H ιδέα για την έκθεση της Δήλου γεννήθηκε στην άλλη άκρη της γης, στη Σιγκαπούρη. Εκεί βρισκόταν η Erieta Attali στις αρχές του ’20, δίδασκε στο πανεπιστήμιο. Τότε την πλησίασε ένας εκπρόσωπος της ελληνικής πρεσβείας, σε μια της έκθεση με την αγαπημένη της θεματική, τις γέφυρες, και συζήτησε μαζί της την πιθανότητα μιας έκθεσης σχετικής με αρχαιολογικούς χώρους της Ελλάδας. Εκείνη, έχοντας ξεκινήσει ως φωτογράφος ανασκαφών, δέχτηκε και έριξε μερικές πρώτες ιδέες στο τραπέζι. Η ατέρμονη περιπλάνησή της στον πλανήτη για τις ανάγκες διαφόρων φωτογραφικών πρότζεκτ αλλά και με την ιδιότητα της καθηγήτριας, από τη Νέα Υόρκη μέχρι το Σαντιάγο, και από το Τόκιο μέχρι το Παρίσι, την είχαν απομακρύνει από τη χώρα. Ωστόσο, από πρακτικής πλευράς, ήταν αδύνατο να πάρει όσες άδειες χρειαζόταν από την Αρχαιολογική Υπηρεσία. Έτσι, κατέληξε σε μία μόνο θεματική, το κέντρο του αρχαίου κόσμου, τη Δήλο.
Λίγες ημέρες πριν από την έκθεσή της στο Μουσείο Μπενάκη «Δήλος: Γη εν πλω», θυμάται: «Είχα ήδη κάνει τις πρώτες μου επισκέψεις τον Σεπτέμβριο του 2022, σαρώνοντας το νησί απ’ άκρη σε άκρη, με τη βοήθεια του βοηθού μου και του συντρόφου μου. Κάθε βράδυ έπρεπε να αποχωρούμε στις 7 επειδή κλείνει ο αρχαιολογικός χώρος, οπότε το φως δεν με ικανοποιούσε – χάναμε την καλύτερη ώρα. Έκανα αίτηση στη Γαλλική Αρχαιολογική Σχολή για άδεια να μείνω κάποια βράδια εκεί. Μου την έδωσαν εύκολα, καθώς εκείνο το διάστημα έκανα παράλληλα ένα τριετές residency στη Cité Universitaire στο Παρίσι. Επέστρεψα με τον βοηθό μου στη Μύκονο τον Οκτώβρη. Με το που φτάσαμε ήρθαμε αντιμέτωποι με έναν τρομερό αέρα αλλά και με ένα εκπληκτικό φως. Βγήκε απαγορευτικό, σταμάτησαν οι πτήσεις, αποκλειστήκαμε στο νησί. Και τότε έζησα μια συγκλονιστική εμπειρία. Βλέπω από τη Μικρή Βενετία τη Δήλο στο βάθος. Παρεμβάλλονταν κύματα, ο αέρας λυσσομανούσε, αλλά κυριαρχούσε ένα απίστευτο πορτοκαλο-κοκκινο-ροζ φως. Αντικρίζοντάς το, σκέφτηκα ότι αυτό το νησί είναι τόσο κοντά αλλά και τόσο μακριά, τόσο απομονωμένο στη μέση του πουθενά αλλά ταυτόχρονα στο κέντρο του Αιγαίου. Εκεί βασίστηκε όλο το κόνσεπτ. Συνειδητοποίησα ότι δεν θα είχα δει τη Δήλο έτσι, από απόσταση, αν δεν είχα αποκλειστεί στη Μύκονο. Τελικά, από τις τέσσερις βραδιές της άδειας καταφέραμε να μείνουμε μόνο τις δύο στους ξενώνες της Γαλλικής Σχολής. Είχε τόσο αέρα που δεν μπορούσε καν να σταθεί η μηχανή με το τριπόδι. Παραμονές Πρωτοχρονιάς του 2023 επέστρεψα και φωτογράφισα τη Δήλο από την Πάρο και τη Νάξο. Ήθελα να δω πώς φαίνεται από μακριά ώστε να εξετάσω τη σχέση της Δήλου με τα άλλα νησιά, τι σημαίνει είμαι στο κέντρο ή στο πουθενά στο Αιγαίο, τι σήμαινε το ότι στην αρχαιότητα η Δήλος ήταν το κέντρο εμπορίου. Μετά από εκείνες τις πρώτες φωτογραφίες έκανα αίτηση για να ξαναπάω Ιούνιο, Σεπτέμβριο και Οκτώβριο του ’23».
«Αυτήν τη στιγμή η αρχιτεκτονική στην Ελλάδα είναι εμπορική. Αλλά η Δήλος είναι μοναδική. Δεν περίμενα ποτέ ότι εκείνο το πρώτο αθώο και ανυποψίαστο ταξίδι θα κατέληγε σε έργο ζωής».
Η διάσημη Ελληνίδα φωτογράφος αρχιτεκτονικής και τοπίων, γεννημένη στο Τελ Αβίβ, μεγάλωσε στην Κωνσταντινούπολη της δεκαετίας του 1970 που όταν τη διέσχιζες ερχόσουν σε επαφή με εικόνες και μυρωδιές άλλων εποχών. Οι αναμνήσεις της από τα παιδικά της χρόνια περιλαμβάνουν ειδυλλιακά τοπία, βυζαντινά μνημεία, τον Βόσπορο, τα Πριγκιποννήσια, όπου παραθέριζε κάθε καλοκαίρι, αλλά και στιγμές τρόμου, όπως η απειλή πολέμου το καλοκαίρι της εισβολής της Κύπρου το 1974 και το λουτρό αίματος της Κόκκινης Πρωτομαγιάς του 1977.

«Ένας άνθρωπος που μεγαλώνει σε μια τέτοια πόλη δεν μπορεί να μην επηρεαστεί από τον Κεράτιο Κόλπο, τις γέφυρες, τα ερείπια, από το γεγονός ότι μεγαλώνει σε ένα νησί. Όλες αυτές οι εικόνες καλλιέργησαν από πολύ μικρή το ενδιαφέρον μου για τα ντοκιμαντέρ και τα απομακρυσμένα τοπία. Αυτό συνεχίζεται μέχρι σήμερα. Έχω εκδώσει ένα βιβλίο, το “Periphery: Archaeology of light”, που πήρε το μεγάλου κύρους Xρυσό Bραβείο στον διαγωνισμό German Ρhoto Βook Ρrize 1920, όπου εξετάζω την αρχιτεκτονική στις εσχατιές του κόσμου. Όποτε επιστρέφω στο Τελ Αβίβ, καθώς μου έρχονται οι παιδικές μνήμες από την παλιά πόλη, τον ήλιο, τη θάλασσα, και διασχίζοντας τη μεγάλη παραλία, σκέφτομαι πού καταλήγει η Μεσόγειος. Και το μυαλό μου πάει στο Γιβραλτάρ, απ’ όπου βγαίνεις στον Ατλαντικό».

Όταν εν τέλει ακολούθησε τη μητέρα της στην Αθήνα, η σύγκριση με την Πόλη ήταν συντριπτική. Στην οδό Σουηδίας όπου εγκαταστάθηκαν γνώρισε τις πρώτες της φίλες αλλά και Αμερικανούς που μπαινόβγαιναν στην Αμερικανική Σχολή Κλασικών Σπουδών. Στα 13 της αποφάσισε ότι ήθελε να γίνει φωτογράφος: «Η οικογένειά μου δεν το ενέκρινε καθόλου και ήμουν απελπισμένη, έπρεπε να βρω έναν τρόπο να τα καταφέρω μόνη μου. Εγώ βρήκα τα σχολεία και τα πάντα. Είχα την τύχη, με το που τέλειωσα το γυμνάσιο στη Μαράσλειο, να δημιουργηθεί το πρώτο τμήμα συντήρησης αρχαιοτήτων με μάθημα φωτογραφίας σε Επαγγελματικό Λύκειο στην Πατησίων. Είχε φοβερούς καθηγητές και διευθυντής στο τμήμα φωτογραφίας ήταν ο Ιερωνυμίδης, με ειδικότητα στην αρχαιολογική φωτογραφία. Στο πρώτο μάθημα αποφάσισα να ειδικευτώ σε αυτό. Με το που αποφοίτησα είχε φτιαχτεί Τμήμα Φωτογραφίας στα ΤΕΙ, όπου έδωσα εξετάσεις και πέρασα. Καθηγητής μου εκεί ήταν ο Νίκος Παναγιωτόπουλος. Τελείωσα με ειδίκευση στην αρχαιολογική και επιστημονική φωτογραφία και η πρώτη μου δουλειά ήταν στη Βεργίνα. Εκεί υπήρξα επικεφαλής φωτογράφος για πέντε χρόνια και είχα την τύχη να δουλέψω με την Αγγελική Κοτταρίδου. Εξειδικεύτηκα στους υπόγειους μακεδονικούς τάφους και στην αρχαία ελληνική ζωγραφική. Δούλεψα και με τη Μαραγκού στην Αμοργό και σε πολλές άλλες ανασκαφές επί δώδεκα χρόνια».

Το 1995 ο αείμνηστος αρχιτέκτονας Γιώργος Σημαιοφορίδης την καλεί για να συνεργαστούν, και αλλάζει όλη της η πορεία. «Η πρώτη ανάθεση που μου έκανε ο Σημαιοφορίδης ήταν να φωτογραφίσω Ζενέτο. Πήγα στον Λυκαβηττό και φωτογράφισα τον βράχο γύρω από το θέατρο. Ήταν έκπληξη για εκείνον, αλλά τελικά το έκανε εξώφυλλο. Νομίζω ότι ήταν για μια τριενάλε αρχιτεκτονικής στο Μιλάνο το 1996. Ανέβηκα στον βράχο και φωτογράφισα σε large format και όχι digital. Το 1997 έφυγα για μεταπτυχιακό στο Λονδίνο, στο Goldsmiths, δουλεύοντας ταυτόχρονα στο Μουσείο Θεσσαλονίκης. Όλη μου τη ζωή αυτό έκανα, σπουδές και δουλειά παράλληλα. Η επόμενη ανάθεση του Σημαιοφορίδη ήταν για μια έκθεση με θέμα την ελληνική αρχιτεκτονική της δεκαετίας του ’90. Κι έτσι ξεκίνησε επίσημα η καριέρα μου ως φωτογράφου αρχιτεκτονικής. Το 2000 πήρα την υποτροφία Fulbright και πήγα στο Columbia της Νέας Υόρκης. Όταν επέστρεψα, δούλεψα για τους Αμερικανούς στο American Institute for Aegean Prehistory ως head photographer στην Παχιά Άμμο στην Κρήτη. Για έναν χρόνο πηγαινοερχόμουν Νέα Υόρκη - Κρήτη».
Το 2001 ξεκίνησε μια έρευνα σχετικά με τα διάσημα γυάλινα κτίρια στην Αμερική και στη συνέχεια σε ολόκληρο τον κόσμο. Πήρε την υποτροφία του Japan Foundation, ταξίδεψε στο Τόκιο και συνάντησε τον Κengo Κuma, με τον οποίο έμελλε να συνεργαστούν στενά. Από το 2003 μέχρι το 2018 δίδαξε στο Columbia, το οποίο υπήρξε χορηγός δύο βιβλίων της. Λέει για τη ζωή της ανά τον κόσμο: «Έζησα την 11η Σεπτεμβρίου, είδα με τα μάτια μου τον έναν Πύργο να πέφτει, είδα στο Παρίσι τη Notre-Dame να φλέγεται. Δεν μπορώ τη βία, γι’ αυτό δεν πλησιάζω ποτέ επικίνδυνες περιοχές. Μεγάλωσα ανάμεσα σε δύο πολέμους, εκείνον των 6 ημερών, που με έτρεχαν οι γονείς μου 10 μηνών σε καταφύγια, και μετά στην Κωνσταντινούπολη το καλοκαίρι του 1974, που είχαμε συσκότιση κάθε βράδυ και ακούγαμε σειρήνες. Έχω τρομερό ένστικτο και μπορώ να αντιληφθώ πότε υπάρχει μεγάλος κίνδυνος.
Όταν μπήκε η Ελλάδα σε κρίση, δεν άφησα τους Έλληνες αρχιτέκτονες, αλλά όταν το 2013 κατάλαβα ότι υπάρχει ένα συνολικό αδιέξοδο –στη Νέα Υόρκη η 5η Λεωφόρος και η Μάντισον ήταν έρημες– αποφάσισα να κάνω ένα διδακτορικό. Με δέχτηκε το Católica στο Σαντιάγο της Χιλής, αλλά την τελευταία στιγμή αποφάσισα να πάω στη Μελβούρνη, στο RMIT, και να δουλέψω με τον σπουδαίο αρχιτέκτονα Martin Hook για δύο λόγους: ο ένας ότι ήταν από τα καλύτερα PhD στον κόσμο (research by practice με τρομερή εμπειρία δεκαετιών) και δεύτερον γιατί η αρχιτεκτονική τους είναι πολύ μπροστά. Για τρία χρόνια πηγαινοερχόμουν διδάσκοντας στο Μανχάταν και στη Χιλή και δουλεύοντας στο Τόκιο. Είχα ρέψει, έμεινα 55 κιλά. Η μελέτη μου κυκλοφόρησε με τίτλο “Landscape into architecture: The inversion of content and context in architectural photography”».


Ρωτάω την Εrieta τι πιστεύει ότι έχει κερδίσει από αυτή την περιήγηση στον πλανήτη. «Μου δίνει πάρα πολλά. Βλέπεις πόσο ενωμένοι είναι οι άνθρωποι, ότι σε δύσκολες στιγμές οι λαοί, ακόμα και εκείνοι που πιστεύουμε ότι είναι πάρα πολύ ψυχροί ως λαοί, αλληλοϋποστηρίζονται. Στην Αυστραλία, όπου ένιωσα τρομερά μόνη, δεν μπορούσα να συνδεθώ με τους ανθρώπους, αρχικά ήμουν εντελώς απορριπτική απέναντί τους, μέχρι που συνδέθηκα πάρα πολύ με μια οικογένεια στο Σίδνεϊ, οι οποίοι αποδείχτηκαν οι πιο ανθρώπινοι όλων όσων είχα γνωρίσει. Έπρεπε να πέσουν οι αντιστάσεις. Δεν είναι μόνο ψυχρές επαγγελματικές σχέσεις, μπορούν να σταθούν δίπλα σου. Υπάρχει ανθρωπιά που δεν τη βλέπω εδώ πια. Αν με ρωτήσεις πού έμαθα τα περισσότερα πράγματα για τη ζωή μου, θα σου πω στη Νέα Υόρκη, στο Columbia, και στην Ιαπωνία, από την κοινωνία της. Πρόκειται για ένα συνεχές ταξίδι ζωής. Αν σταματήσω να ταξιδεύω, θα έχω πρόβλημα».
— Πού έχει συναντήσει την πιο ενδιαφέρουσα αρχιτεκτονική τα τελευταία χρόνια;
«Εκτός από την Αυστραλία, με συγκλονίζει η Χιλή. Μπορεί να μην είχαν λεφτά, αλλά είχαν πολύ καλές ιδέες. Ο Mathias Klotz κατάφερε τη δεκαετία του ’90 να φτιάξει πολύ απλά κτίρια με θέα στον Ειρηνικό, από cottages στον ωκεανό μέχρι απλές βίλες, με πολύ χαμηλά μπάτζετ. Κατάφερε να κάνει τη Χιλή πολύ γνωστή χάρη στη σύγχρονη αρχιτεκτονική της και να δημιουργήσει μια ολόκληρη γενιά αρχιτεκτόνων. Είναι ανήσυχα πνεύματα οι Χιλιανοί, δεν κάθονται, πηγαίνουν παντού. Ήμουν εκεί τον περασμένο Αύγουστο. Το προτιμώ γιατί τότε είναι χειμώνας και έχει ωραίο φως, όπως και στη Βραζιλία – το καλοκαίρι σε αυτές τις χώρες έχει τρομερή υγρασία και πάρα πολλές βροχές. Και στην Ιαπωνία πάω μόνο χειμώνα. Κυνηγάω το φως».


— Είναι αλήθεια ή μύθος όσα λένε για το ελληνικό φως;
«Μύθος. Πλέον έχω χάσει τη σχέση μου με την Αθήνα γιατί ως φωτογράφος διαμορφώθηκα σε διαφορετικά σημεία της Ελλάδας, όχι στην Αθήνα. Παρεμπιπτόντως, πρέπει να πω ότι η ελληνική αρχιτεκτονική έχει μπει σε άλλη φάση. Είναι εμφανείς οι διαφορές της περιόδου προ και μετά κρίσης. Αυτήν τη στιγμή η αρχιτεκτονική στην Ελλάδα είναι εμπορική. Αλλά η Δήλος είναι μοναδική. Δεν περίμενα ποτέ ότι εκείνο το πρώτο αθώο και ανυποψίαστο ταξίδι θα κατέληγε σε έργο ζωής. Φυσικά, δεν είναι μόνο η Δήλος αλλά και το Αιγαίο. Από νέα ήθελα να ασχοληθώ με τον Κυκλαδικό Πολιτισμό, τους προϊστορικούς οικισμούς σε σχέση με το τοπίο και το Αιγαίο. Με συγκλόνιζε, αλλά ήρθε και με αγκάλιασε η Δήλος. Το επόμενό μου σχέδιο είναι το ευρύτερο Αιγαίο, οι θαλασσογραφίες. Όσον αφορά το φως, έχοντας μείνει διαφορετικές εποχές στη Δήλο, μπορώ να πω ότι είναι συγκλονιστικό. Το φως αλλάζει δραματικά μεταξύ Σεπτέμβρη, Οκτώβρη και Δεκέμβρη. Έχω φωτογραφίσει τη Δήλο από φουσκωτό, από αεροπλάνο, την έχω περπατήσει ολόκληρη. Κι όμως, νομίζω ότι είμαι ακόμα στην αρχή».