυχισμένοι, αλλά είναι ευτυχισμένοι μαζί…
Για να είμαι ειλικρινής, δεν με ενδιέφερε ιδιαίτερα η σχέση τους. Ήθελα να γράψω ένα βιβλίο με θέμα το συλλογικό και όχι το άτομο, και στον πολιτισμό μας το ετεροφυλόφιλο ζευγάρι είναι η πιο κατανοητή μορφή συλλογικότητας. Το επέλεξα ακριβώς επειδή δεν χρειαζόταν να εξηγήσω τίποτα – οι αναγνώστες καταλαβαίνουν διαισθητικά τι είναι ένα ζευγάρι. Ο έρωτας εδώ είναι η αφετηρία του βιβλίου, όχι το θέμα του. Ήθελα να είναι συλλογικότητες, όχι άτομα.
— Πιστεύετε ότι οι πολιτικοί αγώνες που μας ώθησαν κάποτε να διαδηλώνουμε και να φτιάχνουμε συλλογικότητες ήταν τελικά μάταιοι;
Η δική μου γενιά στην Ιταλία σημαδεύτηκε από την αποτυχία της διαδήλωσης εναντίον της G8 στη Γένοβα το 2001 – η μεγαλύτερη διαδήλωση των τελευταίων δεκαετιών, που δεν οδήγησε σε τίποτα εκτός από τον θάνατο ενός παιδιού από την αστυνομία. Για μένα και τους περισσότερους που γνωρίζω, αυτό ήταν σημείο καμπής. Βλέπω τους νεότερους να επιστρέφουν στον ακτιβισμό, ειδικά για την κλιματική κρίση, με νέους τρόπους. Αυτό με γεμίζει ελπίδα – και λίγη ζήλια.
— Το βιβλίο μιλά και για το αίσθημα ριζικής αποξένωσης που νιώθουν οι expats.
Ακριβώς. Νομίζω ότι αυτό είναι το βασικό πρόβλημα των χαρακτήρων. Δεν μπορούν να εκφραστούν. Είναι κάτι που δεν μπορώ να γράψω ρητά χωρίς να ακουστώ συντηρητικός. Κι όμως, είναι σοβαρό πρόβλημα.
— Είναι βιβλίο Ιταλού συγγραφέα, αλλά δεν το αισθάνεσαι καθόλου ιταλικό. Πώς το υποδέχτηκαν στην Ιταλία;
Πολύ χειρότερα απ’ ό,τι στα αγγλικά. Νομίζω στην Ιταλία το είδαν ως εξωτικό αφήγημα για κάτι που συμβαίνει στο μακρινό Βερολίνο. Οι αγγλόφωνοι αναγνώστες ταυτίζονται πολύ περισσότερο.
— Ποια είναι η κατάσταση για τους συγγραφείς στην Ιταλία σήμερα; Μπορεί κανείς να ζήσει μόνο από τα βιβλία του;
Χα! Τώρα πια μπορώ – για πρώτη φορά, μετά από σχεδόν είκοσι χρόνια συγγραφής. Δεν το πιστεύω ακόμα. Νιώθω απίστευτα τυχερός.
— Γιατί φύγατε από το Βερολίνο και επιστρέψατε στο Μιλάνο;
Ακριβώς για τον λόγο που είπατε πιο πριν: τους κοινωνικούς δεσμούς. Ακόμα και μετά από 15 χρόνια στη Γερμανία, κατάλαβα ότι δεν θα ανήκω ποτέ εκεί όπως ανήκω στην Ιταλία. Είναι λυπηρό; Ναι. Είναι και αλήθεια.
— Πώς είχε αλλάξει το Μιλάνο όταν επιστρέψατε;
Πάρα πολύ. Μεταμορφώθηκε, όπως κάθε άλλη ευρωπαϊκή πόλη: έγινε πανάκριβη, θέαμα του εαυτού της –για χάρη των τουριστών κυρίως– και τόπος αποκλειστικά για κατανάλωση. Δεν είναι κάτι που συμβαίνει μόνο εδώ, αλλά δεν παύει να είναι θλιβερό.
— Έχει επηρεάσει η δουλειά σας ως μεταφραστή τον τρόπο που γράφετε;
Πάρα πολύ. Ήταν η συγγραφική μου σχολή. Συχνά νιώθω τις φωνές των συγγραφέων που μετέφρασα να μιλούν μέσα από τη δική μου.
— Η ανάγνωση βιβλίων μάς επιτρέπει να έχουμε μια πιο αργή επαφή με τον χρόνο, κάτι πιο ουσιαστικό σε σχέση με τα social media, στα οποία επίσης διαβάζουμε πολύ. Εσείς τι αναγνώστης είστε;
Μου αρέσουν και τα δύο. Νομίζω ότι μετά το πρώτο κύμα ενθουσιασμού για τις νέες μορφές ψυχαγωγίας, θα μάθουμε να τις ισορροπούμε. Είναι σαν τη διατροφή μας. Προσπαθώ να μην είμαι προφητικός. Σήμερα διαβάζουν περισσότεροι άνθρωποι μυθιστορήματα απ’ ό,τι τον 19ο αιώνα. Στην Ιταλία, οι νεότεροι διαβάζουν περισσότερο απ’ ό,τι η δική μου γενιά, οι millennials. Ίσως το πρόβλημα δεν ήταν μόνο το ίντερνετ. Ίσως ήμασταν εμείς.
— Υπάρχει κάποιο βιβλίο που διαβάσατε πρόσφατα και θα προτείνατε;
Μόλις πρόσφατα ανακάλυψα την Janet Malcolm –ξεκινώντας από «The Silent Woman», τη βιογραφία των βιογράφων της Sylvia Plath– και την έχω ερωτευτεί τρελά.
— Τι σημαίνει για εσάς το γεγονός ότι το βιβλίο σας μπήκε στη βραχεία λίστα του βραβείου Booker;
Δύο μήνες αϋπνίας και απίστευτης χαράς.