ΕΝΑΣ ΑΝΤΡΑΣ ΓΥΡΩ ΣΤΑ ΣΑΡΑΝΤΑ, αντιμέτωπος μ’ ένα έγκλημα που μπορεί να τον οδηγήσει στη φυλακή και, κυρίως, να του στερήσει κάθε επαφή με το παιδί του, συμμορφώνεται με την υπόδειξη του δικηγόρου του και πιάνει ν’ απλώσει τα πεπραγμένα του στο χαρτί, απευθυνόμενος σ’ εκείνη που ούτε να τον αντικρίσει δεν θέλει πια, την πρώην σύζυγό του. Ιδού το εύρημα της Άμιτι Γκέιτς για ν’ αφηγηθεί την ιστορία του Schroder, όπως είναι ο πρωτότυπος τίτλος του μυθιστορήματός της Ο καλός πατέρας (μτφρ. Β. Μανουσάκης, Μεταίχμιο, 2014).
Γεννημένη το 1972 στη Βόρεια Καρολίνα, απόφοιτος του Μπράουν, με σπουδές στο φημισμένο Εργαστήρι Συγγραφέων του Πανεπιστημίου της Άιοβα και θεωρούμενη ως μία από τις πιο ελπιδοφόρες πένες της γενιάς της, η Άμιτι Γκέιτζ καταφέρνει κάτι που για έναν λιγότερο προικισμένο αφηγητή θα ’ταν αν όχι αδύνατον, σίγουρα πολύ παρακινδυνευμένο: να μπει στο πετσί ενός κατά συρροήν ψεύτη, να δώσει φωνή σ’ έναν πολύπλοκο και με την πρώτη ματιά κάθε άλλο παρά γοητευτικό ήρωα, ο οποίος σταδιακά κερδίζει την κατανόηση και τη συμπάθειά μας.
Εμπνευσμένο από ένα αληθινό περιστατικό και παινεμένο ως μια επιδέξια διερεύνηση τόσο του άρρηκτου δεσμού μεταξύ γονιού και παιδιού όσο και της μεταναστευτικής εμπειρίας, ο Καλός πατέρας ταιριάζει γάντι στην ιστορία των ΗΠΑ, της χώρα της ευκαιρίας και της επινόησης εκ νέου.
Στον Καλό πατέρα η Αμερικανίδα συγγραφέας μιλά για κάμποσα ζητήματα –περί μετανάστευσης, περί οικογένειας, περί καριέρας–, αλλά μετωπικό της θέμα είναι η κατασκευή της ανθρώπινης ταυτότητας, το πώς επινοούμε τις ιδιότητες που ορίζουν την εικόνα μας προς τα έξω. Όπως αντιλαμβανόμαστε από τις πρώτες σελίδες, ο Έρικ Σρόντερ, ο πρωταγωνιστής του βιβλίου, έχει γεννηθεί στην πρώην Ανατολική Γερμανία, έχει βιώσει στην πιο τρυφερή ηλικία την εγκατάλειψη από τη μάνα του και ζει στις Ηνωμένες Πολιτείες, όπου μετανάστευσε με τον εσωστρεφή πατέρα του, από τα εννιά του.
Μεγαλωμένος σε μια φτωχική, πολυφυλετική γειτονιά της Βοστόνης, όλο ντροπή για την ξενική του προφορά κι όλο λαχτάρα να ενσωματωθεί στη νέα του πατρίδα, ο ήρωας της Γκέιτζ, με το που μπαίνει στην εφηβεία, καθώς διεκδικεί τη συμμετοχή του σε μια θερινή κατασκήνωση, αδράχνει την ευκαιρία να υιοθετήσει ένα καινούργιο προσωπείο. Εφεξής θ’ ακούει στο όνομα Έρικ Κένεντι, αφήνοντας πολλούς να πιστεύουν ότι διατηρεί μακρινή συγγένεια με τη γνωστή δυναστεία, και με το ίδιο επώνυμο θα πορεύεται ως την ημέρα που θα κατηγορηθεί για την απαγωγή της εξάχρονης μοναχοκόρης του, στα απόνερα ενός επώδυνου διαζυγίου.
Μπορεί να χτιστεί γερός συζυγικός βίος πάνω σ’ ένα τέτοιο ψέμα; Ο Έρικ βαυκαλίζεται πως μπορεί, αλλά η ζωή γρήγορα θα τον διαψεύσει. Ο γάμος του με μια βέρα Αμερικανίδα, ενώ ξεκινά με τις καλύτερες προοπτικές, κλονίζεται από τις δικές του επαγγελματικές –και όχι μόνο– δυσκολίες. Μεσίτης χωρίς έσοδα εξαιτίας της οικονομικής κρίσης, σύζυγος χωρίς ουσιαστική συντροφιά όσο η σταδιοδρομία της γυναίκας του παίρνει την ανιούσα, με μια μαύρη τρύπα μέσα του που δεν λέει να γεμίσει, ο Έρικ αφοσιώνεται στην ανατροφή του παιδιού του. Όταν το σπιτικό των «Κένεντι» διαλύεται, οι λιγοστές ώρες που μοιράζονται οι δυο τους δεν του φτάνουν. Διεκδικεί περισσότερες, αλλά εις μάτην. Ένας πατέρας που δεν τηρεί αυστηρά προγράμματα, που είναι γενναιόδωρος στα χατίρια, που ακολουθεί την έμπνευση της στιγμής και αμελεί να δώσει αναφορά στην πρώην σύζυγό του δεν μοιάζει άξιος κηδεμόνας. Κι ένας πολίτης που υποδύεται πως είναι κάποιος άλλος, δεν είναι σε θέση να διεκδικήσει δικαστικά τα δικαιώματά του…
Η απαγωγή για την οποία γίνεται λόγος εδώ δεν είναι παρά μια παράνομη, μεν αλλά ολιγοήμερη περιπλάνηση στον Καναδά πατέρα και κόρης, στη διάρκεια της οποίας ο Έρικ αποφασίζει επιτέλους ν’ αποκαλύψει στη μικρή την πραγματική ταυτότητά του. Μολονότι το ταξίδι έχει δυσάρεστη κατάληξη, τα όσα περνούν στη διάρκειά του ενδυναμώνουν ακόμα περισσότερο το δέσιμό τους. Αυτά τα στιγμιότυπα, άλλωστε, είναι που τροφοδοτούν το βιβλίο στη μεγαλύτερη έκτασή του. Σ’ αυτά αναφέρεται ο Έρικ απολογούμενος στη γυναίκα που είχε ερωτευτεί κάποτε, έχοντας πλήρη συναίσθηση πως την απογοήτευσε και πως οι ικεσίες του για συγχώρεση μπορεί να μην πιάσουν τόπο. Όσο λυτρωτική, δε, αποδεικνύεται η απολογία του για τον ίδιο, τόσο αποκαλυπτική είναι για μας ως προς τα ανομολόγητα ως τότε τραύματα που κουβαλούσε από αγοράκι.
Εμπνευσμένο από ένα αληθινό περιστατικό και παινεμένο ως μια επιδέξια διερεύνηση τόσο του άρρηκτου δεσμού μεταξύ γονιού και παιδιού όσο και της μεταναστευτικής εμπειρίας, ο Καλός πατέρας ταιριάζει γάντι στην ιστορία των ΗΠΑ, της χώρα της ευκαιρίας και της επινόησης εκ νέου. Όπως επισήμανε η ίδια η Γκέιτζ μιλώντας στο Amazon.com, η Αμερική έχει δεχτεί αλλεπάλληλα κύματα μεταναστών, τα ονόματα των οποίων είτε παραλλάχθηκαν από… τεμπέληδες υπαλλήλους των κρατικών υπηρεσιών είτε από τους ίδιους. Ανάμεσα στους τελευταίους ήταν και η μητέρα της: «Ήρθε σ’ αυτήν τη χώρα από τη Λετονία όταν ήταν έντεκα χρονών, εκτοπισμένη λόγω του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου. Η παιδική της ηλικία ήταν πολύ δύσκολη. Όλοι την κορόιδευαν για τ’ όνομά της…». Πόσο πιο απλά θα ήταν τα πράγματα αν, αλλάζοντας όνομα, απαλλασσόταν κανείς διά παντός και από τον εύθραυστο, πληγωμένο εαυτό του!