«Πώς συγκροτούνται οι κοινότητες; Ποιος είναι ο ρόλος της μνήμης στη διαμόρφωση του παρόντος; Πώς μπορεί η τέχνη –όπως κάποτε η ναυσιπλοΐα των Κυκλάδων− να λειτουργήσει ως μέσο διάπλου και ως φορέας συνείδησης;». Με αυτά τα ερωτήματα ως πυξίδα οι δύο επιμελήτριες της έκθεσης «Cycladic Nexus – A Journey of Connections Across Time: Skarkos», οι αρχαιολόγοι και ιστορικοί τέχνης Ευγενία Ίσκου και Ναταλία Μητσιώνη, προσκάλεσαν 12 καλλιτέχνες από διαφορετικά πεδία (ζωγραφική, γλυπτική, εγκαταστάσεις, κέντημα, ψηφιακές εκτυπώσεις) να καταθέσουν τις δικές τους προσεγγίσεις, επιχειρώντας έναν δημιουργικό διάλογο με τα αρχαιολογικά εκθέματα και τις ανθρώπινες ιστορίες πίσω από αυτά σε ένα από τα νεότερα αρχαιολογικά μουσεία της χώρας, το οποίο κλείνει φέτος 26 χρόνια λειτουργίας.
Κεντρικός άξονας της έκθεσης, την οποία συνδιοργανώνουν το Αρχαιολογικό Μουσείο Ίου και η ΑΜΚΕ Figment, είναι η ανασκαφή του Σκάρκου, κοντά στη Χώρα του νησιού, και τα ευρήματά της (μαρμάρινα ειδώλια, είδη οψιδιανού, σφραγίδες, κεραμικά, μαρμάρινα και πέτρινα αγγεία, εργαλεία, οστά ζώων και κοχύλια). Πρόκειται για ένα από τα σημαντικότερα και καλύτερα διατηρημένα δείγματα του πρωτοκυκλαδικού πολιτισμού (2700-2300 π.Χ.), με τις ανασκαφές που ξεκίνησαν εκεί το 1984 να αποκαλύπτουν μια ακμάζουσα κοινωνία της πρώιμης Εποχής του Χαλκού σε διαρκή κινητικότητα −εξού και η λέξη nexus, «πλέγμα», στον τίτλο της έκθεσης−, η οποία ανέπτυξε καινοτόμες τεχνολογίες και πολύπλοκες δομές. Το εν λόγω οικιστικό συγκρότημα, έκτασης 11 στρεμμάτων, είναι χτισμένο σε επίπεδα που ακολουθούν το φυσικό ανάγλυφο του λόφου. Περιλάμβανε διώροφα πέτρινα κτίρια, τοίχους ύψους 4 μ., πλακόστρωτους δρόμους πλάτους έως 2 μ., αυλές, υπερκείμενο νεκροταφείο και σύστημα αποχέτευσης, υπολογίζεται δε ότι είχε 200-300 κατοίκους. Ο οικισμός, που βρίσκεται σε περίοπτη θέση, επιβεβαιώνει τον κομβικό ρόλο της πόλης-κράτους της Ίου στις μετακινήσεις πληθυσμών και τις εμπορικές και πολιτιστικές ανταλλαγές που συνέβαιναν στο προϊστορικό Αιγαίο, οι οποίες εκτείνονταν μέχρι την Κρήτη, τη Μικρά Ασία, την Κύπρο και τη Μέση Ανατολή, ρόλο που διατήρησε μέχρι και τα ελληνιστικά και τα ρωμαϊκά χρόνια. Η θέση είναι επισκέψιμη, τιμήθηκε μάλιστα το 2008 με το Ευρωπαϊκό Βραβείο Πολιτιστικής Κληρονομιάς / Europa Nostra «για την εξαιρετική ποιότητα των εργασιών συντήρησης και τον ευαίσθητο χαρακτήρα των παρεμβάσεων».
«Το ανθρώπινο ίχνος –ως παρουσία ή απουσία, ως πορεία ή τραύμα– χαρακτηρίζει τα έργα… Η έκθεση αυτή είναι μια εικαστική πρόταση που αντιλαμβάνεται την Ιστορία όχι ως αρχείο αλλά ως ένα πεδίο νοήματος που μας αφορά άμεσα».
Η έκθεση αντλεί την πρώτη ύλη της από αυτήν την αρχαία γεωγραφία των ανταλλαγών, προτείνοντας έναν σύγχρονο στοχασμό πάνω στη μνήμη, την κοινότητα και την ταυτότητα ως επίκαιρες και βιωμένες εμπειρίες και αναδεικνύοντας «τη διαχρονική λειτουργία των Κυκλάδων ως πεδίου συνάντησης και διασύνδεσης», όπως γράφει ο διευθυντής ΕΦΑ Κυκλάδων Δημήτρης Αθανασούλης προλογίζοντας τον κατάλογο. «Η θάλασσα στα χρόνια του Κυκλαδικού Πολιτισμού δεν θεωρούνταν εμπόδιο αλλά γέφυρα εξερεύνησης και επικοινωνίας. Υπήρχε μια διαρκής μετακίνηση ανθρώπων, αγαθών, ιδεών, ένα ολόκληρο δίκτυο εμπορικών και πολιτιστικών ανταλλαγών. Ο ίδιος μάλιστα ο αρχαίος μύθος για τις Κυκλάδες –εξού και η ονομασία− λέει ότι κινούνταν πάνω στο Αιγαίο και σταμάτησαν γύρω από τη Δήλο όταν ήταν να γεννηθεί ο θεός Απόλλωνας», λέει η κ. Ίσκου. «Τα κριτήριά μας ήταν αφενός η συνάφεια με την έννοια της σύνδεσης, η συσχέτιση με το περιβάλλον του Αρχαιολογικού Μουσείου και τις θεματικές του ενότητες αφετέρου», συμπληρώνει η κ. Μητσιώνη.

Ενδιαφέρουσα είναι και η αντίθεση ανάμεσα στην προσωρινότητα και τη μεταβλητότητα των καλλιτεχνικών έργων και στον μόνιμο οικιστικό χαρακτήρα του Σκάρκου, καθώς επίσης η διαλεκτική σχέση των έργων αυτών με τα αρχαιολογικά τεκμήρια, σχέση αντίθεσης αλλά και συνάφειας, όπου ο βιωμένος χρόνος του παρελθόντος επιχειρεί να συνδεθεί με το σήμερα. «Η έκθεση θα μπορούσε να ονομαστεί και “Μνήμη” γιατί μέσα από τα έργα που παρουσιάζονται στήνεται μια σύγχρονη αφήγηση που αναδεικνύει την ατομική, τη συλλογική αλλά και την ιστορική μνήμη, προσφέροντας ένα καταφύγιο σκέψης και αναψυχής, έναν τόπο αυτογνωσίας. Η μνήμη είναι το θεμέλιο της ταυτότητας κάθε ανθρώπου. Επιθυμούμε ο κόσμος να αντιληφθεί ότι το μουσείο δεν είναι απλώς ένας χώρος αρχαίου πολιτισμού ή ένα αρχείο, αλλά ένας ζωντανός χώρος πολιτισμού. Η μνήμη είναι αναγκαίο στοιχείο για την αντίληψη του εαυτού μας και τη συγκρότηση της ομάδας· είναι το θεμέλιο της ταυτότητας κάθε ανθρώπου», θα πει η αρχαιολόγος Αγγελική Κουμνά, επιμελήτρια του Αρχαιολογικού Μουσείου Ίου. Σημαντικό εξάλλου βρίσκει η κ. Ίσκου ότι δεν πρόκειται για έργα τέχνης που έγιναν «κατά παραγγελία» για την έκθεση, κάτι που καταφάσκει με την αρχική ιδέα των επιμελητριών ότι η συνδεσιμότητα, η επαφή, η επικοινωνία, η μνήμη, η μετακίνηση είναι έννοιες διαχρονικές και διαρκώς παρούσες μέσα στην Ιστορία με διαφορετικούς όρους και συνθήκες κάθε φορά.

Έτσι, τα «Καταλύματα» του Γιώργου Αλεξανδρίδη, ένας καταυλισμός με πήλινα ομοιώματα σκηνών παραταγμένα στη σειρά, όπου μπορεί να στεγάζονται πρόσφυγες, αποκλεισμένοι ή θύματα φυσικών καταστροφών, καλούν τον θεατή «να αναμετρηθεί με τον φόβο της απώλειας σε έναν κόσμο ασταθή και μεταβαλλόμενο». Ο εντυπωσιακός «Κυνηγός» του Οδυσσέα Γλύκα που «μοιάζει να αιωρείται ανάμεσα στη φθορά και την αφθαρσία σαν ένα αρχαιολογικό εύρημα που έρχεται στο φως» παραπέμπει σε καιρούς όπου οι μακρινοί μας πρόγονοι αγωνίζονταν να επιβιώσουν ως κυνηγοί και τροφοσυλλέκτες, όχι κυριαρχώντας στο φυσικό περιβάλλον αλλά συνυπάρχοντας και αλληλεπιδρώντας μαζί του. Η «Διαδρομή» της Αντιγόνης Καββαθά, μια ασπρόμαυρη «ζωφόρος» με ταλαιπωρημένες ανθρώπινες φιγούρες που μοιάζουν να ξεπήδησαν από κάποιο ιστορικό ντοκιμαντέρ (πρόσφυγες; μετανάστες;) λειτουργεί «ως αφετηρία αναστοχασμού πάνω στο πώς οι ιστορικές, γεωγραφικές και υπαρξιακές διαδρομές χαράζουν την ταυτότητα, επανασυνθέτουν τη μνήμη και επαναπροσδιορίζουν την έννοια της κοινότητας». Στο «Ephemera» του Σταύρου Κάσση, που βασίζεται στην τεχνική του κολάζ, κάθε στρώμα εικόνας λειτουργεί «τόσο σαν μια καταγραφή του παρελθόντος και του παρόντος, όσο και σαν μια φαντασιακή προβολή στο μέλλον». Στις «Ephemeral Exercises of Melancholia» του Θάνου Μακρή, το κυκλαδικό εδώλιο ως φορέας συλλογικής μνήμης συμβολίζει «την αέναη προσπάθεια να αποτυπωθεί το ανεξήγητο μέσα από την τέχνη».


Ο Κωνσταντίνος Μάσσος με το «The Passage» αποτυπώνει ένα αινιγματικό πλήθος μορφών να διασχίζει ένα γκρίζο τοπίο που λειτουργεί σαν ένα αχρονικό σκηνικό της μακράς ιστορίας του είδους μας, το οποίο ήδη από τις απαρχές της εμφάνισής του «μετακινείται, επιβιώνει, δημιουργεί κοινότητες και πασχίζει να δώσει νόημα στον κόσμο και τον εαυτό του». Στο άτιτλο έργο της Βαρβάρας Μαυρακάκη που θυμίζει μετόπη ή αναθηματική στήλη, οι καθιστές φιγούρες που παραπέμπουν σε ταξιδιώτες –άγνωστο αν ταξιδεύουν από πρόθεση ή από ανάγκη− μοιάζουν να βρίσκονται σε μια πορεία που φαίνεται να ξεκινά αλλά να μην τελειώνει, με τις γραμμές που διατρέχουν την επιφάνεια να θυμίζουν τις θαλάσσιες διαδρομές του προϊστορικού Αιγαίου. Στο έργο «Mi-ni-mi», τρία σύμβολα της Γραμμικής Β΄ (κυρίαρχου συστήματος γραφής στους μυκηναϊκούς χρόνους) που συνθέτουν τη λέξη «μνήμη» από τη δουλειά του «Espace de memoire», ο Αντώνιος Παναγόπουλος ερωτά τι διασώζεται από την ανθρώπινη μνήμη όταν τα σύμβολα, τα γράμματα και οι λέξεις παύουν να είναι κατανοητά. Το έργο, πάλι, του Περικλή Προβήτα με τον παιγνιώδη τίτλο «μ’ αγαπά-δε μ’ αγαπά» προτείνει σε συνομιλία με τα εκθέματα του μουσείου «μια τρυφερή σχεδόν ανάγνωση της ιστορικής μνήμης, καθώς κάθε πολιτισμικό ίχνος μπορεί να ξαναβρεί φωνή, νόημα και συναίσθημα εάν του επιτρέψουμε να συνομιλήσει με το παρόν». Το περίτεχνο κέντημα της Ιφιγένειας Σδούκου που παρουσιάζει ένα καράβι-τάμα, σαν τις προσφορές ναυτικών και ταξιδιωτών, να αιωρείται πάνω από τα νερά αναφέρεται «στην εύθραυστη συνθήκη της ύπαρξης και τις διαχρονικές πρακτικές μετακίνησης, ανταλλαγής και επικοινωνίας που σημαδεύουν το Αιγαίο ήδη από την προϊστορία».

Ο Μίλτος Σκούρας ζωγράφισε ένα τοπίο παρόμοιο με αυτό που περιβάλλει τον οικισμό του Σκάρκου, «μια ανεμοδαρμένη γη που φέρνει τα ίχνη της κατοίκησης σαν τραύματα και απομεινάρια». Πλάι στο τοπίο, ένα πολύ μικρότερο, μαυρόασπρο έργο που απεικονίζει ένα κομμάτι πλαστικό πιασμένο σε ένα συρματόπλεγμα αντιπροσωπεύει την Ανθρωπόκαινο, «μια εποχή όπου το ανθρώπινο αποτύπωμα έχει γίνει καθοριστικός παράγοντας μετασχηματισμού του πλανήτη». Η «Ναυτία» του Νίκου Τρανού, τέλος, μια παλλόμενη κατασκευή-εγκατάσταση όπου δεκάδες μικρά κεραμικά κρανία προσφύγων βαμμένα στο πορτοκαλί των σωσιβίων αιωρούνται πάνω από μια νοητή υδάτινη επιφάνεια αφότου το σκάφος τους συγκρούστηκε μεσοπέλαγα με ένα πολυτελές γιοτ (εξού και οι καρφωμένοι σε σιδερένιες ράβδους φελλοί από κρασιά και σαμπάνιες, όπως εξηγεί), με τις δύο βιεννέζικες καρέκλες να συμβολίζουν τον ευρωπαϊκό τους προορισμό, υπονοεί ότι ήδη από την πρωτοκυκλαδική περίοδο το Αιγαίο ήταν και παραμένει «τόπος μετάβασης αλλά και πεδίο δοκιμασίας» − ένας υδάτινος κόσμος ελκυστικός αλλά αμείλικτος, όπου η ελπίδα των ξεριζωμένων για σωτηρία κινδυνεύει ανά πάσα στιγμή να μεταμορφωθεί σε απελπισία.

«Το ανθρώπινο ίχνος –ως παρουσία ή απουσία, ως πορεία ή τραύμα– χαρακτηρίζει τα έργα… Η έκθεση αυτή είναι μια εικαστική πρόταση που αντιλαμβάνεται την Ιστορία όχι ως αρχείο αλλά ως ένα πεδίο νοήματος που μας αφορά άμεσα. Στη συνάντηση του αρχαίου με το σύγχρονο, ο θεατής προσκαλείται να αναστοχαστεί πάνω στις έννοιες της μετακίνησης, της μετάβασης, της ανταλλαγής και της συλλογικότητας ως θεμελιώδη βιώματα, κοινά στον πρωτοκυκλαδικό και τον σύγχρονο άνθρωπο», καθώς γράφουν οι δύο επιμελήτριες της έκθεσης, η οποία θα διαρκέσει μέχρι τις 31/10.




