Γεννήθηκα στην Πάτρα, μια πόλη με όλο αυτό το θαυμάσιο παραθαλάσσιο μέτωπο που ζει ακόμα στη φαντασία μου και το λατρεύω. Αυτή η πόλη με έχει επηρεάσει πολύ με τα νεοκλασικά της, τον πολιτισμό που είχε αναπτύξει από την εποχή της σταφίδας, τα μνημεία, την ιστορία της, το καρναβάλι της.
• Ο πατέρας μου ήταν λογοτέχνης, αρθρογράφος, διανοούμενος και δούλευε στα Ελληνικά Ταχυδρομεία, ένας δημοκράτης που τον κυνήγησε η χούντα – όλο αυτό του άφησε φοβερές ημικρανίες που τον βασάνιζαν και ψυχοσωματικά προβλήματα. Η μητέρα μου ήταν μαία, είχε σπουδάσει με τη βοήθεια της Πρόνοιας στο μαιευτήριο Έλενα και έχω πολύ έντονες αναμνήσεις: να φεύγει μέσα στη νύχτα για να πάει να ξεγεννήσει, γιατί πολλές γυναίκες εκείνη την εποχή γεννούσαν στα σπίτια, να κάνει παρθενορραφές· αυτό ήταν συγκλονιστικό, τις έραβε τρεις μέρες πριν από τον γάμο.
• Η πιο ενδιαφέρουσα φιγούρα μέσα στην οικογένεια ήταν ο παππούς μου από την πλευρά της μητέρας μου. Ήταν αριστοκράτης, Ρώσος, λεγόταν Ευγένιος Ιβάνοβιτς Τεοντόροφ και ήταν στην αυλή του τελευταίου τσάρου Νικόλαου Ρομανόφ τοπογράφος μηχανικός, ζωγράφος και αγιογράφος. Με την επανάσταση έφυγε για να μη συλληφθεί. Εγκατέλειψε την οικογένειά του, γυναίκα και κόρες, και από τη Ρουμανία πέρασε στην Ελλάδα και έφτασε στην Πάτρα. Προσπαθούσε να βρει τρόπο για να μπορέσει να ζήσει και έπιασε δουλειά σε μια πλούσια κυρία της αριστοκρατίας της Πάτρας, πλένοντας πιάτα. Στη γιορτή της της έκανε δώρο μια προσωπογραφία της και εκείνη του είπε: «Εσύ είσαι ζωγράφος και σε έχω να πλένεις πιάτα; Δεν γίνεται». Και τον σύστησε να κάνει μαθήματα ζωγραφικής σε παιδιά του κύκλου της, της καλής κοινωνίας. Γνώρισε τη γιαγιά μου, που είχε έρθει από τη Σμύρνη μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή το ’22. Ήταν παντελώς αγράμματη, ούτε την υπογραφή της δεν ήξερε να βάζει, αλλά ήταν νόστιμη και ερωτεύτηκαν. Ήθελαν να παντρευτούν, αλλά χαρτιά δεν είχε κανένας από τους δυο τους. Τότε βρέθηκε ένας καλός παπάς –σπανίζει το είδος, αλλά πότε πότε βρίσκεται και κανένας– και τους πάντρεψε. Γεννήθηκε πρώτη η μαμά μου και ύστερα οι δυο αδελφές της. Εγώ δεν τον γνώρισα, πέθανε στον πόλεμο, αλλά πριν πεθάνει έδωσε ένα σημείωμα στη μαμά μου να ψάξει να βρει τις αδελφές της στην Αγία Πετρούπολη. Το σημείωμα χάθηκε και μαζί με αυτό και οι ρίζες μου. Κάποια στιγμή ενδιαφέρθηκα, πήγα στην πρεσβεία, αλλά δεν βρήκα άκρη και τα παράτησα.
«Ζούμε σε μια ελεύθερη αγορά, καθένας από εμάς μπορεί να πάρει τις αποφάσεις του, να μετακινηθεί, ένας αρραβώνας είναι η σχέση με την γκαλερί και μπορεί εύκολα να διαλυθεί. Και σε όλες τις περιπτώσεις όλοι μας κρινόμαστε και από τη συμπεριφορά μας».
• Μεγάλωσα με τις ιστορίες για τον παππού μου και έχω ακόμα έναν πίνακα ζωγραφικής και μια φωτογραφία του. Επειδή δεν γνώρισα παππού, είχα καημό. O πατέρας μου γνωρίζει κάποια στιγμή έναν Αθηναίο, διανοούμενο, του κύκλου του, και μου λέει: «Θα λες τον κύριο Τάκη “παππού”». Κάποια στιγμή χτύπησε την πόρτα του σπιτιού μας, ήμουν μόνη μου, λέει: «Άνοιξέ μου, είμαι ο παππούς». «Ποιος παππούς;» απαντάω εγώ, «ο πεθαμένος ή ο ζωντανός;».
• Είμαι μοναχοπαίδι και παρόλο που έχω καλή επικοινωνία με τους γύρω μου, είμαι παράλληλα εσωστρεφής, θέλω να είμαι και μόνη μου, θέλω τις στιγμές μου και τις ανάσες μου. Είμαι παιδί της Πάτρας που έχει μέσα του την καρναβαλική διάθεση και τη διασκέδαση εκείνης της εποχής – ακόμα και σήμερα, πονάει το γόνατό μου, αλλά αν ακούσω έναν ρυθμό αρχίζει να με τρώει κάτι να λικνιστώ.
• Το σχολείο μού άρεσε πάρα πολύ. Καμιά φορά ακούω τα εγγόνια μου που λένε ότι βαριούνται και μου φαίνεται τερατώδες. Για μένα ήταν παράδεισος, υπήρχε κοινωνικοποίηση, άλλα παιδιά να παίζω. Ήμουν καλή μαθήτρια και ήθελα να σπουδάσω γιατρός στα πρότυπα του Άλμπερτ Σβάιτσερ. Μου άρεσε πολύ το διάβασμα, ξέφευγα και έφτιαχνα φανταστικούς κόσμους, έβλεπα και τον πατέρα μου να διαβάζει, σε αντίθεση με τη μαμά μου που κένταγε στον ελεύθερο χρόνο της τα προικιά μου. Μέχρι σήμερα το διάβασμα είναι κάτι που αγαπώ πολύ, παρά το γεγονός ότι ο χρόνος ανάγνωσης έχει μειωθεί πολύ.
• Το όνειρο της Ιατρικής δεν μπορώ να πω ότι οι γονείς μου το ασπάστηκαν. Έλεγαν: «Τι να γίνεις γιατρός; Θα παντρευτείς έναν γιατρό και θα γίνεις γιατρίνα». Μοναχοπαίδι στην Πάτρα το ’70, με γαλλικά και πιάνο, αυτό ήθελαν για μια κόρη καλής οικογενείας της εποχής. Για να καταλάβεις σε τι περιβάλλον ζούσα, κάποια στιγμή εκεί στα 15 ήθελα να κάνω ένα πάρτι. Λέω: «Θα φωνάξω και αγόρια». «Όχι», μου λένε, «δεν γίνεται, ας ντυθούν αγόρια τα μισά κορίτσια και θα χορεύετε μεταξύ σας». Και έκανα τέτοιο πάρτι. Κάποια στιγμή μεγάλωσα, με άφησαν να πάω σε ένα πάρτι που έκανε μια φίλη μου. Δεν πρόλαβα να χορέψω το πρώτο τραγούδι που έβαλαν με το αγόρι που μου άρεσε, βλέπω με την άκρη του ματιού μου τους γονείς μου που κατέφθασαν να με πάρουν σπίτι. Αυτά ήταν, έτσι μεγαλώσαμε.
• Τέλειωσα το σχολείο, ήρθα στην Αθήνα για να δώσω εξετάσεις στο Deree και να προετοιμαστώ να σπουδάσω Κοινωνικές Επιστήμες. Αρρώστησα, έπαθα μια μεγάλη κρίση σκωληκοειδίτιδας και πήγα να πεθάνω, νοσηλεύτηκα και επέστρεψα στην Πάτρα. Ένας από τους γιατρούς που με παρακολουθούσαν ήταν ο μελλοντικός μου σύζυγος, ένας πολύ καλός άνθρωπος – παντρευτήκαμε και πολύ γρήγορα έκανα παιδί. Όταν ήρθαμε στην Αθήνα για να κάνει ο Κώστας ειδικότητα, μου λέει: «Πρέπει να σπουδάσεις». Συζητήσαμε πολύ και κατέληξα ότι ήθελα να σπουδάσω Παιδαγωγική Ψυχολογία.
• Ο σύζυγός μου με βοήθησε πολύ, με ενθάρρυνε, κρατούσε το παιδί για να πηγαίνω στη σχολή του Δολιανίτη, πράγματα που δεν έκαναν οι άντρες στη γενιά μας. Ήταν κάτι εξαιρετικό και σπάνιο για μένα, που δεν ήμουν ο τύπος της νοικοκυράς που μεγαλώνει το παιδί της και πίνει καφέ με τις φίλες της. Αυτή η σχολή είχε πολύ καλούς καθηγητές, τον Αντρέα Λεντάκη, τον Νεοκλή Σαρρή, ένα πολύ καλό δυναμικό και πραγματικά όποιος έμενε αποκτούσε μια καλή κατάρτιση.
• Πήρα κάποια στιγμή το παιδί μου και πήγα στο Μονπελιέ για να συνεχίσω τις σπουδές μου, αλλά ήταν πολύ δύσκολα, δεν μπορούσα να το φροντίζω και να πηγαίνω στο πανεπιστήμιο, και τα εγκατέλειψα. Επέστρεψα, το πτυχίο του Δολιανίτη είχε ισχύ και άρχισα να δουλεύω ως παιδαγωγός ψυχολόγος. Απογοητεύτηκα γρήγορα, γιατί τις μαμάδες δεν τις ενδιέφερε αν το παιδί ήταν έξι ετών και κατουριόταν ή αν δάγκωνε τα άλλα παιδάκια στο σχολείο, τις ενδιέφερε το IQ του, αυτό συζητούσαν. Έτσι έκανα κάτι άλλο που με ενδιέφερε περισσότερο. Το ΠΑΣΟΚ είχε φτιάξει τη Νομαρχιακή Επιτροπή Λαϊκής Επιμόρφωσης (ΝΕΛΕ) η οποία έκανε μαθήματα σε γονείς, σε χωριά και κωμοπόλεις. Αυτό είχε μεγάλο ενδιαφέρον γιατί οι γονείς είχαν ανάγκη να μιλήσουν, ειδικά οι γυναίκες. Έμπαινα στο οτομπιάνκι και πήγαινα αυθημερόν στα Λεχαινά, στη Γαστούνη, στην Αρκαδία για ψίχουλα, αλλά μου άρεσε. Κάποια στιγμή τελείωσε κι αυτό. Εν τω μεταξύ, ασχολήθηκα και με το φεμινιστικό κίνημα της εποχής, με διαμαρτυρίες, διαβήματα, συγκεντρώσεις, όσα γίνονταν στα τέλη της δεκαετίας του ’70 και αρχές του ’80.
• Όταν χώρισα, αποφάσισα να έρθω στην Αθήνα. Είχα βρει δουλειά στο «Αθηνόραμα», στις δημόσιες σχέσεις. Κάποια στιγμή γυρίζω πάλι στην Πάτρα και πιάνω δουλειά στο Φεστιβάλ της Πάτρας που είχε αναλάβει ο Θάνος Μικρούτσικος και το έκανε διεθνές. Ήταν ένας άλλος κόσμος, δημιουργικά, υπέροχα χρόνια, και έχω φοβερές εμπειρίες με τον Κεσσανλή, τον Τσόκλη, τον Λαζόγκα, τον Σκοπελίτη που έκαναν εκθέσεις, και όλους όσοι έφταναν στην Πάτρα, από τον Μπομπ Ντίλαν μέχρι τον Άστορ Πιατσόλα, τον Χατζιδάκι, τη Νάνα Μούσχουρη, την Αγνή Μπάλτσα.
• Λέω συνεχώς ότι θεωρώ τον Θάνο μέντορά μου, ήταν αυτός που με έκανε να καταλάβω το μεγαλείο του καλλιτέχνη. Δουλεύαμε ατέλειωτες ώρες σε ένα περιβάλλον συνεργατικό και φιλικό που δεν υπήρχαν ανταγωνισμοί, και δεν σκεφτήκαμε ούτε λεπτό να ζητήσουμε υπερωρίες, δεν περνούσε από το μυαλό μας, γιατί περνούσαμε ωραία. Κοιμόμουν δυο ώρες στον καναπέ στο κτίριο του Λιμενικού, όπου στεγαζόταν το φεστιβάλ, και συνέχιζα να δουλεύω. Ήταν ιστορικές στιγμές και για την πόλη και για τον θεσμό των φεστιβάλ αλλά και για όλους εμάς.
• Θυμάμαι όταν ήρθε ο Κιθ Τζάρετ στο Αρχαίο Ωδείο, που είχε στο συμβόλαιο ακόμα και τι νερό θα πιει − είχε βάλει όρο να μη χτυπάει η καμπάνα, αλλά πώς να σταματήσεις τις καμπάνες που χτυπούσαν κάθε ώρα; Και θυμάμαι, ενώ έπαιζε, μόλις χτυπούσε η καμπάνα, σταματούσε, έπιανε τη νότα και έκανε έναν αυτοσχεδιασμό. Φοβερά πράγματα.
• Η Πάτρα ζούσε εκείνα τα χρόνια σε έναν πολιτιστικό πυρετό, είχε πάρει ζωή, έτσι ξύπνησαν μέσα μου οι καλλιτεχνικές επιρροές της οικογένειας. Και τότε γνωρίζω τον Γαβρήλο Μιχάλη και αποφασίζουμε να ανοίξουμε το Επίκεντρο στην Πάτρα το 1989. Σκεφτήκαμε να δημιουργήσουμε έναν πολιτιστικό πόλο, έναν πυρήνα στην περιφέρεια, μακριά από το μητροπολιτικό κέντρο. Βρήκαμε έναν υπέροχο βιομηχανικό χώρο 700 τ.μ. και η πρώτη έκθεση που κάναμε ήταν Ακριθάκης, Λήδα Παπακωνσταντίνου, Βαρώτσος, Τότσικας, Μπουτέας και Ρένα Παπασπύρου, τα τοπ των τοπ εκείνης της εποχής.
• Και έπειτα άρχισε ένα μουσειακού τύπου εκθεσιακό πρόγραμμα με εγκαταστάσεις, μεγάλα έργα, «περίεργα πράγματα», εκθέσεις Ελλήνων κυρίως καλλιτεχνών, είτε καταξιωμένων είτε νέων και πολλά υποσχόμενων εκείνη την εποχή, που αποτέλεσαν τη μετέπειτα ελληνική εικαστική σκηνή. Οι εκθέσεις άφησαν εποχή γιατί αυτά τα πράγματα δεν γίνονται ούτε σήμερα. Ήρθε ο Αληθεινός και έσκαψε την γκαλερί τέσσερα μέτρα βάθος και έκανε την «Κατάκρυψη», ο Τσόκλης έχτισε την «Κιβωτό», ο Τότσικας έκανε το φοβερό έργο με το Εργαστήριο του Ηφαίστου − είχε ανάψει φωτιά, ο φωτογράφος δεν μπορούσε να μπει γιατί θα καιγόταν και η μηχανή και ο ίδιος και στα εγκαίνια είχαμε άνθρωπο να καταβρέχει την τσιμεντένια οροφή για να μην καταρρεύσει. Κάναμε μια έκθεση με τον λαϊκό καλλιτέχνη που έφτιαχνε τον καρνάβαλο από papier maché, τον Δημήτρη Βούρτση. Είχαμε την έκθεση του Μπουτέα που είχε βάλει άσφαλτο, γυαλιά, και μπαίνει ένας Πατρινός, τα βλέπει και λέει: «Α, φτιάχνετε την γκαλερί, θα έρθω άλλη ώρα». Στο Επίκεντρο έρχονταν όλοι, διανοούμενοι, καλλιτέχνες, πολιτικοί από την Αθήνα να δουν τις εκθέσεις, δεν υπήρχε άλλος τέτοιος χώρος στην Ελλάδα. Στα εγκαίνια έφταναν 150 Αθηναίοι και δέκα Πατρινοί. Οι Πατρινοί πήγαιναν στην ψαροταβέρνα πάνω από το Επίκεντρο, αλλά αδιαφορούσαν για τον Ακριθάκη.
• Οι έπαινοι και τα «μπράβο» για τις σπάνιες εγκαταστάσεις που στήναμε δεν έφταναν για να πληρώσουν τα έξοδα και κάποια στιγμή πήραμε την απόφαση να ανοίξουμε το Επίκεντρο στην Αθήνα. Φτάσαμε στη Βαρβάκειο Αγορά, στην οδό Αρμοδίου, και ο Χρήστος Παπούλιας, ένας καταπληκτικός αρχιτέκτονας που όλοι θυμόμαστε με θαυμασμό, σχεδίασε τον χώρο, αλλά ήμασταν περιορισμένοι, δεν μπορούσαμε να σκάψουμε ή να γκρεμίσουμε. Είχαμε έναν φίλο στη διαφήμιση που μας είχε πει ότι για να ανοίξουμε τον χώρο και να τον κάνουμε γνωστό πρέπει να κάνουμε κάτι εντυπωσιακό. Αφού ήμασταν στη Βαρβάκειο, φτιάξαμε ένα κουτί, βάλαμε μέσα ένα πορτοκάλι και το στείλαμε χωρίς τίποτε άλλο μέσα, δεν φαινόταν ο αποστολέας. Και έγινε κακός χαμός, οι παραλήπτες νόμιζαν ότι είναι τρομοκρατικό χτύπημα. Άλλος έλεγε «μου έστειλαν οι εχθροί μου δηλητηριασμένο πορτοκάλι σαν μήνυμα», άλλοι πήραν την Ασφάλεια και κινητοποίησαν το σύμπαν. Σε κάποιους πήγαν σάπια τα πορτοκάλια, καθυστέρησε το κούριερ. Μας πήρε η Ασφάλεια τηλέφωνο, τελικά μαθεύτηκε ποιοι ήμασταν και έτσι, κάπως επεισοδιακά, ανοίξαμε.
• Η πρώτη έκθεση ήταν αφιερωμένη στον Γαΐτη – παλιότερα στο καρναβάλι ένα γκρουπ είχαμε ντυθεί σαν τα Ανθρωπάκια του, με ριγέ φορεσιές. Είχαμε και ένα 2CV παρκαρισμένο από κάτω, με ανθρωπάκια οδηγούς και συνοδηγούς. Η δεύτερη έκθεση ήταν του Τσόκλη, που έφερε μια νταλίκα με καρπούζια από τη Λάρισα και έκανε έργα και ζωγραφικά με αληθινά καρπούζια στους τοίχους. Στα εγκαίνια άρχισε να πετάει καρπούζια από τον πρώτο όροφο της γκαλερί, εκεί τα πήρε ο Στάθης Τσαγκαρουσιάνος και έγραψε στο «01» που στεγαζόταν στην ίδια πλατεία: «Ήρθαν οι κότες του Κολωνακίου να διώξουν τους άστεγους και τους άπορους της πλατείας». Ακούσαμε πολλά τότε και δεν θα το έκανα ξανά αυτό το χάπενινγκ, γιατί όλο αυτό είχε μια δόση αλαζονείας, δεν παίζεις με τους άπορους και τους άστεγους. Το Επίκεντρο στην Αθήνα λειτούργησε μέχρι το 2000. Και τέλειωσε το όνειρο, χωρίσαμε με τον Γαβρήλο και αποφάσισα την επόμενη κιόλας μέρα να ανοίξω γκαλερί, γιατί αυτό ήξερα να κάνω, αυτό αγαπούσα και μου έδινε χαρά.
• Βρήκα αυτόν τον χώρο στου Ψυρρή, στον οποίο βρισκόμαστε και σήμερα, και άνοιξε η γκαλερί το 2001 ως a.antonopoulou.art στην οδό Αριστοφάνους, σε σχέδια του Άρη Ζαμπίκου που έχει το γραφείο του στον ίδιο δρόμο. Πρώτη έκθεση ήταν του Αλέξανδρου Ψυχούλη, ξεπουλήσαμε. Ήταν η εποχή του χρηματιστηρίου, υπήρχε μια μεγάλη άνθηση οικονομική και ήταν μια καλή εποχή για τις γκαλερί. Τότε στου Ψυρρή ήμασταν δέκα γκαλερί. Το 2004 έσπρωξαν τους ουσιοεξαρτημένους προς αυτή την περιοχή και υποβαθμίστηκε αφάνταστα. Έβλεπες σκηνές ροκ, δεν μπορούσαν να φτάσουν οι άνθρωποι εδώ, οπότε οι περισσότερες γκαλερί έφυγαν. Η κατάσταση αυτή, με την εγκληματικότητα στο ζενίθ, κράτησε πάνω από πέντε χρόνια. Έμεινα μόνο εγώ γιατί μου άρεσε ο χώρος, ακόμα και το Guru στην πλατεία Θεάτρου έκλεισε.
• Τότε άρχισα να στέλνω επιστολές στον δήμο, στην αστυνομία, να μιλάω για την κατάσταση στην περιοχή, αλλά οι απαντήσεις ήταν απογοητευτικές. Κανένα πραγματικό ενδιαφέρον δεν υπήρχε και όταν το 2010 μου πρότειναν να κατέβω δημοτική σύμβουλος με τον Καμίνη, αν και ήμουν πολύ αρνητική στην αρχή, σκέφτηκα ότι δεν γίνεται να διαμαρτύρομαι από το γραφείο μου, πρέπει να κατεβώ κάτω και να αγωνιστώ για να καθαρίσει η περιοχή, να γίνει καλύτερη η πόλη. Και βγήκα, με έκανε ο Καμίνης αντιδήμαρχο Σχεδίου Πόλεως. Δουλεύαμε πολύ, αλλά η γραφειοκρατία δεν παλεύεται. Ενώ ως επιχειρηματίας είχα μάθει να λύνω τα προβλήματα επί τόπου και να μη χρονίζουν, εκεί, για να πάει το πρωτόκολλο από τον έναν όροφο στον άλλο έκανε τέσσερις μήνες. Τέλειωσε αυτή η θητεία και όλοι οι κόποι εξανεμίστηκαν, ήταν μια τραυματική εμπειρία.
• Δεν ασχολήθηκα ξανά με τα κοινά, αφοσιώθηκα στην γκαλερί μου, γιατί εν τω μεταξύ είχε αλλάξει και ο χώρος της τέχνης, ήμασταν μέσα στην κρίση. Όσοι έρχονταν και αγόραζαν παλιά στις γκαλερί μεγάλωσαν, άρχισαν να μην κυκλοφορούν πολύ και να μην αγοράζουν, να μην έχουν ενδιαφέρον, τα δε παιδιά τους είναι παντελώς αδιάφορα, λένε: «Πουλήστε και δώστε μας τα λεφτά». Αλλάζει και η μεσαία τάξη, αγοράζει ελάχιστα, προτιμά να μην επενδύσει σε ένα έργο τέχνης ή δεν της περισσεύουν χρήματα. Νέο κοινό αγοραστικό δεν δημιουργήθηκε ξανά όπως αυτό της εποχής πριν από την κρίση.
• Ενώ εκείνη την περίοδο έκλεισαν γκαλερί, ύστερα από τον κορωνοϊό άνοιξαν πολλές καινούργιες, υπάρχει μια κινητικότητα αλλά και ένας πληθωρισμός, είναι λίγα τα ενδιαφέροντα πράγματα που βλέπεις. Γίνονται δουλειές πρόχειρες, που δεν βοηθάνε, κι αυτό δεν είναι καλό για τον χώρο. Δεν το λέω από πλευράς αγοραστικής δύναμης ή αξίας, αλλά από πλευράς διαμόρφωσης του κοινού.
• Επίσης, το μοντέλο του γκαλερίστα που ξέραμε στη δεκαετία του ’80 δεν υπάρχει τώρα, είναι άλλο. Δεν είναι ιδεολογικό, να αγαπάς την τέχνη και να παθιάζεσαι με αυτή. Είναι κοινωνικό, κοσμικό, με ακριβά γεύματα, ένα επάγγελμα που λειτουργεί πια με άλλους όρους. Και όσοι αγοράζουν σήμερα βλέπουν και την επένδυση, δεν υπάρχουν ιδεολόγοι συλλέκτες που θα ερωτευτούν ένα έργο και θα το αγοράσουν. Μπορεί να αγοράσουν κάτι που τους αρέσει λιγότερο, αν πειστούν ότι θα πάρει αξία.
• Οι σχέσεις και με τους συλλέκτες και με τους καλλιτέχνες παίζουν πολύ σοβαρό ρόλο στη δουλειά μας. Εγώ έχω φερθεί με τιμιότητα στους καλλιτέχνες, που κι αυτοί άλλαξαν μέσα στα χρόνια − δεν εννοώ αυτούς με τους οποίους συνεργάστηκα. Βλέπω τις αλλαγές γύρω μου, αν δεν πουλήσουν ή αν πιστέψουν ότι μπορεί να πουλήσουν σε μια επόμενη γκαλερί, θα φύγουν χωρίς να πουν λέξη, μπορεί να μάθεις πού κάνουν έκθεση από ένα δελτίο τύπου. Φυσικά, ζούμε σε μια ελεύθερη αγορά, καθένας από εμάς μπορεί να πάρει τις αποφάσεις του, να μετακινηθεί, ένας αρραβώνας είναι η σχέση με την γκαλερί και μπορεί εύκολα να διαλυθεί. Και σε όλες τις περιπτώσεις, όλοι μας κρινόμαστε και από τη συμπεριφορά μας.
• Έχουμε πολύ καλούς καλλιτέχνες, αλλά δεν έχουμε θεσμούς να τους υποστηρίξουν, να δημιουργήσουν ένα πλαίσιο για να τους συστήσουμε και διεθνώς, γιατί με αυτόν τον τρόπο θα μεταμορφωνόταν και η αγορά της Ελλάδας που είναι μικρή. Ούτε οι γκαλερί μπορούν να κάνουν τέτοιες μεγάλες κινήσεις. Δεν είμαστε σαν τις μεγάλες γκαλερί του εξωτερικού με εκατοντάδες άτομα στο πελατολόγιο, που διαλέγουν τους πελάτες τους. Εκεί συζητάμε για άλλα μεγέθη. Θυμάμαι, στην Μπιενάλε της Βενετίας, το 1992, η Ισπανία είχε κινήσει γη και ουρανό να πάρει το Λιοντάρι. Δεν το πήρε αλλά έβλεπες πώς κινούνταν, πώς έκαναν θόρυβο, πώς κανόνιζαν εκθέσεις, συζητούσαν για να δανείσουν Πικάσο και Τάπιες και στη συμφωνία έβαζαν να εκτεθούν και δέκα σύγχρονοι καλλιτέχνες. Εμείς αυτό δεν το κάναμε ποτέ, μαζί με τα βυζαντινά και τα αρχαία να προωθήσουμε και τους σύγχρονους καλλιτέχνες.
• Στην Ελλάδα έχουμε μείνει πίσω γιατί δεν έχουμε παιδεία και αυτό είναι κάτι που ξεκινάει πολύ νωρίς, από το σχολείο, και δεν αφορά μόνο την τέχνη. Ζούμε σε μια άσχημη και βρόμικη πόλη, και τι μπορεί να πει σε έναν πολίτη η σύγχρονη τέχνη σε μια τέτοια καθημερινότητα; Η ζωή και η ανατροφή μας στην πόλη καθορίζει και τη συμπεριφορά μας απέναντι στην τέχνη. Έχει κάποιος χρήματα; Θα πάρει ένα ακριβό αυτοκίνητο, μια ακριβή τσάντα, κοσμήματα. Δεν θα πάρει ένα καλό έργο του Τάκι, γιατί δεν μπορεί να κάνει επίδειξη με αυτό, δεν έχουν πού να το δείξουν, ο κύκλος τους δεν ενδιαφέρεται. Βεβαίως, το να ανακαλύπτει κάποιος την ομορφιά ή την ανακούφιση ή ένα παράθυρο στην τέχνη είναι το πιο αισιόδοξο πράγμα που μπορώ να σκεφτώ.
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO.