Ο χαράκτης Χριστόφορος Κατσαδιώτης στήνει ένα μνημειακό εργαστήρι, έναν χώρο υβριδικό, όπου η τέχνη της χαρακτικής γνωρίζει νέα όρια και το έργο του χαράκτη δεν εκτίθεται απλώς∙ αποκαλύπτεται. Σε μια αίθουσα στο ισόγειο του μουσείου Μπενάκη της οδού Πειραιώς, σχεδόν κρυμμένη και άγνωστη σε πολλούς, δεσπόζει στο κέντρο του χώρου μια κατασκευή που μοιάζει με τέντα τσίρκου. Το εξωτερικό της περίβλημα είναι ένα πελώριο κυκλικό κολάζ, ένα προσωπικό cabinet de curiosités. Το υλικό είναι μια πρώτη ύλη που χρειάζεται για να δουλέψει, όπως μου λέει, και αποτελεί την έκθεση «Στο εργαστήριο του Χριστόφορου Κατσαδιώτη» που θα διαρκέσει από τις 29 Μαΐου ως τις 27 Ιουλίου 2025.
Παιδικές γκαζές πεταμένες στον δρόμο, κούκλες ή μέλη τους, φωτογραφικά οικογενειακά κειμήλια, σημειώσεις, αποκόμματα, φωτογραφίες έργων τέχνης και κινημάτων, ταμπέλες δρόμων, αντικείμενα που έχει μαζέψει από τα σκουπίδια –υπολείμματα της πόλης άχρηστα σε κάποιους, υλικό σκέψης και ανακύκλωσης για άλλους, που συλλέγει γιατί του κινούν αισθητικά το ενδιαφέρον και τα οποία κάποτε μπορεί να χρησιμοποιήσει–, υφάσματα, κορνίζες από Ελλάδα και Γαλλία, μια κατάσταση που του υπενθυμίζει ότι η τέχνη είναι πολιτική. «Διαβάζοντας» τον τοίχο που συγκροτούν οι αναμνήσεις και οι εμπειρίες με υφές που τον ενδιαφέρουν και μπορεί να χρησιμοποιήσει στη δουλειά του, όπως λέει ο ίδιος, διακρίνεται ένα μέρος της καλλιτεχνικής και κοινωνικής του προσωπικότητας. «Για μένα αυτά είναι κομμάτια της ζωής μου που μαζεύω εδώ και δεκαπέντε χρόνια και όλα αυτά θα καταστραφούν στο τέλος, είναι όμως μια ευκαιρία να ξεκαθαρίσω την αποθήκη και τις αποθήκες του μυαλού μου» λέει.
Στα έργα του ακολουθεί μια δική του τεχνική, μετά το τύπωμα της μήτρας στο χαρτί. Κόβει σε κομμάτια τα χαρακτικά του και τα επανατοποθετεί κάνοντας μια νέα σύνθεση, επάνω σε άλλα του χαρακτικά. Στη συνέχεια, κάθε κομματάκι το ράβει με το αντίστοιχο χρώμα κλωστής, με βελονιές σχεδόν αόρατες στον θεατή.
Στο εσωτερικό της «τέντας», μια προβολή 360 μοιρών με περιστρεφόμενες κούνιες σε φυσικό μέγεθος, που μοιάζουν να έρχονται από ένα παλιό λούνα παρκ, στροβιλίζεται διαρκώς. Στους γύρω τοίχους της αίθουσας, άλλες επτά προβολές που σχετίζονται με τη χαρακτική. Όλες οι γραμμές, οι αποχρώσεις, το animation είναι αποτέλεσμα οξυγραφίας και δείχνουν ένα μέρος της δουλειάς του. Η έκθεση που δείχνει το ιδιότυπο εργαστήριό του συμπληρώνει το αφήγημα της εργασίας του καλλιτέχνη μέχρι την παραγωγή του έργου του με τρόπο κινηματογραφικό σχεδόν, με ένα σύνολο χαρακτικών και μήτρες δίπλα στα βίντεο που προβάλλονται στους τοίχους.
Τα υλικά που γίνονται αφορμή για τα χαρακτικά του σε αυτή την οπτικοακουστική συνομιλία με τα έργα, τα βίντεο και τους ήχους που συλλέγει ο ίδιος από μέρη της πόλης και θα ακούγονται σαν ηχητικό περιβάλλον της έκθεσης, δίνουν κίνηση στην ακινησία και φωνή στη σιωπή των έργων, φανερώνοντας την καλλιτεχνική διαδικασία και πρακτική ως ολότητα, και λειτουργούν ως προέκταση της χαρακτικής αλλά και ως αυτόνομα έργα. Τα χαρακτικά του Κατσαδιώτη είναι ένα κολάζ. Ραμμένα στο χέρι, δίνουν στη δουλειά του ένα ιδιαίτερο ύφος και μια πρωτότυπη προσέγγιση του μέσου.

Βλέποντας ένα πολύχρωμο χειροποίητο σακάκι, ένα αντικείμενο τέχνης, μου εξηγεί ότι θα υπάρξει μια ενότητα με τίτλο «Χαρακτική και αυτοσχεδιασμός», με τον ίδιο και μια εικαστικό να φορούν αυτά τα σακάκια και να συνομιλούν με τους ήρωες των animation σαν σε περφόρμανς.

Έχουμε απομακρυνθεί χρονικά από το περιστατικό με την καταστροφή των έργων του στην περιοδική έκθεση της Εθνικής Πινακοθήκης «Η σαγήνη του Αλλόκοτου» και του ζητώ να μου πει τον αντίκτυπο που είχε όλο αυτό στον ίδιο ως καλλιτέχνη. «Υπάρχουν έργα με θρησκευτικές έννοιες που σε καμία περίπτωση δεν προσβάλλουν, αλλά πολλοί πολιτικοί βλέπουν τους φόβους τους μέσα σε αυτά − από τη μια καταργούνται τα καλλιτεχνικά στα σχολεία, από την άλλη η τέχνη ενέχει “κινδύνους” για το κοινό αίσθημα∙ αυτές οι έννοιες συγκρούονται. Με την αντίδρασή τους ανάγουν την τέχνη μας, που δεν μπορεί μεν να αλλάξει τον κόσμο αλλά μπορεί να επηρεάσει και να επικρίνει, σε μέσο επιρροής. Οι αντιδράσεις απέναντι στην τέχνη, από φονταμενταλιστές που μαζεύονται έξω από πινακοθήκες ή άλλους χώρους τέχνης επειδή προσβάλλονται, δημιουργούνται από αυτούς που συνήθως δεν έχουν καμία σχέση με την τέχνη και τη σημασία της. Αυτό το πρόβλημα δεν είναι ελληνικό, είναι διεθνές. Βλέπουμε τι συμβαίνει στην Αμερική του Τραμπ. Η θρησκεία ενώνει τους συντηρητικούς και από την άλλη η τέχνη είναι θέμα που εύκολα ενοχοποιείται, αφού είναι ο τρόπος με τον οποίο εκφράζουμε και μορφοποιούμε το συναίσθημά μας. Αν δεν θέλεις να είσαι διακοσμητής αλλά καλλιτέχνης, θα αγγίξεις το ασυνείδητό σου, αλλιώς θα κάνεις μόνο ηλιοβασιλέματα», λέει.

«Η τωρινή έκθεση που φιλοξενείται στο Μπενάκη είναι προϊόν μιας ιδέας και μιας συζήτησης που έχει ξεκινήσει δυο χρόνια νωρίτερα, σε σχέση γενικότερα με τη δουλειά μου. Εδώ βλέπουμε όλα τα υλικά από τη Γαλλία όπου ζω εδώ και δεκατρία χρόνια. Πρόκειται για υλικά στα οποία παρεμβαίνω και βρίσκω σε αυτά έναν σουρεαλισμό και μια κοινή ατμόσφαιρα με το έργο, τα όνειρά μου και τον εαυτό μου. Αναδεικνύω το άχρηστο, αυτό κάνω. Μου αρέσει να παίρνω κάτι που για κάποιον άλλο είναι περιττό, είναι προϊόν ενός ακατέργαστου συναισθήματος, και να το χρησιμοποιώ. Όλα πλάθουν μια ονειρική κατάσταση η οποία με ελκύει. Στα σκουπίδια έχω βρει καταπληκτικά πράγματα, από παλιά βιβλία μέχρι μουσικές, όπως δίσκους του Θεοδωράκη», λέει. Για κάποιους τα περιττά των άλλων είναι πολύτιμα ευρήματα. Είναι ο εσωτερικός κόσμος του καλλιτέχνη, ένα ψυχογράφημα. Η φαινομενική αταξία του εργαστηρίου του έρχεται σε αντίθεση με το μεθοδικό, κοπιώδες και πολύ λεπτομερές και χρονοβόρο έργο ενός χαράκτη. «Το κομμάτι της δουλειάς επάνω στις οξειδώσεις και τα τυπώματα στη χαρακτική, η “κουζίνα της”, είναι κάτι άλλο, απαιτεί στρατιωτική πειθαρχία», λέει. «Είμαι χύμα όταν ψάχνω “σκουπίδια” που με ενδιαφέρουν, αλλά όταν μπω στο εργαστήριο θα δουλέψω στις οξειδώσεις και τα τυπώματα, που γίνονται όλα χειρωνακτικά, δέκα ώρες χωρίς να σηκώσω κεφάλι, γι’ αυτό πονάω τα έργα μου».


Ο Χριστόφορος Κατσαδιώτης είναι αριστούχος απόφοιτος του Τμήματος Εικαστικών και Εφαρμοσμένων Τεχνών της Σχολής Καλών Τεχνών του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης. Ο «έρωτας» με τη χαρακτική ήρθε όταν κατανόησε ότι τον βάζει σε έναν κανόνα. «Πρέπει να είσαι λίγο αλχημιστής, λίγο μοναχός, έχει σκληρά ωράρια, προσήλωση», λέει. «Συνειδητοποίησα ότι η χαρακτική μού έδινε έναν πλούτο γραφής που δεν μπορούσε να μου δώσει η ζωγραφική. Έψαχνα εναγωνίως μια εικαστική γλώσσα με την οποία να μπορώ να εκφραστώ και στη χαρακτική τη βρήκα». Στα έργα του ακολουθεί μια δική του τεχνική, μετά το τύπωμα της μήτρας στο χαρτί. Κόβει σε κομμάτια τα χαρακτικά του και τα επανατοποθετεί κάνοντας μια νέα σύνθεση, επάνω σε άλλα του χαρακτικά. Στη συνέχεια, κάθε κομματάκι το ράβει με το αντίστοιχο χρώμα κλωστής, με βελονιές σχεδόν αόρατες στον θεατή.
«Όλες μου οι δουλειές γίνονται για να εκφράσω εμένα. Αφήνομαι για να μπορέσω να περιγράψω αυτό που αισθάνομαι είτε για τα κοινωνικοπολιτικά πράγματα γύρω μου είτε για τον μικρόκοσμο γύρω μας, τον κόσμο που συναντώ να είναι διαρκώς σε πίεση από τις αντιξοότητες της ζωής, είτε μπαίνω στο μετρό είτε περπατώ στον δρόμο. Και μαζί με αυτά οι δικές μου υπαρξιακές αγωνίες, ο τρόπος που σκέφτομαι και κινούμαι στη ζωή, με οδήγησαν στο να είμαι ειλικρινής απέναντι στο έργο μου, βγάζοντας τη λογική απέξω. Εκεί γεννιούνται στοιχεία ανθρωπόμορφα, στοιχεία του γκροτέσκου, παγανιστικά, ζωόμορφα, παραμορφωμένα, βγαλμένα από κάποιο σκοτεινό παραμύθι ή αλληγορία, μπαίνουν ερωτηματικά για τη φύση του ανθρώπου, μπαίνουμε στα βαθιά νερά της ανθρώπινης ύπαρξης. Αυτό κάποιες φορές μπορεί να μην είναι κατανοητό ή να είναι και ενοχλητικό, οπωσδήποτε όμως δεν είναι κάτι που αφήνει έναν θεατή αδιάφορο».