Το στούντιο της Κατερίνας Κομιανού μοιάζει με μια εγκατάσταση της πρακτικής της: μέταλλα, λάστιχα, φωτογραφίες και φιλμ, φοίνικες, λεπτομέρειες από αγάλματα που μοιάζουν να σε προκαλούν να τα ανακαλύψεις. Υπάρχει ένας κόσμος θραυσμάτων και όψεων μυστικών και φανερών που συγκροτούν μια περιπλάνηση στην πόλη, μια καταγραφή του παρόντος με έναν τρόπο μετα-ρομαντικό και ισχυρό, φανερώνοντας μια καλλιτέχνιδα που δουλεύει με τα υλικά της επίμονα, καταγράφοντας το απαρατήρητο, ένα «μυστικό» που υπάρχει και μας διαφεύγει, χωρίς καμία νοσταλγία.
Το ότι το υλικό την ενδιαφέρει ως μέσο είναι κάτι που παρατηρεί κανείς αμέσως στη δουλειά της. Οι υφές, οι ποιότητες, προκύπτουν περισσότερο από έρευνα παρά από την καταγραφή τους. Η διασταύρωση του ερασιτεχνικού κινηματογράφου, της πολιτικής αντίστασης, του φεμινισμού και του σώματος στον δημόσιο χώρο προσφέρουν πλούσιο έδαφος στον θεατή του έργου της, που μπορεί να αρμολογήσει, να συνδέσει ή να ερευνήσει τα θέματα από τη δική του μεριά.
Οι φοίνικες της Αθήνας ήταν το πρώτο της έργο στη σχολή που παρουσιάστηκε στο Μουσείο Μπενάκη, στην έκθεση «same river twice». Η στιγμή της μεταμόρφωσης ενός φύλλου που υπήρχε στον δημόσιο χώρο σε γλυπτό το οποίο μένει στον χώρο άφθαρτο είναι η διαδικασία που την ενδιέφερε να μεταφέρει. «Μου τράβηξαν το ενδιαφέρον οι φοίνικες, το πώς χρησιμοποιήθηκαν ως σύμβολο, και άρχισα να κάνω εικόνες. Ακολούθησαν τα γλυπτά, άρχισα να “δανείζομαι” υλικά από τα δημόσια γλυπτά και έτσι ήρθε ο μπρούντζος στο έργο μου», λέει.
Οι φεμινιστικές της αναφορές της είναι πολλές και εκκινούν από πολλά σημεία. Άλλωστε, σε ολόκληρο το έργο της η ενασχόληση με την καταγραφή γυναικείων σωμάτων στον δημόσιο χώρο έχει τη σημασία της.
Η Κατερίνα Κομιανού περιπλανιέται στην πόλη εξερευνώντας την αστική τοπογραφία και καταγράφει την πολιτική πραγματικότητα μέσα από δημόσια γλυπτά και αντικείμενα στο κέντρο της Αθήνας με μια αναλογική φωτογραφική μηχανή ή μια ερασιτεχνική Super8. Παρατηρώντας την πόλη, επισημαίνει ότι «οι πιο έντονες αλλαγές συμβαίνουν τώρα. Δεν δουλεύω με φιλμ για να ξαναφέρω κάτι παλιό στο προσκήνιο, δεν στέκομαι μπροστά σε ένα έργο νοσταλγώντας κάτι παλιότερο», ξεκαθαρίζει.
Στα «Πλάσματα ΙΙ» στα Γιάννενα παρατηρούσα το έργο της «Μέδουσα» να ξεπροβάλλει από το νερό στην άκρη της λίμνης: μια αμαζόνα που κινηματογράφησε στο μουσείο σε μια οθόνη, με τα πλοκάμια της Μέδουσας να γίνονται η συνέχειά της και να κυματίζουν στα νερά της λίμνης. Η εγκατάσταση δημιουργούσε μια ισχυρή μυθολογική εικόνα, ένα μπρούντζινο σώμα και μια ανάμνηση από τους μύθους της λίμνης, ένα παρελθόν που συνδεόταν με το παρόν σχεδόν με αμετάκλητο τρόπο, μια υπενθύμιση της γυναικοκτονίας της κυρα-Φροσύνης και δεκαεπτά ακόμη γυναικών στη λίμνη Παμβώτιδα από τον Αλή Πασά. «Η “Μέδουσα” ήταν ένα γλυπτό που έγινε ειδικά για τα Γιάννενα και αφορούσε τις γυναικοκτονίες που έχουν γίνει σε αυτήν τη λίμνη, με το σώμα της αμαζόνας και τη Μέδουσα ως πλάσμα, ως θραύσμα ιστορίας που έχει ξεβραστεί από το νερό και έρχεται σιγά σιγά στην επιφάνεια, και ως φεμινιστική αναφορά σε όσα συνέβησαν. Δημιουργήθηκε ένα άχρονο πλάσμα που σχηματιζόταν από τα κύματα της λίμνης. Άφησα ελεύθερα τα λάστιχα-πλοκάμια στο νερό και άρχισε να δημιουργείται ένας νέος οργανισμός, το έργο πήρε χρώμα και υφή από τη λίμνη σαν να ήταν μέρος αυτού του συστήματος», λέει.
Οι φεμινιστικές της αναφορές είναι πολλές και εκκινούν από πολλά σημεία. Άλλωστε, σε ολόκληρο το έργο της η ενασχόληση με την καταγραφή γυναικείων σωμάτων στον δημόσιο χώρο έχει τη σημασία της. Η Κατερίνα Κομιανού έχει επιρροές από διάφορες γυναίκες στην ιστορία της τέχνης, από διαφορετικές εποχές και χώρους, όπως η πειραματική κινηματογραφίστρια Μάγια Ντέρεν, χάρη στην οποία άρχισε να σκέφτεται πώς μπορεί να υπάρχει ένα σώμα σε ένα περιβάλλον, σε ένα έργο. «Η Κατερίνα Γώγου», λέει, «έχει ασκήσει έντονη επιρροή στο έργο μου, την αισθάνομαι όταν στέκομαι και φωτογραφίζω σε σημεία της πόλης, ότι από εδώ έχει περάσει, έχει σταθεί και έχει “σπάσει” από αυτό που συνέβαινε τότε στο ίδιο σημείο. Μέσα από τα ποιήματα αλλά και τις ταινίες της τη βλέπω ως αγρίμι, μια γυναίκα που δεν άντεχε τον ρόλο που της φορούσαν. Αυτή η μη αποδοχή ρόλων είναι κάτι που μεταφέρεται στα έργα μου και συνδέομαι πολύ με καταστάσεις που παραλείπουμε ή αφήνουμε να σβηστούν τα ίχνη τους και να ξεχαστούν. Κάποιες στιγμές νιώθω ότι ένα κομμάτι της σύγχρονης ιστορίας, της πρόσφατης, είναι κενό, το παραλείπουμε, το πετάμε».
Το καλοκαίρι που πέρασε έβλεπα στο Πεδίον του Άρεως στα «Πλάσματα 3» της Στέγης τη βιντεο-εγκατάσταση «Κειμήλια». Η Ομόνοια, το Μουσείο και το φεγγάρι, τα Προπύλαια το βράδυ και το Πολυτεχνείο, το Αρχαιολογικό Μουσείο, η Κοιμωμένη, η Αρπαγή, η πλατεία Αμερικής. Τα έδειξε στην πρώτη της ατομική στο Radio Athènes σε επιμέλεια της Έλενας Παπαδοπούλου και αποτελούν ένα άλλο κομμάτι της πρακτικής της, ένα σώμα δουλειάς που αφορά την κινηματογράφηση και τη δημιουργία ενός αρχείου της Αθήνας με πολύ συγκεκριμένα σημεία, έναν περίπατο που, όπως λέει, συμβαίνει και έχει την έννοια να κοιτάξουμε τα πράγματα «λίγο πριν αλλάξουν».
Η ιστορία της καταγραφής της αστικής τοπιογραφίας ξεκίνησε με το έργο που έκανε με τους Τρεις Έρωτες της πλατείας Εξαρχείων, ένα φωτογραφικό αρχείο το οποίο ξεκίνησε και συνέχισε για περίπου τέσσερα χρόνια. «Ήταν η πρώτη φορά που άρχισα να παρατηρώ αυτές τις αλλαγές μέσα στην πόλη. Με ενδιέφερε πολύ αυτό το γλυπτό γιατί υπάρχει ένα σχεδόν ίδιο στην Κυψέλη που είναι ανέγγιχτο, ενώ αυτό της πλατείας Εξαρχείων ήταν κάθε μέρα διαφορετικό. Όταν άρχισα να αντιλαμβάνομαι ότι μιλάμε για ένα ενεργό σύγχρονο έργο τέχνης στην πόλη, στη μέση μιας πλατείας, και για το πώς αυτό διαμορφώνεται και μεταμορφώνεται καθημερινά, άρχισα να το παρατηρώ», λέει.
Την οδηγεί πάντα το μέσο και στους Έρωτες βρήκε ένα αντικείμενο που της επέτρεψε να πειραματιστεί με τις υφές, τις κάμερες και τα υλικά, οπότε αρχικά πήγαινε και δοκίμαζε φιλμ, δοκίμαζε φώτα, σε διαφορετικές ώρες, με διαφορετικές λήψεις. «Δουλεύω αναλογικά γιατί με ενδιαφέρει πολύ η ποιητική που δημιουργεί το μέσο σε σχέση με την εποχή. Εμένα οι κάμερές μου είναι συνήθως από τη δεκαετία του ’80 και δημιουργούν μια υφή, δίνουν υλικότητα και γλυπτικότητα στην εικόνα. Ωστόσο, αν παρατηρήσεις τις λεπτομέρειες των εικόνων, αποκαλύπτεται η εποχή τους. Τα φιλμ, για παράδειγμα, που είναι τραβηγμένα μέσα στο Πολυτεχνείο θα μπορούσαν να είναι οποιασδήποτε εποχής, αν δούμε όμως τις αφίσες ή τα συνθήματα μέσα στην εικόνα, καταλαβαίνουμε ότι είναι στο τώρα. Αυτός ο συνδυασμός και αυτές οι αντιφάσεις νιώθω πώς έχουν να δώσουν πλούτο στην αφήγηση».
Με τους Έρωτες στην πλατεία Εξαρχείων άρχισε να έχει και την παράξενη αίσθηση της δικής της αλλαγής μέσα στον χρόνο. «Μέχρι να συγκροτηθεί αυτό το αρχείο υπήρχε μια επανάληψη και μέσα σε αυτήν τη διαδικασία άρχισα να καταλαβαίνω ότι αλλάζω κι εγώ. Είναι περίεργη αυτή η μετακίνηση, βρίσκομαι στο ίδιο σημείο με αυτό το αντικείμενο και καταλαβαίνω ότι η απεικόνιση είναι διαφορετική γιατί εγώ είμαι διαφορετική», λέει.
Στο τραπέζι μπροστά μας οι φωτογραφίες ενός γυμνού σώματος στον δημόσιο χώρο, η Ιπποδάμεια από το άγαλμα που βρίσκεται στην πλατεία Βικτωρίας, μας μεταφέρουν την αίσθηση του μύθου που έρχεται και μπαίνει σε μια σύγχρονη αφήγηση. Είναι ένα από τα λίγα γυναικεία γυμνά σώματα που έχουμε στον δημόσιο χώρο και στη δουλειά της Κατερίνας Κομιανού υπάρχει έντονα η αίσθηση της ανάδυσης και της μεταμόρφωσής του μέσα στον χώρο. Το περασμένο καλοκαίρι έκανε το μεταπτυχιακό της στο Μετσόβιο, στην Αρχιτεκτονική, και το θέμα ήταν «Το γυναικείο σώμα από το μουσείο στον δημόσιο χώρο», οπότε άρχισε να παρατηρεί πώς βρίσκονται τα σώματα αυτά στον δημόσιο χώρο. Το φωτογραφίζει εδώ και έναν χρόνο, προσπαθώντας να το απομονώσει από το περιβάλλον, να υπάρχει μόνο το άγαλμα και να το μεταμορφώσει μέσα από τις εικόνες της σε μια ζωντανή γυναίκα.
Τα έργα της τα παρακολουθεί φωτογραφίζοντάς τα με επιμονή, με πολλές επαναλήψεις, ενώ, όταν τα κινηματογραφεί, ξέρει με λεπτομέρεια τι ακριβώς πρέπει να κάνει. Δεν υπάρχουν άνθρωποι στο έργο της, την ενδιαφέρει η μοναχική αίσθηση και τη συνοδεύει η σκέψη της μουσικής από την ελληνική σκηνή της δεκαετίας του ’80 – ένα εσωτερικό, προσωπικό ηχητικό τοπίο που δεν ακούγεται, αλλά υπάρχει.
«Η μουσική είναι μέσα στη σκέψη μου, ένα μεγάλο κομμάτι της ζωής και των αναφορών μου», λέει. «Με επηρεάζει πολύ η μουσική, ακούω τα πάντα, αλλά οι αναφορές μου είναι πανκ και γκόθικ και οι πρώτες δυνατές εμπειρίες ήταν από την επαφή μου με τη Γενιά του Χάους, τις εικόνες του Τουρκοβασίλη που έβρισκα τόσο όμορφες, πράγματα που όταν είσαι σε νεαρή ηλικία και τα ανακαλύπτεις σε συγκλονίζουν».
Γεννήθηκε στον Πειραιά και άρχισε από το λύκειο να καταλαβαίνει ότι θα ήθελε να ασχοληθεί με την τέχνη. Λέει ότι είχε την τύχη να προλάβει τον Γιώργο Λάππα στη Σχολή Καλών Τεχνών για τρία χρόνια και συνέχισε με τον Νίκο Ναυρίδη. «Οι δυο αυτοί δάσκαλοι συνδύαζαν πολύ διαφορετικά πράγματα», λέει. «Έμαθα πολλά από αυτούς, ενεργοποίησαν έναν μηχανισμό για να ψάξω τον τρόπο της εικαστικής μου έκφρασης, κάτι που μου επιτρέπει να δουλεύω πιο ελεύθερα», συμπληρώνει.
Αυτή η ελευθερία φαίνεται από το πόσο διαφορετικά είναι τα κομμάτια της πρακτικής της που συνδέονται με τα διαβάσματά της και σε μια πολύ προσωπική κουλτούρα και αντίληψη την οποία έχει αναπτύξει μέσα στα χρόνια, κινούμενη εννοιολογικά ανάμεσα σε στοιχεία που ξεκινούν από μύθους και ιστορίες και συνδέονται στο ίδιο πλαίσιο με τη δυναμική της εποχής μας.
«Φωτογραφίζω, αλλά δεν με ενδιαφέρει να είμαι φωτογράφος», λέει, «είμαι γλύπτρια και νομίζω ότι αυτό φαίνεται στον τρόπο που κινούμαι γύρω από ένα αντικείμενο. Η μετακίνηση, το βλέμμα μου, θεωρώ ότι έρχεται από τη γλυπτική. Επίσης, θεωρώ ότι και οι Super8 έχουν μια κίνηση, ο τρόπος που λειτουργώ με την κάμερα είναι κάπως χορογραφημένος, έτσι ώστε να μεταφερθούν η εικόνα, η αίσθηση και η υπόσταση σε αφηγήσεις που άλλοτε είναι εντελώς φανταστικές και άλλοτε προκύπτουν μέσα από μια δυναμική σκηνή στη σύγχρονη πόλη».