Ο άντρας που κοιτάζει με ορθάνοιχτα μάτια γεμάτα τρόμο και απόγνωση, με τα δάχτυλα μέσα στα μαλλιά του, με μια έκφραση σχεδόν θεατρική, είναι ο Γάλλος ζωγράφος Γκιστάβ Κουρμπέ. Η τεχνική αυτής της αυτοπροσωπογραφίας, που θεωρείται από τις πιο δυνατές στην ιστορία της τέχνης και από τις καθοριστικές για τη ρεαλιστική γαλλική ζωγραφική του 19ου αιώνα, θυμίζει το ύφος του Καραβάτζιο, με την έντονη αντίθεση φωτός-σκιάς (chiaroscuro) και τα ρούχα που ανεμίζουν και προσθέτουν μια αίσθηση κίνησης.
Ο πίνακας με τίτλο «Le Désespéré» («Ο απελπισμένος»), που φιλοτεχνήθηκε την περίοδο 1843-45, δείχνει τον ζωγράφο σε μια στιγμή συναισθηματικής έκρηξης ή απόλυτης απελπισίας. Σύμφωνα με πολλούς αναλυτές, δεν πρόκειται για μια κυριολεκτική απεικόνιση της απελπισίας, αλλά μπορεί να ερμηνευτεί και ως σχόλιο για το καλλιτεχνικό «εγώ» που υποφέρει. Αν και ρεαλιστής, ο Κουρμπέ συχνά εστίαζε στον εαυτό του και στην πάλη του καλλιτέχνη με τα συναισθήματά του και με την κοινωνία. Το συγκεκριμένο έργο δεν εκτέθηκε κατά τη διάρκεια της ζωής του. Δεν είναι βέβαιο πότε ακριβώς το ζωγράφισε – πολλοί πιστεύουν ότι το φιλοτέχνησε όταν ήταν νέος, σε μια περίοδο κατά την οποία προσπαθούσε να εδραιωθεί ως καλλιτέχνης.
Η αποκάλυψη ότι το Κατάρ είναι ιδιοκτήτης του πίνακα πυροδότησε νέο κύκλο συζητήσεων για να λυθεί το θέμα του ιδιοκτησιακού καθεστώτος και το ζήτημα του πώς έφτασε ο πίνακας στα χέρια των Καταριανών.
Από τα έργα που άφησε πίσω του ο Κουρμπέ, εξήντα βρίσκονται στο Μουσείο Κουρμπέ στο Ορνάν, τη γενέτειρά του. Πρόκειται για έργα που ζωγράφισε κατά τη νεότητά του («Η γέφυρα στο Ναχίν», 1837), εκείνα που θυμίζουν τους κύκλους στους οποίους κινήθηκε («Πορτρέτο της Lydie Jolicler», 1869· «Πορτρέτο του Urbain Cuénot», 1847), έργα με αγαπημένα του θέματα, όπως τα ζώα («Το μοσχάρι», 1873), οι σκηνές κυνηγιού («Αλεπού πιασμένη σε παγίδα», 1860), οι θαλασσογραφίες, τα τοπία της Franche-Comté («Η βελανιδιά του Φλαγκέ», 1864), και την «Αυτοπροσωπογραφία στην Αγία Πελαγία», περίπου το 1872. Στο Μουσείο Ορσέ υπάρχουν περίπου 48 πίνακες του Κουρμπέ. Εκεί φιλοξενούνται κάποια από τα πιο σημαντικά έργα του, όπως τα «Μια ταφή στο Ορνάν», «Το εργαστήριο του ζωγράφου» και το σκανδαλώδες «Η προέλευση του κόσμου».

Η περίφημη αυτοπροσωπογραφία του (που πολλοί νόμιζαν ότι ανήκει ή υπάρχει στις αποθήκες του Ορσέ) ανακοινώθηκε ότι θα εκτεθεί τελικά στο Μουσείο Ορσέ από τον Οκτώβριο. Η αποκάλυψη ότι το Κατάρ είναι ιδιοκτήτης του πίνακα πυροδότησε νέο κύκλο συζητήσεων για να λυθεί το θέμα του ιδιοκτησιακού καθεστώτος και το ζήτημα του πώς έφτασε ο πίνακας στα χέρια των Καταριανών.
Μια μυστηριώδης πώληση

Το «αόρατο» για πολλά χρόνια αριστούργημα του Κουρμπέ επανεμφανίστηκε χάρη σε μια δανειακή σύμβαση μεταξύ της Γαλλίας και του ιδιοκτήτη του, του Κατάρ. Έχει προγραμματιστεί να παραμείνει στους τοίχους του Μουσείου Ορσέ στο Παρίσι για πέντε χρόνια, ενώ το μέλλον του παραμένει αβέβαιο. Η τελευταία φορά που εκτέθηκε ήταν πριν από δεκαεπτά χρόνια, το 2008, στο Grand Palais, στην αναδρομική έκθεση «Gustave Courbet» που είχαν συνδιοργανώσει το The Metropolitan Museum of Art, η Réunion des Musées Nationaux, το Musée d’Orsay, και το Musée Fabre του Μονπελιέ. Την ίδια χρονιά η έκθεση ταξίδεψε και στη Νέα Υόρκη, στο Μητροπολιτικό Μουσείο και στο Μονπελιέ. Στον κατάλογο αναγράφεται ότι το έργο είναι δάνειο από το επενδυτικό ταμείο τέχνης της γαλλικής τράπεζας BNP Paribas, και ότι ο πίνακας δεν είχε εκτεθεί από τα τέλη της δεκαετίας του 1970.
Γιατί λοιπόν αυτό το αριστούργημα του ρεαλιστικού κινήματος ανήκει στο Κατάρ και όχι σε ένα γαλλικό μουσείο, αναρωτιούνται όλοι. Προφανώς και το πρόβλημα ήταν οικονομικό, επειδή η γαλλική κυβέρνηση δεν ήταν σε θέση να ανταγωνιστεί τον οργανισμό μουσείων του Κατάρ (όλοι θυμούνται πώς απέκτησε τους «Χαρτοπαίκτες» του Σεζάν το 2013 για 250 εκατομμύρια δολάρια), ο οποίος ξόδευε ένα δισεκατομμύριο δολάρια σε έργα τέχνης εκείνη την εποχή για να γεμίσει τα μουσεία του.
Το ερώτημα που γεννιέται είναι γιατί η γαλλική κυβέρνηση, που έχει τα μέσα να αποτρέψει τη διαρροή έργων τέχνης, μη εκδίδοντας πιστοποιητικά εξαγωγής για πολιτιστικά αγαθά αξίας άνω των 300.000 ευρώ, δεν έκανε κάτι για τον συγκεκριμένο πίνακα, η αξία του οποίου ξεπερνά κατά πολύ αυτό το ποσό.

Ο συγκεκριμένος πίνακας δεν έφυγε ποτέ από τη Γαλλία, από τότε που αποκτήθηκε από το Κατάρ, όπως δήλωσε το υπουργείο Πολιτισμού, γι’ αυτό και δεν χρειάστηκε να έχει τέτοιου είδους πιστοποιητικό. Φυσικά και έχει γίνει μια συμφωνία μεταξύ Γαλλίας και Κατάρ, η οποία, σύμφωνα με το υπουργείο Πολιτισμού, προβλέπει «την έκθεση του έργου εκ περιτροπής μεταξύ του Μουσείου Ορσέ και του Μουσείου Art Mill» στην Ντόχα (Κατάρ), η κατασκευή του οποίου έχει προγραμματιστεί να ολοκληρωθεί έως το 2030.
Την εποχή που ο πίνακας εκτέθηκε για τελευταία φορά, ιδιοκτήτες του έργου ήταν το επενδυτικό ταμείο τέχνης της γαλλικής τράπεζας BNP Paribas, που στη συνέχεια αποκτήθηκε από τα Μουσεία του Κατάρ, έναν κρατικό φορέα υπεύθυνο για την ανάπτυξη της καλλιτεχνικής σκηνής στο πλούσιο πετρελαιοπαραγωγό εμιράτο. Εξακολουθούν να παραμένουν άγνωστα τόσο η ημερομηνία που άλλαξε χέρια ο πίνακας όσο και η τιμή του.
Ο γαλλικός Τύπος αναφέρεται σε αυτή την ιστορία σημειώνοντας ότι «ένα από τα πιο εκφραστικά και αξιοσημείωτα έργα του καλλιτέχνη βρισκόταν πάντα σε χέρια ιδιωτών – και επομένως σπάνια εκτίθετο, παρά τη φήμη του». Επίσης, είναι απορίας άξιο γιατί αυτός ο σημαντικός πίνακας δεν βρέθηκε ποτέ σε γαλλικές συλλογές. Καταδικασμένος από το κράτος επειδή ζήτησε την απομάκρυνση της στήλης της πλατείας Βαντόμ κατά τη διάρκεια της Παρισινής Κομμούνας το 1871, ο Κουρμπέ αναγκάστηκε να πουλήσει τους πίνακές του για να πληρώσει το κολοσσιαίο ποσό που απαίτησαν τα δικαστήρια, πράγμα που οδήγησε στη διασπορά των έργων του σε ιδιωτικές συλλογές. Όσο για το συγκεκριμένο έργο, έγινε περισσότερο γνωστό τον 20ό αιώνα.

Ο Γκιστάβ Κουρμπέ μέσα από τα έργα του αμφισβήτησε τα καλλιτεχνικά πρότυπα της εποχής του και έφερε στο προσκήνιο τον απλό άνθρωπο, την καθημερινή ζωή και τη σκληρή πραγματικότητα, μακριά από τις εξιδανικευμένες μορφές του ρομαντισμού και του κλασικισμού. Προερχόταν από εύπορη οικογένεια και είχε την οικονομική άνεση να σπουδάσει ζωγραφική στο Παρίσι, αν και απέρριψε τη συμβατική εκπαίδευση της École des Beaux-Arts. Από νωρίς ακολούθησε τον δικό του δρόμο, επηρεασμένος από την ολλανδική τέχνη και τους Ισπανούς ρεαλιστές. Αντί να απεικονίζει μύθους, ήρωες ή αλληγορικές μορφές, ζωγράφιζε εργάτες και χωρικούς, γυναίκες στην καθημερινότητά τους, τοπία χωρίς ρομαντική εξύψωση, και τον ίδιο του τον εαυτό με ειλικρίνεια και δραματικότητα.
Ιδεολογικά ήταν ριζοσπάστης και πήρε ενεργό μέρος στην Κομμούνα του Παρισιού το 1871. Συνελήφθη και φυλακίστηκε για τον ρόλο του στην καταστροφή της στήλης της πλατείας Βαντόμ. Αργότερα αυτοεξορίστηκε στην Ελβετία, όπου πέθανε το 1877. Η τέχνη του άνοιξε τον δρόμο για τα επόμενα κινήματα του ιμπρεσιονισμού, του εξπρεσιονισμού και του μοντέρνου ρεαλισμού. Θεωρείται καλλιτέχνης που άλλαξε ριζικά την πορεία της δυτικής ζωγραφικής, επιμένοντας ότι η τέχνη πρέπει να δείχνει την αλήθεια της ζωής, ακόμη κι αν αυτή είναι σκληρή ή μη δημοφιλής.