Ο ήχος ενός σώματος που εισέρχεται στον χώρο. Σταματά. Διστάζει: να φανερωθεί ή να μη φανερωθεί; Δύο χέρια σχηματίζουν σκιές πάνω στη θολή τζαμαρία· παιχνιδίζουν, ενώνονται, χωρίζουν.
Επιτέλους, η μορφή ξεπροβάλλει ολόκληρη. Αφράτες κάλτσες, φρουφρουδένιο φόρεμα, μια μακριά ζακέτα. Στέκεται στο πλάι του κρεβατιού, οχυρωμένη εκεί, στον σκοτεινό διάδρομο. Μας κοιτάζει έναν έναν. Το βλέμμα της καίει τη σιωπή, τρυπάει το ημίφως, κλονίζει την ασφάλειά μας. Δεν υπάρχουν λόγια για να περιγραφεί το βλέμμα ετούτο. Από πού έρχεται; Πώς διαβάζει τις σκέψεις μας; Γιατί είναι τόσο τρομαγμένο; Γιατί είναι τόσο τρομακτικό; Δεν έχει φύλο, ηλικία, εποχή. Δεν είναι καν ανθρώπινο. Βγαίνει από ένα σπηλαιώδες σκοτάδι, από τον «Εφιάλτη» του Fuseli.
«Η αίσθηση του ανοίκειου δημιουργείται συχνά, και μάλιστα εύκολα, όταν κάτι που προηγουμένως θεωρούσαμε φανταστικό εμφανίζεται μπροστά μας σαν πραγματικό», γράφει ο Φρόιντ. Η Ουρανία της Μουτούση πατάει ανελλιπώς πάνω σε αυτήν τη λεπτή γραμμή. Είναι «αληθινή» ή βγήκε από κάποιο vintage μυθιστόρημα με σκονισμένες δασκάλες που παραμιλούν αλαφιασμένες στη σοφίτα; Δεν μπορούμε ν’ αποφασίσουμε, καθότι η ηθοποιός κατέχει στο έπακρο την τέχνη της αμφισημίας: «παίζει» την εκκεντρικότητα της αφελούς –αυτό που ο σκηνοθέτης αποκαλεί «θεία χαζομάρα»– με απολαυστική χάρη και υποδόρια ειρωνεία.
Η παράσταση μετατρέπει σε θέατρο τη φανταστική ζωή της Ουρανίας, γίνεται το σκηνικό του μυαλού της, το κλουβί της τακτοποιημένης μοναξιάς της (εξόχως φιλοτεχνημένο από τον Κωνσταντίνο Σκουρλέτη) αλλά και η επιθυμητική μηχανή της που ανάβει ξανά, ένα βράδυ, δίπλα στο παράθυρο με θέα το λιμάνι...
Φοράει ροζ, όλα ροζ. Σφίγγει εμμονικά τη ζακέτα πάνω στο στήθος της λες και κρέμεται από αυτήν τη χειρονομία η επιβίωσή της. Στερεώνει κάθε τόσο τα γυαλιά της, ενώ εκτελεί περιστροφικές κινήσεις, σαν χάδι, στον λαιμό και τον αυχένα της. Γίνεται παιδούλα όταν συνομιλεί με τον επισκέπτη της, αλλά μεταμορφώνεται σε κύμα που φουσκώνει και θεριεύει όταν μονολογεί ξαπλωμένη στο κρεβάτι, απευθυνόμενη στον εραστή της.

Αν το queer είναι αυτό που διαφεύγει τις κατηγοριοποιήσεις και ελίσσεται αβίαστα ανάμεσα στα είδη και στα ύφη, τότε η Μουτούση παραδίδει μια κατεξοχήν queer ερμηνεία: δεν ανήκει αποκλειστικά σε καμία σχολή ή τεχνοτροπία αλλά μεταπηδά με την ελαφράδα ελαφιού από το παιχνίδι στο συναίσθημα, από την απόσταση στην ταύτιση, από την επιτήδευση στην καθαρότητα. Τη μια στιγμή θραύεται και την άλλη ορθώνεται σαν φάρος στα βάθη του ωκεανού. Σαρκάζει και αυτοσαρκάζεται, αποσύρεται και ξεχύνεται, αμύνεται και επιτίθεται. Υπονομεύει και υπερασπίζεται την ηρωίδα της, με το ίδιο πάθος, ταυτόχρονα.
Με προθυμία υποδέχεται τον άγνωστο άνδρα στο κατώφλι της, σαν να τον περίμενε από καιρό... Εκείνος της μιλάει για πτήσεις: «Γυρίζω τη χώρα. Δίνω παραστάσεις. Ειδικότης μου οι επικίνδυνες πτήσεις. Φτιάχνω μόνος μου τα φτερά... από πανί... Ανεβαίνω σε μια βουνοκορφή, σ’ έναν πύργο, κάπου ψηλά τέλος πάντων, τα βάζω στην πλάτη σα σαμάρι κι αμολάω προς τα κάτω...». Ποιος είναι αυτός ο «Θόδωρας», ο πλανόδιος ακροβάτης, που εισβάλλει στη σοφίτα της ξαφνικά ένα απόγευμα; Τον συναντά πράγματι τώρα για πρώτη φορά ή μήπως τον γνώριζε από παλιά;
Ο σκηνοθέτης πειραματίζεται διαρκώς με αυτό το «διπλό», προκαλώντας μας να κολυμπήσουμε στο μεταίχμιο του σαρκικού και του πτητικού, του πραγματικού και του ονειρικού, του κυριολεκτικού και του αλληγορικού, της κωμωδίας και του μελοδράματος. Διασκευάζει, μάλιστα, το γοητευτικό, πρωτόλειο κείμενο του Μιχάλη Βιρβιδάκη κατά τέτοιον τρόπο (αφαιρώντας, δηλαδή, το τρίτο πρόσωπο, τον Άνδρα), ώστε η σχέση της Γυναίκας και του Ακροβάτη να καταστεί ακόμη πιο αινιγματική και γόνιμη στην πολυπλοκότητά της.
Από τη συστολή της πρώτης επαφής έως τη συγκίνηση της επανένωσης, από το ξάφνιασμα του καινούργιου ως την ένδοξη επιστροφή του παλιού, μεσολαβούν ελάχιστα βήματα για τον σκηνοθέτη: μια αλλαγή του φωτισμού ή μια επίσπευση της ανάσας. Ένα βλέμμα, ένα βύθισμα, η μυρωδιά του καμένου βουτύρου. «Κ’ οι μνήμες,/ ξέθωρες κ’ ενοχλητικές, να σέρνονται ξοπίσω σου, μες στον καθρέφτη/ όταν χτενίζεις τα μαλλιά σου, ή μέσα στην κουζίνα, να προβαίνουν/ μες απ’ τους λιπαρούς ατμούς της χύτρας», λέει ο Ρίτσος για την «Ελένη» του, ένα από τα πρόσωπα της Ουρανίας.

Της δασκάλας που ζει μόνη, αποτραβηγμένη, φτιάχνοντας γλυκό του κουταλιού και ακούγοντας Χατζιδάκι στο κασετόφωνο (ας μην ξεχνάμε ότι το κείμενο γράφτηκε στα μέσα της δεκαετίας του ’80 και, όσον αφορά το σημαίνον «νοσταλγία», φέρει την αισθητική της εποχής εκείνης). Της δασκάλας που την κουτσομπολεύουν στη γειτονιά και που ο μπακάλης της γωνίας την αποκαλεί «γριά». Της δασκάλας που έχασε πατέρα κι εραστή, και που δεν παύει να επιθυμεί, καίτοι είναι αργά πια κι αυτή κλειδώθηκε προ πολλού στον φαγωμένο πύργο της. «Από τότε είχα την επιθυμία να τα φορέσω», λέει στον Θόδωρα, αναφερόμενη στα φτερά που ο τελευταίος χρησιμοποιεί για τα νούμερά του. «Αλλά ντρεπόμουνα. Ντρεπόμουνα να σ’ το πω... μεγάλη γυναίκα τώρα... τι δουλειά έχω γω μ’ αυτά», ομολογεί αμήχανη.
Η παράσταση μετατρέπει σε θέατρο τη φανταστική ζωή της Ουρανίας, γίνεται το σκηνικό του μυαλού της, το κλουβί της τακτοποιημένης μοναξιάς της (εξόχως φιλοτεχνημένο από τον Κωνσταντίνο Σκουρλέτη) αλλά και η επιθυμητική μηχανή της που ανάβει ξανά, ένα βράδυ, δίπλα στο παράθυρο με θέα το λιμάνι...
Είναι νεκρή ή ζωντανή η Ουρανία; Ή κάτι ενδιάμεσο; «Οι νεκροί είναι πρόσωπα τυλιγμένα στο σκοτάδι», γράφει ο Βερνάν για την αρχαιοελληνική εικονοποιία και η Μουτούση παραδίδει τον τελευταίο μονόλογό της –έχοντας μόλις πετάξει από το μπαλκόνι με τα φτερά του Ακροβάτη– καθισμένη δίπλα μας, σ’ ένα σκαμπό, το πρόσωπό της παραδομένο στη σκιά, η φωνή της κρυστάλλινη, όλο προσμονή. Αφηγούμενη την ιστορία του φεγγαριού που αιχμαλωτίστηκε, όπως κι εκείνη άλλωστε, στα σύρματα του ηλεκτρικού ρεύματος, θα οδηγηθεί στη συνειδητοποίηση της νέας της κατάστασης: «Τότε μόνο κατάλαβα. Μέσα σε μια στιγμή... το μυαλό μου φωτίστηκε».
Ένα «μικρό» δράμα για την επιθυμία που γεννιέται στο χείλος του γκρεμού. Μια αλληγορία για την αναπτερωτική λειτουργία της τέχνης και του καλλιτέχνη, που επιχειρεί το πιο παράτολμο πράγμα βασιζόμενος στα πιο ταπεινά υλικά. Μια σκηνοθετική σπουδή επάνω στο «ανοίκειο», την εσωτερική, ασυνείδητη διαδικασία μέσω της οποίας το «ξένο» αποκαλύπτεται ως «γνωστό»: ο απρόσμενος επισκέπτης δεν είναι τελικά τόσο απρόσμενος και ο εξαφανισμένος εραστής κρύβει μέσα του έναν Άγγελο Θανάτου. Αυτό που μοιάζει με ζωή είναι, στην ουσία, απουσία χαράς και αργόσυρτος θάνατος, ενώ, αντιστρόφως, η όσφρηση του επερχόμενου θανάτου προκαλεί έκρηξη ζωής, πέταγμα στον κόσμο, ύστατη διεκδίκηση χαράς.

Ο Σκουρλέτης κινείται απαλά, ήσυχα, αλλά με συμπυκνωμένη δύναμη, κυρίαρχος των μέσων του, διασχίζει ποταμούς, συνθέτει εικόνες αθόρυβης ποιητικότητας (μια γυναίκα σκεπασμένη με ένα λευκό πουκάμισο/σάβανο, δύο πλάτες ενωμένες μπροστά σ’ ένα ανοιχτό παράθυρο), φανερώνοντας αριστοτεχνικά πως ναι, πράγματι, κατοικεί περίσσιος θόρυβος κάτω από τη σιωπή, χιλιάδες αποχρώσεις μέσα σε ένα χρώμα, άπειρη ταραχή μέσα στην ακινησία – αρκεί μονάχα να τα προσέξουμε.
Εξαιρετικός, τέλος, ο Θανάσης Δόβρης ως Ακροβάτης: ο ηθοποιός φιλοτεχνεί με εντυπωσιακή συνέπεια το πορτρέτο του «αγνού», λαϊκού καλλιτέχνη, το ωθεί στα όρια της καρικατούρας, δεν διστάζει, όμως, όταν χρειαστεί, να το δυναμιτίσει, χαρίζοντάς του μυστικούς πόθους και προσωπεία που αναδύονται ξαφνικά και αφοπλιστικά σε μια γυμνή κουζίνα.
Βρείτε περισσότερες πληροφορίες για την παράσταση «Η γυναίκα και ο ακροβάτης» εδώ.