ΣΤΟ ΚΛΑΣΙΚΟ ΠΑΡΑΜΥΘΙ «Χάνσελ και Γκρέτελ» των αδελφών Γκριμ τα δύο παιδιά παρασύρονται από τις λαχταριστές λιχουδιές ενός σπιτιού από ζαχαρωτά. Τα παιδιά του 21ου αιώνα, πάλι, είναι έτοιμα να πέσουν στην παγίδα που τους στήνει η κακιά μάγισσα-τεχνολογία, η οποία προσπαθεί με πολλούς τρόπους να τα δελεάσει. «Μην εμπιστεύεσαι ποτέ το σπίτι από ζάχαρη!». Ή μήπως δεν είναι τελικά η τεχνολογία η κακιά μάγισσα του παραμυθιού αλλά η ίδια η αχόρταγη ανθρώπινη περιέργεια;
Το «Σπίτι από ζάχαρη» («The Candy House») της Αμερικανίδας Τζένιφερ Ίγκαν (γεν. 1962, Σικάγο) που μόλις κυκλοφόρησε στα ελληνικά από τις εκδόσεις Πατάκη σε μετάφραση Αύγουστου Κορτώ είναι ένα υπερφιλόδοξο μυθιστόρημα που διερευνά την έννοια της μνήμης στη σύγχρονη ψηφιακή εποχή, τις συνέπειες της εξέλιξης της τεχνολογίας και τους κινδύνους που απειλούν την ιδιωτικότητα, αλλά εκτείνεται ακόμα πιο πέρα, εξερευνώντας το πολύπλοκο δίκτυο των ανθρώπινων σχέσεων και την ανάγκη για σύνδεση και αυθεντικότητα.
Το βιβλίο, που ανακηρύχθηκε ένα από τα δέκα καλύτερα του 2022 από τους «New York Times» και το «Publishers Weekly», αποτελεί σίκουελ του βραβευμένου με Πούλιτζερ μυθιστορήματός της Ίγκαν «A visit from the Goon Squad» του 2010, με πολλούς χαρακτήρες να επανεμφανίζονται.
Είναι γεγονός πως η Τζένιφερ Ίγκαν ενορχηστρώνει με εντυπωσιακή μαεστρία και αξιοθαύμαστο έλεγχο το αχανές υλικό της. Κάτι λείπει όμως από αυτό το ευφυέστατο και εκθαμβωτικό σε σύλληψη αφηγηματικό οικοδόμημα, παρά τα σημαντικά ερωτήματα που θέτει.
Ένας δευτερεύων χαρακτήρας του «A visit from the Goon Squad», ο Μπιξ Μπουτόν, κατέχει κεντρικό ρόλο εδώ και αποτελεί εκκίνηση για την ιστορία. Ο Μπιξ Μπουτόν είναι ένας μαύρος μεγιστάνας της τεχνολογίας και των μέσων κοινωνικής δικτύωσης που με την εταιρεία του, τη Mandala, και τις καινοτόμες ιδέες που εφάρμοσε άλλαξε διά παντός τη ζωή εκατομμυρίων ανθρώπων, φέρνοντας επανάσταση: «Στον καινούργιο κόσμο που ’χε βοηθήσει να οικοδομηθεί, κανείς ποτέ δεν θα χρειαζόταν να ανοίξει έντυπη εγκυκλοπαίδεια». Ένας μαύρος Στιβ Τζομπς ή Μαρκ Ζάκερμπεργκ, γνωστός με το μικρό του όνομα και συχνός επισκέπτης στον Λευκό Οίκο, οικογενειάρχης, πατέρας τεσσάρων παιδιών, που μοιάζει να έχει κατακτήσει τα πάντα.
Στο ξεκίνημα του μυθιστορήματος, ωστόσο, τον βρίσκουμε το 2010 –καθόλου τυχαία, στο κατώφλι της δεκαετίας στην οποία τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης έγιναν αναπόσπαστο κομμάτι της καθημερινότητας– να περιπλανιέται άσκοπα στο Ιστ Βίλατζ της Νέας Υόρκης, κρατώντας στο χέρι έναν πολυκαιρισμένο «Οδυσσέα» του Τζέιμς Τζόις και να ταλανίζεται από την απουσία ενός νέου οράματος. Η συγγραφέας αιχμαλωτίζει από τις πρώτες σελίδες την προσοχή του αναγνώστη, περιγράφοντας μια μεθυστική, σχεδόν προμηθεϊκή εμπειρία που ελάχιστοι θα ζήσουν ποτέ: τη στιγμή ακριβώς που γεννιέται ένα νέο όραμα το οποίο θα αλλάξει τη ζωή των ανθρώπων για πάντα.
Η εταιρεία του Μπιξ Μπουτόν θα κυκλοφορήσει το 2016 την επαναστατική τεχνολογία «Κάνε το ασυνείδητο δικό σου», χάρη στην οποία ο καθένας μπορεί να έχει πρόσβαση σε όλες τις αναμνήσεις του, ακόμα και σε όσες έχει οριστικά ξεχάσει. Μία από τις λειτουργίες του νέου τεχνολογικού μέσου, η «συλλογική συνειδητότητα», επιτρέπει να μοιράζεσαι τις αναμνήσεις σου και με άλλους και να έχεις πρόσβαση και στις δικές τους, μέσω μιας συσκευής που ονομάζεται «κύβος Mandala». Ποιος δεν θα ήθελε να επισκεφτεί ξανά τις χαμένες αναμνήσεις του; Ποιος δεν θα ήθελε να δει με τα μάτια των άλλων τα γεγονότα που έζησε; Το δέλεαρ είναι ακαταμάχητο. Η νέα εφεύρεση γίνεται εξαιρετικά δημοφιλής, αλλά οι κίνδυνοι είναι ορατοί και πολλοί προσπαθούν να παρακάμψουν τα ασφυκτικά όρια αυτής της νέας τεχνολογίας που μετατρέπει τη συνείδηση σε προϊόν και να αυτομολήσουν προς την ελευθερία.
Η Τζένιφερ Ίγκαν θίγει με εντυπωσιακή οξυδέρκεια καίρια για την εποχή μας ερωτήματα, όπως: σε τι επικίνδυνες ατραπούς οδηγεί η τεχνητή νοημοσύνη; Μπορούμε να θέσουμε όρια στην τεχνολογία; Τι θα συμβεί αν οι μηχανές καταφέρουν να αποκτήσουν πρόσβαση στην ανθρώπινη συνείδηση; Κατά πόσο η ποσοτικοποίηση όλων των πτυχών της ανθρώπινης δραστηριότητας πλήττει τις αξίες του ανθρωπισμού; Είμαστε υπόδουλοι στους αλγόριθμους; Πού βρίσκεται η ελεύθερη βούληση; Υπάρχει διαφυγή;
Σε ποιον βαθμό είμαστε οι αναμνήσεις μας και σε ποιον βαθμό είμαστε οι αναμνήσεις των άλλων; Τι θα συνέβαινε αν μπορούσαμε να βιώσουμε ξανά όλα όσα ζήσαμε στο παρελθόν; Ποια αξεδιάλυτα μυστήρια θα έβρισκαν επιτέλους τη λύση τους; Θέλουμε όντως να επιστρέψουμε σε παλιότερες εκδοχές του εαυτού μας και να ζήσουμε ξανά τις καλύτερες μέρες μας;
Το συναρπαστικό τεχνολογικό θρίλερ που εξελίσσεται καθώς προχωρά η αφήγηση δεν είναι παρά μόνο ένα επίπεδο του πολυσύνθετου και πολυδαίδαλου «Σπιτιού από ζάχαρη». Σε ένα δεύτερο, η συγγραφέας στήνει ένα εξαιρετικά πολύπλοκο δίκτυο από αλληλένδετες ιστορίες που αναπτύσσονται προς πολλές κατευθύνσεις και η μία οδηγεί στην άλλη, σαν κρίκοι της ίδιας αλυσίδας. Αν αποτυπώναμε σε μια κάτοψη την πλοκή και τους χαρακτήρες του βιβλίου, θα διαπιστώναμε πως θυμίζει ένα δίκτυο προσώπων, γεγονότων, σχέσεων και χρονικών περιόδων που τέμνονται με όχι πάντα προφανείς συσχετισμούς. Οι αφηγηματικές φωνές εναλλάσσονται και διηγούνται τα ίδια περιστατικά από διαφορετικές οπτικές γωνίες και χρονικές αφετηρίες. Από το 1965 βρισκόμαστε στο 2010 και φτάνουμε μέχρι το 2032, αλλά χωρίς να ακολουθείται κάποια γραμμικότητα. Επιπλέον, και οι μεταμοντέρνες αφηγηματικές τεχνικές ποικίλλουν – υπάρχει ένα ολόκληρο κεφάλαιο δομημένο από σύντομα μηνύματα που θυμίζουν εγχειρίδιο οδηγιών και ένα άλλο που αποτελείται εξ ολοκλήρου από e-mails.
Κεφάλαιο το κεφάλαιο, νέα πρόσωπα προστίθενται, δημιουργώντας ένα πολυπρόσωπο μωσαϊκό χαρακτήρων. Πρόσωπα που στη μία ιστορία αναφέρονται επιγραμματικά, στην αμέσως επόμενη περιγράφονται διεξοδικά. Ένα σύντομο πέρασμα σε κάποιο σημείο της αφήγησης γίνεται πιο κάτω πρωταγωνιστικός ρόλος· ακριβώς όπως συμβαίνει και με τις ανθρώπινες σχέσεις. Ο αναγνώστης σύντομα αντιλαμβάνεται πως δεν έχει και τόση σημασία να συγκρατήσει όλα αυτά τα ονόματα και πως άλλος είναι ο στόχος της συγγραφέως εξαρχής.
Αν και το «Σπίτι από ζάχαρη» έχει στοιχεία επιστημονικής φαντασίας, στην πραγματικότητα δεν μπορεί να θεωρηθεί μελλοντολογικό. Εξάλλου, η δράση δεν τοποθετείται αποκλειστικά στο προσεχές μέλλον αλλά και σε ένα παρελθόν μόλις μερικές δεκαετίες πριν. Το μυθιστόρημα της Ίγκαν ανήκει σε μια κατηγορία έργων που, όπως η διάσημη τηλεοπτική σειρά «Black Mirror», καταλήγουν στην ανατριχιαστική διαπίστωση πως το μέλλον είναι ήδη εδώ. Από το 2022 που κυκλοφόρησε το βιβλίο, η τεχνητή νοημοσύνη έχει αναπτυχθεί σε τέτοιο βαθμό ώστε η προοπτική μιας τεχνολογίας που θα δίνει πρόσβαση στις αναμνήσεις μας –ναι, γιατί όχι– δεν φαντάζει πια τόσο εξωπραγματική. Κανένα εγγύς μέλλον. Το «μέλλον» έχει ήδη εισβάλει και στρογγυλοκαθίσει στην πραγματικότητά μας και μειδιά ειρωνικά.
Έχουμε παραδοθεί τόσο πολύ στη σαγήνη της τεχνολογίας που στο επόμενο στάδιο ενδεχομένως να πάψει να μας ανήκει η ίδια η συνείδησή μας, υποστηρίζει η Ίγκαν. Θα εκχωρήσουμε αδιαμαρτύρητα και το τελευταίο προπύργιο της ελευθερίας μας στο επόμενο τεχνολογικό εργαλείο που σαν τη δόλια μάγισσα του «Χάνσελ και Γκρέτελ» θα μας δελεάσει με τους πειρασμούς του; Και για πόσο ακόμα θα αντιστεκόμαστε; «Αν μου δίδαξε κάτι η ζωή, είναι ότι η περιέργεια κι ο ωφελιμισμός διαθέτουν μια ύπουλη, ακαταμάχητη δύναμη. Είναι εύκολο να τους αντισταθείς για ένα λεπτό –για εκατό λεπτά–, ακόμα και για έναν χρόνο. Αλλά όχι για πάντα», λέει ένας από τους ήρωες του βιβλίου. Το έχουμε δει ήδη να συμβαίνει. Πόσοι κατάφεραν να αντισταθούν στη δημοσιοποίηση και της πιο επουσιώδους λεπτομέρειας του βίου τους με την επέλαση των μέσων κοινωνικής δικτύωσης; Και πόσοι ακόμα αντιστέκονται και δεν εφησυχάζουν ενώ νέοι κίνδυνοι καιροφυλακτούν;
Μια επίσης σημαντική πτυχή του «Σπιτιού από ζάχαρη» είναι πως κατορθώνει να περιγράψει πολύ γλαφυρά την ολική μεταμόρφωση που έχει υποστεί η ζωή τις τελευταίες δεκαετίες. Αρχικά ήταν ο παγκόσμιος ιστός, τα κινητά τηλέφωνα και τα smartphones αργότερα, τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης στη συνέχεια. Τώρα επελαύνει η τεχνητή νοημοσύνη, η virtual reality και ό,τι άλλο επίκειται. «Τη σήμερον ημέρα, ένας άνθρωπος που νιώθει αμηχανία για τον περίγυρό του θα βγάλει το κινητό του, θα ζητήσει τον κωδικό του Wi-Fi και θα επανενωθεί με μια εικονική σφαίρα, όπου η ταυτότητά του επιβεβαιώνεται αυτοστιγμεί». Το θεωρούμε δεδομένο, αλλά κάποτε ο κόσμος ήταν εντελώς άλλος. Ακόμα και την απλή αμηχανία σε μια κοινωνική συναναστροφή τη διαχειριζόμασταν με πολύ διαφορετικό τρόπο.
Όμως το κεντρικό θέμα του βιβλίου δεν είναι άλλο από αυτό που φανερώνει και το εισαγωγικό μότο του, ο στίχος της Έμιλι Ντίκινσον «Το μυαλό – είναι πιο πλατύ απ’ τον Ουρανό». Εν τέλει, αυτό που αποκομίζουμε από το βιβλίο, πέρα από την επαγρύπνηση για τις επιπτώσεις της τεχνολογίας, είναι πως δεν υπάρχει τίποτα πιο συναρπαστικό και επιβλητικό από την ίδια τη συνείδηση και τον ανθρώπινο εγκέφαλο. Όπως επίσης δεν υπάρχει τίποτα πιο αινιγματικό από το δίκτυο των ανθρώπινων σχέσεων, τους «αλγεβρικούς λογισμούς» και τις «εξισώσεις» που τις ορίζουν.
Η συγγραφέας έχει συγκριθεί με άλλους συγγραφείς-ογκόλιθους της αμερικανικής λογοτεχνίας, γνωστούς για την απαιτητική γραφή τους και τα πολυσύνθετα μυθιστορήματά τους, όπως ο Τόμας Πίντσον, o Ντέιβιντ Φόστερ Γουάλας και ο Ντον ΝτεΛίλο. Είναι γεγονός πως η Τζένιφερ Ίγκαν ενορχηστρώνει με εντυπωσιακή μαεστρία και αξιοθαύμαστο έλεγχο το αχανές υλικό της. Κάτι λείπει όμως από αυτό το ευφυέστατο και εκθαμβωτικό σε σύλληψη αφηγηματικό οικοδόμημα, παρά τα σημαντικά ερωτήματα που θέτει. Αν και η τεχνική της προκαλεί δέος στον αναγνώστη, λειτουργεί μάλλον εις βάρος του συγκινησιακού φορτίου που θα έπρεπε εύλογα να προκαλούν η λαχτάρα για ανθρώπινη σύνδεση και αλληλεπίδραση, οι επώδυνες αλλά και ευτυχισμένες αναμνήσεις και οι τραυματικές εμπειρίες που διατρέχουν το βιβλίο. Λείπει εκείνη η συγκολλητική ουσία που θα αναβαθμίσει αυτό το φιλόδοξο εγχείρημα σε σύγχρονο αριστούργημα εφάμιλλο ενός Πίντσον ή ενός ΝτεΛίλο.
Πού βρίσκεται τελικά η χαμένη αυθεντικότητα μέσα στην επίπλαστη πραγματικότητα που αναζητούν διαρκώς οι ήρωες της Ίγκαν; Μοιάζει να κρύβεται σε ένα δάσος από σεκόιες και σε μια χίπικη κολεκτίβα, κάπου στη δεκαετία του 1960, σε μία από τις ιστορίες του βιβλίου, είτε, σε μια άλλη, στη φυλή των ιθαγενών στα δάση του Αμαζονίου που μελετά η ανθρωπολόγος Μιράντα Κλάιν, και λιγότερο στις αναμνήσεις αυτού του «γαλαξία από ανθρώπινες ζωές» που πυροδότησαν την περιέργεια και το όραμα του Μπιξ Μπουτόν και τελικά και τη δική μας.