Υπάρχουν εκθέσεις που σε καλούν να δεις έργα τέχνης και άλλες που σε καλούν να δεις ξανά την Ιστορία μέσα από την τέχνη. Σαν μνήμες που κρέμονται σε τοίχους και περιμένουν να τις αναγνωρίσεις. Η έκθεση «Διαδρομές στην τέχνη. Έργα από τη Συλλογή της Τράπεζας της Ελλάδος», που εγκαινιάστηκε στη Δημοτική Πινακοθήκη Χανίων, ανήκει στη δεύτερη κατηγορία και προσφέρει μια ξεχωριστή βιωματική εμπειρία. Σε κάθε έργο που παρουσιάζεται υπάρχει ένα ίχνος εποχής, μια στάση απέναντι στον κόσμο, ένας στοχασμός που διαπερνά γενιές. Δεν συγκροτεί μια γνώριμη παρουσίαση εικαστικών έργων αλλά συνθέτει μια σπάνια χαρτογράφηση της νεοελληνικής καλλιτεχνικής διαδρομής.
Αντικρίζοντας έργα του Γύζη, του Βολανάκη, του Παρθένη, του Τσαρούχη, αλλά και σύγχρονων δημιουργών όπως ο Γιώργος Ρόρρης, η Βάνα Ξένου, ο Μιχάλης Μανουσάκης και ο Δημήτρης Ανδρεαδάκης −δύο Χανιώτες που μοιάζει να επιστρέφουν στο σπίτι τους− νιώθεις πως περιπλανιέσαι σε έναν χώρο γεμάτο εσωτερικές διαδρομές και μνήμες. Κάθε όροφος αποκαλύπτει μια εποχή, κάθε καλλιτέχνης προσφέρει μια μοναδική ματιά απέναντι σε ένα ερέθισμα, ένα ιστορικό γεγονός, μια προσωπική στιγμή. Πρόκειται για μια συγκινητική περιήγηση σε μια Ελλάδα όπως τη διέκριναν, την ένιωσαν και την αναζήτησαν μέσα από τη δική τους τέχνη.
Δεν πρόκειται για ένα μουσειακό ξεφύλλισμα της ελληνικής τέχνης, αλλά για μια ζωντανή συνάντηση με τα βλέμματα των δημιουργών. Μια σιωπηλή συνομιλία με την Ιστορία, όπως αποτυπώθηκε από το χέρι τους. Η τέχνη δηλαδή όχι ως αναπαράσταση, αλλά ως βίωμα.
Το ιστορικό κτίριο της Δημοτικής Πινακοθήκης Χανίων δεν επιλέχθηκε τυχαία. Στον χώρο αυτόν εγκαταστάθηκε προσωρινά τον Απρίλη του 1941 η διοίκηση της τράπεζας, με αποτέλεσμα να αποκτά μια επιπλέον συναισθηματική αξία. Οι πίνακες, οι χρωματικές παλέτες, η ματιά των καλλιτεχνών γίνονται ένα είδος παλίμψηστου, όπου το παρελθόν συνομιλεί με το παρόν μέσα από τα φίλτρα της αισθητικής και της κοινωνικής μνήμης. Σήμερα, ο ίδιος χώρος υποδέχεται 99 έργα που αντλούνται από τη μεγάλη συλλογή της τράπεζας, η οποία ξεπερνά τα 3.000 συνολικά έργα. Τα έργα αυτά, όπως τόνισε ο διοικητής, Γιάννης Στουρνάρας, ο οποίος εγκαινίασε την έκθεση, «αντανακλούν ισχυρές ιδέες, αξίες και συμβολισμούς διαφορετικών εποχών. Δημιουργίες που αναφέρονται σε σημαίνοντες τόπους και χρονικά ορόσημα τόσο της ελληνικής τέχνης όσο και της ελληνικής Ιστορίας». Η ίδια η έκθεση αποτελεί μέρος ενός συνεκτικού πολιτιστικού σχεδίου. Όπως υπογράμμισε ο ίδιος: «Εντάσσεται στη σειρά των σημαντικών καλλιτεχνικών γεγονότων που παρουσιάζονται τα τελευταία χρόνια στη Δημοτική Πινακοθήκη Χανίων, έναν δραστήριο πολιτιστικό φορέα με έντονο τοπικό στίγμα και ευρύτερο όραμα για την ανάδειξη του ελληνικού πολιτισμού».

Και πράγματι, τα Χανιά –«στο νότιο τούτο άκρο της Ελλάδας», όπως είπε ο δήμαρχος Παναγιώτης Σημανδηράκης– αναδύονται ως κυψέλη πολιτισμού. Όχι μόνο για την Κρήτη, αλλά και για την εθνική πολιτιστική γεωγραφία. «Η Δημοτική Πινακοθήκη τα τελευταία χρόνια διένυσε τη δική της διαδρομή στην τέχνη με βήματα διαδοχικά», συνέχισε ο ίδιος, τονίζοντας τη σημασία της συνεργασίας με το Κέντρο Πολιτισμού, Έρευνας και Τεκμηρίωσης της Τράπεζας της Ελλάδος.
Η λέξη-κλειδί είναι «διαδοχικά». Η έκθεση, επιμελημένη με ακρίβεια και ευαισθησία από τη Χάρι Κανελλοπούλου, ξεδιπλώνεται σε τρεις θεματικές ενότητες που ακολουθούν το ρεύμα του χρόνου: από τη σχολή του Μονάχου και τις πρώτες θαλασσογραφίες έως τον μοντερνισμό των δεκαετιών του ’20 και του ’30 και, τέλος, την έκρηξη της σύγχρονης παραστατικής και αφαιρετικής αναζήτησης μετά τη δεκαετία του ’70. «Μέσα από κάθε χρονικό κανάλι, η έκθεση φανερώνει τις αισθητικές προτιμήσεις και τις επιδιώξεις της εκάστοτε εποχής, ενώ παράλληλα αποτυπώνει τους τρόπους με τους οποίους η εικαστική έκφραση εξυπηρέτησε και εξυπηρετεί ποικίλους προορισμούς και στόχους –καλλιτεχνικούς, ιδεολογικούς, κοινωνικούς– συζητώντας και προωθώντας τα αντίστοιχα ερεθίσματα και μηνύματα προς τους θεατές της», σημείωσε η Χάρις Κανελλοπούλου.
Στον πρώτο όροφο συναντάμε τη γενιά της λεγόμενης σχολής του Μονάχου, όπου δεσπόζουν έργα του Νικόλαου Γύζη, του Νικηφόρου Λύτρα, του Κωνσταντίνου Βολανάκη και του Ιωάννη Αλταμούρα. Στο επόμενο επίπεδο, περνάμε στον μοντερνισμό και στις φωνές της ανανέωσης του 20ού αιώνα – Παρθένης, Παπαλουκάς, Μαλέας, Βυζάντιος, Τάσσος, Τέτσης, Όπυ Ζούνη, Κατράκη. Οι καλλιτέχνες αυτοί ανοίγονται στον κόσμο, ταξιδεύουν, αφομοιώνουν ρεύματα, χωρίς όμως να απωλέσουν το εγχώριο βλέμμα. Η τρίτη ενότητα, πιο πολυφωνική και σύγχρονη, περιλαμβάνει καλλιτέχνες από τη δεκαετία του 1970 μέχρι και σήμερα. Από τον Τσαρούχη και τον Κεσσανλή έως τη Ρένα Παπασπύρου, τον Σακαγιάν, τον Ρόρρη και την Ξένου, βλέπουμε έργα που διαχειρίζονται με ειλικρίνεια το τοπίο, το σώμα, την πόλη, τον μύθο.
Περιηγούμενος τους ορόφους, έχεις την αίσθηση πως η Ελλάδα ανασυντίθεται μπροστά σου. Τα έργα της έκθεσης, αποτυπώνοντας τη διαχρονική εξέλιξη της νεοελληνικής τέχνης, λειτουργούν ως ζωντανές μαρτυρίες τόπων, εποχών και αισθητικών αναζητήσεων. Το πολυεπίπεδο αυτό εικαστικό σύνολο, που εκτείνεται χρονικά από το 1870 έως το 2024, φέρει την υπογραφή ιστορικά εμβληματικών δημιουργών, καταξιωμένων καλλιτεχνών των νεότερων γενιών αλλά και δυναμικά ανερχόμενων εκπροσώπων της σύγχρονης σκηνής. Μέσα από ποικίλες και γόνιμες εκφάνσεις της ελληνικής εικαστικής δημιουργίας, προσφέρεται στους επισκέπτες ένα αντιπροσωπευτικό και βαθιά ουσιαστικό δείγμα της Συλλογής της Τράπεζας της Ελλάδος – μιας από τις σημαντικότερες και εγκυρότερες συλλογές τέχνης στη χώρα.

Δεν πρόκειται για ένα μουσειακό ξεφύλλισμα της ελληνικής τέχνης, αλλά για μια ζωντανή συνάντηση με τα βλέμματα των δημιουργών. Μια σιωπηλή συνομιλία με την Ιστορία, όπως αποτυπώθηκε από το χέρι τους. Η τέχνη δηλαδή όχι ως αναπαράσταση, αλλά ως βίωμα. Το πιο συγκινητικό είναι πως το ίδιο το κτίριο που τη φιλοξενεί λειτουργεί ως ενεργό μέρος της αφήγησης. Εκεί όπου κάποτε μεταφέρθηκε ο χρυσός του κράτους σήμερα εκτίθεται ο «άλλος» πλούτος του: αυτός της τέχνης, της μνήμης και της πολιτισμικής ταυτότητας. Όπως σημείωσε με ιδιαίτερο βάθος ο αντιδήμαρχος Πολιτισμού, Γιάννης Γιαννακάκης: «Η σχέση της Τράπεζας της Ελλάδος με την τέχνη είναι δομική. Έχει διάρκεια, ένταση και πολύ γερά θεμέλια». Και συμπλήρωσε: «Τον Μάιο του 1941, ο χρυσός της χώρας έχει ήδη μεταφερθεί για ασφάλεια από τα θησαυροφυλάκια της Αθήνας στο υποκατάστημα της τράπεζας στο Ηράκλειο, ενώ η διοίκησή της έχει εγκατασταθεί εδώ στα Χανιά, στο ίδιο κτίριο που βρισκόμαστε τώρα».
Το βέβαιο είναι πως στην έκθεση αυτή νιώθεις ότι βαδίζεις μέσα σε έναν ζωντανό καμβά μνήμης και ιστορίας. Μια σιωπηλή, σχεδόν ποιητική περιπλάνηση, που σε καλεί να σκεφτείς, να αισθανθείς και να συναντήσεις την τέχνη όχι ως αφήγηση, αλλά ως καθρέφτη του χρόνου και του τόπου. Μια εμπειρία που απευθύνεται σε όλους, με ιδιαίτερη στόχευση στις νέες γενιές, προκειμένου να γνωρίσουν τη σύγχρονη ελληνική δημιουργία έτσι όπως αυτή ξεχωρίζει και συνομιλεί με τους αιώνες.
Πάντως, η Δημοτική Πινακοθήκη Χανίων, με τις διαδοχικές εκθέσεις των τελευταίων ετών, λειτουργεί ως ένας πολιτιστικός φάρος στα δυτικά της Κρήτης, φωτίζοντας τη σημασία της συνέργειας, της ιστορικής γνώσης και της αισθητικής παιδείας. Και δεν είναι τυχαίο ότι αυτή η έκθεση πραγματοποιείται στα Χανιά, μια πόλη με σπάνιο φως, που κουβαλά μέσα της στρώματα από εποχές και πολιτισμούς, μια πόλη-αντανάκλαση της ίδιας της έκθεσης: σύνθετη, με βάθος και πολλαπλές αναγνώσεις.










Δημοτική Πινακοθήκη Χανίων (Χάληδων 98-102)
Διάρκεια έκθεσης: 24 Μαΐου – 2 Νοεμβρίου 2025