«ΜΟΝΟ ΜΙΑ ΛΑΜΨΗ ο άνθρωπος· κι αν είδες, είδες!» Ο στίχος του Ελύτη δεν φεύγει από τον νου μου από την ημέρα του θανάτου του Βασίλη και με κυνηγά σχεδόν ως τύψη· παρότι μου δώρισε πριν από δέκα περίπου χρόνια το προνόμιο να κοιτάξω τη λάμψη του από τόσο κοντά, με πιάνουν σήμερα τύψεις – είχα πραγματικά την ωριμότητα ή την ευθυκρισία τότε να τον δω ή απλώς τον κοιτούσα; Τουλάχιστον, πρόκειται περί τύψεων κι όχι περί ενοχών: θα προσπαθήσω να εξηγήσω τι εννοώ –με τη βοήθεια, φυσικά, των απαράμιλλων αφορισμών του ίδιου του Παπαβασιλείου, έτσι όπως παρουσιάζονται στο έργο του «Relax... Mynotis!».
Κοιτάζοντάς τον και ακούγοντάς τον από πολύ κοντά, σχεδόν από απόσταση αναπνοής στη σκηνή, αυτό που σίγουρα μπορώ να θυμηθώ και να περιγράψω με σιγουριά σήμερα είναι τα ρουθούνια του – το άνοιγμα, μάλλον, των ρουθουνιών του. Θα φανεί, ίσως, παράξενο, αλλά τουλάχιστον για όποιον ανεβαίνει πάνω σε σκηνή (καλλιτέχνη των παραστατικών τεχνών, ρήτορα, πολιτικό, δικηγόρο, ιερέα, δημοσιογράφο κ.ο.κ. – όπως έλεγε, οι σκηνές στη δημοκρατία είναι ατελείωτες) νομίζω ότι παρουσιάζει ενδιαφέρον.
Μόνο ο Παπαβασιλείου μπορούσε να συλλάβει τη διαφορά ενοχής και τύψης: «Τύψη είναι το σκοτάδι που αντέχει την ιδέα έστω του φωτός, που ολοκληρώνεται μέσα του. Ελληνικό πράγμα η τύψη».
Ήταν ένα ον που ανέπνεε, που χάριζε στον εαυτό του το δικαίωμα της αναπνοής. Τα ρουθούνια του διαστέλλονταν στον υπερθετικό βαθμό, έμοιαζαν λες και είχαν μια δική τους, αυτόνομη ζωή. Ίσως επειδή υπήρξε, συν τοις άλλοις, και αρειμάνιος καπνιστής να χρειαζόταν περισσότερο οξυγόνο – αν και δεν νομίζω πως αυτός ήταν ο λόγος· χρειαζόταν περισσότερο αέρα επειδή γνώριζε πως, αν δεν έκανε αυτό το δώρο στον εαυτό του, αν δεν έδινε αυτόν τον χώρο στα πνευμόνια, στον εγκέφαλο, στην καρδιά του, ενδεχομένως θα πρόδιδε τόσο τη σκηνική του ύπαρξη όσο και την ανθρώπινή του υπόσταση.

Πόσο συχνά βλέπουμε ανθρώπους πάνω στη σκηνή που ξεχνάνε να αναπνεύσουν, που, δυστυχώς, δεν μοιάζουν ζωντανοί; Εγώ ο ίδιος ομολογώ πως έχω υποπέσει ουκ ολίγες φορές στο αμάρτημα του νεκροζώντανου. Στον Παπαβασιλείου ήταν ορατά πάνω στη σκηνή τα πνευμόνια, τα νεφρά, τα νεύρα, η καρδιά, το πεπτικό σύστημα – πέρα από τον εγκέφαλο.
Τι τον χρειαζόταν τόσον αέρα που αφειδώλευτα εισέπνεε από τα γιγαντιαία διαστελλόμενα ρουθούνια; «Κάνω μια δουλειά που είναι αέρας κοπανιστός... τι αφήνω πίσω μου και σε ποιον, εγώ, ο επαγγελματίας παραγωγός αέρα;...». Το απαντάει ο ίδιος λίγο παρακάτω στο «Relax»: «...ένας ηθοποιός μόνο αυτό μπορεί να κάνει: να αερίζει τα κλειστά δωμάτια της ψυχής... Να τροφοδοτείς με αέρα την ψυχή και να θερμαίνεις με την κίνηση μιας φυσιογνωμίας την παγωμένη μνήμη...»
Έχω την αίσθηση ότι με τον Παπαβασιλείου συνέβαινε κάτι περισσότερο: δεν χρησιμοποιούσε τον αέρα απλώς για να εκτοξεύσει έναν νέο αέρα λέξεων – υπερέβαινε αυτές τις λέξεις και σχημάτιζε για λογαριασμό δικό του αλλά και των ακροατών του μουσική, ξεφεύγοντας από τη φυλακή της γλώσσας, από την καταδίκη του ηθοποιού να μπλαμπλαδίζει. «Γιατί εμείς τι είμαστε, κύριε Σάββα; Απλοί μεσολαβηταί, όπως λέει ο άλλος, ο ανεπρόκοπος; Όχι, κύριε! Κάτι βαρύτερο και πιο κοπιαστικό: αχθοφόροι της ποιήσεως, μεταφορείς του θαύματος! Κουράζει αυτή η δουλειά, κύριε Σάββα!»
Μέχρι εδώ, ενδέχεται οι αφορισμοί του ήρωα του Παπαβασιλείου να ακουστούν στα αυτιά ορισμένων ρομαντικοί – και ως έναν βαθμό είναι.
Έρχεται όμως η κρίσιμη ανατροπή: «Η δουλειά αυτή είναι υπόθεση τεράτων, αγαπητέ, τεράτων ιερών, monstres sacrés! Πώς να την κάνεις αυτή τη δουλειά χωρίς την ενέργεια που μόνον το μίσος χαρίζει;» Και παρακάτω: «...Σκοπός μας: η καταστροφή. Πώς να καταστρέψεις χωρίς μίσος το ψέμα των ανθρώπων. Τους πάγους που σχηματίζονται μες στην ψυχή τους καθώς συνθηκολογούν με τη ζωή, με τη φλούδα της ζωής. Τις τσίμπλες που σωρεύονται στα μάτια τους, μάτια χωρίς βλέμμα λόγω δειλίας. Η τέχνη είναι δάσκαλος θάρρους. Χαρίζει στα μάτια το βλέμμα».
Τέτοιες κι άλλες πολλές τέτοιες φράσεις εκτόξευε δίπλα μου κάθε βράδυ, και παρόλο που μου έχουν μείνει ανεξίτηλες ήδη από την πρώτη φορά που τις διάβασε σε εκείνη την πρώτη πρόβα, κάθε βράδυ στην παράσταση μού ακούγονταν ολόφρεσκες και επικίνδυνες, χάρη σ’ εκείνα τα διεσταλμένα ρουθούνια που αχόρταγα εισέπνεαν τον αέρα της σκηνής και της πλατείας και τον επέστρεφαν πίσω προκαλώντας ρίγη θεατρικής συγκίνησης και, κυρίως, πολιτικής ευθύνης.
Υπήρξαν στιγμές (παρότι πιο επηρμένος τότε, λόγω μιας πρόσκαιρης επιτυχίας και επικαιρότητας που απολάμβανα λόγω μιας σκηνοθεσίας μου) που μου φαινόμουν πιο γερασμένος από τον Βασίλη, αν και 30 χρόνια νεότερος. Λόγω υπερκόπωσης, κατασπατάλησης αλλά και έντονου πένθους, έπιανα τον εαυτό μου να μη βρίσκει τη δύναμη και το θάρρος να αναλάβει την ευθύνη της λάμψης που απαιτούσε από τον ηθοποιό το κείμενο που μου είχε δωρίσει ο Παπαβασιλείου να εκφωνώ. Υπήρξαν στιγμές πάλι στο καμαρίνι ή στο μπαρ μετά που θυμάμαι το δικό μου θάρρος πιο πτοημένο από το δικό του – και πρέπει να σημειώσουμε, για την ιστορία, ότι ένας καλλιτέχνης του διαμετρήματος του Παπαβασιλείου τα τελευταία χρόνια έδινε κυριολεκτικά τη μάχη της επιβίωσης, παρ' όλα αυτά δεν υπέκυπτε ποτέ στο θανάσιμο αμάρτημα της νεοελληνικής κακομοιριάς, κι αυτό ήταν άλλη μια ένδειξη του θάρρους του.
Η τέχνη είναι δάσκαλος θάρρους, λοιπόν, ο αέρας χρειάζεται για να δώσει φτερά στο θάρρος ώστε να μεταφερθεί στους ανθρώπους το θαύμα της ποίησης και το θάρρος «χρειάζεται για να κρατηθούν ζωντανές οι τύψεις. Εγώ που σου μιλώ είμαι οι τύψεις μου». Προσοχή: όχι οι ενοχές, το ζοφερό εκείνο σκοτάδι της τελειομανίας, λόγου χάρη, μες στο οποίο δύσκολα διακρίνεις μια αχτίδα φωτός, αλλά οι τύψεις. Μόνο ο Παπαβασιλείου μπορούσε να συλλάβει αυτήν τη διαφορά ενοχής και τύψης: «Τύψη είναι το σκοτάδι που αντέχει την ιδέα έστω του φωτός, που ολοκληρώνεται μέσα του. Ελληνικό πράγμα η τύψη».
Ας μένουν ανοιχτές λοιπόν οι πληγές των τύψεων ώστε να ανανεώνεται το θάρρος που χρειάζεται η απόφασή μας να παραμένουμε άνθρωποι που κατοικούν τη σκηνή. Όπως έγραψε ο Γιώργος Βέλτσος, η απουσία του Βασίλη είναι μορφή εγκατάλειψης. Παρότι δεν μπορούμε να επαναφέρουμε το πνεύμα του, μπορούμε να προσπαθούμε να χαρίζουμε στον εαυτό μας το δικαίωμα στην αναπνοή, εφόσον ακόμα θαυμάζουμε κάτι που είναι ανώτερο από εμάς και έχουμε την επιθυμία να είμαστε οι μεταφορείς αυτού του θαύματος. Η αναπνοή ως μέσον επανάστασης κατά της υπνηλίας και της πνευματικής νωθρότητας.