Ποιος είναι ο Κατσούρμπος, και τι έργο είναι αυτό, που περισσότερο το έχουμε ακούσει και λιγότερο το έχουμε δει ρωτώ τον Γιάννο Περλέγκα που τον σκηνοθετεί στο πλαίσιο του Κύκλου Ρίζες του Φεστιβάλ Αθηνών που θα ανέβει από τις 19 έως τις 22 Ιουνίου 2025. Μιλάμε για την πρώτη σωσμένη κωμωδία της κρητικής λογοτεχνίας, για το πλούσιο και αναπάντητο, παρά τις πολλές μελέτες που έχουν γίνει, φαινόμενο του κρητικού θεάτρου. Ήταν μια ιστορία λογίων αυτό το θέατρο, που ήθελαν να μαθαίνουν τι γίνεται στη Βενετία και έβλεπαν τις αντιγραφές της λογοτεχνικής παραγωγής να αποδίδει καρπούς. Όμως ποιο είναι το περιβάλλον της εποχής κατά την οποία γράφεται αυτό το έργο;
«Περίπου μετά από 3 αιώνες Ενετοκρατίας, Κρητικοί και Βενετοί έχουν γίνει ένα. Δεν υπάρχουν πια εξεγέρσεις, υπάρχει ο συγκρητισμός, ωστόσο έχει ήδη συμβεί η άλωση της Κύπρου, η οχύρωση της Κρήτης, υπάρχει το άγχος της οθωμανικής εισβολής. Εκείνη την περίοδο είχε ατονήσει και το στοιχείο του καθολικισμού των Βενετών, με πολλούς να γίνονται ορθόδοξοι.
Υπάρχει μια συνύπαρξη πολύ περίεργη και ξένη που δεν μπορούμε να καταλάβουμε, ενώ οι Κρητικοί αρχίζουν και αναπτύσσονται σαν αστική τάξη και ανοίγονται σε επιρροές. Ο Χορτάτσης, απ’ όσο ξέρουμε, όπως και άλλοι, ταξίδευε στην Ιταλία, ήξερε τα έργα της εποχής και άρχισε να τα μιμείται. Ταυτόχρονα, ξεκίνησαν να ιδρύονται οι λεγόμενες ακαδημίες λογίων», λέει ο Γιάννος.
«Ο Κατσούρμπος μας, όσο επιτρέπεται να κάνει κανείς εξαγγελίες χωρίς να κινδυνεύσει να γίνει ο ίδιος γελοίος, είναι μια απόπειρα για περισσότερη λαϊκότητα, μια απόπειρα να μπορέσουμε να γίνουμε πιο αθώοι».
Ο Χορτάτσης είναι ένας υπέροχος ποιητής με καταπληκτική τεχνική. Ο Κατσούρμπος, γραμμένος σε έναν περίτεχνο δεκαπεντασύλλαβο που δεν είναι εύκολος –ακόμα και ο Ερωτόκριτος έχει έναν δεκαπεντασύλλαβο πολύ πιο εύκολο από το συγκεκριμένο έργο–, έχει μια ραφιναρισμένη γλώσσα. «Τα κρητικά του Χορτάτση είναι ένα εντελώς ιδιαίτερο γλωσσικό υβρίδιο μεταξύ βενετσιάνικων, κρητικών, λόγιας ελληνικής και ταυτοχρόνως λαϊκής γλώσσας. Ένα γλωσσικό κατασκεύασμα υπέροχο, αλλά καθόλου μουσειακό, πραγματικός θησαυρός άσκησης για τον Έλληνα ηθοποιό. Δεν μας δίνεται συχνά η ευκαιρία να το κάνουμε και εδώ πρόκειται για μια υπέροχη και πολύ απελευθερωτική εμπειρία.

Ειδολογικά, ο Κατσούρμπος θεωρείται κωμωδία χαρακτήρων, είναι η φυσική συνέχεια των έργων του Μενάνδρου, του Πλαύτου και του Τερέντιου, καθώς και σύγχρονών του ιταλικών έργων της Αναγέννησης, του Αριόστο και του Τάσο, που σίγουρα ο Χορτάτσης είχε παρακολουθήσει στα ταξίδια του στην Ιταλία. Είναι ένα υπέροχο δείγμα της λεγόμενης commedia erudita, της λόγιας κωμωδίας, που ανθούσε τότε στην Ιταλία, παράλληλα με την αυτοσχέδια commedia dell’ arte. Διαθέτει, δε, όλους τους κλασικούς τύπους της commedia, προσαρμοσμένους στα κρητικά δεδομένα της εποχής: τους ερωτευμένους, τους τετραπέρατους και λαίμαργους δούλους, τον γέρο τσιγκούνη και ερωτευμένο, τις “ρουφιάνες/προξενήτρες” της ρωμαϊκής κωμωδίας, τον σχολαστικό δάσκαλο των λατινικών, τον δειλό ψευτοπαλικαρά κ.ο.κ. Ένα θεατρικό περιβάλλον που σήμερα φαίνεται ταυτόχρονα οικείο και πολύ μακρινό». λέει.
Η υπόθεση του έργου είναι εξαιρετικά υποτυπώδης και στηρίζεται στο κλασικό μοτίβο των έργων εκείνης της εποχής: την ανεύρεση ενός χαμένου παιδιού από τους γονείς του. Σε χοντρές γραμμές, θέμα του έργου είναι ο έρωτας δυο νέων, του Νικολού και της Κασσάντρας. Η Κασσάντρα όμως είναι ψυχοκόρη της «ρουφιάνας» Πουλισένας, η οποία θέλει να την εκμεταλλευτεί και να την κάνει ερωμένη ενός ευκατάστατου, παντρεμένου γέρου, του Αρμένη, που είναι ερωτευμένος μαζί της – στόχος της Πουλισένας είναι να του αποσπάσει ρούχα και χρήματα. Μετά από χίλιες περιπέτειες, άσχετες με τη βασική πλοκή του έργου, η Κασσάντρα αποδεικνύεται η χαμένη κόρη του Αρμένη, οι δύο νέοι παντρεύονται και όλα μπαίνουν στη θέση τους σε ένα αμφίσημο και ειρωνικό happy end.
Ο Κατσούρμπος, που δίνει το όνομά του στο έργο, έχει τον μικρότερο σε έκταση ρόλο, είναι ένας δούλος. Αν πούμε ότι το θέμα του έργου είναι ο έρωτας, τότε ποιος έρωτας είναι αυτός; Στην Ερωφίλη του Χορτάτση είναι ο έρωτας που εξυμνείται και φτάνει στα τραγικά όριά του, στην Πανώρια, την ποιμενική του κωμωδία, επίσης εμφανίζεται ο ρόλος του έρωτα, ο οποίος είναι ρομαντικός, ειδυλλιακός. «Στον Κατσούρμπο δεν είναι έτσι. Ο έρωτας αποτελεί αντικείμενο κοινωνικού σχολιασμού και ειρωνείας, κατά κάποιον τρόπο κοροϊδίας. Βλέπουμε μια γελοιοποίηση της ερωτολογίας που υπάρχει προφανώς και στην ιταλική παράδοση. Κατά κάποιον τρόπο, είναι μια κριτική στον πετραρχισμό, στη φετιχοποίηση και στην ιδανίκευση της όψης του έρωτα που έχει η Αναγέννηση. Είναι μια κομέδια ρεδικολόζα, μια γελοιοποίηση της ερωτοτροπίας, όπως τη νιώθουν και την αναπαράγουν οι αστοί αυτής της περιόδου», εξηγεί ο Γιάννος.



«Μιλώντας για τον έρωτα, ο Χορτάτσης λέει στην αρχή του έργου “αυτοί πλανεύονται από μια θωριά, το αίμα τους τρελαίνεται μόνο από ένα βλέμμα”, οπότε καταλαβαίνουμε ότι οι δυο ήρωες του έργου, οι ερωτευμένοι, έχουν ερωτευθεί μια κούκλα, μια εικόνα που έχουν δει από ένα παράθυρο. Από την άλλη, ο Κατσάραπος, που είναι κι αυτός δούλος, όταν ακούει τον ερωτευμένο να λέει “κάθε μέρα μού τοξεύει την καρδιά το βέλος της Αφροδίτης”, απαντά ότι τη δική του καρδιά την τοξεύουν τα ρίφια, τα ρύζια και η λαδομαγεριά. Έρχεται το ζήτημα της ανάγκης, της “βρομιάς”, της κοιλιάς, να αναδειχθεί σε αξία απέναντι στην ερωτολογία, και αυτό είναι πολύ ωραίο στο έργο».
Το έργο σχολιάζει την αστική τάξη που είναι οι περίφημοι τσιταδίνοι, έμποροί ή άλλοι που έχουν κληρονομήσει από τύχη κάποια χρήματα, δεν έχουν κανενός είδους παιδεία, και θέλουν να μορφωθούν τα παιδιά τους. Αστός είναι και ο Αρμένης που ερωτεύεται την κόρη του – το άλλο απίθανο που έχει το έργο, δηλαδή πως για να βρεις το παιδί σου θα περάσεις μέσα από τον δρόμο της ανηθικότητας. Γύρω τους υπάρχουν οι «πολιτικές», οι δούλοι, ο δάσκαλος, που δεν είναι σημαντικός, είναι ταξικό απόβλητο, και ενώ θέλει να δείξει την ευρυμάθειά του, είναι απόλυτα εξαρτημένος από τον αστό, ένας άλλου είδους δούλος που απλώς έχει έπαρση και κομπορρημοσύνη, θέλει να δείξει ότι είναι μορφωμένος.
«Οι δούλοι φαίνεται να είναι τα πιο υγιή στοιχεία του έργου», λέει ο Γιάννος που πιστεύει ότι έχουμε απομακρυνθεί πολύ από τη φύση και όλα αυτά μπορεί να μας φαίνονται πολύ γραφικά. «Λίγο ανοιχτοί αν είμαστε, το έργο, μέσα στην απλότητά του, έχει να μας διδάξει πολλά. Αυτοί οι άνθρωποι, και πονηροί όταν γίνονται, δεν έχουν τη δική μας πονηριά, επειδή υπάρχουν πολύ λιγότερες διαμεσολαβήσεις μεταξύ της φύσης και του ανθρώπου. Έχουν έτοιμο το “ω!” για να απευθυνθούν στον ουρανό, στον έρωτα έχουν έτοιμο τον θαυμασμό, υπάρχει μια υπερτροφία της εκφραστικότητας, μια αθωότητα», λέει.
Χωρίς να θέλει να είναι σεμνότυφος, σημειώνει ότι η παράσταση είναι μάλλον μια ομαδική συνδημιουργία παρά μια δική του σκηνοθεσία. Είναι προϊόν της δημιουργικής συνύπαρξης με την ομάδα χορευτών και ακροβατών «κι όμΩς κινείται», τη Χριστίνα Σουγιουλτζή, με την οποία συνεχίζουν τη συνεργασία τους μετά και από τη Δύναμη της συνήθειας του Μπέρνχαρντ, καθώς και με τον Δημήτρη «Χαΐνη» Αποστολάκη που λόγω της δεδομένης καλλιτεχνικής αξίας του αλλά και της κρητικής καταγωγής του αποτελούσε άλλη μια εγγύηση για τη σωστή στόχευση στο εκπληκτικό αυτό κρητικό έργο του 16ου αιώνα.

Ο Κατσούρμπος, κάτι μεταξύ commedia και Καραγκιόζη, τον πηγαίνει πολύ πίσω, όταν ο πατέρας του τού έφτιαχνε φιγούρες για να παίζουν. «Αργότερα, το 2010, είχα την τύχη να κάνω με τον Σίμο Κακάλα μια εκδοχή της Ερωφίλης και τρελάθηκα. Του χρωστάω πολλά που έμαθα για τη χρήση του ρυθμού, του δεκαπεντασύλλαβου, των τονισμών, όλης της τεχνικής. Μου αρέσουν αυτά τα έργα, αυτή η λαϊκότητα και η αθωότητα μού χρειάζονταν αυτήν τη στιγμή», λέει.
Στη συζήτησή μας σχετικά με τον Κατσούρμπο ο Γιάννος δεν θα μπορούσε να μην αναφερθεί σε δυο πρόσωπα που άσκησαν επιρροή στην καριέρα του από το ξεκίνημά της μέχρι σήμερα, και επηρέασαν τη ζωή και τον τρόπο που κάνει θέατρο.
«Μοιραία η προετοιμασία του Κατσούρμπου, ήδη από τον περασμένο Νοέμβρη, πριν ακόμα αρχίσουν οι πρόβες, σφραγίστηκε από την αρρώστια και την παρατεταμένη νοσηλεία του αγαπημένου μας Βασίλη Παπαβασιλείου αλλά και από την ελπίδα ότι τελικά θα τα κατάφερνε· ήθελε πάρα πολύ να ζήσει και τον χρειαζόμασταν κι εμείς στον υπερθετικό βαθμό. Η επιλογή του Κατσούρμπου (που είχε χαροποιήσει τον Βασίλη όταν του ανακοίνωσα ότι θα γινόταν) δεν είναι καθόλου άσχετη με την επιρροή που άσκησε πάνω μου ο Παπαβασιλείου όλα αυτά τα χρόνια που είχα την απερίγραπτη τύχη να τον συναναστρέφομαι και να δουλέψουμε μαζί. Όπως συνήθιζε να λέει: “Ένας κωμικός θεός έφτιαξε τον κόσμο”.
Μιλούσε συχνά για τους λαϊκούς ηθοποιούς, για τον Καραγκιόζη, για τη βουτιά στη γελοιότητα που είναι η άλλη όψη του κατάφωρα σοβαρού. Ο ίδιος, παρά τη λόγια σκευή του, επεδίωκε τη λαϊκότητα με την πιο ευγενή έννοια. Ο Κατσούρμπος μας, όσο επιτρέπεται να κάνει κανείς εξαγγελίες χωρίς να κινδυνεύσει να γίνει ο ίδιος γελοίος, είναι μια απόπειρα για περισσότερη λαϊκότητα, μια απόπειρα να μπορέσουμε να γίνουμε πιο αθώοι. Και υπ’ αυτή την έννοια η παράσταση είναι αφιερωμένη στην ακριβή μνήμη του Βασίλη Παπαβασιλείου που απεχθανόταν την αισθηματολογία και επιζητούσε, πρώτα από τον εαυτό του κι έπειτα από εμάς τους ηθοποιούς, το βάφτισμα στην ιερή πηγή της φαιδρότητας», λέει ο Γιάννος.

Ήταν παιδί όταν είδε την παράσταση του Λευτέρη Βογιατζή και θυμάται ακόμα τα χρώματα, το σκηνικό του Νίκου Αλεξίου, τον Στάθη Λιβαθινό που έκανε τον δάσκαλο. Δεν μπορώ να αποφύγω την ερώτηση αν φοβάται μια σύγκριση με εκείνη την παράσταση. «Εμείς δεν έχουμε τον χρόνο και τη διαθεσιμότητα να κάνουμε τη δουλειά στον λόγο που έκανε ο Λευτέρης, που από αυτόν ξεκίνησα και από αυτόν πέρασα. Θα απαντήσω, γιατί το σκεφτόμουν πολύ, και ναι και όχι. Γιατί το έργο έχει πολύ μεγάλες δυσκολίες, έχει όλα τα στοιχεία της commedia dell’ arte και θέλει προσοχή για να μην κυλήσει σε κάτι απλοϊκό, γραφικό ή παλιό. Αυτή είναι η μεγάλη πρόκληση και αυτό με φοβίζει περισσότερο από τη σύγκριση.
Δουλεύοντας στο κομμάτι της αισθητικής με τον Άγγελο Μέντη, που έχω ξετρελαθεί με το ταλέντο, την ικανότητα, την αγωνία και την έγνοια του, με το πόσο πολύ αφοσιωμένος στη δουλειά είναι, σε ένα έργο που χρειάζεται αυτό το χειροτεχνικό που είχε και η παράσταση του Βογιατζή έντονα και υπέροχα χάρη στη δουλειά του Αλεξίου, βρεθήκαμε να χρειαζόμαστε το ίδιο μέσο αφήγησης, τις σκιές, και άλλα πράγματα που είχαμε στον νου μας έντονα. Νομίζω προσπεράσαμε κάποια ζητήματα και, στο κάτω κάτω, ευτυχώς υπάρχουν οι αναφορές, για να μάχεσαι, γιατί εκεί θέλεις να φτάσεις, και κάθε έργο να μιλά στην εποχή που ανεβαίνει».
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO.
Το νέο τεύχος της LiFO δωρεάν στην πόρτα σας με ένα κλικ.
Βρείτε περισσότερες πληροφορίες για την παράσταση «Κατσούρμπος» εδώ.