Tάμτα - Ανίτα Ρατσβελισβίλι: «Μάθαμε να ζούμε με το τραύμα»

102΄ με την Tάμτα και την Ανίτα Ρατσβελισβίλι Facebook Twitter
«Οι πιο πολλές γυναίκες από τη Γεωργία αναγκάστηκαν να φύγουν για να βρουν μια δουλειά στο εξωτερικό και να ταΐσουν τις οικογένειές τους, να τις στηρίξουν. Κι άφησαν τα παιδιά πίσω στο σπίτι...». Φωτ.: Πάρις Ταβιτιάν/ LIFO
0

Είναι και οι δύο διάσημες, αγαπητές, με φανατικό κοινό και μεγάλη πορεία στη μουσική, που μετράει δύο δεκαετίες. Αυτό που τις συνδέει είναι η κοινή τους καταγωγή –γεννήθηκαν και μεγάλωσαν και οι δύο στη Γεωργία, μία χώρα για την οποία ομολογώ ότι δεν ήξερα και πολλά μέχρι τη στιγμή της συνέντευξης– και η δύναμη που τις κάνει να αντεπεξέρχονται σε όλες τις δυσκολίες πηγάζει από όσα έζησαν μέχρι να φτάσουν εδώ που είναι σήμερα.

Η κορυφαία μέτζο σοπράνο Ανίτα Ρατσβελισβίλι, μια από τις διασημότερες λυρικές τραγουδίστριες παγκοσμίως, ζει εδώ και λίγο καιρό στην Αθήνα και αυτές τις μέρες ερμηνεύει τον ρόλο της Τσέκα στην όπερα του Πονκιέλι Τζοκόντα, στην πέμπτη συνεργασία της με την Εθνική Λυρική Σκηνή, σε μουσική διεύθυνση Φαμπρίτσιο Βεντούρα και σκηνοθεσία Όλιβερ Μίερς. Η Γεωργιανή μεσόφωνος σπούδασε πιάνο και τραγούδι στην πατρίδα της και το 2009 έγινε γνωστή σε όλο τον κόσμο με την ερμηνεία της στον ρόλο της Κάρμεν στη Σκάλα του Μιλάνου, υπό τη μουσική διεύθυνση του Ντάνιελ Μπάρενμποϊμ, με συμπρωταγωνιστή τον Γιόνας Κάουφμαν. Έκτοτε έχει τραγουδήσει πολυάριθμους ρόλους στα μεγαλύτερα λυρικά θέατρα του πλανήτη, με θριαμβευτικές κριτικές. Σε άρθρο που της αφιέρωσαν οι «New York Times» με τίτλο «Μια νεαρή τραγουδίστρια συναρπάζει τον κόσμο της όπερας» ο αρχιμουσικός Ρικάρντο Μούτι τη χαρακτήρισε ως την «καλύτερη μέτζο σοπράνο του πλανήτη σήμερα».

«Μερικές φορές παλεύω με τον εαυτό μου ακόμα και όταν δεν χρειάζεται, επειδή είμαι πάντα σε κατάσταση επιβίωσης, και σκέφτομαι “κόφ’ το, δεν χρειάζεται, είσαι ok”. Παλεύω ακόμα με κάποια πράγματα που με τραυμάτισαν, αλλά θέλω να τα βλέπω όλα πια με θετικό τρόπο».

Η Tάμτα, μια από τις πιο influential και διαχρονικές τραγουδίστριες της ελληνικής ποπ σκηνής, βρίσκεται στην πιο ώριμη και δημιουργική φάση της, στην πιο απελευθερωμένη καλλιτεχνική περίοδο της καριέρας της, με ένα πρόσφατο τολμηρό άλμπουμ («The Villain Heroine») να σηματοδοτεί μια νέα πορεία μετά το «Identity Crisis». Με πειραματική διάθεση, επαναπροσδιορίζει την ποπ και δημιουργεί έναν κόσμο όπου συνυπάρχουν αρμονικά οι σκληρές electro pop και techno με cute hyper pop, bright synths και ερμηνευτικές μπαλάντες. Παράλληλα, η Τάμτα είναι συνιδρύτρια της KIKI MUSIC, μιας δισκογραφικής εταιρείας που υποδέχεται ανερχόμενους καλλιτέχνες με τολμηρό όραμα όπως το δικό της, φέρνοντας νέο, experimental αέρα στην ελληνική μουσική σκηνή.

Η Ανίτα και η Τάμτα συναντήθηκαν στον χώρο υποδοχής της ΕΛΣ και μίλησαν για όλα. Για τα κλισέ που ακολουθούσαν τις γυναίκες που μετανάστευαν από τη Γεωργία στις χώρες της Δυτικής Ευρώπης –και σε μεγάλο βαθμό τις ακολουθούν ακόμα–, για τις δύσκολες συνθήκες υπό τις οποίες μεγάλωσαν και οι οποίες τις διαμόρφωσαν, αφήνοντας σημάδια αλλά και εφόδια που τις βοήθησαν να αντιμετωπίσουν κάθε δυσκολία στην πορεία της ζωής τους, αλλά και για την κατάσταση στη σημερινή Γεωργία, που δεν είναι και η καλύτερη.

102΄ με την Tάμτα και την Ανίτα Ρατσβελισβίλι Facebook Twitter
«Πρέπει να φτιάξεις τα πράγματα και να προσπαθήσεις να δημιουργήσεις κάτι απ’ το τίποτα, όπως κάναμε στη Γεωργία, που δεν είχαμε τίποτα». Φωτ.: Πάρις Ταβιτιάν/ LIFO

«Είμαστε δυο γυναίκες που φύγαμε από τη Γεωργία εκείνα τα πολύ δύσκολα χρόνια», λέει η Ανίτα Ρατσβελισβίλι. «Η Τάμτα έφυγε νωρίτερα από μένα, το 2001, εγώ έφυγα αργότερα για το Μιλάνο, για σπουδές. Οι πιο πολλές γυναίκες από τη Γεωργία αναγκάστηκαν να φύγουν για να βρουν μια δουλειά στο εξωτερικό και να ταΐσουν τις οικογένειές τους, να τις στηρίξουν. Κι άφησαν τα παιδιά πίσω στο σπίτι...» «Πρέπει να τονίσουμε ότι οι γυναίκες της Γεωργίας στήριξαν πραγματικά τη χώρα», προσθέτει η Τάμτα.

«Η κυρία που μεγαλώνει το παιδί μου και η οποία είναι η καλύτερη φίλη της μητέρας μου, είναι σαν μάνα μου, ζει στην Ελλάδα εδώ και 25 χρόνια και δουλεύει ως νταντά», λέει η Ανίτα. «Έβλεπα πόσο υπέφερε επειδή έπρεπε να αποχωριστεί το παιδί της και να ζήσουν χωριστά, όλα τα προβλήματα και τις δυσκολίες που ζούσαν, πώς είναι να μεγαλώνει ένα παιδί μόνο του, χωρίς τη μάνα του, μόνο και μόνο επειδή ήταν αδύνατο να στηρίξεις την οικογένειά σου όταν ζούσες στη Γεωργία. Ένα μεγάλο ποσοστό αυτών των μανάδων έφυγε από τη Γεωργία στα ’90s και τα ’00s. Ακόμα ζουν στο εξωτερικό για να στηρίξουν τις οικογένειές τους, και ακόμα υπάρχει η άποψη ότι αυτές οι γυναίκες μπορούν να δουλέψουν μόνο ως οικιακές βοηθοί ή φροντίστριες ηλικιωμένων. Δυστυχώς δεν έχει αλλάξει τίποτα από αυτή την άποψη και δυστυχώς παραμένουμε μια μικρή χώρα με πολύ ταραχώδη ιστορία. Γυναίκες σαν την Τάμτα κι εμένα, που έφεραν φήμη στη χώρα μέσω της τέχνης, προσπαθούμε να αλλάξουμε αυτό που επικρατεί ως στερεότυπο, αλλά δεν είναι εύκολο, γιατί είμαστε πολύ λίγες. Όλες οι άλλες σκληρά εργαζόμενες, εκπληκτικές γυναίκες πρέπει να το ακολουθήσουν και να το υποστούν, για την επιβίωση. Ως μάνα θεωρώ αδιανόητη τη θυσία που έκαναν, να αφήσουν τα παιδιά τους πίσω – εγώ μια μέρα λείπω και νιώθω πόνο. Τρέφω τεράστιο σεβασμό για όλες τις γυναίκες που έφυγαν από τη χώρα, όπως η μαμά της Τάμτας». 

«Ήμουν ένα τέτοιο παιδί, έμεινα πίσω και η μαμά μου ήρθε στην Ελλάδα», λέει η Τάμτα. «Ήμουν 15 χρονών, είχα ήδη γεννήσει το παιδί μου και την είχαμε στα αλήθεια πολύ μεγάλη ανάγκη, κι εγώ και ο αδελφός μου. Έπρεπε όμως να φύγει γιατί δεν είχαμε φαγητό, δεν είχαμε ηλεκτρικό, είχαμε τεράστιες δυσκολίες και δεν υπήρχε άλλος τρόπος – η οικογένειά μου υπέφερε. Ως παιδί και ως πολύ νεαρή μαμά με τραυμάτισε το γεγονός ότι έφυγε, αλλά καταλάβαινα ότι δεν γινόταν αλλιώς. Ήταν δύσκολο και για τις γυναίκες τις ίδιες, ήταν δύσκολο και για τις οικογένειές τους που τις άφηναν πίσω. Μάλιστα, ο κόσμος δεν ήξερε ότι πολλές από αυτές τις γυναίκες ήταν εξαιρετικά μορφωμένες, καθηγήτριες, με ντοκτορά· η μαμά μου, π.χ., έχει δύο πτυχία. Μερικές φορές πονάει πολύ όταν ακούς τι σκέφτονταν γι’ αυτές τις γυναίκες ή ακόμα και για τη χώρα. Πιστεύω ότι συνεχίζει το στίγμα, αλλά ελπίζω ότι έχουμε μπει στη διαδικασία αλλαγής της νοοτροπίας». 

«Το προσωπικό μου ταξίδι ξεκινάει από το ωδείο της Τιφλίδας», προσθέτει η Ανίτα. «Σπούδαζα εκεί, αλλά με μεγάλες δυσκολίες, γιατί ήμουν από μια πολύ φτωχή οικογένεια που έκανε μεγάλο αγώνα για να τα βγάλει πέρα. Όταν τέλειωσα το ωδείο, η δασκάλα μου, η οποία δυστυχώς πέθανε από καρκίνο, δεν ήθελε να μείνω στη Γεωργία και να συνεχίσω να δουλεύω στην όπερα, επειδή δεν συνέβαινε τίποτα πραγματικά στη χώρα, και με παρακίνησε να φύγω στο εξωτερικό. Μου έλεγε “πρέπει να δείξεις το ταλέντο σου παραέξω, να τραγουδήσεις αλλού”. Τότε πολλοί Γεωργιανοί πήγαιναν στην ακαδημία της Σκάλας στο Μιλάνο για να σπουδάσουν και αποφάσισα να ακολουθήσω το ίδιο μονοπάτι. Πήγα για οντισιόν και με πήραν χάρη στη θυσία των γονιών μου: υποθήκευσαν το σπίτι μας, γιατί δεν είχαμε λεφτά και χρειαζόμουν 5.000 δολάρια για να ξεκινήσω στο Μιλάνο. Είχα μια υποτροφία από το La Scala, μου έδιναν 1.100 ευρώ τον μήνα –το 2007 ήταν πολλά λεφτά–, αλλά αφού πλήρωνα τους λογαριασμούς μού έμεναν 300 ευρώ για να περάσω τον μήνα. Αισθάνομαι πολύ τυχερή στη ζωή μου γιατί είχα πάντα ανθρώπους ευγενικούς που με στήριζαν με κάποιον τρόπο, όπως η κυρία που νοίκιαζα το σπίτι της, η οποία με τάιζε και μου έδινε χρήματα – ήταν υπέροχη, σαν μάνα μου. Ξεκίνησα την καριέρα μου στο La Scala με την Κάρμεν και θεωρώ ότι ήμουν στο σωστό σημείο τη σωστή στιγμή· όλα συνέβαιναν στην ώρα τους επειδή αισθανόμουν πολύ τυχερή. Είμαι ευγνώμων σε όλους τους ανθρώπους που με στήριξαν και με βοήθησαν, κυρίως στους γονείς μου, που ήταν πάντα εκεί». 

102΄ με την Tάμτα και την Ανίτα Ρατσβελισβίλι Facebook Twitter
«Δεν μας πτοεί τίποτα». Φωτ.: Πάρις Ταβιτιάν/ LIFO

«Στην Αθήνα πότε ήρθες;» τη ρωτάει η Τάμτα. «Πάντα ήθελα να έρθω στην Αθήνα, ο ατζέντης μου προσπαθούσε να βρει τη σωστή στιγμή. Τελικά κατάφερα να έρθω εδώ για την Κάρμεν στο Ηρώδειο και ήταν εκπληκτική εμπειρία να τραγουδάω σε αυτό το υπέροχο μέρος έναν ρόλο που αγαπώ πάρα πολύ. Από κει ξεκίνησαν τα πάντα για μένα. Όταν ήρθα στην Αθήνα, αισθάνθηκα σαν στο σπίτι μου». «Έχεις δίκιο, αισθάνονται σαν στο σπίτι τους οι άνθρωποι από τη Γεωργία στην Αθήνα», προσθέτει η Τάμτα, «δεν ξέρω τι είναι, το mentality, οι άνθρωποι, το φαγητό, πάντως κι εγώ αυτό αισθάνθηκα όταν ήρθα για πρώτη φορά, ήταν κάτι με το οποίο συνδέεσαι αμέσως». 

«Αυτό αισθάνθηκα κι εγώ, ότι συνδέθηκα αμέσως με τους ανθρώπους, και θέλω να ευχαριστήσω τον Γιώργο Κουμεντάκη και τους ανθρώπους της Λυρικής που με βοήθησαν να έρθω εδώ και να ζήσω εδώ. Έρχομαι στην Ελλάδα σχεδόν κάθε χρόνο από τότε που ήρθα για πρώτη φορά και δίνω κονσέρτα, αλλά πλέον μπορώ να πω ότι είμαι πολίτης της Ευρώπης, επειδή κατάφερα να πάρω την ελληνική υπηκοότητα. Είναι μεγάλη μου τιμή. Με ενοχλεί πολύ που δεν μιλάω ακόμα ελληνικά, αλλά δώστε μου λίγο χρόνο και υπόσχομαι ότι θα μιλάω σύντομα. Μετακομίσαμε εδώ πριν από έναν μήνα και αισθάνομαι πολύ οικεία, είναι υπέροχα. Αυτό δεν το αισθάνθηκα όταν γύρισα στη Γεωργία, γιατί αγαπώ τη θάλασσα, τον ήλιο, μου αρέσει όταν κάνει ζέστη όλο τον χρόνο».

«Χαίρομαι που είσαι εδώ», της λέει η Τάμτα. «Η ιστορία μου είναι αρκετά διαφορετική από της Ανίτας, γιατί εγώ δεν είχα σκοπό να γίνω τραγουδίστρια ή καλλιτέχνιδα, έπρεπε απλώς να φύγω λόγω κάποιων προσωπικών καταστάσεων. Η μαμά μου ήταν εδώ, έτσι δεν ήταν τόσο δύσκολο να πάρω την απόφαση. Ήμουν τυχερή· κατάφερα να πάρουμε βίζα και εγώ και η κόρη μου για να ταξιδέψουμε οπουδήποτε στο εξωτερικό και απλώς πέταξα για Αθήνα. Πολλές γυναίκες που προσπαθούσαν να έρθουν εδώ έπρεπε να κρυφτούν στις αποσκευές ή να διασχίσουν τα δάση περπατώντας. Σκεφτόμουν να μείνω εδώ για έναν χρόνο και να επιστρέψω, αλλά δεν επέστρεψα. Όλοι κάπως ξέρουν την ιστορία μου. Πήγα στο “Super Idol” και από εκεί και πέρα η ζωή μου πήρε άλλη τροπή. Νομίζω ότι είμαι αρκετά καλή στο να αρπάζω τις ευκαιρίες που μου δίνει η ζωή, και αισθάνομαι ότι οι δύσκολες στιγμές που ζήσαμε στη Γεωργία στα ’90s μάς έκαναν δυνατές γιατί μάθαμε πολλά. Ποτέ δεν τα παρατάω, ανανεώνομαι συνέχεια, είμαι πολύ δημιουργικός άνθρωπος, έτσι μερικές φορές έχω κάποιες τρελές ιδέες που μου λένε ότι “δεν μπορούν να πραγματοποιηθούν, δεν υπάρχει τρόπος”, αλλά απαντάω “αποκλείεται”. Πρέπει να φτιάξεις τα πράγματα και να προσπαθήσεις να δημιουργήσεις κάτι απ’ το τίποτα, όπως κάναμε στη Γεωργία, που δεν είχαμε τίποτα – η δημιουργικότητά μου προέρχεται από αυτές τις δυσκολίες. Μπορώ να βρω τον τρόπο». 

«Πάντα βρίσκεις τον τρόπο», της λέει η Ανίτα. «Το ταξίδι μου, λοιπόν, ήταν αρκετά εύκολο, το να έρθω στην Ελλάδα», συνεχίζει η Τάμτα. «Σίγουρα είχα όνειρα να αρχίσω κάπως τη νέα μου ζωή, αλλά αυτό συνέβη δύο χρόνια αφότου ήρθα εδώ. Δεν επέστρεψα ποτέ στη Γεωργία, αλλά την έχω πάντα στην καρδιά μου και μπορώ να δω τώρα τις διαφορές, γιατί είμαι 45 χρονών, που σημαίνει ότι έχω ζήσει τη μισή μου ζωή εκεί και τη μισή εδώ. Έτσι αισθάνομαι, ότι είμαι μισή και μισή, κι αυτό είναι όμορφο. Κάποιες φορές, όταν πετάω για τη Γεωργία, είμαι ενθουσιασμένη, χαρούμενη –δεν είχα ποτέ την ευκαιρία να μείνω εκεί για πολύ καιρό–, αλλά είμαι χαρούμενη και όταν επιστρέφω στην Ελλάδα. Αναμφίβολα έχω δύο πατρίδες. Οι δυσκολίες που έχουμε περάσει μάς έχουν βοηθήσει να γίνουμε πιο δυνατές. Σίγουρα, είμαστε πολύ πειθαρχημένες, πιο πειθαρχημένες από τους ανθρώπους του Νότου, και η δημιουργικότητα προέρχεται από την κατάσταση που βιώσαμε. Δεν φοβάμαι τίποτα. Είμαι πολύ χαρούμενη που δεν έχω θέμα επιβίωσης αυτήν τη στιγμή, αλλά ξέρω ότι εάν έρθει, γιατί ο κόσμος αλλάζει συνεχώς και ποτέ δεν ξέρεις, θα είμαι πάντα έτοιμη να πολεμήσω και να επιβιώσω. Μερικές φορές παλεύω με τον εαυτό μου ακόμα και αν δεν χρειάζεται, επειδή είμαι πάντα σε κατάσταση επιβίωσης, και σκέφτομαι “κόφ’ το, δεν χρειάζεται, είσαι ok”. Παλεύω ακόμα με κάποια πράγματα που με τραυμάτισαν, αλλά θέλω να τα βλέπω όλα πια με θετικό τρόπο».

«Ναι, γιατί αν δεν μάθεις να ζεις με αυτό το τραύμα, τότε το τραύμα θα σε φάει», προσθέτει η Ανίτα. «Μαθαίνεις να το χρησιμοποιείς, να είσαι εκεί και να είσαι δυνατή, επειδή, όπως είπες, δεν υπάρχει τίποτα που να μας τρομάζει αυτήν τη στιγμή. Περάσαμε από την κόλαση όταν ήμασταν παιδιά, τη δεκαετία του ’90 δεν είχαμε καν ηλεκτρικό, και δεν μιλάω για μια-δυο μέρες. Ζήσαμε μήνες ολόκληρους χωρίς ηλεκτρικό, χωρίς νερό –ούτε για να πιούμε–, χωρίς φαγητό, στηθήκαμε σε ατελείωτες ουρές με κουπόνια».

102΄ με την Tάμτα και την Ανίτα Ρατσβελισβίλι Facebook Twitter
«Οι δυσκολίες που έχουμε περάσει μάς έχουν βοηθήσει να γίνουμε πιο δυνατές. Σίγουρα, είμαστε πολύ πειθαρχημένες, πιο πειθαρχημένες από τους ανθρώπους του Νότου, και η δημιουργικότητα προέρχεται από την κατάσταση που βιώσαμε». Φωτ.: Πάρις Ταβιτιάν/ LIFO

«Χαίρομαι πολύ που τα λες αυτά, γιατί δεν τα πίστευε κανείς, και όταν τα έλεγα, μου έλεγαν “αποκλείεται”», λέει η Τάμτα. «Στεκόμασταν στην ουρά από τις πέντε το πρωί με τη μαμά μου ή τη γιαγιά μου για να πάρουμε ένα κομμάτι ψωμί που ήταν γύρω στα 300 γραμμάρια, γιατί το έδιναν μετρημένο, ένα κομμάτι για κάθε άτομο, κι αν ήσασταν δέκα άτομα στο σπίτι, μένατε νηστικοί», λέει η Ανίτα. «Εμείς ήμασταν έξι, έτσι μοιραζόμασταν 300 γραμμάρια ψωμί, αυτό ήταν το φαγητό μας, μαζί με κρεμμύδια τουρσί που έφτιαχνε ο παππούς μου. Έβαζε ξίδι, αλάτι και λίγο λάδι, κι αυτό ήταν το φαγητό που έτρωγα πριν πάω στο ωδείο. Ήμουν 16-17 χρονών και τρώγαμε μόνο κρεμμύδια και ψωμί. Περπατούσα 14 χιλιόμετρα από το σπίτι μου μέχρι το ωδείο, γιατί ζούσα εκτός κέντρου, και άλλα τόσα για να επιστρέψω στο σπίτι. Έκανα 28 χιλιόμετρα την ημέρα χωρίς παπούτσια, γιατί δεν είχαμε λεφτά, φόραγα σανδάλια και τον χειμώνα τύλιγα τα πόδια μου με πολύ χοντρές κάλτσες για να μην παγώνουν».

«Κάποτε είπα σε μια συνέντευξη ότι ζούσαμε έτσι και ο δημοσιογράφος δεν το πίστευε. Δεν μπορούσε ένας Έλληνας τη δεκαετία του ’90 να καταλάβει τις συνθήκες αυτές, θεωρούσε ότι υπερβάλλω, γιατί η πείνα και η φτώχεια απείχαν πολύ από την ελληνική πραγματικότητα», λέει η Τάμτα.

«Στην Ιταλία, όταν ξεκίνησα με την Κάρμεν και φυσικά άρχισα να δίνω συνεντεύξεις, όταν μιλούσα γι’ αυτά τα πράγματα και τα έλεγα ακριβώς όπως ήταν, με κοιτούσαν με απορία: “Τι στο καλό λέει αυτή, είναι δυνατόν; Τι χρονιά έχουμε;”», συνεχίζει η Ανίτα. «Ήταν αδύνατο να καταλάβουν πώς ένας άνθρωπος στα ’00s ή στα ’90s είχε τέτοιες εμπειρίες, όταν η Ευρώπη ευημερούσε και ζούσε μια καλή ζωή. Τώρα που είναι διαφορετικά τα πράγματα και για την Ευρώπη, είναι πιο εύκολο να καταλάβουν ότι δεν είχαμε νερό και φαγητό, ότι έπρεπε να κάνουμε χιλιόμετρα για να βρούμε κάπου πόσιμο νερό».  

«Δεν είχαμε καθόλου θέρμανση, έπρεπε να μαζευόμαστε ο ένας δίπλα στον άλλο για να ζεσταθούμε», λέει η Τάμτα. «Κοιμόμασταν όλοι μαζί στο πάτωμα, όλη η οικογένεια, για να ζεσταθούμε, αλλά έχει δίκιο η Τάμτα, αυτό μας έκανε πολύ δυνατές, τίποτα δεν μπορεί να μας πτοήσει. Ακόμα κι όταν άρχισα να έχω πολλές δυσκολίες με το τραγούδι –γέννησα την κόρη μου και για τρία χρόνια δεν μπορούσα να συνδέσω το σώμα μου με τη φωνή μου, κι έτσι ήρθε η κατάθλιψη και άρχισα να έχω οικονομικά προβλήματα επειδή δεν μπορούσα να δουλέψω, ενώ όλοι στην οικογένειά μου εξαρτώνταν από μένα–, έπρεπε να συνεχίσω. Είχα φτάσει στο απόγειο της καριέρας μου, δεν υπήρχε παραπάνω, και τότε έκανα ένα παιδί και έπεσα με σκληρό τρόπο. Ξαφνικά βρέθηκα χωρίς χρήματα, χωρίς φήμη, χωρίς δουλειά, χωρίς συμβόλαιο, στο μηδέν, επειδή δεν μπορούσα να ανταποκριθώ σε όσα μπορούσα να κάνω προηγουμένως. Ακόμα και τότε είπα “ok, συμβαίνουν αυτά στη ζωή, πρέπει να συνεχίσω, επειδή δεν έχω δικαίωμα να σταματήσω, για το παιδί μου, για μένα”. Όπως λέει πάντα ο σύζυγός μου, “η φωνή σου δεν σου ανήκει, δεν έχεις δικαίωμα να σταματήσεις, πρέπει να συνεχίσεις να αγωνίζεσαι”. Αυτός ο αγώνας δεν σταματάει ποτέ και αυτό είναι το πρόβλημα με μας, είμαστε πάντα σε κατάσταση επιβίωσης. Ακόμα και όταν όλα είναι ήρεμα στη ζωή κι έχουμε αρκετά λεφτά, όταν όλα δείχνουν ότι πάνε καλά, είμαστε πολύ συγκεντρωμένες στο αύριο, θέλουμε να είμαστε σίγουρες ότι το αύριο θα είναι ok». 

Τις ρωτάω πώς βλέπουν τη Γεωργία σήμερα, γιατί στη χώρα υπάρχει ένα πισωγύρισμα και ξαναζεί καταστάσεις δύσκολες. «Η Γεωργία είναι σε μια πολύ δύσκολη πολιτική κατάσταση αυτήν τη στιγμή», λέει η Ανίτα, «γι’ αυτό μετακόμισα στην Αθήνα πριν από λίγο καιρό. Καταρχάς είμαι πολύ χαρούμενη που μετακόμισα στην Αθήνα, μου αρέσει να είμαι εδώ, ήθελα να είμαι εδώ, αλλά ο λόγος που έπρεπε να μετακομίσω είναι πολύ λυπηρός. Κυριολεκτικά δραπέτευσα από τη χώρα μου εξαιτίας της πολιτικής κατάστασης και των απειλών που δέχτηκα. Στη Γεωργία αυτήν τη στιγμή, μετά από έναν χρόνο διαμαρτυριών στους δρόμους, είναι πάνω από 150 άτομα στη φυλακή ως πολιτικοί κρατούμενοι, χωρίς να έχουν διαπράξει κανενός είδους παράπτωμα – καλλιτέχνες, ζωγράφοι, συγγραφείς, τραγουδιστές, πιανίστες. Με σκοτώνει να βλέπω την κατάσταση που επικρατεί στη χώρα μου αυτήν τη στιγμή. Η Γεωργία για μένα είναι η καρδιά και η ψυχή αυτού που είμαι ως πρόσωπο, είναι το αίμα μου και την αγαπώ. Όταν όμως απειλούν τη ζωή τη δική σου και του παιδιού σου αρχίζεις να καταλαβαίνεις ότι, παρότι θα έδινες τα πάντα για τη χώρα σου, τη ζωή του παιδιού σου δεν θα τη θυσίαζες. Πονάω πολύ που δεν υπάρχει μέλλον, αλλά ελπίζω σύντομα να αλλάξουν όλα. Με τη διαφθορά και τη φρικτή ζωή που ζουν οι άνθρωποι, οι οποίοι πλέον δεν έχουν να φάνε, έχουμε πάει πίσω στα ’90s, ίσως όχι στην ίδια κόλαση, σίγουρα όμως σε παρόμοιες καταστάσεις».  

«Δεν μπορώ να πω πολλά για την παρούσα κατάσταση στη Γεωργία, γιατί εδώ και μερικά χρόνια πηγαίνω εκεί μόνο για μια βδομάδα», λέει η Τάμτα, «αλλά ξέρω τι περνάνε οι φίλοι μου, η οικογένειά μου, και με λυπεί πολύ, γιατί υπήρξαν εποχές που υπήρχε ελπίδα. Μπορεί κατά κάποιον τρόπο να έχει επιστρέψει η χώρα στα ’90s, αλλά αν πάω πίσω και θυμηθώ πώς την άφησα, δεν είναι το ίδιο. Δεν υπάρχει πρόβλημα με το ηλεκτρικό, για παράδειγμα, αλλά έχεις πρόβλημα να το πληρώσεις, και υπάρχουν σούπερ μάρκετ. Θυμάμαι πως όταν πήγα στο σούπερ μάρκετ στην Αθήνα, σοκαρίστηκα».  

102΄ με την Tάμτα και την Ανίτα Ρατσβελισβίλι Facebook Twitter
Φωτ.: Πάρις Ταβιτιάν/ LIFO

«Κι εγώ το ίδιο έπαθα όταν πήγα σε σούπερ μάρκετ στην Ιταλία», λέει η Ανίτα. «Κυριολεκτικά σε δύο μήνες πήρα πάνω από δώδεκα κιλά, ενώ από τη φύση μου είμαι αδύνατη, επειδή δεν μπορούσα να πιστέψω τι μπορούσα να φάω», συνεχίζει η Τάμτα. «Η κατάσταση δεν είναι ακριβώς όπως στα ’90s, γιατί, φυσικά, αν έχεις λεφτά, μπορείς να βρεις τα πάντα, και υπάρχουν άνθρωποι που έχουν πολλά λεφτά. Οι Έλληνες που θα διαβάσουν τη συνέντευξη, ωστόσο, πρέπει να ξέρουν ότι η Γεωργία είναι μια όμορφη χώρα, με τεράστια κουλτούρα. Ήταν πολυπολιτισμική, με ανθρώπους από διάφορες χώρες που ζούσαν εκεί, Έλληνες, Αρμένιους· υπήρχαν πολλές κοινότητες, αλλά δεν υπήρχε τουρισμός. Αν πας ως επισκέπτης, μπορείς ακόμα να καταλάβεις την κουλτούρα. Οι Γεωργιανοί αγαπούν τους τουρίστες, η φιλοξενία είναι εκπληκτική, σε άλλο επίπεδο».

«Ένας φίλος μου Γερμανός που πήγε στη Γεωργία μού έλεγε ότι η φιλοξενία ήταν απίστευτη: “Πήγα στο σπίτι ενός φίλου μου και φάγαμε και ήπιαμε και επειδή κοίταζα έναν πίνακα που μου άρεσε, τον ξεκρέμασε και μου τον έδωσε!”» λέει η Ανίτα.   

Τους ζητάω να μου πουν αν έχουν αντιμετωπίσει προκαταλήψεις ή εμπόδια ακριβώς επειδή είναι γυναίκες που διεκδικούν το όνειρό τους. «Στη Γεωργία δεν αισθάνθηκα ποτέ διαχωρισμούς ή προκατάληψη, ίσως επειδή δεν είμαι ο τύπος του ανθρώπου που θα δείξει αδύναμος», λέει η Ανίτα. «Επίσης, δεν ήμουν ποτέ η γυναίκα με την κοριτσίστικη εμφάνιση που βασίζεται στους άντρες για οτιδήποτε. Μεγάλωσα σε μια οικογένεια στην οποία όλοι είχαν τη δική τους φωνή με κάποιον τρόπο, και ο πατέρας μου πάντα σεβόταν τη μαμά μου, οπότε τους είχα ως παράδειγμα. Ήταν και οι δύο δυνατοί άνθρωποι. Φυσικά και υπάρχει πολύς μισογυνισμός στη δουλειά μας, στον χώρο της όπερας, παντού υπάρχει πολύς μισογυνισμός γενικά, πολλή προκατάληψη και παρενόχληση, αλλά πρέπει να πω ότι ποτέ δεν τα αισθάνθηκα, ίσως λόγω του χαρακτήρα μου και της εμφάνισής μου. Πάντα μου έλεγαν τα άτομα που είχα κοντά μου “δείχνεις ότι δεν μπορεί να σε προσεγγίσει κάποιος εύκολα”. Η εμφάνισή μου έλεγε στους ανθρώπους “μην μπεις καν στον κόπο”, επειδή όταν αισθανόμουν ένα φλερτ από έναν μαέστρο π.χ., τον μπλόκαρα σε δευτερόλεπτα. Ήταν σαν να έπεφτε ένας τοίχος, δεν άφηνα να γίνει ούτε βήμα. Η δουλειά μου ήταν πάντα ιερή, το θέατρο είναι ο χώρος όπου εργάζομαι. Κάποτε έριξα γροθιά στο στομάχι σε έναν συνάδελφό μου γιατί στις πρόβες ήταν απολύτως επαγγελματίας, αλλά στην παράσταση άρχισε να υπερβάλλει κάπως με τα αγγίγματα. Ήταν η μόνη φορά που θύμωσα, τον χτύπησα και σταμάτησε να τραγουδάει. Ήταν πολύ νωρίς στην καριέρα μου, στην Κάρμεν, και από εκείνη τη στιγμή έμαθαν όλοι ότι δεν σηκώνω αστεία. Είμαι πολύ ευθύς χαρακτήρας και αυστηρή σε θέματα μισογυνισμού και παρενόχλησης. Δεν μπορώ να συγκρατήσω τα συναισθήματά μου· αν με ενοχλεί κάτι, θα το δείξω αμέσως, κι αυτό με έχει γλιτώσει από πολλά στη ζωή και στην καριέρα μου, επειδή ο κόσμος της όπερας έχει πολύ μισογυνισμό, στις γυναίκες φέρονται διαφορετικά απ' ό,τι στους άντρες».

cover
Το νέο τεύχος της LiFO δωρεάν στην πόρτα σας με ένα κλικ.

«Ταυτίζομαι τρομερά», λέει η Τάμτα. «Δεν με φλέρταραν καν, όχι τώρα που ξέρουν ότι έχω σύντροφο, αλλά και πριν από αυτό. Ειδικά στην Ελλάδα, και στα μπουζούκια ακόμα, που έχουν μια συγκεκριμένη ιδέα για τις τραγουδίστριες –ένα στίγμα κι αυτό–, δεν είχα ποτέ τέτοια εμπειρία. Μπορεί να κυκλοφορούν ναρκωτικά, όλοι να κάνουν κόκα, αλλά δεν με έχουν ενοχλήσει καν, ίσως επειδή δεν άφηνα ποτέ περιθώρια. Δεν με κοιτούν καν με αυτόν τον τρόπο, κι αυτό είναι κάτι που με κάνει επίσης περήφανη, γιατί ακούω και βλέπω πολλά πράγματα γύρω μου. Είμαι τυχερή που είμαι σε αυτήν τη δουλειά και δεν είχα κακές εμπειρίες. Ίσως σε μία από τις πρώτες φωτογραφίσεις μου ο φωτογράφος να με έκανε να αισθανθώ περίεργα. Δεν συνέβη τίποτα, αλλά η αίσθηση ήταν “τι συμβαίνει τώρα;” Αυτό ήταν όλο, όμως. Πολλοί με ρωτούν για τον ρατσισμό, αλλά δεν έχω αισθανθεί ποτέ ότι οι άνθρωποι με κοιτούν ή με θεωρούν στερεοτυπικά ένα κορίτσι από τη Γεωργία, πάντα εισέπραττα σεβασμό – τουλάχιστον μπροστά μου, δεν ξέρω τι λένε πίσω μου και δεν με νοιάζει κιόλας. Συμβαίνει πολύ στον χώρο μας, πάντως, κι ας μην μας αγγίζει εμάς, χάρη στη δύναμη που έχουμε κερδίσει. Οι γυναίκες δεν ακούγονται όσο θα έπρεπε, αλλά έστω και αργά τα πράγματα αλλάζουν. Ίσως κάποτε να μη χρειάζεται να διαχωρίζουμε τους ανθρώπους σύμφωνα με το φύλο, να σεβόμαστε ο ένας τον άλλο, ό,τι και να είναι».

— Θα θέλατε να συνεργαστείτε καλλιτεχνικά; 
Τάμτα: Γιατί όχι; Τώρα που γνωριστήκαμε, θα μου άρεσε πολύ, μου αρέσουν οι «τρελές» συνεργασίες, και θα είχε νόημα να γίνει. Θα είχε πολύ ενδιαφέρον να τονίσουμε κάπως την κουλτούρα της Γεωργίας όπως ήταν τότε. Στα επτά σου χρόνια έπρεπε να πας στο μουσικό σχολείο, ακόμα κι αν δεν είχες ταλέντο. Παρ’ όλες τις δυσκολίες, έμαθα να παίζω πιάνο, κι ας μην είχα πιάνο στο σπίτι για πολλά χρόνια. Πήγαινα να μελετήσω στο σπίτι μιας φίλης της μαμάς μου δυο ώρες κάθε μέρα. Κάποια στιγμή η μαμά μου βρήκε ένα πιάνο που το πουλούσε ένας ηλικιωμένος. Ήταν εκπληκτικό, αλλά σπασμένο, και μου το αγόρασε. Ήταν δύσκολες εποχές, αλλά τραγουδάγαμε ή κάναμε τις δραστηριότητές μας.

Ανίτα: Ήταν ο μόνος τρόπος να ζήσουμε εκείνη την εποχή, δεν είχαμε τίποτε άλλο να κάνουμε. 

Τάμτα: Γενικά στη ζωή μας υπήρχε η μουσική, το θέατρο, η όπερα και η τζαζ. Μπορεί πολλοί φίλοι μου να πέθαναν τότε, αλλά η τέχνη και η κουλτούρα επιβίωσαν, κι αυτό μας έσωσε. Γι’ αυτό την κουβαλάμε μαζί μας όπου κι αν πάμε.      

Ανίτα: Θα ήθελα κι εγώ πολύ να συνεργαστώ με την Τάμτα, θα ήταν εκπληκτικό. 

Η Ανίτα Ρατσβελισβίλι ερμηνεύει τον ρόλο της Τσέκα στην όπερα του Πονκιέλι «Τζοκόντα», σε μουσική διεύθυνση Φαμπρίτσιο Βεντούρα και σκηνοθεσία Όλιβερ Μίερς. Εθνική Λυρική Σκηνή, 1, 4, 7/11. Βρείτε περισσότερες πληροφορίες εδώ.

Το νεό single της Τάμτα «OOH AHH» και το άλμπουμ της «The Villain Heroine» κυκλοφορούν από την Kiki Music και σε αποκλειστική διανομή από τη Minos EMI/A Universal Music Group Company.

Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO.

Το νέο τεύχος της LiFO δωρεάν στην πόρτα σας με ένα κλικ.

Μουσική
0

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Ανίτα Ρατσβελισβίλι: Από τη Μετροπόλιταν στη Ρωμαϊκή Αγορά

The Diva / Ανίτα Ρατσβελισβίλι: Από τη Μετροπόλιταν στη Ρωμαϊκή Αγορά

Η επόμενη μεγάλη σταρ της όπερας, η Γεωργιανή Ανίτα Ρατσβελισβίλι, που έχει χαρακτηριστεί ως η καλύτερη μέτζο του πλανήτη στις μέρες μας, ανοίγει πανηγυρικά αυτό το Σάββατο τον θεσμό του ΥΠΟΑ «Όλη η Ελλάδα ένας Πολιτισμός» με ένα ρεσιτάλ της Λυρικής στη Ρωμαϊκή Αγορά.
ΜΑΤΟΥΛΑ ΚΟΥΣΤΕΝΗ

ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ

Η επιστροφή της Lily Allen

Μουσική / Η Lily Allen επιστρέφει με το πιο θεαματικό ξεκατίνιασμα στην ιστορία της ποπ

Το «West End Girl» της Lilly Allen και ένα αριστουργηματικό ραπ άλμπουμ από την CupcakKe αποτελούν τα πιο δυνατά και τολμηρά, από πλευράς στιχουργικής, άλμπουμ της χρονιάς. Μια καλή εβδομάδα για τη μουσική.
ΜΑΡΙΑ ΠΑΠΠΑ
BOYS’ SHORTS INTERVIEW

Μουσική / Boys’ Shorts: «Δεν φταίνε τα τρανς άτομα που έχει γίνει μίζερη η ζωή σου»

To eyeliner και το electroclash έφερε κοντά το ντουέτο των DJs, που εμπνεύστηκαν το όνομά τους από τον Boy George. Έπαιξαν στο Berghain, και η φήμη τους εκτοξεύτηκε. Πλέον το mantra τους είναι το «enjoy the moment».
ΦΩΦΗ ΤΣΕΣΜΕΛΗ
Παιδί Τραύμα: Τραγουδάκια λέω που αύριο θα ξεχαστούν, δεν κάνω καμία επανάσταση, δεν αλλάζω τον κόσμο

Μουσική / Παιδί Τραύμα: «Τραγουδάκια λέω, που αύριο θα ξεχαστούν, δεν αλλάζω τον κόσμο»

Στο νέο του άλμπουμ, το Παιδί Τραύμα χρησιμοποιεί τις έννοιες της φυγής και της συγχώρεσης για να μιλήσει για το αδιέξοδο του ψηφιακού κόσμου και την αναζήτηση της αλήθειας με τραγούδια που ξεφεύγουν από το mainstream.   
M. HULOT
Οι Tame Impala φτιάχνουν έναν δίσκο εμπνευσμένο από τα bush doofs της Αυστραλίας

Μουσική / «Deadbeat» των Tame Impala: Μια lo-fi ωδή στα rave πάρτι από ένα σπουδαίο συγκρότημα

Είναι η πρώτη του δουλειά που δεν περιέχει ούτε μια ροκ στιγμή. Σύμφωνα με τον Chris Deville: «Οι Tame Impala έχουν μεταμορφωθεί σταδιακά από ένα από τα σπουδαιότερα ροκ συγκροτήματα της γενιάς τους σε… κάτι άλλο».
ΜΑΡΙΑ ΠΑΠΠΑ
Το Μονόγραμμα του Έρωτα και της Μουσικής

Συμφωνική Μουσική - Ιστορίες / Το Μονόγραμμα του Έρωτα και της Μουσικής

Η Κρατική Ορχήστρα Αθηνών τιμά τη μνήμη του Οδυσσέα Ελύτη με αφορμή τα τριάντα χρόνια από τον θάνατό του, παρουσιάζοντας το «Μονόγραμμα» του Γιώργου Κουρουπού, που βασίζεται στο ομότιτλο έργο του μεγάλου Έλληνα ποιητή, στις 24 Οκτωβρίου στο Μέγαρο Μουσικής Αθηνών.
ΜΑΤΟΥΛΑ ΚΟΥΣΤΕΝΗ
Λίγες λέξεις για τον Διονύση Σαββόπουλο

Οπτική Γωνία / Λίγες λέξεις για τον Διονύση Σαββόπουλο

«Ό,τι όμως και αν υπήρξε ο Διονύσης Σαββόπουλος, είχε τη δόνηση, τον λοξό τόνο, μια διάθεση μεταμόρφωσης και γιορτής. Επέστρεφε σε μια πάμφωτη αυλή, περιμένοντας τους φίλους, το νόημα της συνάθροισης».
ΝΙΚΟΛΑΣ ΣΕΒΑΣΤΑΚΗΣ
Lou: Πόσες ανοιχτά λεσβίες ξέρεις αυτήν τη στιγμή στην ελληνική μουσική σκηνή;

Μουσική / Lou: Πόσες ανοιχτά λεσβίες ξέρεις αυτήν τη στιγμή στην ελληνική μουσική σκηνή;

Αυτό που κάνει η Lou στην ελληνική μουσική σκηνή είναι μοναδικό και θαρραλέο: queer μουσική για κάγκουρες με εφόδιο τις μουσικές της γνώσεις και επίγνωση αυτού που εκπροσωπεί, κάνοντας το τραπ όχημα για να περάσει τα μηνύματά της.
M. HULOT
Σοπέν

Πέθανε Σαν Σήμερα / «Κύριοι, ιδού μια μεγαλοφυΐα!»: Πώς ο Σοπέν άνοιξε νέα εποχή στη μουσική για πιάνο

Σαν σήμερα, στις 17 Οκτωβρίου 1849, πεθαίνει από φυματίωση στο Παρίσι ο Πολωνός Φρεντερίκ Φρανσουά Σοπέν, ένας από τους σημαντικότερους εκπροσώπους του Ρομαντισμού και κορυφαίος πιανίστας.
ΚΟΡΙΝΑ ΦΑΡΜΑΚΟΡΗ