Για μια ολόκληρη εποχή, από τα μέσα του 1960 έως τα μέσα του 1970, για μια δεκαετία που τη χαρακτήρισαν μόνο ερμηνευτικοί θρίαμβοι, η σοπράνο Έλενα Σουλιώτη θεωρούνταν από πολλούς ως μια σπουδαία φωνή που, ως Ελληνίδα, αδιαμφισβήτητα ήταν η διάδοχος της Μαρίας Κάλλας. Έτσι τουλάχιστον τη χαρακτήριζε ο ιταλικός και ο διεθνής Τύπος, και όχι μόνο. Ο περίφημος πιανίστας Μαρτσέλο Γκουερίνι, σύζυγός της και πατέρας της κόρης της, Μπάρμπαρα, ισχυριζόταν ότι η ίδια η θρυλική υψίφωνος τής είχε όντως δώσει το χρίσμα, λέγοντας μάλιστα ότι το δικαιούνταν, καθώς είχε ακόμα καλύτερη φωνή από εκείνη! Σήμερα το όνομά της δεν σημαίνει τίποτα για την πλειονότητα των Ελλήνων, αλλά ούτε των ξένων, εκτός από μια μειοψηφία, κυρίως μεγάλης ηλικίας, που λατρεύει την όπερα.
Γεννημένη στην Αθήνα, στις 28 Μαΐου του 1943, από Ρωσίδα μητέρα και Έλληνα πατέρα, εγκαταστάθηκε σε ηλικία 5 ετών στο Μπουένος Άιρες, όπου μετανάστευσε η οικογένειά της. Το ότι είχε εξαιρετική φωνή οι γονείς της το διαπίστωσαν από νωρίς και έτσι ξεκίνησε μαθήματα με σημαντικούς λυρικούς καλλιτέχνες. Άλλωστε, η πρωτεύουσα της Αργεντινής διέθετε μία από τις διασημότερες όπερες του κόσμου, το Teatro Colón. Ωστόσο μόλις τελείωσε το σχολείο, το 1962, έφυγε για το Μιλάνο, όπου πήρε μαθήματα από μια παλιά δόξα της όπερας των αρχών του 20ού αιώνα, την Ισπανίδα σοπράνο Μερσέντες Λοπάρτ. Μόλις δύο χρόνια μετά, σε ηλικία 21 ετών, έκανε το ντεμπούτο της στη Νάπολη, στο Teatro di San Carlo, με Σαντούτσα και «Καβαλερία Ρουστικάνα». Η αναγνώριση υπήρξε ακαριαία. Για τα αμέσως επόμενα χρόνια η πορεία της καριέρας της ήταν απολύτως ανοδική.
«Θεωρώ ότι η Έλενα Σουλιώτη ουδέποτε μιμήθηκε την Κάλλας· ούτε λόγο είχε, ούτε ανάγκη να το κάνει. Όμως σίγουρα εμπνεύστηκε από αυτήν και ακολούθησε το παράδειγμά της ως προς την ουσία της λυρικής τέχνης. Θυμίζω ότι υπήρχε μεγάλη εκτίμηση και από τις δυο πλευρές».
Μόνο το έτος 1966 ερμήνευσε σερί τόσους δύσκολους ρόλους, που θεωρήθηκε αδιανόητο: «Αΐντα» στη Μάντοβα, Λεονόρα στη «Δύναμη του Πεπρωμένου» στη Νάπολη, Λεονόρα στον «Τροβατόρε» στη Γένοβα, «Λουίζα Μίλερ» του Βέρντι στη Φλωρεντία, Αμπιγκαΐλε στον «Ναμπούκο» στη Λισαβόνα, Αμέλια στον «Σιμόν Μποκανέγκρα» στη Μαδρίτη και στο Μπουένος Άιρες, «Αΐντα» στο Μεξικό, «Τζοκόντα» (ένας από τους ρόλους της Κάλλας) στο Σικάγο και, λίγο πριν εκπνεύσει ο χρόνος, τον Δεκέμβριο, ξανά έναν ρόλο που θεωρείται έτσι κι αλλιώς «καταστροφικός» για τη φωνή, την Αμπιγκαΐλε – το ντεμπούτο της στη Σκάλα. Λέγεται ότι προκάλεσε ρίγη συγκίνησης κι αμέσως μετά ακολούθησε η «Άννα Μπολένα» του Ντονιτσέτι στο Κάρνεγκι Χολ της Νέας Υόρκης, ρόλος που λίγο μετά ηχογράφησε. Η ερμηνεία της ως Λαίδη Μάκβεθ στον «Μάκβεθ» στη Μετροπόλιταν Όπερα της Νέας Υόρκης επίσης εκτίναξε τη φήμη της.
Τα επόμενα χρόνια συνέχισε με την ίδια ένταση και απερισκεψία, ερμηνεύοντας όλο και πιο απαιτητικούς ρόλους, γεγονός που πολλοί θεώρησαν αυτοκαταστροφικό. Πράγματι, σύντομα ήρθαν τα δείγματα εξασθένησης της καταπονημένης φωνής της κι όταν πια άρχισε πασιφανώς να κάμπτεται, σε μια ηλικία που άλλες τραγουδίστριες ξεκινούν να αποτολμούν τους ίδιους ρόλους που η ίδια είχε ερμηνεύσει εξαιρετικά, βρέθηκε αντιμέτωπη με την περιφρόνηση και την απόρριψη. Μαγνητική προσωπικότητα, ιδιαίτερο ταμπεραμέντο, μια στάση ζωής που την έκανε να ξεχωρίζει ήταν τα στοιχεία που συνόδευσαν τη φήμη της. Με αυτά στο οπλοστάσιό της ταξίδεψε σε όλο τον κόσμο, πούλησε αμέτρητους δίσκους και αντιμετώπισε με αξιοπρέπεια την κάμψη της φωνής της. Σταμάτησε τις εμφανίσεις το 1981, όταν γέννησε την κόρη της, και αποτραβήχτηκε στο σπίτι της στη Φλωρεντία. Επέστρεφε κατά διαστήματα με μικρότερους ρόλους, όπως στον «Παίκτη» του Προκόφιεφ και στην «Αδελφή Αγγελική» του Πουτσίνι στον ρόλο της Πριγκίπισσας Θείας που ηχογράφησε μαζί με τη Μιρέλα Φρένι. Η τελευταία της εμφάνιση ήταν στη Στουτγάρδη το 2000, ως κόμισσα στην «Ντάμα Πίκα» του Τσαϊκόφσκι. Πέθανε σε ηλικία μόλις 61 χρονών, στις 4 Δεκεμβρίου 2004.


Ο κόντρα τενόρος Άρης Χριστοφέλλης, ο οποίος έχει διαγράψει μια αξιόλογη πορεία στον διεθνή χώρο της όπερας, έχοντας αναδείξει ως ερμηνευτής αλλά και ως μουσικολόγος το ρεπερτόριο των καστράτο-σοπράνο του 18ου αιώνα, ενεργός από το 2000 στην Εθνική Λυρική Σκηνή, είναι από τους λίγους στην Ελλάδα που γνωρίζουν σε βάθος την πορεία της Έλενας Σουλιώτη. Ακολουθεί η συνομιλία μας, στην οποία μας εξηγεί διεξοδικά τις αιτίες για τη σύντομη καριέρα αυτής της θαυμάσιας τραγουδίστριας, που πέρασε και χάθηκε από το διεθνές στερέωμα της όπερας σαν διάττοντας αστέρας.
—Ποια ήταν η πραγματική αξία της Έλενας Σουλιώτη ως υψιφώνου και ερμηνεύτριας της όπερας; Ήταν δικαιολογημένη η στάση του ιταλικού Τύπου της εποχής, που τη χαρακτήριζε διάδοχο της Κάλλας;
Η σύγκριση με την Κάλλας ήρθε σχεδόν αναπόφευκτα, για διάφορους προφανείς λόγους. Ήταν και οι δυο Ελληνίδες με σπάνιο ταλέντο. Ακριβώς όταν η Κάλλας άρχισε να δείχνει σημεία κάμψης και είχε αραιώσει πολύ τις εμφανίσεις της, εμφανίστηκε η νεότατη Σουλιώτη, η οποία μάλιστα βρέθηκε ακαριαία στην πρώτη γραμμή, πρωταγωνίστρια στα ίδια μεγάλα θέατρα, με τους ίδιους μαέστρους και συναδέλφους, όπως και βρέθηκε να ηχογραφεί για μια εξίσου σπουδαία δισκογραφική εταιρεία. Μάλιστα, κάποια έργα που είχαν πλέον την υπογραφή της Κάλλας, όπως η «Νόρμα», η «Άννα Μπολένα» και άλλα, προτάθηκαν, παρουσιάστηκαν και ηχογραφήθηκαν από τη Σουλιώτη!

Πέρα όμως από αυτά, η Κάλλας είχε φωνητικά ένα πολύ ευρύτερο ρεπερτόριο, που έφτανε ακόμη και σε έργα για σοπράνο κολορατούρα, ενώ η Σουλιώτη αναμετρήθηκε μόνο με το λυρικοδραματικό ρεπερτόριο και ερμήνευσε αρκετά έργα που η Κάλλας ποτέ δεν έτυχε να πει: «Λουίζα Μίλερ», «Λορελάι», «Φραντσέσκα ντα Ρίμινι», «Στρανιέρα», «Κορίτσι της Δύσης», «Χοβάντσινα». Η Κάλλας ήταν αξεπέραστη ηθοποιός, ενώ η Σουλιώτη ήταν μάλλον μονολιθική στη σκηνική αντιμετώπιση. Το χρώμα της φωνής τους ήταν εντελώς διαφορετικό – η φωνή της Κάλλας ήταν πιο οξεία, ενώ της Σουλιώτη πιο στρογγυλή και γλυκιά· ένα στοιχειωδώς μουσικό αυτί θα ήταν αδύνατον να μπερδέψει μια νότα της Σουλιώτη με μια της Κάλλας. Τώρα, τα κοινά τους στοιχεία θα τα συνόψιζα στην άμεση αναγνωρισιμότητα που διέθετε η φωνή και των δυο, όπως και στη θαυμάσια και ηχηρή «στηθική» φωνή στη χαμηλότερη περιοχή, στη φυσική μουσικότητα και στην κατανόηση των ρόλων, στην εξαιρετική άρθρωση και την προτεραιότητα στην ανάδειξη του κειμένου.
Ένα άλλο κοινό χαρακτηριστικό τους είναι το εκπληκτικό σκηνικό τους θάρρος. Ήταν και οι δυο λιοντάρια επί σκηνής και έδιναν γενναιόδωρα όλη τους την ψυχή, όλο τους το είναι, ακόμη κι αν απ’ αυτή την υπερπροσφορά έβγαιναν και οι δυο όλο και πιο πληγωμένες. Ένα τελευταίο ίσως μοιραίο κοινό είναι ότι έζησαν και οι δυο από πολύ νεαρή ηλικία πολύ έντονα και έφυγαν και οι δυο νωρίς, η μια στα 53 και η άλλη στα 61. Θεωρώ ότι η Σουλιώτη ουδέποτε μιμήθηκε την Κάλλας· ούτε λόγο είχε, ούτε ανάγκη να το κάνει. Όμως σίγουρα εμπνεύστηκε από αυτήν και ακολούθησε το παράδειγμά της ως προς την ουσία της λυρικής τέχνης. Θυμίζω ότι υπήρχε μεγάλη εκτίμηση και από τις δυο πλευρές.

—Όλες οι αναλύσεις σχετικά με την περίπτωση της Σουλιώτη αναφέρονται διεξοδικά στις λάθος επιλογές ρεπερτορίου που έφθειραν τη φωνή της μέσα σε ένα διάστημα 10 ετών. Πιστεύετε ότι ήταν φυσιολογικές οι απαιτήσεις των διευθυντών των διεθνών λυρικών οργανισμών ή ήταν τόσο συνεπαρμένοι από τη δυναμική της φωνής της που παράβλεπαν τη ζημιά που της προκαλούσαν;
Ναι, όλα ήρθαν δέκα χρόνια νωρίτερα απ’ ό,τι έπρεπε. Σε μια συνέντευξή της το 1978 μιλά με πολλή ειλικρίνεια και ταπεινότητα, εξηγώντας τα λάθη που έγιναν, γιατί έγιναν, πώς τα πλήρωσε, δίνοντας συμβουλές στους νεότερους για να μην τους συμβεί το ίδιο κακό. Είναι δύσκολο να πει κάποιος «όχι» όταν οι προτάσεις είναι δελεαστικές και όταν πιθανώς θα πληρώσει ακριβά την όποια άρνηση σε θέατρα, μαέστρους, ατζέντηδες. Ο ενθουσιασμός της νεότητας όπως και οι απεριόριστες δυνατότητες μιας φωνής μάς κάνουν να νομίζουμε ότι και οι αντοχές μας δεν θα μας προδώσουν. Πριν τα δραματικά έργα, ο σκελετός και το μυϊκό μας σύστημα πρέπει να «χτίζονται» σταδιακά με το καθαρά λυρικό ρεπερτόριο. Αυτά θυμάμαι ότι λέει, που είναι μεν αυτονόητα, αλλά όταν σου έχουν συμβεί δεν είναι εύκολο ούτε να τα δεχτείς, ούτε δημοσίως να τα παραδεχτείς...

—Το 1972, ερμηνεύοντας την Αμπιγκαΐλε στον «Ναμπούκο», ρόλο με τον οποίο είχε θριαμβεύσει παλιότερα, γιουχαΐστηκε από το λονδρέζικο κοινό. Δεν ήταν άδικο; Μια τέτοια συμπεριφορά δεν κάμπτει μια τραγουδίστρια του βεληνεκούς της;
Η όπερα υπήρξε πάντοτε αντικείμενο εκστατικής λατρείας αλλά και πεδίο σκληρότατων μαχών. Ανάμεσα στους λάτρεις της περιλαμβάνονταν πάντα και ομάδες ατόμων τόσο παθιασμένες όσο και αμείλικτες, ανελέητες και άδικες. Άνθρωποι που, καλυμμένοι πίσω από την ανωνυμία που προσφέρει το σκοτάδι μιας αίθουσας –όπως το ίντερνετ στις μέρες μας–, απαξιώνουν και προσβάλλουν ό,τι θεωρούν ότι δεν είναι άξιο αυτού που οι ίδιοι θεωρούν «καλό». Αντιδρούν δίχως να κατανοούν και να συγχωρούν καμία ανθρώπινη αδυναμία, υπονοώντας μάλιστα ότι αν οι ίδιοι βρίσκονταν στη θέση του καλλιτέχνη, θα ήξεραν να το κάνουν καλύτερα!
Ο φανατισμός τούς δίνει λόγο ύπαρξης, ενώ η αγάπη και η κατανόηση για την τέχνη και γι’ αυτούς που την υπηρετούν δίνει τη θέση της στον φθόνο. Σχεδόν κανένας λυρικός τραγουδιστής δεν την έχει γλιτώσει και θυμίζω πόσες φορές η ίδια η Κάλλας υπήρξε θύμα τέτοιων ακραίων συμπεριφορών. Ενδιαφέρον είναι ότι, λίγα χρόνια αφότου αποσύρθηκε, η νοσταλγία της μοναδικής της προσωπικότητας δημιουργεί στη γαλαρία της Σκάλας του Μιλάνου άλλη μια τέτοια ομάδα, που αυτοαποκαλείται «I vedovi della Callas», δηλαδή «οι χήροι της Κάλλας», και έχει σκοπό να γιουχάρει οποιαδήποτε τραγουδίστρια τολμήσει να αγγίξει ρόλο της σε αυτό το θέατρο. Η Άννα Μόφο, η Κάτια Ριτσιαρέλι, η Μονσεράτ Καμπαγιέ και πολλές ακόμη έχουν ζήσει πολύ δυσάρεστες βραδιές από τη συγκεκριμένη ομάδα. Αντίστοιχες ομάδες υπήρχαν και υπάρχουν, ίσως λιγότερο σήμερα, περίπου όπου παίζονται όπερες.
Μπορείτε να φανταστείτε τι σήμαινε όλο αυτό για τη Σουλιώτη, η οποία ήταν η πρώτη που κατείχε τον τίτλο της διαδόχου, ειδικά μόλις τα πρώτα σημάδια φωνητικής κούρασης άρχισαν να εμφανίζονται. Μέρος του κοινού, όχι μόνο στο Λονδίνο αλλά και αλλού, αρχίζει να την αντιμετωπίζει με απαράδεκτα βίαιο, σχεδόν ανθρωποφαγικό τρόπο, ακόμα και τις καλές βραδιές. Η Σουλιώτη αποσύρεται από τη σκηνή εντελώς αθόρυβα και χωρίς ποτέ να παραπονεθεί για κάτι. Δεν μπορώ να γνωρίζω τι σκεφτόταν και τι αισθανόταν. Όταν στην ίδια αυτή συνέντευξη του ’78 η μάλλον αγενής δημοσιογράφος τη ρωτά αν τώρα κάνει τη νοικοκυρά, απαντά με αφοπλιστική απλότητα: «Ναι, ασχολούμαι με το σπίτι μου που έχει πολλή δουλειά, με τον σύζυγό μου φυσικά –η κόρη της δεν είχε ακόμη γεννηθεί– και φροντίζω τα φυτά μου, τις επτά γάτες, τους πέντε σκύλους και τις έξι χελώνες που έχω στον κήπο. Νιώθω πιο ήρεμη και πιο ευτυχισμένη». Ζει με σπάνια διακριτικότητα, χωρίς να προβάλει ποτέ προς τα έξω την οικογενειακή της ζωή.
Επιστρέφει αρκετά χρόνια αργότερα για κάποιες εμφανίσεις σε καρακτέρ ρόλους με χαμηλότερη τεσιτούρα, χωρίς κανέναν θόρυβο και, απ’ όσο ξέρω, χωρίς να δώσει ούτε μία συνέντευξη για το πολυαναμενόμενο αυτό comeback. Στο YouTube ανακάλυψα τη μεγάλη σκηνή της κόμισσας από την «Ντάμα Πίκα» του Τσαϊκόφσκι στην Όπερα της Στουτγκάρδης το 1999. Πρόκειται για την τελευταία εμφάνισή της στη σκηνή. Ακούμε και βλέπουμε ένα ολοκληρωμένο θεατρικό πορτρέτο, λιτό, ουσιαστικό και ποιητικό, μια ακόμη θαυμάσια ερμηνεία. Όσοι τη γνώρισαν μιλούν για έναν άνθρωπο απλό, ευγενή και αξιοπρεπή. Η Έλενα Σουλιώτη έφυγε ξαφνικά από τη ζωή το 2004, διακριτικά και αθόρυβα, όπως ακριβώς έζησε εκτός σκηνής.
Elena Souliotis - Je crains de lui parler la nuit
—Ποιες είναι οι πιο σημαντικές ερμηνείες της στη διεθνή δισκογραφία;
Τα πρώτα που μου έρχονται στο μυαλό είναι ο περίφημος «Ναμπούκο» με τον Τίτο Γκόμπι και η «Νόρμα» με τον Μάριο ντελ Μονακό και τη Φιορέντσα Κοσότο. Επίσης, ένα εξαιρετικό ρεσιτάλ με άριες από την «Άννα Μπολένα», τον «Μάκβεθ», την «Τζοκόντα» και άλλες βασικές όπερες του ρεπερτορίου της, όλες ηχογραφήσεις στούντιο. Από τις «ζωντανές» παραστάσεις, σίγουρα θα πρότεινα την εκπληκτική της «Λουίζα Μίλερ»
—Τραγούδησε ποτέ στην Ελλάδα;
Στην Ελλάδα νομίζω ότι υπήρχε πάντα μεγάλη αγάπη γι’ αυτήν. Αυτή ήταν πάντα η αίσθησή μου απ’ όλους τους ανθρώπους που την άκουσαν ή τη γνωρίσαν, και κοινό και συναδέλφους. Ο Νίκος Ζαχαρίου μιλούσε πάντα με τα καλύτερα λόγια γι’ αυτήν. Εκτός από την περίφημη «Νόρμα» στο Ηρώδειο το 1968, με την Κική Μορφονιού και τον Ζαχαρίου, η Σουλιώτη δεν τραγούδησε άλλη φορά στην Ελλάδα. Νομίζω γύρω στο 1998-99 υπήρχε η σκέψη να την καλέσουν για «Ντάμα Πίκα». Θυμάμαι τον φίλο Δημήτρη Γιάκα που εργαζόταν τότε στην ΕΛΣ να μου λέει μια μέρα «μίλησα στο τηλέφωνο με την Έλενα Σουλιώτη». Τελικά το σχέδιο αυτό δυστυχώς δεν προχώρησε. Προτείνω στους φίλους αναγνώστες ένα συγκινητικότατο βιντεάκι που εμφανίστηκε πρόσφατα στο YouTube, διάρκειας μόλις ενός λεπτού, όπου η Σουλιώτη σε κάποιο τραπέζι τραγουδά μαζί με παρέα ένα ελληνικό τραγούδι. Εγώ δεν έτυχε ποτέ να τη δω ζωντανά, ούτε να τη συναντήσω. Είχα όμως όλους τους δίσκους της από τα πρώτα μου εφηβικά χρόνια. Η Έλενα Σουλιώτη θα μπορούσε να είναι σήμερα μια όμορφη κυρία 82 ετών και εγώ θα ήθελα πολύ να μπορούσα να της γράψω πόσο τη θαυμάζω και πόσο ευγνώμων της είμαι για τη χαρά και τη συγκίνηση που μου έχει προσφέρει η ακρόαση της υπέροχης φωνής και της τέχνης της.
Elena Souliotis singing Greek folk song (1967)