Στο εργαστήριό της, με τα υλικά της δουλειάς της ανάμεσά μας, την Twice, τις πλαστικές καρέκλες και όλα όσα συγκροτούν το πολύπλευρο έργο της μας υποδέχεται η εικαστικός Μαρίνα Ξενοφώντος που θα εκπροσωπήσει την Κύπρο στην Μπιενάλε της Βενετίας το 2026 με το έργο της που επελέγη ομόφωνα και θα το παρουσιάσει με επιμελητή τον Kάιλ Ντάνσεβιτς. «Η εγκατάσταση αυτή είναι μια μελέτη πάνω στην έννοια της συλλογικής μνήμης ως αποθέματος. “It rests to the bones” σημαίνει κυριολεκτικά “αναπαύεται ή παραμένει στα κόκαλα”, και για μένα δείχνει πώς η ιστορία, η εμπειρία, το τραύμα και η ομορφιά εγγράφονται στο σώμα, στη γη, στα αντικείμενα», εξηγεί.
Η πρόταση, σύμφωνα με το σκεπτικό, δεν πραγματεύεται απλώς καίρια ζητήματα των δύσκολων εποχών που διανύουμε αλλά αποκαλύπτει με ευαισθησία μικροϊστορίες του κυπριακού χώρου, τοποθετώντας τες σε ένα πιο σφαιρικό πλαίσιο. Η συνολική εγκατάσταση γλυπτών, βίντεο και ήχου εμβαθύνει σε ζητήματα ατομικής και συλλογικής πολιτιστικής μνήμης, υπογραμμίζοντας τη δύναμη των λαϊκών παραδόσεων και της κληρονομιάς να αμφισβητούν καθιερωμένες κοινωνικές νόρμες, δομές και συμβάσεις.
Η Ξενοφώντος επανατοποθετεί διάφορα πολιτισμικά memorabilia, αναδεικνύοντας τα στρώματα που κρύβουν. Έτσι, ξαναφέρνει στο φως κοινωνικές και ανθρωπολογικές πτυχές που λόγω των ηγεμονικών ιστορικών αφηγήσεων είχαν επισκιαστεί ή διαγραφεί εντελώς με την πάροδο του χρόνου. Μέσα από αυτήν τη διαδικασία αμφισβητεί την αξιοπιστία και τη σταθερότητα της μνήμης, αποκαλύπτοντας παράλληλα την ευμετάβλητη –και ενίοτε απατηλή– φύση της.
«Ένα στοιχείο που επανέρχεται διαρκώς στο έργο μου είναι η αναμέτρηση με τον χρόνο, ο τρόπος που το ατομικό μπλέκεται με το συλλογικό και πώς ένα μικρό προσωπικό γεγονός μπορεί να ανοίξει σε μια ευρύτερη πολιτισμική μνήμη».
Μέσα από την εγκατάσταση ανατρέπονται τα καθιερωμένα πολιτιστικά σύμβολα, ενώ η ίδια η έννοια της αναπαράστασης αμφισβητείται. Το πολιτισμικό παρελθόν της Κύπρου αποδομείται, προκειμένου να αποκαλύψει ιδιαίτερες, προσωπικές ιστορίες χωρίς ιδεατές αφηγήσεις μέσα από τις φωνές γυναικών που συνήθως τοποθετούνται έξω από τις κοινωνικές, οικογενειακές και θρησκευτικές συμβάσεις στις οποίες είχαν καθηλωθεί για αιώνες.

Αυτή την εποχή η Μαρίνα Ξενοφώντος παίρνει μέρος στην ομαδική έκθεση «Sacred or Monsters», μια σύνθεση γλυπτικών αναπαραστάσεων, video performances, επιγραφών και ηχητικών ντοκουμέντων που εξερευνά την έννοια της ταυτότητας ως μιας εύπλαστης ή μεταβλητής δομής που αποδαιμονοποιεί κάθε «άλλο», αφαιρώντας το σημειολογικό του βάρος ως επικίνδυνο, βρόμικο και αντικανονικό. Μετα-ανθρώπινα όντα, μυθικά πλάσματα, υπάρξεις που διαρκώς μεταμορφώνονται και σώματα εξουθενωμένα μα άτρωτα συνυπάρχουν, φτιάχνοντας μια αφήγηση που ολοκληρώνεται μέσα από την αποσπασματικότητά της, μια ιστορία που ενίοτε τρομάζει, θαμπώνει, αποπροσανατολίζει, ενώ, παράλληλα, φωτίζει, ενημερώνει και ενδυναμώνει.
«Το τερατώδες, ως παραβολή πλέον, αποκτά νέο νόημα, γίνεται αντιληπτό μέσα από τη δυνατότητα, την αιδώ ή την ιερότητά του. H γλυπτική εγκατάσταση της Μαρίνας Ξενοφώντος, με τα video performances “Pinocchio” (2008-2009/2025), “To Egon Schiele” (2008-2009/2025) και “Am I a puppet” (2008-2009/2025) που συνδιαλέγονται ετεροχρονισμένα ή αναπάντεχα, έρχεται να ενισχύσει την παράλογη αυτή νέα δύναμη του τερατώδους, διερευνώντας την έννοια του άλλου που ενυπάρχει στον εαυτό. Μεταλλάσσοντας την ίδια της την ταυτότητα, η καλλιτέχνις προσεγγίζει, προβάρει και επιτελεί κάθε της χειρονομία ως εγκιβωτισμένη μίμηση ή αναβίωση μιας πράξης αλλόκοτης. Μέσα από προσθετικά εξαρτήματα που αλλοιώνουν το πρόσωπο, μέσα από νήματα που ορίζουν τις κινήσεις του ή ελέγχουν την όψη του σώματος, τα έργα επιθυμούν να υπάρξουν ως οχήματα εξερεύνησης επιθυμιών, χειραφετήσεων, επιταγών και μεταθέσεων. Η μαριονέτα βρίσκεται πάλι επί σκηνής, πλέον, όμως, παραμορφώνοντας η ίδια τον εαυτό της, εντείνοντας την αυτοδιάθεσή της, εκτείνοντας τα όριά της», σημειώνει η επιμελήτρια της έκθεσης Ιωάννα Γερακίδη.
— Πόσο παρούσα είναι στη δουλειά σου η χώρα σου;
Η Λεμεσός και η Κύπρος είναι πάντα παρούσες στη δουλειά μου, ακόμα κι αν αλλάζουν. Πάντα υπάρχει το αίσθημα της μελαγχολίας, που ίσως πηγάζει από κάτι που δεν έχει επιλυθεί (το άλυτο) ή από κάτι που έχει χαθεί. Η πόλη όπου μεγάλωσα δεν υπάρχει πια όπως τη θυμάμαι – η ταχύτατη ανάπτυξη, οι ουρανοξύστες και τα νέα έργα αλλοίωσαν τον ρυθμό της και εξαφάνισαν αυτό το τοπικό, αυθεντικό κοινωνικό στοιχείο που υπήρχε. Αυτή η απώλεια έγινε αφετηρία να καταγράψω, να θυμηθώ, να σώσω κάτι από εκείνη τη ροή της ζωής που υπήρχε κάποτε.




— Ποιες είναι οι αναμνήσεις σου από τη δεκαετία του ’90;
Μεγάλωσα στη Λεμεσό τη δεκαετία του 90, στην Κύπρο, που ήταν ακόμα έντονος ο απόηχος της εισβολής στις μεγαλύτερες γενιές. Η μητέρα μου μου έδινε πάντα την ελευθερία να πειραματίζομαι δημιουργικά, να αγοράζω βιβλία και υλικά τέχνης, ακόμα και να ράβω τα δικά μου ρούχα σε “ράφτενες” από σκίτσα που έκανα. Αυτό το αίσθημα ελευθερίας ήταν καθοριστικό. Τα καλοκαίρια τα περνούσα στο χωριό σε μια παράλληλη διάσταση που με επηρέασε με τον τρόπο της. Ο παππούς έφτιαχνε κρασί σ’ ένα μικρό διυλιστήριο, που ήταν και το εργαστήριό του. Εκεί έφτιαχνε καρέκλες, μπαστούνια και είχε ένα γαϊδουράκι ως κατοικίδιο. Τα απογεύματα, στο καφενείο, διαβάζαμε εφημερίδες, λύναμε μαθηματικά κουίζ και μου έδινε κάθε φορά μια λίρα να πάω να παίξω βιντεοπαιχνίδια. Από μικρή είχα έφεση στην τέχνη, κάτι που ενίσχυσαν και κάποιοι δάσκαλοι στο σχολείο που με παρέπεμψαν σε απογευματινά μαθήματα. Ξεκίνησα με την ιδέα να σπουδάσω αρχιτεκτονική, αλλά στο τέλος αποφάσισα να ακολουθήσω την τέχνη, ακόμα και αν κι αυτό δεν άρεσε καθόλου στον πατέρα μου, που ήθελε κάτι πιο στέρεο.
— Έφυγες πολύ μικρή για σπουδές στην Αγγλία. Πόσο σε επηρέασαν οι σπουδές σου εκεί;
Πηγαίνοντας μετά το σχολείο στην Αγγλία, σπούδασα καλές τέχνες. Οι σπουδές μου εκεί με επηρέασαν βαθιά γιατί μου έδειξαν ένα τρόπο σκέψης πολύ διαφορετικό από αυτόν που είχα μέχρι τότε. Οι βιβλιοθήκες ήταν απίστευτες, ένας ολόκληρος κόσμος γνώσης που με έβαλε να σκεφτώ αλλιώς, πιο ελεύθερα, πιο θεωρητικά αλλά και πιο συνειδητά ως προς το γιατί και πώς παράγω ένα έργο. Αυτή η περίοδος με βοήθησε να απομακρυνθώ λίγο από τις επιρροές του τόπου μου και να τις ξαναδώ από απόσταση, με άλλη οπτική. Μετά από λίγα χρόνια στην Κύπρο, πήγα για μεταπτυχιακό στη γλυπτική στο Bard College, σε ένα αρκετά απαιτητικό πρόγραμμα. Παράλληλα, προς το τέλος, μπήκα στο residency του Rijksakademie van beeldende Kunsten το οποίο λειτούργησε για μένα σαν προσομοίωση της ζωής του εικαστικού σε ένα πιο επαγγελματικό επίπεδο παραγωγής, καθώς εκεί είχα στούντιο, χώρο διαμονής και εργαστήρια για παραγωγή για δύο χρόνια.
— Πότε παρουσίασες το πρώτο ολοκληρωμένο σου έργο;
Το 2009 παρουσίασα το «Sequence», που θεωρώ ότι είναι το πρώτο ολοκληρωμένο μου έργο. Ήταν ένας καθρέφτης που υποστηριζόταν από μια μεταλλική αγχόνη με έναν μηχανισμό που δημιουργούσε κίνηση στον καθρέφτη. Ένας προτζέκτορας πρόβαλλε πάνω του μια παραμορφωμένη (distorted) εικόνα 360° στον χώρο – ένα είδος αγωνίας και αντανάκλασης ταυτόχρονα. Αυτό ήταν και το τελικό μου έργο στη σχολή· εκεί κατάλαβα πόσο με απασχολεί η έννοια της θέασης, της ανατροπής του χώρου και του χρόνου.

— Μετά τις σπουδές σου στο Λονδίνο επιστρέφεις στη Λεμεσό. Τι αποφασίζεις να κάνεις;
Επέστρεψα στη Λεμεσό. Τότε έμενα στο υπόγειο του πατρικού μου και νοίκιαζα ένα μεγάλο στούντιο που σύντομα μετατράπηκε στο Konteiner, έναν ανοιχτό χώρο για πειραματισμό, συναντήσεις και συλλογικές δράσεις. Εκεί δημιουργήθηκε το «Ideology (and conviction) was modified with pragmatism» (2012), το οποίο παρουσιάζει κομμάτι ενός ημιτελούς εσωτερικού χώρου, μια γωνία με πλακάκια από εκκλησία, και δημιουργήθηκε μέσα στην παύση των εργοταξίων κατά την οικονομική κρίση. Το έργο συναρμολογήθηκε ξανά φέτος για την έκθεση «In a bright green field» στο Μουσείο Μπενάκη ως μια χειρονομία διασταύρωσης παρελθόντος, παρόντος και μέλλοντος. Την ίδια περίοδο ξεκίνησε και το «We were supposed to have fun» (2011 – σήμερα), ένα ανοιχτό αρχείο με προσωπικά βίντεο που περιλαμβάνουν από οίκους ανοχής, φεστιβάλ και techno parties μέχρι εκκλησίες, διερευνώντας τη μνήμη ως μια συνεχώς μεταβαλλόμενη εμπειρία.
— Αρχίζεις εκείνη την περίοδο να δουλεύεις και με άλλους καλλιτέχνες.
Άρχισα να δουλεύω πιο συλλογικά, να συναντώ άλλους καλλιτέχνες, να ανταλλάσσουμε ιδέες και να συνδιαμορφώνουμε δράσεις. Μέσα από αυτήν τη διαδικασία γεννήθηκαν κι άλλες συνεργασίες, όπως αυτές με τη Μαρία Τουμάζου και τον Ορέστη Λάζουρα στους «Νεωτερισμούς Τουμάζου» – επρόκειτο για window projects, fashion editorials, ποίηση και εκθέσεις τέχνης.
— Εδώ και χρόνια δημιουργείς το «Απεριόριστο Αρχείο», μια συλλογή από ιστορίες, υλικά, αντικείμενα προσωπικά ή μη. Είναι μια διαδικασία συγκομιδής φωτογραφιών, βίντεο και καταγραφών διαφορετικής σημασίας. Μίλησέ μου γι’ αυτή.
Αυτά που συλλέγω γίνονται μέρος ενός αρχείου που, όπως λέει ο Κρις Μάρκερ στο Sans Soleil: «The new Bible will be an eternal magnetic tape of a time that will have to reread itself constantly just to know it existed». («Η νέα Βίβλος θα είναι μια αιώνια μαγνητική καταγραφή μιας εποχής που θα χρειάζεται να ανατρέχει διαρκώς στον εαυτό της, μόνο και μόνο για να θυμάται ότι κάποτε υπήρξε.») Αυτό το αρχείο δεν είναι γραμμικό, αναπνέει, μετασχηματίζεται και επανέρχεται εκ νέου. Είναι μια σύνθεση του παρόντος με το παρελθόν και, εν μέρει, με το μέλλον. Ένα πόστερ του Τσε Γκεβάρα που βρήκα ένα πρωί –το είχε αφήσει ο γείτονάς μου έξω από το σπίτι– ή η εικόνα του Aμπντουλάχ Οτσαλάν σε ένα κουρδικό σπίτι κάπου στα νότια της Κύπρου είναι για μένα αντικείμενα-φορείς ερωτημάτων. Αμφισβητούν τη σύγχρονη αξία του συμβόλου, τη διαδρομή του μέσα στην κοινωνία και τον κορεσμό του νοηματικά. Μέσα από τέτοιες εικόνες και υλικά προσπαθώ να κατανοήσω πώς συνδέεται η γεωγραφία με την αναπαράσταση, και τι απομένει τελικά ως μεταδεδομένο μνήμης. Είναι σαν ένας οργανισμός που χρειάζεται να ξαναδιαβάζει τον εαυτό του για να θυμάται ότι υπήρξε.
— Θεωρείς ότι η μνήμη δεν είναι ποτέ στατική, είναι μια ζωντανή, διαδραστική διαδικασία που συνδέεται άμεσα με την υλικότητα.
Με ενδιαφέρει η αντανάκλαση, η κίνηση, τα αυτόματα(αυτόματα) – πώς ένα αντικείμενο ή ένα φως μπορεί να ενεργοποιήσει τη μνήμη του θεατή. Προσπαθώ να δείξω πως η μνήμη δεν είναι κάτι που απλώς κουβαλάμε αλλά που ενεργεί, αντιδρά και μεταβάλλεται συνεχώς. Ένα στοιχείο που επανέρχεται διαρκώς στο έργο μου είναι η αναμέτρηση με τον χρόνο, ο τρόπος που το ατομικό μπλέκεται με το συλλογικό και πώς ένα μικρό προσωπικό γεγονός μπορεί να ανοίξει σε μια ευρύτερη πολιτισμική μνήμη. Επανέρχομαι συχνά στην ιδέα της επανάληψης, ανασχηματίζοντας τα ίχνη κάθε φορά υπό διαφορετικό πρίσμα.




— Μίλησέ μου για τις video performances.
Κατά τη διάρκεια των σπουδών μου ασχολήθηκα με το video performance, παραμορφώνοντας το πρόσωπο και το σώμα μου και βιντεογραφώντας τον εαυτό μου σαν μαριονέτα, σαν έναν Πινόκιο. Χρησιμοποιούσα το representation και appropriation (αναπαράσταση και οικειοποίηση) όπως το βλέπουμε στους πίνακες του Έγκον Σίλε, για παράδειγμα στο «Standing woman in red dress». Αυτά τα έργα τα έκανα ξανά perform μετά από δεκαπέντε χρόνια στο «Cynics Republic» σε σύνθεση του Pierre Bal-Blanc, στο Palais de Tokyo το 2024, και τώρα προβάλλονται στο αμφιθέατρο του Ιδρύματος Θεοχαράκη.
— Ποιος είναι ο ρόλος του καλλιτέχνη σε μια ρευστή κοινωνία;
Να παρατηρεί, να καταγράφει και να δημιουργεί χώρους σκέψης. Είναι κάτι που με απασχολεί πάρα πολύ, ζούμε σε μια εποχή φρικιαστικών καταστάσεων, όπου η πολιτική ευθύνη απουσιάζει και το ανθρώπινο δίκαιο συνθλίβεται. Η τέχνη μπορεί να λειτουργήσει σαν σημείο αναφοράς, σαν περιβάλλον και υπενθύμιση. Είναι ένας τρόπος να μιλήσεις για την πολιτική, την οικονομία, αλλά κυρίως για την ανθρώπινη εμπειρία. Πιστεύω πως το έργο τέχνης μπορεί να είναι μορφή αντίστασης, με επιμονή, μνήμη και διάρκεια, και να εκφράζει τις εντάσεις της εποχής του με ειλικρίνεια.
Βρείτε περισσότερες πληροφορίες για την εικαστική έκθεση «Sacred or Monsters» εδώ.