ΑΦΟΥ Ο ΓΚΟΓΚΕΝ ολοκλήρωσε τον πίνακα που θα έφερε τον τίτλο «Από πού ερχόμαστε; Τι είμαστε; Πού πάμε;» –μια ζωφόρο με κυματιστά βαθιά μπλε και πράσινα χρώματα με θερμές πινελιές καφέ, πράσινου και χρυσού και λάμψεις κόκκινου– περιπλανήθηκε στα βουνά κοντά στο σπίτι του στην Ταϊτή και αποπειράθηκε να αυτοκτονήσει. «Δεν ξέρω αν η δόση [αρσενικού] ήταν πολύ ισχυρή», θα εξηγούσε σ’ έναν φίλο του, «ή αν ο εμετός εξουδετέρωσε τη δράση του δηλητηρίου, αλλά μετά από μια νύχτα τρομερού πόνου, επέστρεψα στο σπίτι».
Ο Γκογκέν σχεδίαζε για αρκετό καιρό το έργο, ελπίζοντας ότι θα ήταν το αριστούργημά του, η τελευταία του διαθήκη, ένα έργο τέχνης που θα έλυνε επιτέλους, όπως ο ίδιος έλεγε, το «παράδοξο μεταξύ του κόσμου των συναισθημάτων και του κόσμου του μυαλού». Δεν μπορούσε να αντέξει οικονομικά κάτι καλύτερο, οπότε ζωγράφισε σε ένα κομμάτι χοντρού καμβά από λινάτσα, με διαστάσεις πάνω από 3,6 μέτρα πλάτος και 1,4 μέτρα ύψος. Στον πίνακα επιχείρησε να συνοψίσει σχεδόν τα πάντα: τη δική του τέχνη, τις τέχνες γενικότερα, τις εμπειρίες του στην Ταϊτή, τη φιλοσοφία του, την αίσθηση πνευματικότητας που τον διακατείχε – ολόκληρη την απίστευτη ζωή του.
Παρά τον θόρυβο που είχε η ζωή του Γκογκέν, υπάρχει κάτι ευλογημένα σιωπηλό και διαχέον στο έργο. Όσο περισσότερο το κοιτάζεις, τόσο περισσότερο μοιάζει να διαφεύγει.
Αφελώς (για να το θέσουμε ευγενικά), ο Γκογκέν είχε φανταστεί την Ταϊτή ως ένα μέρος όπου θα μπορούσε να ζήσει «σε έκσταση, σε ειρήνη και για την τέχνη», με «μια νέα οικογένεια, μακριά από τον ευρωπαϊκό αγώνα για το χρήμα» (όπως έγραψε στη σύζυγό του, Μετ), στη «σιωπή της υπέροχης τροπικής νύχτας». Δύο μήνες μετά την αναχώρησή του από τη Μασσαλία, βρέθηκε σε ένα μέρος διαλυμένο από τις ασθένειες, τον αλκοολισμό, τον εθισμό στο όπιο και τις αποικιακές διαμάχες εξουσίας. Η πολυνησιακή θρησκεία είχε σχεδόν εξαφανιστεί και αντικατασταθεί από τον προτεσταντισμό και τον καθολικισμό.
Ήταν 43 ετών όταν έφτασε στην Ταϊτή. Αρχικά συνδέθηκε με μια Αγγλο-ταϊτιανή κοπέλα που ονομαζόταν Τίτι. Αλλά τη βρήκε πολύ ομιλητική –και επίσης «καλογυαλισμένη από την επαφή με... Ευρωπαίους»–, οπότε την αντικατέστησε με την Τεχαμάνα, μια 13χρονη κοπέλα, την οποία του πρόσφερε η μητέρα της ως σύζυγο σε ηλικία που τότε (όπως επισημαίνει η πιο πρόσφατη βιογράφος του Γκογκέν, Σου Πριντό) ήταν η ηλικία συναίνεσης. Χάνοντας την ευκαιρία να παραδεχτεί ότι ήταν ήδη παντρεμένος, ο Γκογκέν την ερωτεύτηκε, ισχυριζόμενος ότι δεν είχε γνωρίσει ποτέ μια «γυναίκα» τόσο αυτοδύναμη. Εν τω μεταξύ, στο Παρίσι, η εγκαταλελειμμένη έγκυος ερωμένη του, η Τζουλιέτ Χουέτ, γέννησε την κόρη τους.
Μέσα σε έναν χρόνο, ο Γκογκέν νοσταλγούσε ήδη την πατρίδα του και ήθελε απεγνωσμένα να επιστρέψει στη Γαλλία, αλλά ήταν άφραγκος, οπότε του πήρε άλλους δώδεκα μήνες να εξασφαλίσει ένα εισιτήριο. Μετά από δύο χρόνια στη Γαλλία, όμως, επέστρεψε στην Ταϊτή. Μετακόμισε σε ένα νοικιασμένο οικόπεδο τρία μίλια από την πρωτεύουσα, όπου έχτισε μια καλύβα από μπαμπού και φύλλα φοίνικα και γνώρισε σε μια 14χρονη κοπέλα, την Παχούρα. Άπορος και εξαρτημένος από τη μορφίνη για να καταπραΰνει τον πόνο στο πόδι του, είχε τάση να βήχει αίμα και νοσηλεύτηκε αρκετές φορές. Τον Δεκέμβριο, η Παχούρα γέννησε ένα μωρό, το οποίο πέθανε λίγο μετά τη γέννα. Ένα άλλο παιδί, η 20χρονη κόρη του Αλίν, πέθανε στην Κοπεγχάγη τον επόμενο μήνα (Ιανουάριος 1897) μετά από μια κρίση πνευμονίας.
Όταν ο ιδιοκτήτης του σπιτιού που είχε νοικιάσει πέθανε και οι κληρονόμοι του το πούλησαν, ο Γκογκέν αναγκάστηκε να μετακομίσει σε άλλο σπίτι. Καθισμένος στο κρεβάτι και ταλαιπωρημένος από μια λοίμωξη στα μάτια, ένα έκζεμα τόσο σοβαρό που τον εμπόδιζε να ζωγραφίζει και ένα πρόβλημα στον αστράγαλο που δεν θεραπευόταν, έγραψε στον φίλο του Ζορζ-Ντανιέλ ντε Μονφρέ ότι είχε «χάσει κάθε ελπίδα». Αφού υπέστη μια σειρά καρδιακών προσβολών, αποφάσισε να αυτοκτονήσει.
Δεδομένης της απόπειρας του Γκογκέν να αποτυπώσει στον πίνακα την αιώνια φύση του χρόνου, μοιάζει λογικό το ότι οι μελετητές δεν συμφωνούν καν ως προς τη χρονολογική σειρά των γεγονότων. Ενώ οι περισσότεροι πιστεύουν ότι ο Γκογκέν ζωγράφισε το «Από πού ερχόμαστε; Τι είμαστε; Πού πηγαίνουμε;» πριν από αυτή την αποτυχημένη απόπειρα, η Πριντό εικάζει ότι το έργο δημιουργήθηκε μετά. Σε κάθε περίπτωση, παρά τον θόρυβο που είχε η ζωή του Γκογκέν, υπάρχει κάτι ευλογημένα σιωπηλό που διαχέεται στο έργο. Όσο περισσότερο το κοιτάζεις, τόσο περισσότερο μοιάζει να διαφεύγει.
Ο Γκογκέν δεν ενδιαφερόταν για την αλληγορία. Ήταν ένας θαυμάσιος συγγραφέας (τα δύο πρώτα μέρη του χρονικού του για την παραμονή του στην Ταϊτή, «Noa Noa», εκδόθηκαν περίπου την ίδια περίοδο). Αλλά ζωγράφιζε ακριβώς για να αποφύγει τις διπλωματικές εκφράσεις και τις προφανείς ερμηνείες. «Η ζωγραφική είναι η πιο όμορφη από όλες τις τέχνες», έγραψε κάποτε. «Είναι η σύνοψη όλων των αισθήσεών μας και, καθώς την παρατηρούμε, ο καθένας μας μπορεί, σύμφωνα με τη φαντασία του, να δημιουργήσει τη δική του ιστορία… Με μια μόνο ματιά, η ψυχή μας μπορεί να πλημμυρίσει με τις πιο βαθιές σκέψεις. Χωρίς καμία προσπάθεια μνήμης, όλα συνοψίζονται σε μια μόνο στιγμή».
Όπως και ο Ντεγκά, έτσι και ο Γκογκέν ανακύκλωνε συχνά τα δικά του έργα. Το «Από πού ερχόμαστε;…» αποτελεί μια ανθολογία των μορφών, των ιδεών και των χρωματικών συνδυασμών που είχε χρησιμοποιήσει σε παλαιότερους πίνακες του με θέμα την Ταϊτή. Είναι σαφώς ένας πίνακας με θέμα τη δημιουργία και την πτώση: μια αφήγηση για την εξέλιξη, τη διαφθορά, τον θεό και τον θάνατο ξεδιπλώνεται καθώς ο θεατής μετακινεί το βλέμμα του από τα δεξιά προς τα αριστερά του καμβά. Αλλά αυτό που είχε σημασία για τον Γκογκέν, περισσότερο από οποιαδήποτε αφηγηματική εξήγηση, ήταν το ξεδίπλωμα μιας συγκεκριμένης διάθεσης.
Το κλειδί γι' αυτήν τη διάθεση είναι το χρώμα. Ο Γκογκέν ήταν πεπεισμένος –προτού αυτή η αντίληψη γίνει εμμονή της πρωτοπορίας– ότι το χρώμα ήταν στενά συνδεδεμένο με τη μουσική. Θεωρούσε ότι μπορούσε να χρησιμοποιηθεί «αινιγματικά». Μόνο οι βαθύτερες αλήθειες για τη ζωή, όπως είχε διαισθανθεί, προέρχονταν από την υπεκφυγή και την ψευδαίσθηση. Και έτσι μπαίνουμε σε ένα είδος ωκεάνιας ονειροπόλησης που δεν είναι πλέον μόνο του Γκoγκέν, αλλά μια αυτόνομη εμπειρία που περιμένει να ενεργοποιηθεί από όποιον επιλέξει να υποκύψει σε αυτήν μια δεδομένη ημέρα, στο παρελθόν, στο μέλλον ή σε αυτό το απαραβίαστο, κυλιόμενο παρόν, που είναι η αληθινή σφαίρα της τέχνης.
Με στοιχεία από τη «Washington Post»
«