Ένα εντελώς τυχαίο γεγονός, η ανακάλυψη μιας πρώιμης «διαθήκης» του Αντώνη Μπενάκη από την Πρόεδρο της Διοικητικής Επιτροπής του Μουσείου Μπενάκη, Ειρήνης Γερουλάνου, όπου ο ιδρυτής του μουσείου προέτασσε την αναγκαιότητα της έκδοσης του λευκώματος των Εθνικών Ενδυμασιών ως ένα «πραγματικώς εθνικής σημασίας έργον» ήταν η αφορμή για να οργανωθεί η έκθεση που συνενώνει κάτω από την ομπρέλα της πολλούς ανθρώπους και φέρνει στο φως άγνωστες ιστορίες.
Αν κάτι, όμως, αποτυπώνει με ενάργεια το βιβλίο που ενέπνευσε τη μεγάλη έκθεση με τίτλο «Οι ιστορίες πίσω από την έκδοση Ελληνικαί Εθνικαί Ενδυμασίαι», ως αποτέλεσμα της συνεργασίας του Μουσείου Μπενάκη με το Ιστορικό Αρχείο της Εθνικής Τράπεζας, είναι το μεγάλο, κοινό όραμα του ιδρυτή του μουσείου, Αντώνη Μπενάκη, της περίφημης λαογράφου Αγγελικής Χατζημιχάλη, του πρωτοπόρου της τυπογραφίας και των γραφικών τεχνών Κωνσταντίνου Ασπιώτη, του κοσμοπολίτη ζωγράφου Νίκολας Σπέρλινγκ και όλων όσοι προέβαλλαν από κοινού μια ελληνικότητα που θα είχε κοινή ταυτότητα και θα μπορούσε να οικειοποιηθεί εκ νέου και με τον πλέον μοντέρνο τρόπο τη λαϊκή τέχνη.
Η έκθεση «Οι ιστορίες πίσω από την έκδοση Ελληνικαί Εθνικαί Ενδυμασίαι» έχει πολλές ιστορίες να αφηγηθεί για μια ολόκληρη εποχή. Δεν ήταν απλώς ένα λεύκωμα αλλά ένας ολόκληρος αστερισμός ανθρώπων, όπως φαίνεται από την έκθεση αλλά και από την ειδική έκδοση που τη συνοδεύει.
Οι περίτεχνες, πανέμορφες φορεσιές με τα τολμηρά ζωηρά χρώματα, που σήμερα κάλλιστα θα υιοθετούσαν οι μοντέρνοι οίκοι μόδας και αναδεικνύονται στις προθήκες της έκθεσης, στόλιζαν τις σελίδες του ιστορικού λευκώματος. Μάλιστα, ξεχωρίζουν για την ευφάνταστη λεπτομέρεια που αναδεικνύουν: από τα εντυπωσιακά κόκκινα φέσια που, με τον έντονο χρωματισμό τους, παραπέμπουν στους αναγεννησιακούς ζωγράφους, μέχρι την ευφάνταστη, λεπτομερή διακόσμηση στα ξόμπλια, στα βαριά ή διάφανα υφάσματα είναι τεράστιο το εύρος της λαϊκής τέχνης που ο Αντώνης Μπενάκης φρόντισε να αναδειχθεί με κάθε τρόπο εκδίδοντας αυτό το σπουδαίο λεύκωμα, χωρίς να σκεφτεί καν το χρόνο που αφιέρωσε ή το κόστος.

επιμελήτρια της Συλλογής Νεοελληνικού Πολιτισμού στο Μουσείο Μπενάκη
«Όλα ξεκινούν από αυτό το βιβλίο», δηλώνει στη LiFO η επιμελήτρια της Συλλογής Νεοελληνικού Πολιτισμού στο Μουσείο Μπενάκη, Ξένια Πολίτου, δείχνοντάς μας την προθήκη με τους εμβληματικούς δύο τόμους της συλλεκτικής έκδοσης που κοσμούν την έκθεση, εξηγώντας μας ότι η ιδέα για το βιβλίο ήταν τόσο κεντρική για τον δημιουργό του Μουσείου Μπενάκη, που ξεκινά αρκετά προτού το Μουσείο ανοίξει τις πόρτες του στο κοινό. «Από το βιβλίο βλέπουμε ότι ο Αντώνης Μπενάκης έχει αναλάβει ενεργό ρόλο ως επιμελητής της έκδοσης, ενώ από την αλληλογραφία του διαπιστώνουμε πόσο την παρακολουθεί, πόσο τον ενδιαφέρει καθ’ όλο το διάστημα της προετοιμασίας της, που διήρκεσε πάνω από μια δεκαπενταετία».
Αυτή η διαδικασία ήταν τόσο χρονοβόρα γιατί ο ιδρυτής του μουσείου προτίμησε, αντί να βασιστεί σε φωτογραφίες για τη δημιουργία του λευκώματος με τις εθνικές φορεσιές, να απευθυνθεί στον κοσμοπολίτη ζωγράφο Νίκολας Σπέρλινγκ για την εικονογράφηση, επειδή ήξερε ότι ειδικευόταν στη μικρογραφία. Λόγω των υψηλών απαιτήσεων της συγκεκριμένης έκδοσης και επειδή ο εμπνευστής της ήθελε να αποδοθεί με ακρίβεια κάθε λεπτομέρεια, προσέφυγε επίσης στο εργοστάσιο λιθογραφίας Ασπιώτη-ΕΛΚΑ που ακολουθούσε πρωτοποριακές μεθόδους όσον αφορά την ιδανική αποτύπωση εκθεμάτων.

Σημαντική στο όλο εγχείρημα ήταν αναμφίβολα η συνεισφορά της καταξιωμένης ήδη τότε λαογράφου Αγγελικής Χατζημιχάλη, η οποία πρέπει να διαδραμάτισε κεντρικό ρόλο στη δημιουργία του λευκώματος αλλά και στην επιλογή των ενδυμασιών, «χωρίς αυτό να τεκμηριώνεται, αλλά είναι δικό μας συμπέρασμα», όπως τονίζει χαρακτηριστικά η Ξένια Πολίτου. Αναλαμβάνοντας ενεργό ρόλο με τη σειρά της, η εταιρεία Ασπιώτη κατάφερε να μεταφέρει στο χαρτί με ακρίβεια τους πίνακες που ζωγράφισε ο Σπέρλινγκ.

επικεφαλής του Ιστορικού Αρχείου της Εθνικής Τράπεζας
«Η εταιρεία Ασπιώτη είχε ήδη συνενωθεί με την Εταιρεία Λιθογραφίας και Κυτιοποιίας Αθηνών και είχαν συναποτελέσει την Α.Ε. Ασπιώτη-ΕΛΚΑ, με τα κύρια χαρακτηριστικά της εταιρείας να είναι ότι τολμούσε και επεδίωκε να πειραματιστεί», μας εξηγεί η επικεφαλής του Ιστορικού Αρχείου της Εθνικής Τράπεζας, Παρή Καλαμαρά. «Σε κάθε φορεσιά εμπλέκονται από επτά, το λιγότερο, έως δεκαεννιά χρώματα τα οποία κατασκευάζουν και τυποποιούν οι άνθρωποι της εταιρείας για να παραγάγουν τελικά το λεύκωμα. Και αυτό είναι από μόνο του ένα πολύ πρωτοποριακό και ποιοτικά άρτιο έργο». Η κ. Καλαμαρά μάς δείχνει, έχοντας ως παράδειγμα το κεντρικό έκθεμα της Βέροιας, πώς αρχικά φωτογραφίζεται ο πίνακας με ειδική κάμερα, πώς η εικόνα περνάει στις γυάλινες πλάκες με μεσολάβηση ρόστερ που επιτρέπει τη σωστή εκτύπωση σε χαρτί και πώς είχε αντικατασταθεί από τότε η πέτρα, που πρωταγωνιστούσε στη λιθογραφία, από έναν ελαφρύ τσίγκο – είναι τρομερό να σκέφτεσαι ότι υπήρχε από τότε η τεχνολογία offset. «Αναφορικά με όλη αυτήν τη διαδικασία και τις μεθόδους που υιοθετήθηκαν απευθυνθήκαμε, με αφορμή τη διοργάνωση αυτής της έκθεσης, σε έναν δάσκαλο της παραδοσιακής τυπογραφίας, τον Γιώργο Μαθιόπουλο, ο οποίος κατέληξε σε αυτά έπειτα από έρευνα», μας πληροφορεί η Παρή Καλαμαρά.
Ο ρόλος των Δελφικών Εορτών


Ήδη τη δεκαετία του ’30 που ξεκινούν οι εργασίες για την έκδοση έχει μεσολαβήσει, όπως μας υπενθυμίζει η κ. Πολίτου, η ίδρυση της Εταιρείας Φιλοτέχνων, ενός σωματείου με σκοπό την ανάδειξη της ελληνικής αλλά και της λαϊκής τέχνης, με μέλη την Αγγελική Χατζημιχάλη και τον Αντώνη Μπενάκη, ενώ την ίδια εποχή πρωταγωνιστικό ρόλο αναφορικά με την πρόσληψη της λαϊκής τέχνης παίζουν το Λύκειο των Ελληνίδων, το Μουσείου Κοσμητικών Τεχνών, το Μουσείο Νεότερου Ελληνικού Πολιτισμού, ο Αριστοτέλης Ζάχος.
Σημείο συνάντησης και κεντρικό ρόλο διαδραματίζουν επίσης οι Δελφικές Εορτές που οργανώνει ο Άγγελος Σικελιανός με την τότε σύζυγό του Αμερικανίδα χορογράφο, Εύα Πάλμερ, όπου έχει πάλι πρωταγωνιστικό ρόλο ο Μπενάκης, ο οποίος, επίσης, είναι κεντρικός χρηματοδότης τους. Εδώ ακριβώς εντοπίζεται το σημείο εκκίνησης του λευκώματος «Ελληνικαί Εθνικαί Ενδυμασίαι», καθώς εκεί προσκαλεί ο Μπενάκης τον Σπέρλινγκ από την Ινδία για «εργασία εκτελέσεως σειράς πινάκων ελληνικών ενδυμασιών».
Στους Δελφούς βρίσκεται ήδη η Nelly’s, η οποία φωτογραφίζει συστηματικά πια, και στην οποία η Πηνελόπη Δέλτα έχει αναθέσει να καλύψει φωτογραφικά το γεγονός. «Υπάρχει σειρά φωτογραφιών όλων αυτών των κυριών που αναδεικνύουν τις φορεσιές και το δελφικό τοπίο, τα οποία βλέπουμε ταυτόχρονα σε αυτά τα σχέδια», μας λέει η κ. Πολίτου και μας δείχνει τη χαρακτηριστική διαδρομή που ακολούθησαν, συγκρίνοντας τα σχέδια του Σπέρλινγκ με τις φωτογραφίες στις οποίες εντόπισαν ότι βασίστηκαν αυτά.




Παρότι δεν έχουν πλήρη εικόνα της διαδικασίας που ακολουθήθηκε, ωστόσο, μέσα από την εξονυχιστική τους έρευνα και βάσει των διαθέσιμων στοιχείων, οι επιμελήτριες της έκθεσης εικάζουν ότι ο Σπέρλινγκ χρησιμοποιούσε προπαρασκευαστικά σχέδια από τις διάφορες αστές που πόζαραν με την παραδοσιακή ενδυμασία, μια διαδικασία στην οποία καταλυτικό ρόλο είχε ο Μπενάκης, ακόμα και για την επιλογή των προσώπων. Παρούσα στη διαδικασία ήταν και η Αγγελική Χατζημιχάλη, η οποία επέβλεπε αν οι ενδυμασίες προσαρμόζονταν με τον σωστό τρόπο.
Εντυπωσιάζει το πορτρέτο του ίδιου του Αντώνη Μπενάκη με κρητική ενδυμασία αλλά και της κόρης του Ειρήνης Καλλιγά. Η όλη αισθητική –οι γκρεμοί, τα βράχια που δέσποζαν στο βάθος ως φόντο–βλέπουμε να κυριαρχεί και στις φωτογραφίες της Nelly’s, όπου ακόμα και οι πόζες των μοντέλων ακολουθούν την ίδια λογική. Πρόκειται για κυρίαρχες χειρονομίες που αποπνέουν το ιδεολογικό κλίμα της εποχής, το οποίο είχε στο επίκεντρο την ελληνικότητα σε όλες τις εκφάνσεις του δημόσιου βίου. Ακόμα και σε κοσμικό επίπεδο, βλέπουμε τις κυρίες των Αθηνών να φορούν τις φορεσιές και να υιοθετούν τη λαϊκή κουλτούρα ως κυρίαρχη στάση ζωής.
«Όλοι αυτοί οι άνθρωποι κάνουν τη λαϊκή τέχνη κτήμα τους, έπειτα από τη Μικρασιατική Καταστροφή, φορώντας τις φορεσιές σε διάφορες κοσμικές εκδηλώσεις και μετατρέποντάς τες σε κυρίαρχη μόδα. Κομμάτια από κεντήματα τα κάνουν αμπαζούρ, η λαϊκή τέχνη γίνεται η ελληνική μόδα της εποχής», μας εξηγεί η κ. Πολίτου. Δεν είναι τυχαία η άλλη πλευρά της ελληνικότητας που επινοείται ή ανακαλύπτεται ευρέως και τη βλέπουμε στην κυρίαρχη τέχνη, στους ζωγράφους της εποχής που αρχίζουν να εμπνέονται από τη λαϊκότητα, όπως ο Τσαρούχης, ή σε ποιητές ή λογοτέχνες, όπως ο Γιώργος Σεφέρης, ο οποίος φέρνει ξανά στο προσκήνιο τη συμβολική ισχύ του Μακρυγιάννη και το αισθητικό σθένος του Θεόφιλου. Τέλος, υπάρχει και η θεσμική, η κρατική αφήγηση, που θα τη δούμε είτε με τις εκδόσεις Nικολούδη, είτε με τις γιορτές του Παναθηναϊκού Σταδίου, τις οποίες οργανώνει το δικτατορικό καθεστώς Μεταξά.


Γεννώντας διαρκώς ιστορίες
Για όλους αυτούς τους ανθρώπους που κάνουν τη λαϊκή τέχνη κτήμα τους έπειτα από τη Μικρασιατική Καταστροφή, το βιβλίο λειτουργεί, κατά κάποιον τρόπο, ως σημείο αναφοράς και οδηγός. «Ύστερα από την κατάρρευση της Μεγάλης Ιδέας λόγω της Μικρασιατικής Καταστροφής του 1922, η μελέτη του πρόσφατου υλικού πολιτισμού και το ενδιαφέρον της μορφωμένης αστικής τάξης για τη λαϊκή τέχνη και την παράδοση της ελληνικής υπαίθρου επιτάθηκαν και ουσιαστικά ανταποκρίθηκαν στην ανάγκη ενίσχυσης της εθνικής ταυτότητας, προτάσσοντας την ιδέα της ελληνικότητας ως πνευματικού αντίβαρου στο συλλογικό τραύμα», σημειώνει ο Σάββας Καράμπελας στον ειδικό τόμο «Οι ιστορίες πίσω από την έκδοση Ελληνικαί Εθνικαί Ενδυμασίαι» που συνοδεύει την έκθεση.
Ακριβώς επειδή υπάρχει αυτή η εθνική ανάταση και η προϊούσα επιβολή της λαϊκής τέχνης, ανθούν και οι εκδόσεις με διάφορες λαϊκές φορεσιές, αλλά δεν έχουν την ίδια ποιότητα, ούτε λειτουργούν ως πηγή έμπνευσης όπως η έκδοση με επιμελητή τον Αντώνη Μπενάκη. Έξι μήνες έπειτα από την ίδρυσή του το Μουσείο Μπενάκη φιλοξένησε το Διεθνές Συνέδριο Μουσείων που διοργάνωνε η Διεθνής Επιτροπή Πνευματικής Συνεργασίας της Κοινωνίας των Εθνών –της μετέπειτα UNESCO–, με τον τότε πρόεδρό του, Αντώνη Μπενάκη, να παροτρύνει τις καλεσμένες κυρίες να φορέσουν εθνικές ενδυμασίες αντί για επίσημες τουαλέτες. Εντύπωση προκαλεί η χαρακτηριστική φωτογραφία που προβάλλεται στις προθήκες της έκθεσης, με τις ντυμένες με τις εθνικές φορεσιές κυρίες να περιβάλλουν τον Αντώνη Μπενάκη σε μια στιγμή συνύπαρξης εθνικής συνείδησης και κοσμικότητας.


Είναι, εν προκειμένω, προφανές ότι το λεύκωμα και ο εμπνευστής του είχαν ασκήσει καθοριστική επίδραση στους αστικούς κύκλους της Αθήνας αλλά και της περιφέρειας. Δεν είναι τυχαίο ότι η Εθνική Τράπεζα θέλησε να αποκτήσει το λεύκωμα αμέσως μετά την κυκλοφορία του – ο πρώτος τόμος το 1848 και ο δεύτερος το 1854, οπότε ο Μπενάκης δεν είναι πια εν ζωή. Η Εθνική αγοράζει αρκετά αντίτυπα, τόσο από τον πρώτο όσο και από τον δεύτερο τόμο, τα οποίους προσφέρει είτε σε βιβλιοθήκες είτε ως δώρα.
Το λεύκωμα παραμένει ακριβό και λόγω του μεγάλου κόστους παραγωγής τυπώνεται σε συγκεκριμένο αριθμό αντιτύπων. Ωστόσο, ο αντίκτυπός του παραμένει μεγάλος και δείχνει τον σπουδαίο ρόλο που έπαιξε στην προβολή της διαμορφούμενης τότε εθνικής ταυτότητας ο εμπνευστής του λευκώματος και ιδρυτής του Μουσείου Μπενάκη, ο οποίος είχε αντιληφθεί από νωρίς τη μεγάλη επίδραση που θα είχε η έκδοση στα πολιτιστικά και πνευματικά πράγματα της Ελλάδας.
Για όλους αυτούς τους λόγους, η έκθεση «Οι ιστορίες πίσω από την έκδοση Ελληνικαί Εθνικαί Ενδυμασίαι» έχει πολλές ιστορίες να αφηγηθεί για μια ολόκληρη εποχή. Δεν ήταν απλώς ένα λεύκωμα αλλά ένας ολόκληρος αστερισμός ανθρώπων, όπως φαίνεται από την έκθεση αλλά και από την ειδική έκδοση που τη συνοδεύει, την οποία επιμελούνται ως επιστημονικές σύμβουλοι η Παρή Καλαμαρά και η Ξένια Πολίτου. Αμφότερες τονίζουν, ολοκληρώνοντας την ξενάγηση στην έκθεση, τον πολύτιμο ρόλο και την άψογη συνεργασία όλης της ομάδας, την οποία αποτελούν ο Σάββας Καράμπελας, η Χρυσαλένα Αντωνοπούλου, ο Παύλος Θανόπουλος, η Σταλίνα Βουτσινά, με τους οποίους, όπως τόνισαν, «κάναμε μαζί όλο αυτό το ταξίδι». Ίσως εδώ να μην ισχύει ότι σημασία έχει μόνο το ταξίδι, αλλά και ο προορισμός: το Μουσείο Μπενάκη στην καρδιά της Αθήνας.