Μια σπουδαία φωνή της σύγχρονης τέχνης, η Marlene Dumas, έρχεται στην Αθήνα. Η χειρονομιακή ζωγραφική της θα μπορούσε να κατανοηθεί ως μελέτη της ανθρώπινης κατάστασης, ως διαρκής αναζήτηση και τολμηρή αποκάλυψη της ύπαρξης χάρη στις βαθιά προσωπικές και τολμηρές απεικονίσεις των θεμάτων της. Το Μουσείο Κυκλαδικής Τέχνης θα παρουσιάσει από τις 5 Ιουνίου έως τις 3 Νοεμβρίου 2025 την έκθεση «Marlene Dumas: Cycladic Blues», την πρώτη ατομική της κορυφαίας αυτής ζωγράφου σε μουσείο στην Ελλάδα.
Οι γεμάτες δύναμη πινελιές και η παλέτα των ξεθωριασμένων σχεδόν υγρών χρωμάτων στους καμβάδες της απεικονίζουν τη ζωή σε όλη της την πολυπλοκότητα: τα έντονα φορτισμένα ψυχολογικώς έργα της εξερευνούν ζητήματα της σεξουαλικότητας, της αγάπης, του θανάτου και της ντροπής, ενώ συχνά αναφέρονται στην Ιστορία της Τέχνης, στη λαϊκή κουλτούρα και στις σύγχρονες καταστάσεις, οι οποίες εξερευνώνται μέσα από τις καθημερινές τους εκδηλώσεις.
Η Marlene Dumas που γεννήθηκε στη Νότιο Αφρική το 1953 και εργάζεται στο Άμστερνταμ είναι σήμερα η πιο ακριβoπληρωμένη εν ζωή γυναίκα καλλιτέχνις. Τον περασμένο μήνα το έργο της «Miss January» (1997) πωλήθηκε 13,6 εκατομμύρια δολάρια στον οίκο δημοπρασιών Christie’s στη Νέα Υόρκη, γράφοντας ιστορία στην αγορά της τέχνης, σπάζοντας το ρεκόρ της πιο υψηλής τιμής για έργο γυναίκας καλλιτέχνιδας και διπλασιάζοντας την αξία της από την προηγούμενη πώληση έργου της σε δημοπρασία. Για την έκθεση στο Μουσείο Κυκλαδικής Τέχνης επέλεξε η ίδια προσωπικά περισσότερα από τριάντα ζωγραφικά έργα και έργα σε χαρτί και, σε μια σπάνια περίσταση, τα αρχαιολογικά αντικείμενα από τις μόνιμες συλλογές του μουσείου που πρόκειται να παρουσιαστούν μαζί με αυτά. Επίσης, συνεργάστηκε στενά με τον ανεξάρτητο επιμελητή της έκθεσης Douglas Fogle. Οι επισκέπτες θα έχουν την ευκαιρία να δουν δημιουργίες της από την τελευταία εικοσαετία καθώς και πρόσφατα ολοκληρωμένα έργα της που συνθέτουν ένα αντιπροσωπευτικό δείγμα των αλλόκοτα όμορφων και προκλητικών αναπαραστάσεων του ανθρώπινου σώματος που δημιουργεί η κορυφαία Νοτιοαφρικανή καλλιτέχνιδα.
«Για να «δούμε» την τέχνη, πρέπει να σταματήσουμε τη συνεχή ροή των γεγονότων για λίγο, να ονειρευτούμε, να κοιτάξουμε, να σκεφτούμε, να θαυμάσουμε ή να αηδιάσουμε με το τι είμαστε ικανοί να κάνουμε ως άνθρωποι».
Η Marlene Dumas έχει διευρύνει το λεξιλόγιο της ζωγραφικής με έργα που αντλούν έμπνευση από ένα ευρύ φάσμα, από την Ιστορία της Τέχνης έως τα μέσα μαζικής ενημέρωσης αλλά και προσωπικές φωτογραφίες. Τα έργα της, έντονα αλλά και άυλα, προκαλούν τον θεατή να τα ανακαλύψει· μαζί με αυτά ανακαλύπτει την απόλαυση του βλέμματος, το αίσθημα που αναδίδει μια τέχνη χαλαρή και ταυτόχρονα ακριβής, ανοιχτή σε ερμηνείες. Η διαχρονική γλώσσα που συναντάμε στα έργα της Dumas, ίδια με αυτήν των αινιγματικών κυκλαδικών αρχαιοτήτων με τις οποίες συνομιλούν σε αυτή την έκθεση, και η εξαντλητική συχνά οικειότητα που δημιουργεί η απεικόνιση της ζωής και του θανάτου είναι αυτή που κάνουν την τέχνη της τόσο συναρπαστική. Μας επιστρέφει το βλέμμα με συμπόνια, αυτογνωσία καλλιτεχνική, παρόρμηση, πάθος και ένα άμεσο εικονογραφικό λεξιλόγιο το οποίο συνδυάζει μυστηριώδη ανθρώπινα συναισθήματα, ιδέες και επιρροές που αναμειγνύει με τέτοιο τρόπο ώστε να είναι υποβλητικές και να συνδέονται με τους θεατές σε βαθύ συναισθηματικό επίπεδο.

Στη συνέντευξη που παραχώρησε στη LiFO, η κορυφαία παγκοσμίως εικαστικός λέει πως εξακολουθεί να δημιουργεί έργα που κατοικούν σε ένα βασίλειο κάπου μεταξύ παραστατικότητας και αφαίρεσης, εξωτερικού και εσωτερικού κόσμου και μέσα από τολμηρές διατυπώσεις, και αναφέρεται στη γοητεία των κυκλαδικών μορφών και στην ηθική βαρύτητα της τέχνης, στο παρελθόν, στο παρόν και στον ρόλο που παίζει η τέχνη στην ενεργοποίηση της φαντασίας ως αντίσταση σε έναν βίαιο, άσχημο κόσμο.
— Θα ήθελα να ξεκινήσω τη συζήτησή μας ρωτώντας σας για την πρώτη σας επαφή με την αρχαία ελληνική τέχνη –συνήθως το πρώτο πράγμα που σκεφτόμαστε όταν αναφερόμαστε στην αρχαιότητα είναι τα αριστουργηματικά γλυπτά της– και πόσο διαφορετική ήταν η εμπειρία σας όταν ήρθατε σε επαφή με τα κυκλαδικά έργα της Εποχής του Χαλκού, με τα οποία μας χωρίζουν πέντε χιλιάδες χρόνια.
Γεννήθηκα και μεγάλωσα στη Νότια Αφρική και μέχρι τα 23 μου δεν είχα δει ποτέ αρχαία ελληνική τέχνη από κοντά. Όταν ήμουν στη Σχολή Καλών Τεχνών στο πανεπιστήμιο του Κέιπ Τάουν, από το 1972 έως το 1975 σπούδαζα Ιστορία της Τέχνης και είχα δει πολλές φωτογραφίες των αρχαίων αριστουργημάτων σε βιβλία, αλλά αυτά τα έργα δεν μου ασκούσαν καμία έλξη, ακόμα και τα διάσημα, όπως, για παράδειγμα, η Αφροδίτη της Μήλου. Η άλλη ανάμνηση που έχω είναι η αίσθηση ότι δεν μπορείς να περπατήσεις γύρω από μια φωτογραφία ενός γλυπτού, όπως συμβαίνει σε ένα μουσείο, δεν μπορείς να νιώσεις την κλίμακα και τη φυσική παρουσία των γλυπτών όταν έρχεσαι σε επαφή με αυτά μέσα από δισδιάστατες εικόνες σε χαρτί.
Ζούσα σε μια χώρα όπου εφαρμοζόταν το βίαιο πολιτικό σύστημα του απαρτχάιντ, που ισχυριζόταν ότι ανήκει αποκλειστικά στον «πολιτισμένο» λευκό ευρωπαϊκό πολιτισμό και είχε αποκοπεί από την Αφρική· οι καλλιτέχνες της γενιάς μου δεν ήθελαν τα μαθήματα σχεδίου όπου τα γυμνά μοντέλα έπρεπε να ποζάρουν σαν αρχαία ελληνικά αγάλματα. Προτιμούσαν τον εξπρεσιονισμό και την τέχνη των «τρελών», την τέχνη του περιθωρίου από τα καλοσχηματισμένα ελληνικά σώματα, όπου κυριαρχούσε το μοντέλο του Απόλλωνα.
Στην πραγματικότητα, τότε με ενδιέφερε μόνο η σύγχρονη τέχνη, που για μένα ξεκινούσε με τον 20ό αιώνα. Πολλά χρόνια αργότερα, όταν ζούσα στο Άμστερνταμ, συνειδητοποίησα ότι η τέχνη του παρελθόντος μπορεί να είναι πιο παρούσα και ισχυρή από την τέχνη του παρόντος. Άρχισαν να με συναρπάζουν οι ερωτικές και στυλιζαρισμένες ανθρώπινες μορφές και παραστάσεις των ελληνικών αγγείων και η ομορφιά των διαδραστικών σκηνών τους, όπου ο θεός Διόνυσος κυριαρχούσε. Όταν είδα τα κυκλαδικά ειδώλια, με «χτύπησε» η μαγεία τους: στα αγαλματίδια αυτά υπάρχει η τέλεια ισορροπία μεταξύ Απόλλωνα και Διονύσου.

— Τι ήταν αυτό που διακρίνατε σε αυτές τις αφαιρετικές ανθρώπινες μορφές ή στα θραύσματα των κυκλαδικών ειδωλίων που ενέπνευσε έναν διάλογο ή, μάλλον, μια συνάντηση με το δικό σας έργο;
Πάντα με απασχολούσε το ερώτημα γιατί οι άνθρωποι ήθελαν να φτιάχνουν εικόνες των ανθρώπων. Θεωρούσα την αφαίρεση ως την ύψιστη μορφή τέχνης. Η αφαίρεση που ξεπερνά όλες τις αφαιρέσεις έγινε ο δικός μου ορισμός του θεϊκού. Παρ’ όλα αυτά, χρειάζομαι πάντοτε κάποια σύνδεση με το ανθρώπινο σώμα και την ύλη για να αγγίξω το πνευματικό. Η απεικόνιση ανθρώπων είναι κάτι που ξεκινά από πολύ νωρίς, στα πρώτα χρόνια της ζωής μας· δείτε πόσο μοιάζουν μεταξύ τους τα σχέδια που φτιάχνουν τα παιδιά σε όλο τον κόσμο. Το δικό μου έργο βασίζεται κυρίως σε εικόνες ανθρώπινων μορφών και προσώπων, που για μένα είναι το όχημα και το κύριο μέσο για τη δημιουργία νοήματος. Τα καλύτερα έργα μου είναι εκείνα που είναι όσο το δυνατό πιο άμεσα και γυμνά. Έχοντας εξαλείψει τις περιττές, αχρείαστες λεπτομέρειες και διακοσμήσεις, αυτό θέλω και επιδιώκω, και αυτό το κάνει καλύτερα απ’ όλους η κυκλαδική τέχνη με τη δύναμη της απλότητάς της. Ποτέ δεν με ενδιέφερε η «ρεαλιστική» αποτύπωση της ανθρώπινης ανατομίας. Εντούτοις, τα έργα μου δεν είναι συνεπή. Συχνά αναμειγνύουν στυλ και παλεύουν με τη διασπαστική δύναμη του χρώματος. Τα σχέδια με μελάνι είναι ευκολότερο να συγκριθούν με τα κυκλαδικά, αν και, μερικές φορές, οι τίτλοι και τα κείμενά μου που τα συνοδεύουν μπορεί να περιπλέκουν τα πράγματα.


— Όλοι όσοι έρχονται σε επαφή με την κυκλαδική τέχνη, ερευνητές, επιστήμονες, καλλιτέχνες ή επισκέπτες, μιλούν για μια «εμβυθιστική εμπειρία επαφής». Αναρωτιέμαι τι είδους μάθημα μπορεί να προσφέρει σε έναν καλλιτέχνη σήμερα.
Βλέποντας αυτές τις μορφές, συνειδητοποίησα ξανά ότι η τέχνη έχει μια διαχρονική ποιότητα, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι όταν δημιουργείται είναι έξω από την εποχή της. Η τέχνη είναι ένα από τα τελετουργικά που χρειαζόμαστε για να αντιμετωπίσουμε τη ζωή. Για να τη «δούμε», πρέπει να σταματήσουμε τη συνεχή ροή των γεγονότων για λίγο, να ονειρευτούμε, να κοιτάξουμε, να σκεφτούμε, να θαυμάσουμε ή να αηδιάσουμε με το τι είμαστε ικανοί να κάνουμε ως άνθρωποι. Η συνείδηση της ευαλωτότητας και της θνητότητάς μας θα έπρεπε να μας ενώνει, όχι να μας χωρίζει. Με μια έννοια, όλα τα μουσεία είναι ένα είδος νεκροταφείου, αλλά είναι πολύ σημαντικά· μας υπενθυμίζουν τον πλούτο των μορφών και τη θεμελιώδη ενότητα όλων των πολιτισμών και εθνών. Δεν πρέπει ποτέ να ξεχνάμε ότι ένας καλλιτέχνης είναι καλλιτέχνης χάρη σε άλλους καλλιτέχνες. Τα έργα τέχνης σχετίζονται μεταξύ τους, είτε μας αρέσει είτε όχι. Αν δεν ήταν έτσι, η τέχνη θα ήταν απλώς μοναχική και εγωκεντρική. Η Πάτι Σμιθ είχε αναφέρει κάποτε τον Παζολίνι που είπε «οι νεκροί μάς μιλούν, αλλά πρέπει να μπορούμε να ακούμε για να τους ακούσουμε» ή κάτι ανάλογο.
— Βλέποντας τα κυκλαδικά ειδώλια, με τις καθαρές τους φόρμες, χωρίς πρόσωπα, με ιστορίες που μπορεί να πλάσουμε μόνοι μας, δίπλα στα δικά σας έργα, πρόσωπα, σώματα, ένα ζώο, σκέφτομαι ότι τα πορτρέτα σας λειτουργούν σαν αγγελιοφόροι βλεμμάτων και συναισθημάτων. Θα θέλατε να μου μιλήσετε για το πώς οργανώσατε αυτήν τη συνομιλία, πώς διαλέξατε τα κυκλαδικά και πώς ομαδοποιήσατε τα δικά σας έργα;
Για την εγκατάσταση των έργων δούλεψα μαζί με τον ανεξάρτητο επιμελητή Douglas Fogle. Δεν πρόκειται για μια έκθεση όπου κάθε επιλογή έργου ή κάθε ζευγάρωμα με ένα αρχαίο έργο οφείλει να έχει σαφή αιτιολόγηση. Υπάρχει και ένα στοιχείο παιγνιώδες. Ο Roger Williams, ο οποίος τελικά έκανε δύο διαφορετικές εκδόσεις για την έκθεση, βοήθησε επίσης σε αυτή την επιλογή. Πρόθεσή μου είναι να αποτίσω φόρο τιμής στην τέχνη που υπάρχει στο Μουσείο Κυκλαδικής Τέχνης συνολικά. Αν οι χώροι του μουσείου ήταν διαφορετικοί, θα ήθελα να μπορώ να παρουσιάσω ολόκληρη τη συλλογή του, κι εγώ να εμφανίζομαι πού και πού ως «φιλοξενούμενη». Είμαι μια συνειρμική καλλιτέχνιδα που βλέπει παντού σχέσεις, συνδέσεις, σε όλα. Εδώ εμπλέκεται και η σύμπτωση και, όπως και οι σουρεαλιστές πριν από εμένα, γοητεύομαι από την τυχαία συνάντηση αντικειμένων. Ελπίζω να εκπλαγώ όταν τα δω στημένα στην έκθεση και να πω: «Α, αυτό δεν το είχα σκεφτεί πριν!».

— Βρίσκω, επίσης, ότι αυτή η συνομιλία βρίσκεται σε ένα μεταίχμιο και σε ό,τι αφορά τα υλικά και τη σύνδεσή τους: από τη μια υπάρχει το μάρμαρο, η πέτρα, ο πηλός, και από την άλλη ζωγραφικές επιφάνειες που φέρουν τη μνήμη του νερού και των δακρύων ίσως, εύθραυστες και ανοχύρωτες. Μου θυμίζουν εικόνες και τάματα που ξορκίζουν ή εξαγνίζουν παλιές κατάρες. Υπάρχει ένα κοινό σημείο εκκίνησης;
Ναι, νομίζω πως είναι ένας πολύ όμορφος τρόπος να το θέσει κανείς. Έχω πει συχνά ότι τα έργα μου είναι ένα είδος εξορκισμού ή προσευχής για προστασία από το κακό, για να μην είσαι νεκρός, ενώ είσαι ακόμα ζωντανός, για να θρηνήσεις τους νεκρούς. Αλλιώς, μια ελεγεία. Τα ειδώλια φαίνεται ότι χρησιμοποιούνταν και σε ταφικές τελετουργίες. Μου αρέσει ο χαρακτήρας τους, μοιάζουν σαν σφίγγες. Δεν χρειάζονται τις δικές μου ερμηνείες για να καθοριστεί η ταυτότητά τους. Μιλούν από μόνα τους ή, με άλλα λόγια, παραμένουν σιωπηλά.
— Τα έργα σας προκαλούν μεγάλη συγκίνηση με την αμφισημία και τη ρευστότητά τους και τα πορτρέτα σας, ως μελέτες της ανθρώπινης κατάστασης, κάνουν τον θεατή να αντιδρά σχεδόν ακαριαία, κάτι που συμβαίνει, νομίζω, ανεξάρτητα από τις προθέσεις ενός καλλιτέχνη. Σας απασχολεί ο τρόπος με τον οποίο βλέπουμε και ερμηνεύουμε τα έργα σας ως θεατές ή είναι κάτι που αφήνετε ανοιχτό, ακόμα και όταν υπάρχει η δική σας αρχική ερμηνεία;
Ναι, με απασχολεί, ιδιαίτερα όσον αφορά τον τρόπο με τον οποίο περιγράφονται εκ των προτέρων, τις λέξεις που χρησιμοποιούνται στα συνοδευτικά κείμενα δίπλα στα εκθέματα. Αυτά τα κείμενα συχνά κάνουν το κοινό να τεμπελιάζει ή να φοβάται να τα δει χωρίς καθοδήγηση, χωρίς να του υποδείξουν τι θα δει. Δεν δημιουργώ τα έργα μόνο για μένα· γνωρίζω ότι το να εκθέτεις δημόσια σημαίνει ότι καλείς αγνώστους να συμμετάσχουν σε αυτό που έκανες.
Σπούδασα Ηθική της Φιλοσοφίας στο Πανεπιστήμιο του Κέιπ Τάουν για δύο χρόνια τη δεκαετία του ’70. Έμαθα ότι το να είσαι ανοιχτός σε διαφορετικές οπτικές είναι ουσιώδες, αλλά αυτό δεν σημαίνει τελικά ότι όλα είναι αποδεκτά. Ανακαλύπτοντας τους σωκρατικούς διαλόγους, γνώρισα έναν κριτικό τρόπο αναζήτησης της αλήθειας και την έννοια της τραγωδίας.
Οι Έλληνες είναι υπερήφανοι για τους φιλοσόφους και την πολιτική ελευθερία τους, αλλά την ίδια στιγμή ο Σωκράτης, κατηγορούμενος για ασέβεια και διαφθορά των νέων, καταδικάστηκε από το αθηναϊκό δικαστήριο να πιει κώνειο.

— Ο τίτλος της έκθεσης «Cycladic Blues» είναι κι αυτός πολυσήμαντος και ανοιχτός σε ερμηνείες. Συνδέεται με τη θλίψη, τη μελαγχολία, ενώ ταυτόχρονα την τιμά, όπως και τα αμερικανικά μπλουζ που δημιουργούν το αίσθημα της λύπης και της χαράς. Θα μπορούσατε να μου μιλήσετε γι’ αυτό;
Ο πίνακας «Cycladic Blues» δημιουργήθηκε την περίοδο της πανδημίας του κορωνοϊού, κατά τη διάρκεια της οποίας τρία από τα πιο κοντινά μου πρόσωπα πέθαναν από διαφορετικά αίτια. Μια καρτ ποστάλ με ένα κυκλαδικό ειδώλιο ενέπνευσε αυτό το πορτρέτο προσωπικού πένθους και των ντροπιαστικών καιρών μας. Πολλοί πόλεμοι είχαν αρχίσει ήδη να φαίνονται στον ορίζοντα, πολλοί δικτάτορες ήδη κακοποιούσαν τους λαούς τους και αυτήν τη στιγμή που μιλάμε, μπροστά στα μάτια μας, επιτρέπεται και συνεχίζεται η ολοκληρωτική καταστροφή των ανυπεράσπιστων, άστεγων Παλαιστινίων.
Η δημοκρατία βρίσκεται σε κακή κατάσταση. Τα fake news έχουν την τιμητική τους. Υπάρχουν τόσο πολλά που μας προκαλούν θλίψη, το έλεος έχει χαθεί. Γι’ αυτό ο τίτλος του πίνακα ταιριάζει απόλυτα και ως τίτλος της έκθεσης. Είμαι πολύ χαρούμενη που μπορώ να τιμήσω και να απολαύσω αυτά τα αρχαία αντικείμενα, αλλά βαθιά λυπημένη που αυτό το προνόμιο δεν μπορεί να το μοιραστεί και ο υπόλοιπος κόσμος που ζει μέσα στον τρόμο. Μιλώντας για φρικαλεότητες, σκέφτομαι και το μαυσωλείο με τα κρανία των θυμάτων της σφαγής στο Δίστομο το 1944.



— Όταν κοιτάζω τα κυκλαδικά ειδώλια, δεν μπορώ να μη σκέφτομαι πόσο συνδέονται με τις αφρικανικές μάσκες και τα μαύρα πρόσωπα που υπάρχουν στο έργο σας και δεν μπορώ να μη σας ρωτήσω αν η καταγωγή και τα βιώματά σας καθόρισαν με έναν τρόπο το σώμα του έργου σας.
Αυτή είναι μια ερώτηση που μου κάνουν σχεδόν σε κάθε συνέντευξη και κάθε φορά τείνω να δίνω διαφορετική απάντηση γιατί, ναι, κι εγώ ακόμα αναρωτιέμαι. Η Νότια Αφρική, με το απαίσιο απαρτχάιντ, την ηλιθιότητα και την ευφυΐα της, τη συγκινητική αντίσταση, την ικανότητά της να συγχωρεί, τα συγκλονιστικά τοπία της και τις αντιφάσεις της, συνέβαλε στη διαμόρφωση της προσωπικότητάς μου, αλλά δεν καθόρισε το στυλ μου.
Ναι, στέκομαι με δέος μπροστά στις αφρικανικές μάσκες, αλλά θαυμάζω εξίσου τους ύστερους πίνακες του Γκόγια, π.χ. στο «Ο Κρόνος καταβροχθίζει τον γιο του», τον αμερικανικό αφηρημένο εξπρεσιονισμό, τα τρυφερά και επιθετικά σχέδια του Πικάσο, τις λεπταίσθητες εικονογραφήσεις του Ντέιβιντ Χόκνεϊ για τα ερωτικά ποιήματα του Καβάφη… για να αναφέρω μόνο μερικές από τις αμέτρητες πηγές έμπνευσης στην τέχνη μου.
— Στα έργα σας συναντά κανείς έναν καλλιτέχνη που διέπεται από το πνεύμα της μεγάλης και κατακτημένης ελευθερίας αλλά και έναν τεχνίτη σαν αυτόν της Εποχής του Χαλκού, που οργανώνει με ακρίβεια τον τρόπο εργασίας του και από αυτόν τελικά προκύπτει ένα ποιητικό αποτέλεσμα. Θα μπορούσατε να μας μιλήσετε για τη μέθοδο με την οποία δουλεύετε;
Προβάλλεται ένα μικρό φιλμ στο μουσείο όπου μιλάω περισσότερο γι’ αυτό. Εκεί μπορώ να χρησιμοποιήσω τα χέρια και τη γλώσσα του σώματος για να εξηγήσω πολύ καλύτερα αυτό που κάνω, όχι μόνο λέξεις. Η ζωγραφική είναι μια σωματική πράξη που περιλαμβάνει ολόκληρο το σώμα. Είναι ένας χορός χειρονομιών που εμπλέκει πολύ περισσότερα μέρη από τα δάχτυλα, το χέρι, το μπράτσο. Ο πίνακας είναι το υπόλειμμα του ρυθμού και των ιχνών της αλληλεπίδρασης του σώματός σου με το υλικό, που περιλαμβάνει και τον γεμάτο αμφιβολία νου. Ρίχνω χρώμα στον καμβά, το τρίβω, ανακατεύω χρώματα απευθείας πάνω του, χρησιμοποιώ χρώμα απευθείας από το σωληνάριο –παλιά, βρόμικα χρώματα– και πολύ νέφτι. Κουνάω τον καμβά σαν μωρό όσο είναι ακόμα υγρός. Μερικές φορές απλώς ζωγραφίζω με ένα πινέλο, με κανονικές κινήσεις, τίποτα το εξαιρετικό. Δεν κάνω ποτέ προκαταρκτικά σχέδια. Η διαδικασία καθορίζει το περιεχόμενο. Μου είναι δύσκολο να ξεκινήσω, αλλά όταν το κάνω, δουλεύω γρήγορα και με αίσθηση του επείγοντος και σταματώ όταν εξαντλείται η συγκέντρωσή μου.


— Από τα έργα σας αναδύονται θεμελιώδεις προβληματισμοί και δίπολα, όπως ο πόνος και η ηδονή, η ζωή και ο θάνατος, θέματα αναλλοίωτα στο πέρασμα του χρόνου. Εδώ, σε αυτή την έκθεση, υπάρχουν δύο νέα έργα σας, τα «Phantom Age» και «Old». Βρισκόμαστε μέσα σε ένα μουσείο και δεν μπορούμε παρά να σκεφτούμε, βλέποντας έργα της αρχαιότητας, ότι τα αντικείμενα αυτά έχουν κερδίσει την αθανασία μέσα στους αιώνες. Σκέφτεστε τον χρόνο και το γήρας βλέποντάς τα;
Όταν τα κοιτάζω, δεν σκέφτομαι τον χρόνο και το τι σημαίνει να γερνάς. Σκέφτομαι την ομορφιά. Ξεχνώ και τη δική τους και τη δική μου ηλικία.
— Μιλάτε συχνά για την κουλτούρα της αντίστασης που υπάρχει σε κάθε πολιτισμό. Το σώμα του έργου σας είναι πολιτικό με τρόπο που δεν υποτάσσεται στην πολιτική. Θα ήθελα να σας ρωτήσω αν η τέχνη σήμερα μπορεί να διαδραματίσει ένα ρόλο στην αντίσταση των ιδεών στη βία, σε έναν κόσμο που βρίσκεται σε μια κρίσιμη στιγμή.
Ναι, το πιστεύω. Καθώς η εκτίμησή μου για την Ιστορία μεγάλωνε, συνειδητοποίησα ότι το παρελθόν δεν είναι ποτέ πραγματικά παρελθόν. Και ό,τι είναι κακό, ό,τι είναι πολύτιμο υπάρχει στη ζωή, όπως και στην τέχνη, παραμένει πάντα επίκαιρο. Πιστεύω πως η πράξη της δημιουργίας τέχνης, όσο επιθετική κι αν μοιάζει κάποιες φορές, είναι πάντοτε μια πράξη εναντίον της βίας. Ήταν πάντα, και παραμένει, μια πράξη αναστοχασμού. Ο θυμός μπορεί να είναι πηγή έμπνευσης, αλλά, όταν σταματάς για να στοχαστείς, το μίσος μετασχηματίζεται σε κάτι άλλο.






Δείτε περισσότερες πληροφορίες για την έκθεση εδώ
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO.