ΠΡΙΝ ΑΠΟ ΛΙΓΑ ΧΡΟΝΙΑ, τον Ιανουάριο του 2011 για την ακρίβεια, μια νεαρή Αυστραλέζα ονόματι Χάνα Κεντ οίκτιρε τον εαυτό της αναλογιζόμενη τον ωκεανό που έπρεπε, χωρίς αναβολή, να διασχίσει. Έπρεπε πια να ξεκινήσει τη συγγραφή του ιστορικού μυθιστορήματος που θ' αποτελούσε αναπόσπαστο κομμάτι του διδακτορικού της στο Πανεπιστήμιο Flinders, αλλά, μολονότι είχε γράψει κάποια διηγήματα, είχε πειστεί πως δεν θα τα κατάφερνε... Αν μη τι άλλο, είχε καταλήξει προ πολλού στον στόχο της. Θα επιχειρούσε να ζωντανέψει μια πραγματική ιστορία που είχε στοιχειώσει το μυαλό της, μια ιστορία που είχε πρωτακούσει έφηβη σ' ένα απομονωμένο ψαροχώρι στη βόρεια Ισλανδία, όπου έζησε για ένα φεγγάρι ως υπότροφος της Λέσχης Ρόταρι, με κεντρική ηρωίδα την τελευταία κατάδικη που είχε εκτελεστεί στη χώρα το 1830, κατηγορούμενη ότι συμμετείχε στην άγρια δολοφονία του εραστή και αφέντη της.
Σήμερα, στο βιογραφικό της σαραντάχρονης πια Χάνα Κεντ συναντάμε ένα μυθιστόρημα ακόμη κι ένα βουνό από διακρίσεις –ανάμεσά τους και το βραβείο Indie 2014 για πρωτοεμφανιζόμενους που απονέμουν οι ανεξάρτητοι βιβλιοπώλες της Αυστραλίας–, ενώ τα «Έθιμα Ταφής», έχοντας αποσπάσει, πριν ακόμα δουν το φως, το Writing Australia Prize για το καλύτερο αδημοσίευτο χειρόγραφο, ταξιδεύουν σε διάφορες χώρες του κόσμου. Πράγματι, στον αντίποδα πολλών παρθενικών μυθιστορημάτων, τα «Έθιμα ταφής» είναι σαν να γράφτηκαν από ώριμο, πολύπειρο συγγραφέα και, όπως αποφάνθηκαν χαρακτηριστικά οι «Synday Times», θα μπορούσαν κάλλιστα να σταθούν πλάι στο «Άλλο πρόσωπο της Γκρέις» της Μάργκαρετ Άτγουντ και στην «Αληθινή ιστορία της συμμορίας Κέλι» του Πίτερ Κάρεϊ!
Δοσμένα μέσα από εξαιρετικά δυνατές κινηματογραφικές εικόνες, ψιλοκεντημένο σ' έναν καμβά όπου συνυπάρχουν τα πιο σκοτεινά και τα πιο εκτυφλωτικά χρώματα, τα «Έθιμα ταφής» δεν προσφέρονται για να περάσει κανείς «ευχάριστα» την ώρα του. Η οδύνη που τα διαπερνούν, όμως, ακονίζουν και το μυαλό και την ψυχή.
Καρπός ενδελεχούς έρευνας σε εκκλησιαστικά κατάστιχα, αρχεία ενοριών, τοπικά δημοσιεύματα αλλά και θρύλους και δοξασίες που δεν έχουν πάψει να κυκλοφορούν από στόμα σε στόμα, ίχνη των οποίων ενσωματώνονται στις σελίδες του, το βιβλίο της Κεντ αργεί να πάρει φωτιά, αλλά έτσι και το πιάσεις στα χέρια σου αποκλείεται να το εγκαταλείψεις. Η τραγική μοίρα της Άγκνες Μαγκνουσντότιρ ξεδιπλώνεται εδώ με συνεχείς εναλλαγές πρωτοπρόσωπης και τριτοπρόσωπης αφήγησης και με αλλεπάλληλα πισωγυρίσματα στον χρόνο, κάνοντάς μας κοινωνούς όχι μόνο της αδικίας που διαπράχτηκε σε βάρος αυτής της γυναίκας αλλά και των συνθηκών στις οποίες ήταν καταδικασμένες να ζουν οι ομόφυλές της στην Ισλανδία στις αρχές του 19ου αιώνα: δουλεύοντας σαν τα σκυλιά υπό την εξουσία ιερέων, αφεντικών και συζύγων, εξαρτημένες από τα καπρίτσια της φύσης σ' ένα τοπίο παγωμένο και άγονο, εγκλωβισμένες στις δεισιδαιμονίες, στο τι θα πει ο κόσμος και στην εσωτερική τους μοναξιά.

Το μεγαλύτερο μέρος της δράσης εκτυλίσσεται στο ταπεινό αγρόκτημα μιας οικογένειας βιοπαλαιστών όπου, κατ' εντολήν του τοπικού νομαρχιακού επιτρόπου –άρχοντα θρονιασμένου στη δύναμη και τα πλούτη του–, φιλοξενείται η ομόφωνα καταδικασμένη Άγκνες τους μήνες που μεσολαβούν ως την ημέρα του δημόσιου αποκεφαλισμού της. Οι οικοδεσπότες παρά τη θέλησή τους, τρομοκρατημένοι από την παρουσία της «φόνισσας», οφείλουν ν' ανεχτούν και τις τακτικές επισκέψεις του νεαρού ιεροδιακόνου που έχει επιλέξει η Άγκνες ως πνευματικό της, κατά τη διάρκεια των οποίων, ελλείψει χώρου, γίνονται ωτακουστές όσων εκείνη πιάνει σιγά σιγά να εξομολογηθεί.
Τι ακριβώς είναι η Άγκνες, πέρα από νόθο τέκνο μιας εξαφανισμένης μητέρας κι ενός άγνωστου πατέρα, πέρα από μια νόστιμη παραδουλεύτρα που έχει υπηρετήσει, από παιδάκι, σε διάφορα υποστατικά; Κάποια που δεν νοιάστηκε κανέναν άλλον πέρα απ' τον εαυτό της; Κάποια που κοίταζε πιο ψηλά από τη θέση της; Ή μήπως μια προδομένη γυναίκα που κατάντησε πικρόχολη και κακιά; Οι φήμες δίνουν και παίρνουν, αλλά το μόνο σίγουρο είναι πως το τελευταίο αφεντικό της Άγκνες, ο ξακουστός για τις γνώσεις και τις ερωτικές του κατακτήσεις Νάθαν Κέτιλσον, ένας κυκλοθυμικός άντρας, ικανός να εμπνεύσει διάσημες ποιήτριες και να τραβάει την ανημπόρια και τον πυρετό από τ' άρρωστα κορμιά, βρέθηκε σφαγμένος, δεν ήταν απλώς θύμα μιας καταστροφικής πυρκαγιάς. Κι αν η δεύτερη, ανήλικη οικονόμος του, που επίσης τον υπηρετούσε ποικιλοτρόπως και επίσης κατηγορείται για το ίδιο έγκλημα, ίσως πάρει χάρη και δεν εκτελεστεί, η πορεία της Άγκνες προς την κρεμάλα θ' αποδειχτεί –αλίμονο– μονόδρομος...
Καθώς περνούν οι μήνες και το φιτιλάκι της ηρωίδας της σώνεται, οι περιγραφές που βάζει στο στόμα της η Χάνα Κεντ γίνονται όλο και πιο συγκλονιστικές, ενώ και η καχυποψία των ανθρώπων με τους οποίους αναγκαστικά συμβιώνει όλο και κάμπτεται. Από κεφάλαιο σε κεφάλαιο, στο πρόσωπο της «φόνισσας» αντικρίζουν ένα πλάσμα με ξεχωριστά χαρίσματα, πρόθυμο να συμβάλει στον αγώνα που δίνουν για την επιβίωση, μια γυναίκα που εξακολουθεί να διεκδικεί την αξιοπρέπειά της και, παρά τον κλειστό ορίζοντα μπροστά της, πασχίζει να κρατηθεί όρθια. Όπως εμείς, έτσι κι εκείνοι, το τι συνέβη εκείνη τη μοιραία βραδιά, θ' αργήσουν να το μάθουν. Στη διαδρομή, όμως, θα συνειδητοποιήσουν πως η πραγματικότητα είναι πολύ πιο περίπλοκη απ' ό,τι νόμιζαν. Δοσμένα μέσα από εξαιρετικά δυνατές κινηματογραφικές εικόνες, ψιλοκεντημένα σ' έναν καμβά όπου συνυπάρχουν τα πιο σκοτεινά και τα πιο εκτυφλωτικά χρώματα, τα «Έθιμα Ταφής» δεν προσφέρονται για να περάσει κανείς «ευχάριστα» την ώρα του. Η οδύνη που τα διαπερνάει, όμως, ακονίζουν και το μυαλό και την ψυχή.