Νομική, ιατρική, φιλοσοφία, θεολογία, δεν υπάρχει επιστήμη που να μην του παραδόθηκε. Άλωσε όλες τις σχολές και μάζεψε όλα τα πτυχία. Το μυαλό του ένα χρυσωρυχείο, οι πολυτιμότεροι λίθοι της διανόησης συνωστίζονται κάτω από τον φλοιό του εγκεφάλου του. Σοφότερος πλέον απ’ όλους τους δασκάλους, συνομιλεί με τα πνεύματα της Γης, μελετά τις καταιγίδες, συντονίζεται με τις μετακινήσεις των τεκτονικών πλακών, βουτάει στον πυρήνα των σωματιδίων. Αναδύεται με μάτια θολά, ζαλισμένος, όχι από τη μέθη των ανακαλύψεών του αλλά από το κάψιμο μιας λαχτάρας που δεν τον αφήνει ποτέ να ησυχάσει, όσο κι αν πασχίζει.
Ακαταπόνητος ιχνευτής του Απολύτου, δρομέας των δακτυλίων του Απείρου, αναλώθηκε στον βωμό του άπιαστου ονείρου της υπέρτατης κατανόησης των μυστικών του κόσμου. Μακριά από τη βουή του πλήθους, κλεισμένος στο ανήλιαγο εργαστήρι του, σκαρφάλωσε στην υψηλότερη κορφή της Γνώσης. Όμως ήταν αργά πια· κι εξάλλου, αυτό που πίστευε πως θα συναντήσει εκεί δεν του έδωσε καμία χαρά. Μόνος, έρημος, χωρίς περιουσία, χωρίς φίλους, έχοντας δοκιμάσει τα πάντα, ακόμη και τη μαγεία, προκειμένου να εξιχνιάσει την ουσία των όντων¹, ο Φάουστ βιώνει τώρα την υπέρτατη απόγνωση: «Και βλέπω πως δεν μπορούμε τίποτα να γνωρίσουμε», ομολογεί καραβοτσακισμένος στον περίφημο μονόλογό του.
Ο Φάουστ του Μπινιάρη, τον οποίον με συγκινητική ένταση και λιτότητα υποδύεται ο Μιχάλης Βαλάσογλου, μοιάζει πράγματι να είναι ο Everyman, o Κάθε Άνθρωπος (για να δανειστούμε τον τίτλο της πιο διάσημης Αλληγορίας του 15ου αιώνα), που περνά διαδοχικές δοκιμασίες και διλήμματα, προκειμένου να κερδίσει τη θεία χάρη.
«Η σάρκα είναι θλιμμένη, αλίμονο, κι έχω διαβάσει όλα τα βιβλία», θα έγραφε, μερικές δεκαετίες αργότερα, ο Μαλαρμέ. Διαβρωμένος ολόψυχα από τη ματαιότητα των ανασκαφών του, ο Φάουστ επιθυμεί διακαώς να ξαναβγεί στη ζωή, με θύελλες να αντιχτυπηθεί, να σφυρηλατηθεί στη δράση. Απόκαμε με τη θεωρία, και λαχταρά να πράξει.

Δαιμόνιο κι άπληστο λαγωνικό, ο Μεφιστοφελής οσμίζεται την ευκαιρία. Μαύρος σκύλος, ιπποπόταμος, πλανόδιος σπουδαστής, ιππότης ευγενής, του σκότους εραστής και του χάους υποκινητής, ο Διάβολος υπόσχεται στον Φάουστ να γίνει υπηρέτης του, να του δείξει «ό,τι κανείς ακόμα άνθρωπος δεν είδε», να τον παρασύρει στον στρόβιλο των αισθήσεων, σε απίθανες απολαύσεις που ξεσηκώνουν τη σάρκα, χαρίζοντας ηδονές που καμία θεωρητική κατάκτηση δεν μπορεί να εξασφαλίσει.
«Τι θα μου δώσεις εσύ, φτωχέ διάβολε;» ρωτά γεμάτος περιφρόνηση ο μέγας Φάουστ. Δυσπιστεί και αντιστέκεται, βρυχάται και γελά, θα τη συνάψει, όμως, τη συμφωνία τελικά, έτσι όπως κρέμεται άπελπις στην άκρη του γκρεμού. Τα βράχια σκύβουν τους αυχένες τους και οι γκρεμοί φυσούν. Ένα σμάρι από στρίγκλες ακολουθεί. Η περιπέτεια του ανίερου ζεύγους ξεκινά, τα στάδια της μύησης ανατριχιαστικά. Μέσα από τη δυσωδία και το γλεντοκόπι των καπηλειών, μέσα από τη μαγγανεία, τη χαμέρπεια και την αηδία, ένα μαργαριτάρι θα κυλήσει στα πόδια του μπροστά. Το ρίχνουν εν αγνοία τους οι χοίροι, αγνοώντας οι αφελείς πως μέσα του κρύβεται ο μεγαλύτερος εχθρός τους.

Ο παρθένος στον έρωτα Φάουστ θα μαγευτεί από τον απλό, αλλά απύθμενο και άδολο εσωτερικό κόσμο της Μαργαρίτας. Ένα βλέμμα της θα τον ταράξει περισσότερο απ’ όλες τις γνώσεις του κόσμου συνασπισμένες. Πάθος, παραζάλη, παραλήρημα, παραφορά, παράνοια: και μέσα σε όλα αυτά, αληθινή αγάπη. Αληθινή όσο και καταδικασμένη. «Δε μου’ φτανε / Που αγκάλιαζα τους βράχους και τους έκανα συντρίμμια!/ Έπρεπε κι εκείνης την ησυχία να χαντακώσω!» μονολογεί αγανακτισμένος. Στο πρώτο μέρος του «Φάουστ» το περίκλειστο Εγώ ανοίγεται στον κόσμο, συναντά το Άλλο και το καταστρέφει. Στο δεύτερο μέρος –που σπάνια παίζεται εκτός Γερμανίας και Αυστρίας–, ο Φάουστ θα συνεχίσει την ξέφρενη πορεία του προς τον ουρανό, συντροφιά με τον Μεφιστοφελή.
Υπάρχει σωτηρία από την αγωνία της θνητότητας ή είμαστε καταδικασμένοι να ζούμε στερημένοι από κάθε επαφή με κάτι διαρκές, σταθερό, γαλήνιο και αδιαπραγμάτευτο; Πώς μπορούν να ηττηθούν οι αντενεργές δυνάμεις που επιβουλεύονται την υποτίμηση της ζωής; Πώς μπορεί η ποίηση να νικήσει τον μηδενισμό; Τι να κάνουμε; Να στοχεύσουμε τη στιγμή ή την αιωνιότητα; Τα πολλά ή το ένα; Γιατί ο Φάουστ και ο Μεφιστοφελής έχουν ανάγκη ο ένας τον άλλον; «Ποιος θέλει ακόμη να κυβερνά; Ποιος θέλει ακόμη να υπακούει; Είναι φοβερά επώδυνο. Κανένας βοσκός κι ένα μόνο κοπάδι!»² Πώς να διαχειριστούμε τη γνώση που κληρονομήσαμε; Μας έκανε πιο ελεύθερους κι ευτυχισμένους ή κατάντησε η μεγαλύτερη πηγή δυσφορίας μας; Κι αν μας βοήθησε να νικήσουμε τον σκοταδισμό και τον δεσποτισμό της θρησκείας, γιατί τώρα περιφερόμαστε χαμένοι και καταθλιπτικοί, αενάως ανικανοποίητοι, παραδομένοι σ’ ένα καταναγκαστικό κυνήγι απολαύσεων δίχως όρια; Τι είναι, τελικά, ο «Φάουστ»: το μεγαλύτερο σατιρικό ποίημα της γερμανικής λογοτεχνίας, όπως ριζοσπαστικά υποστήριξε ο Wilhelm Böhm, ή ένα «θείο μελόδραμα» (sublime melodrama), όπως πίστευε ο Τζορτζ Στάινερ; Αλίμονο, τι έχει να πει για όλα αυτά ο Άρης Μπινιάρης;

Ο σκηνοθέτης καταφεύγει εδώ σε μια ανατρεπτική μείξη ειδών και υφών. Καταρχάς, συνδυάζει την «αλληγορία της ψυχαναλυτικής διαδικασίας»³ με την ηθική αλληγορία (ή Ηθικολογία), την επικρατέστερη μορφή δράματος του ύστερου μεσαιωνικού θεάτρου, που είχε ως σκοπό την ενδυνάμωση της χριστιανικής συνείδησης των πιστών (εξού και ο ηθικοπλαστικός χαρακτήρας της). Ο Φάουστ του Μπινιάρη, τον οποίον με συγκινητική ένταση και λιτότητα υποδύεται ο Μιχάλης Βαλάσογλου, μοιάζει πράγματι να είναι ο Everyman, o Κάθε Άνθρωπος (για να δανειστούμε τον τίτλο της πιο διάσημης Αλληγορίας του 15ου αιώνα), που περνά διαδοχικές δοκιμασίες και διλήμματα, προκειμένου να κερδίσει τη θεία χάρη, όπως ακριβώς επέτασσε το δραματουργικό μοτίβο των Αλληγοριών.
Όμως, στην εκδοχή Μπινιάρη, ο σημερινός Κάθε Άνθρωπος/Φάουστ, που αναζητά ανακούφιση για την πονεμένη του ψυχή, θα καταφύγει στο ντιβάνι του ψυχαναλυτή. Και από εκεί, με την καθοδήγηση του Ψυχαναλυτή/Μεφιστοφελή, θα επιχειρήσει μια περιπετειώδη κάθοδο στην άβυσσο του ασυνειδήτου, όπου θα έρθει, φυσικά, αντιμέτωπος με τους φόβους, τα τραύματα και τις ενοχές που τον διαμόρφωσαν, ενώ θα αγωνιστεί, σε ένα πιο γιουνγκιανό πλαίσιο, να συμφιλιωθεί με τη σκιά του, το μη αναγνωρισμένο, καταπιεσμένο και λογοκριμένο κομμάτι του εαυτού του.
«Το πνεύμα μου είναι κλειστό / Η καρδιά μου νεκρή / Θέλω να σηκωθώ... Γι’ αυτό και απευθύνθηκα σε σας / Μεσ’ από το στόμα σας να αποσπάσω μυστικά / Να μην παλεύω με τις λέξεις / Ν’ απαλλαγώ από τη σκόνη των σκέψεων», λέει ο ασθενής Φάουστ στην εναρκτήρια σκηνή που εκτυλίσσεται σε ένα μίνιμαλ νέο-vintage και φουτουριστικό ταυτόχρονα (βλ. «Οδύσσεια του διαστήματος» ) ξύλινο κουτί/δωμάτιο θεραπείας.

Σε λίγα λεπτά τη σκηνή κατακλύζουν μισή ντουζίνα άλιεν με βλοσυρές μάσκες που προχωράνε στα τέσσερα και φοράνε τα ίδια ρούχα με τον Φάουστ (καρό πουκάμισο και κοτλέ παντελόνι). Ένα Mephisto-cabaret στήνεται σε χρόνο-μηδέν. «Έλα μαζί μας στη σκοτεινή πλευρά της ζωής», τον καλούν οι μικροί σατανάδες, «εκεί όπου οι αισθήσεις και το αίμα βράζουν / σύντροφοί σου πιστοί, μες στη σκιά σου βάδισε ενωμένος μαζί μας», κι εκείνος πράγματι αποφασίζει να τους ακολουθήσει, να ρισκάρει τα πάντα κι ας γκρεμιστεί η οικουμένη, αρκεί να υπάρξει «μια στιγμή που θα νιώσω επιτέλους την καρδιά μου να χτυπάει, μια στιγμή που θα νιώσω επιτέλους πως ζω!».
Ιπποτικές στολές και πανοπλίες, νεκροκεφαλές, Ιεροεξεταστές, ο Χορός των Φόβων (με κορυφαία την Κωνσταντίνα Τάκαλου και την αχνιστή ειρωνεία της), ο Χορός των Ενοχών, η Σκιά του Φάουστ, ο έκπτωτος εαυτός του, αυτά είναι τα πρόσωπα και τα προσωπεία που απλώνονται στο ιδιόμορφο σουρεαλιστικό τοπίο ενώπιόν μας, σε μια προσπάθεια ποπ εικονογράφησης και ανάλαφρης/σατιρικής δραματοποίησης των ασυνείδητων περιδινήσεων και των αόρατων δυνάμεων που επιβουλεύονται την πτώση μας ανά πάσα στιγμή.
Η δράση θα κορυφωθεί κατά τη Νύχτα της Βαλπούργης (νύχτα καταπολέμησης της μαγείας και των διαβολικών πνευμάτων, σύμφωνα με την παράδοση), όταν ο Χορός, φορώντας κεφαλές ελαφιών, θα επιδοθεί σε οργιαστική μυητική τελετή, στη διάρκεια της οποίας ο Φάουστ και η Μαργαρίτα θα χαθούν στις χαράδρες της ερωτικής ηδονής. «Ζήσε! Μας λέει ο θάνατος, ζήσε!», είναι το ρεφρέν του τραγουδιού που επαναλαμβάνεται ξανά και ξανά εν μέσω ομαδικών βακχικών περιπτύξεων, υπενθυμίζοντάς μας επίμονα την πρωταρχική αξία της σωματικής διάστασης της επιθυμίας.

Υπάρχουν σκηνές, από τη μία, που δεν αποδίδουν το μέγιστο του προσδοκώμενου νοήματος και θα χρειάζονταν περισσότερη επεξεργασία προκειμένου να ξεκαθαριστεί ο στόχος ή το σχήμα τους: αμήχανη η σκηνή στο μαγειρείο της Στρίγκλας (σαν να μη βρήκε ο σκηνοθέτης μια έξυπνη αναλογία με το σήμερα, ούτε ως περιεχόμενο ούτε ως όψη), ενώ η εμφάνιση του Θεού ως Βασιλιά-Ήλιου Λουδοβίκου ΙΔ’, όσο κι αν αποτολμά ένα ευπρόσδεκτο άλμα της φαντασίας, μένει τελικά κι αυτή μετέωρη. Τέλος, ο χορός του Φάουστ με το φουσκωτό ανδρείκελο θα ωφελούνταν από λίγο κινησιολογικό ακόνισμα. Από την άλλη, αφοπλιστικές αποδεικνύονται οι σκηνές Φάουστ - Μαργαρίτας (ευθύβολη, με υποκριτική παρουσία κρυστάλλινης ισχύος η Νάντια Κατσούρα), όπως και οι σκηνές Φάουστ - Ψυχαναλυτή (απολαυστικός ο βραδυφλεγής σαρκασμός του Άρη Νινίκα).
Είναι σίγουρα αναζωογονητική και γόνιμη η διασκευή του σκηνοθέτη επάνω στο κλασικό κείμενο του Γκαίτε (στο οποίο εισάγει και αποσπάσματα από τον Μάρλοου, τον Σαντ και τον Ρεμπό), ειδικά έτσι όπως εκτοξεύεται στα υψίπεδα του λόγου και του συναισθήματος και, αμέσως μετά, προσγειώνεται στις κοιλάδες του χιούμορ και της ειρωνείας, χωρίς να φοβάται τις λυρικές εξάρσεις αλλά ούτε και τη διακωμώδηση των «ιερών». Ταυτόχρονα ανάγει ευρηματικά το θεολογικό λεξιλόγιο της τιμωρίας και της ανταμοιβής, της αρετής και της αμαρτίας στα ψυχαναλυτικά ισοδύναμά του, συνθέτοντας έναν χαρμόσυνο ύμνο στις αισθήσεις, στη χαρά του παιχνιδιού και των αδοκίμαστων συνδυασμών, στην υπονόμευση των εγκαθιδρυμένων ταυτοτήτων, στην πάταξη του Υπερεγώ, στο ξεχείλισμα του συναισθήματος, στις απρόσμενες ανταλλαγές και συναντήσεις.

Νομίζω, τέλος, πως τίποτε από όλα αυτά δεν θα είχε λειτουργήσει τόσο γοητευτικά αν δεν συνοδευόταν από τη μουσική του Τζεφ Βάγγερ: εκκλησιαστικό όργανο και συνθεσάιζερ, επεξεργασμένες φωνές και φίδια της Κολάσεως, όνειρο και εφιάλτης, μελαγχολία και μεταλλική παραμόρφωση, αφρικανικό μπιτ, πειραγμένος μπαγλαμάς, ένα βροχερό απόγευμα, «μια εκκρεμότητα ανάμεσα στο φως και στο σκοτάδι», η αφύπνιση της επιθυμίας για χορό, ξεφάντωμα, συλλογική συνεύρεση και δημιουργία· ναι, πράγματι, ετούτος είναι ίσως ο καλύτερος τρόπος να θυμόμαστε τον φετινό «Φάουστ», ως ένα απρόσμενο, ευφραντικό μιούζικαλ αποτελούμενο από ετερόκλητα υλικά, που ανανεώνει τη σχέση μας με το κλασικό, νοηματοδοτώντας εκ νέου την έννοια της διασκευής, της απελευθέρωσης από τα στεγανά και πάσης φύσεως σκονισμένες κληρονομιές, προσωπικές, κοινωνικές ή άλλες...
1. Ιωάννης Θεοδωρακόπουλος, «Ο Φάουστ του Γκαίτε: Μετάφραση με αισθητική και φιλοσοφική ερμηνεία», Βιβλιοπωλείον της “Εστίας”
2. Νίτσε, «Τάδε έφη Ζαρατούστρα»
3. Φράση από το κείμενο του Ηλία Βλάχου, ψυχιάτρου-ψυχοθεραπευτή, στο πρόγραμμα της παράστασης