Από τη Στουρνάρη, με θέα την Πατησίων
Οι Deplot Architects, με την Ουρανία Πικραμένου στην ηγεσία τους, ενορχηστρώνουν περιβάλλοντα γαλήνης σε αιγαιοπελαγίτικες πλαγιές, στους ελαιώνες της Μεσσηνίας και στην αθηναϊκή Ριβιέρα. Κι όμως επιλέγουν να δουλεύουν από τη Στουρνάρη, στο κέντρο των Εξαρχείων. Εκεί όπου η αρχιτεκτονική διασταυρώνεται με τον δημόσιο χώρο, την ιστορική μνήμη και την κοινωνική ζωή.

Η Ουρανία Πικραμένου επέλεξε συνειδητά να στεγάσει το αρχιτεκτονικό της γραφείο στην οδό Νικολάου Στουρνάρη, στα Εξάρχεια. Ανάμεσα στο Αρχαιολογικό Μουσείο και το Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο, το σημείο αυτό της πόλης φέρει για την ίδια μια έντονη πολιτισμική και ιστορική φόρτιση. «Από τα τέλη του 19ου αιώνα, η περιοχή υπήρξε κέντρο ιδεών, ζύμωσης και αντίστασης. Ένα ζωντανό αστικό τοπίο γεμάτο αντιθέσεις, δυναμική και αυθεντικότητα».
Το να βρίσκεται εκεί το γραφείο της είναι για την ίδια ένας τρόπος σύνδεσης με τον παλμό της πόλης. «Είναι ιδανική τοποθεσία, όχι μόνο λόγω της εγγύτητας με το Πολυτεχνείο ως σύμβολο παιδείας, αλλά και γιατί το περιβάλλον προσφέρει πολλαπλά ερεθίσματα. Η πολυμορφία, η συνύπαρξη παλιών κτιρίων με σύγχρονες παρεμβάσεις, η έντονη κοινωνική ζωή και η ιστορική μνήμη δημιουργούν ένα ιδανικό πλαίσιο μέσα στο οποίο η αρχιτεκτονική αποτελεί ίσως το πιο ζωντανό κομμάτι του αστικού ιστού».
Η καθημερινή της διαδρομή ξεκινά με έναν καφέ από το Cupaki Street Espresso στην Εμμανουήλ Μπενάκη. «Είναι άλλωστε ένα από τα πρώτα μου έργα, οπότε έχω και μια ιδιαίτερη σύνδεση με αυτό. Ο Κώστας και ο Νίκος με υποδέχονται πάντα με χαμόγελο και μια κουβέντα που μου φτιάχνει τη μέρα». Στη συνέχεια, κατευθυνόμενη προς το γραφείο, ανταλλάσσει πάντα μια καλημέρα με την Τίνα από το Di Lien, ακριβώς πάνω στη Στουρνάρη. «Έχει την πιο χαμογελαστή καλημέρα και σερβίρει ίσως το καλύτερο brunch στα Εξάρχεια, με την πιο καλή jazz μουσική στο background».
Αγαπημένο της μέρος στη γειτονιά είναι ο προαύλιος χώρος του Αρχαιολογικού Μουσείου. «Υπάρχει κάτι γαλήνιο εκεί. Είναι σημεία με ιστορία, ανοιχτά στη ζωή, όπου η καθημερινότητα και η συλλογική μνήμη γίνονται ένας τόπος». Όμως εκείνος ο δρόμος που την αγγίζει περισσότερο είναι η Πατησίων. «Με συγκινεί πραγματικά. Εκεί βλέπεις όλες τις αντιφάσεις της Αθήνας: υπέροχα νεοκλασικά και μοντερνιστικά κτίρια, κάποια ζωντανά, άλλα ξεχασμένα. Όλες οι στιγμές μοιάζουν βγαλμένες από αστικό ντοκιμαντέρ. Τη διασχίζεις και νιώθεις σαν να κινείσαι μέσα σε ένα ανοιχτό μουσείο, με θέα την Ακρόπολη. Η πολυμορφία δημιουργεί ξεχωριστή ενέργεια – πάντα με μια υπενθύμιση: την Αθήνα».
Αν τη ρωτήσεις για τη μυθολογία των Εξαρχείων, σου μιλά για την πιο διαδεδομένη: ότι πρόκειται για επικίνδυνη ή «απαγορευμένη» ζώνη. «Πολλοί την αντιμετωπίζουν σχεδόν σαν αστικό θρύλο, ότι αν περάσεις από εδώ κάτι θα συμβεί. Κι όμως, όποιος μένει ή δουλεύει εδώ, ξέρει πως η περιοχή είναι γεμάτη ζωή, καθημερινούς ανθρώπους, φοιτητές, οικογένειες, μικρά μαγαζιά, ιστορίες και χιούμορ». Πίσω από την ψευδαίσθηση του χάους, διακρίνει κάτι βαθύτερο: «Η περιοχή διατηρεί ακόμα την αίσθηση της κοινότητας και της ελευθερίας, έναν δρόμο και έναν αγωγό για το μέλλον».
Αν είχε τον ρόλο του «δημάρχου» για μία μέρα, θα ξεκινούσε από κάτι απλό: «Να καθαρίσω την περιοχή και να αναδείξω τα υπέροχα κτίρια-μνημεία τα οποία κουβαλούν την ιστορία και την κουλτούρα της. Είναι κρίμα τόση αρχιτεκτονική αξία να μένει στην αφάνεια, μέσα στη φθορά και την εγκατάλειψη». Παράλληλα, θα ήθελε να κάνει κάτι ουσιαστικό για τους ανθρώπους που ζουν στον δρόμο. «Όχι μια πρόχειρη “λύση”, αλλά ουσιαστική φροντίδα. Ένα δίκτυο υποστήριξης το οποίο να τους προσφέρει στέγη, φαγητό και αξιοπρέπεια. Γιατί, αν μιλάμε για δημόσιο χώρο, δεν μπορούμε να αγνοούμε αυτούς που τον κατοικούν πιο σκληρά από όλους».
Όταν σκέφτεται ένα έργο αποκλειστικά για τη γειτονιά της, φαντάζεται έναν διπλό χώρο στην Πατησίων: ένα λαογραφικό μουσείο για την πολιτισμική μνήμη της περιοχής και ένα κέντρο κοινωφελούς χαρακτήρα για αστέγους. «Η Πατησίων, με τη μοναδική της ιστορική και αρχιτεκτονική ταυτότητα, αξίζει να αναδειχθεί ως ανοιχτό παράδειγμα του τι σημαίνει αστική πολιτισμική κληρονομιά σε εξέλιξη».
Βλέπει επίσης γύρω της μια ενδιαφέρουσα bottom-up δυναμική. «Αυτό που συμβαίνει τα τελευταία χρόνια στην περιοχή είναι μια αθόρυβη αλλά πολύ ενδιαφέρουσα διαδικασία. Ιδιώτες και εταιρείες αναλαμβάνουν την αποκατάσταση ιστορικών κτιρίων, χαρακτηριστικά παραδείγματα είναι το Μινιόν ή αρκετά κτίρια επί της Πατησίων. Πρόκειται για μια πρωτοβουλία που ιδανικά θα έπρεπε να έχει αναλάβει το ίδιο το κράτος». Κι αν η εξαγγελθείσα ανάπλαση του Αρχαιολογικού Μουσείου παραμένει στάσιμη, η αλήθεια της πόλης συνεχίζει να γράφεται κάθε μέρα – από ανθρώπους σαν την ίδια.
Ψυχικό, σε mode ενιαίας αρχιτεκτονικής σκέψης
Δεν είναι εύκολο να βάλεις τις DNE Architects σε καλούπι. Η Δανάη Μανιαδάκη και η Ειρήνη Γιωτοπούλου σχεδιάζουν χώρους με ακρίβεια αλλά και ελευθερία, με τόλμη αλλά και αυστηρή μεθοδολογία. Κινούνται με άνεση ανάμεσα σε διεθνή ύφη και ελληνικό φως, μεταξύ styling και αρχιτεκτονικής χάραξης, συνδυάζοντας τη σταθερότητα της μελέτης με τη ρευστότητα της εμπειρίας. Στο έργο τους, το interior δεν έπεται της αρχιτεκτονικής, καθώς το ένα εμπεριέχει το άλλο.

Σήμερα, δουλεύουν με «κοινά data», διαβάζοντας τις ροές πριν τις χαράξουν, και χτίζουν συνδέσεις μεταξύ εποχών, τόπων και χρήσεων, γνωρίζοντας πως η «λειτουργία» δεν είναι αφηρημένη έννοια, αλλά ένας συνδυασμός ακρίβειας και ελευθερίας.
Το γραφείο τους, εγκατεστημένο στο Ψυχικό, βρίσκεται σε μια γειτονιά που διατηρεί ήπιους ρυθμούς και «διερωτάται» σε σχέση με την ταυτότητά του στο μέλλον. Από εδώ ξεκινούν για έργα που εκτείνονται από το Bel Air ως την Αστυπάλαια, με στόχο όχι να επιβεβαιώσουν τάσεις, αλλά να κατασκευάσουν αυθεντικότητα. Και σε αυτό το μέρος μάς ξεναγούν.
Για τις DNE Architects –τη Δανάη Μανιαδάκη και την Ειρήνη Γιωτοπούλου– η αρχιτεκτονική δεν είναι στυλ αλλά ροή. Και η ροή αυτή ξεκινά από τα βασικά: τη σύνδεση του εσωτερικού με το εξωτερικό, της ιδιωτικότητας με την κοινότητα, του προσωπικού με το αστικό. Από το γραφείο τους στο Ψυχικό, παρατηρούν την πόλη να μετασχηματίζεται, τόσο ως προς το κτιστό της περιβάλλον όσο και ηχητικά, αισθητικά, βιωματικά.
Η γειτονιά τούς προσφέρει ένα παράθυρο προς το «ήρεμο δυναμικό». Δεν είναι τυχαίο ότι, στις πιο φορτισμένες στιγμές της ημέρας, βρίσκουν παρηγοριά σε κάτι σχεδόν υπαρξιακό: τις κορυφές των Τουρκοβουνίων. «Οι διαδρομές κάθετα στην Κηφισίας, όπου καδράρονται τα Τουρκοβούνια, μας ηρεμούν. Είναι μια ενδιαφέρουσα διακοπή του αστικού ιστού μέσα στο οπτικό μας πεδίο», λένε. Τις φωτογραφίζουν σαν να πρόκειται για κάτι μακρινό, σχεδόν αδόμητο, έναν ανοίκειο τόπο εντός της πόλης.
Η καθημερινότητά τους διαμορφώνεται γύρω από τον Φάρο, ένα από τα πιο χαρακτηριστικά μικρά κέντρα της περιοχής. «Είναι γεμάτος από εστιατόρια – μια αστική συγκέντρωση γεύσης και επιλογών. Αλλά τα μεσημέρια προτιμάμε την πλατεία Ελευθερίας, για σπιτικό φαγητό και πιο χαλαρές στιγμές». Ο ρυθμός πέφτει, η σκέψη καθαρίζει.
Και καθώς ο ρυθμός πέφτει, κάποια πράγματα παραμένουν στον ενικό αριθμό. Όπως το «άχρηστο» –με την έννοια της μη χρήσης– αλλά αγαπημένο, παλιό εμπορικό κέντρο της περιοχής. Κάποτε τοπόσημο, σήμερα αδρανές, κουβαλάει τα αποτυπώματα της κρίσης. Όμως παρατηρούν μια «ενδιαφέρουσα κινητικότητα»: τοπικά γραφεία, μικρές επιχειρήσεις, καφέ. «Η εικόνα του αίθριου στο εσωτερικό έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον. Η σταδιακή ενεργοποίηση των επιμέρους ενοτήτων θα μπορούσε να συμβάλει σε μια νέα αστική εμπειρία με διαχρονική αξία». Είναι σαν να διαβάζουν το κτίριο ως υπόθεση εργασίας: ένα κέλυφος προς αναβίωση, ένα αστικό remake.
Αν τους ζητούσες να σχεδιάσουν κάτι αποκλειστικά για τη γειτονιά, δεν θα ξεκινούσαν από ένα κτίριο. Θα ξεκινούσαν από τους δρόμους. «Η καθημερινή κυκλοφορία είναι εξαιρετικά δύσκολη. Η κατάσταση στα πεζοδρόμια είναι προβληματική. Χρειάζονται στοχευμένες παρεμβάσεις: διαπλατύνσεις, προσβασιμότητα, επισκευές». Σαν να λένε: δεν είναι μόνο θέμα αρχιτεκτονικής αλλά και φροντίδας. Το Ψυχικό χρειάζεται ένα update όχι σε κλίμακα μεγέθους, αλλά σε κλίμακα πρόθεσης.
Ωστόσο, το νέο και το παλιό συνυπάρχουν, με τις κατάλληλες συνθήκες. «Το πιο ωραίο πράγμα που είδαμε τελευταία στη γειτονιά ήταν μια μονοκατοικία που διατηρείται. Οι ιδιοκτήτες δείχνουν σεβασμό και αγάπη, αφιερώνουν προσωπικό χρόνο στην ανακαίνιση, χωρίς να αλλοιώνουν το ύφος της». Οι DNE μιλούν για τη συνολική εμπειρία κατοίκησης, όχι ως έννοια αλλά ως υλοποιημένο όραμα. «Η εξέλιξη του δομημένου περιβάλλοντος μπορεί να είναι παραγωγική – αρκεί να συνοδεύεται από μέτρο και συνεπείς προτάσεις. Το στοίχημα είναι πάντα η σωστή αφήγηση της συνέχειας παλιού και νέου».
Και, τέλος, οι ήχοι. Οι ηχητικές σκιές που καθορίζουν την εμπειρία του τόπου. «Ο ηχητικός χάρτης του Φάρου είναι πολύχρωμος. Πρωινό κελάηδισμα από τις πίσω όψεις, κυκλοφορία της ημέρας, η νυχτερινή φασαρία της εξόδου Πέμπτη με Σάββατο και η εκκωφαντική σιωπή του Αυγούστου». Το Ψυχικό τους δεν είναι ποτέ ίδιο. Και αυτό, από μόνο του, είναι μια ποιότητα.
Νεάπολη, από Δευτέρα ως Παρασκευή
Οι KKMK Architects, δηλαδή η Μαρίνα Καραμαλή και η Κατερίνα Καραγιάννη, δημιουργούν περιβάλλοντα όπου η μαθηματική λογική του αρχιτέκτονα συνυπάρχει με την immersive εμπειρία. Μπορούν να αποκαλύψουν μια «ζούγκλα» πίσω από καμπύλες, σε ένα λιτό και αυστηρό περιβάλλον γραφείων. Και μπορούν να συνδυάσουν ψηφιακά εργαλεία που τελειοποιούν φουτουριστικές γεωμετρίες – είτε σε μεγάλης κλίμακας projects, όπως ξενοδοχειακές μονάδες, είτε σε κάτι τόσο αναπάντεχο όσο μια κούνια ή ένα δεντρόσπιτο στη γειτονιά τους, τον Λυκαβηττό, που σου υπενθυμίζει να μην ξεχνάς το παιχνίδι. Σε αυτήν τη γειτονιά μάς ξεναγούν, για να τη δούμε μέσα από τη δική τους ματιά.

Για τη Μαρίνα Καραμαλή και την Κατερίνα Καραγιάννη, συνιδρύτριες του αρχιτεκτονικού γραφείου KKMK Architects, η επιλογή της Νεάπολης Λυκαβηττού ως έδρας δεν ήταν τυχαία. «Πάντα είχαμε το κέντρο της Αθήνας ως βάση», λένε. «Συνδυάζει πολλές παραμέτρους που είναι κρίσιμες για εμάς». Η θέση του γραφείου τους διευκολύνει την ισόρροπη πρόσβαση προς κάθε κατεύθυνση, είτε πρόκειται για έργα στα βόρεια, είτε στα νότια προάστια, είτε στο ίδιο το κέντρο.
πρακτικότητα ήταν βασικό κριτήριο, όχι όμως το μόνο. «Η πρόσβαση τόσο για τους πελάτες όσο και για τους συνεργάτες μας πρέπει να είναι εύκολη. Είναι σημαντικό να είμαστε κοντά στις συγκοινωνίες και να έχουμε τη δυνατότητα εύκολου parking», εξηγούν. Παράλληλα, ο λόφος του Λυκαβηττού λειτουργεί σαν φόντο καθημερινής ανάσας: «Το πράσινο δίνει μια νότα δροσιάς και πνοής στον ιστό της πόλης».
Η Νεάπολη είναι, για τις ίδιες, μια «ζωντανή γειτονιά» με εγγύτητα στα πολιτιστικά κέντρα της πόλης, όπως το Μέγαρο Μουσικής, η Πινακοθήκη, τα μικρά μουσεία και οι γκαλερί. Αυτή η ενέργεια τροφοδοτεί την έμπνευση. Ταυτόχρονα, όμως, απολαμβάνουν την ήσυχη απόσταση από τον τουριστικό θόρυβο. «Υπάρχει ησυχία. Και αυτό δεν είναι αυτονόητο», λέει η Μαρίνα Καραμαλή.
Όταν ρωτάς τις KKMK Architects τι άλλο έπαιξε ρόλο στην επιλογή του χώρου τους, αναφέρονται και σε μια μελλοντική συνθήκη. «Η ανάπλαση του γηπέδου του Παναθηναϊκού, όταν και αν υλοποιηθεί, θα προσφέρει μια ουσιαστική αλλαγή στην ποιότητα του δημόσιου χώρου της περιοχής. Αν και το γήπεδο της Λεωφόρου έχει συναισθηματική αξία, η αναβάθμιση μπορεί να είναι σημαντική».
Η ισορροπία μεταξύ ρυθμού και ηρεμίας είναι κάτι που φαίνεται να έχουν κατακτήσει. Όταν η ημέρα δυσκολεύει, δεν χρειάζεται να φύγουν. «Το γραφείο μας το φτιάξαμε το 2023. Είναι ένας χώρος σχεδιασμένος από εμάς, που αντιπροσωπεύει το ιδανικό εργασιακό περιβάλλον. Μας επιτρέπει να συγκεντρωνόμαστε και να αντιμετωπίζουμε κάθε ένταση με ψυχραιμία και μεθοδικότητα», σημειώνει η Κατερίνα Καραγιάννη.
Ωστόσο, υπάρχει πάντα και η εναλλακτική της μικρής απόδρασης: «Η πλατεία Μαβίλη είναι μια αγαπημένη διέξοδος. Εκεί πάμε για ένα early drink, για να δούμε φίλους και να αλλάξουμε παραστάσεις».
Η εβδομάδα ξεκινά δυναμικά. «Το πρωί της Δευτέρας, ο περιφερειακός του Λυκαβηττού έχει έντονη κίνηση – το νιώθεις ότι μπαίνουμε σε ρυθμό», παρατηρούν. Οι ίδιες ξεκινούν τη μέρα τους με πρωινό από τον φούρνο της Δεινοκράτους ή από τα αγαπημένα spots της περιοχής, όπως τα Hygge Athens και το Πορτατίφ.
Αντίθετα, η Παρασκευή το βράδυ έχει πιο κινηματογραφικό χαρακτήρα. «Η μυρωδιά του ποπκόρν από το σινεμά της Δεξαμενής και οι φρεσκοψημένες τυρόπιτες κουρού από το Cine Αθηναία σηματοδοτούν την έναρξη του Σαββατοκύριακου».
Αν έπρεπε να σχεδιάσουν κάτι αποκλειστικά για τη γειτονιά; «Θα θέλαμε να σχεδιάσουμε ένα viewing point στην κορυφή του Λυκαβηττού – κάτι διαφορετικό και ελκυστικό», λένε με ενθουσιασμό. Η ιδέα αυτή γεννήθηκε από την παρατήρηση των καθημερινών περαστικών. «Πολλοί τουρίστες μάς ρωτούν πώς να ανέβουν στον λόφο. Ένα αρχιτεκτονικό έργο που θα συνδέεται και με το τελεφερίκ θα μπορούσε να δώσει νέο νόημα στην κορυφή».
Ένα δεύτερο, πιο παιχνιδιάρικο σενάριο είναι «ένα δεντρόσπιτο στον Λυκαβηττό». Όπως εξηγούν, βλέπουν πολλά παιδιά να έχουν ανάγκη από ελεύθερους, φυσικούς χώρους. «Μια εξερεύνηση του λόφου έξω από τα τυπικά παιδικά πάρκα θα είχε ενδιαφέρον».
Ένα από τα πιο όμορφα στοιχεία της γειτονιάς για τις KKMK είναι η ίδια η καθημερινή αλληλεπίδραση. «Το γραφείο μας είναι ισόγειο, με μεγάλη τζαμαρία – βλέπουμε τον δρόμο, και μας βλέπουν. Είναι πολύ ωραίο όταν τα παιδιά κοντοστέκονται και μας παρατηρούν καθώς δουλεύουμε. Οι καλημέρες με τους γείτονες είναι μια μικρή τελετουργία που μας δίνει χαρά».
Ένα ακόμα αγαπημένο σημείο είναι τα σκαλάκια της οδού Π. Ιερεμίου. «Είναι βαμμένα και φέρουν ονόματα ποιητών. Κάθε φορά που τα ανεβαίνουμε νιώθουμε ένα μικρό αίσθημα ευφορίας – κάτι αναπάντεχο που ομορφαίνει τη μέρα μας», σημειώνει η Μαρίνα Καραμαλή.
Και τα μικρά πράγματα κάνουν τη διαφορά. «Κάθε Τρίτη, διασχίζουμε τη λαϊκή και προμηθευόμαστε φρέσκα φρούτα. Είναι μια διαδρομή γεμάτη χρώματα και αρώματα, και την ίδια μέρα ανανεώνουμε και τα λουλούδια του γραφείου, ανάλογα με την εποχή», λέει η Κατερίνα Καραγιάννη.
Το καλοκαίρι, οι ήχοι της γειτονιάς αλλάζουν. «Ακούμε τις συναυλίες από τον Λυκαβηττό ή από τον κήπο του Μεγάρου. Όταν έχουμε προγραμματίσει να πάμε σε μια από αυτές, είναι το ιδανικό κλείσιμο της ημέρας: αποφορτιζόμαστε με μια παγωμένη μπίρα και τη μουσική να γεμίζει τον αέρα».
Κτίρια από κάθε ύφος και δεκαετία μόνο στην Κηφισιά θα βρεις
Ο Άρης Κόρδας και η Χαρά Τριανταφύλλου από το γραφείο Kordas Architects σχεδιάζουν και αναπτύσσουν μια αρχιτεκτονική ισορροπιών, όπου η γεωμετρία δεν περιορίζει αλλά αφηγείται. Ο «ποιητικός ρασιοναλισμός» που προτείνουν φέρνει κοντά τη λογική της κατασκευής με τη βιωματική δύναμη του χώρου, ενώ μπορούν να οργανώσουν ένα κτίριο ως αλληλουχία εμπειριών −σαν ένα αρχιτεκτονικό storyboard−, σκηνοθετώντας το φως, τις θέες, τις κινήσεις. Ομοίως, κινηματογραφικά, μας ξεναγούν στη γειτονιά τους, την Κηφισιά.

Για τη Χαρά Τριανταφύλλου, partner στο αρχιτεκτονικό γραφείο Kordas Architects, η ομορφιά της Κηφισιάς δεν βρίσκεται σε ένα σημείο ή σε ένα γεγονός. Βρίσκεται στο ίδιο το τοπίο. «Το πιο όμορφο πράγμα που αντικρίζω, όχι μόνο τελευταία αλλά διαχρονικά, στη γειτονιά μου, την Κηφισιά, είναι το αρχιτεκτονικό της τοπίο. Η πλούσια εναλλαγή αρχιτεκτονικών μορφών και εποχών».
Καθημερινά παρατηρεί παλιές κατοικίες, αρχοντικά με ιστορία, μονοκατοικίες των δεκαετιών του ’50 και του ’60, αλλά και σύγχρονα κτίρια. Όλα αυτά συνυπάρχουν. «Όχι χωρίς αντιφάσεις, αλλά με έναν τρόπο που δεν ακυρώνει τη συνολική αίσθηση της περιοχής. Αυτή η εναλλαγή δεν δημιουργεί χάος. Αντιθέτως, δημιουργεί αφήγηση».
Η Κηφισιά για την ίδια είναι ένα πολυφωνικό αστικό τοπίο που διατηρεί την κλίμακα και τον χαρακτήρα του. «Αφηγείται την ιστορία της κατοίκησης: το πώς αλλάζει ένας τόπος χωρίς να χάνει την ταυτότητά του. Ο διάλογος μεταξύ των εποχών, των μορφών και των υλικών, όταν γίνεται με σεβασμό, είναι υπόδειγμα αρχιτεκτονικού σχεδιασμού».
Μοιράζεται ένα περιστατικό με τον τρίχρονο γιο της. «Πρόσφατα, σε έναν περίπατο, αναγνώρισε ένα κτίριο ως “ωραίο”. Αυτό σημαίνει πολλά. Σημαίνει ότι η αρχιτεκτονική έχει φωνή, έχει επίδραση ακόμα και στους πιο μικρούς πολίτες, που αντιλαμβάνονται το δομημένο τοπίο διαισθητικά».
Όταν η μέρα δυσκολεύει, η Χαρά επιλέγει το Άλσος της Κηφισιάς. «Είναι ένας χώρος γνώριμος, με παλιά δέντρα, σκιά, ήχους φύσης. Ήδη αυτό είναι ανακουφιστικό». Παρατηρεί, όμως, ότι, παρόλο που έχουν γίνει προσπάθειες φροντίδας, το πάρκο δεν έχει αξιοποιηθεί όσο θα μπορούσε. «Δεν έχει ενεργοποιηθεί πραγματικά. Δεν έχει αποκτήσει τον ρόλο που θα μπορούσε να έχει μέσα στον αστικό ιστό». Αναφέρεται στη ζωή που αποκτά κατά την Ανθοκομική Έκθεση κάθε άνοιξη – όταν ο κόσμος το περπατά, το παρατηρεί, το ζει. «Το Άλσος της Κηφισιάς θα μπορούσε να γίνει σημαντικός χώρος κοινωνικοποίησης. Δεν χρειάζεται να μετατραπεί σε κάτι εντυπωσιακό. Απλώς να γίνει πιο φιλόξενο».
Εδώ, εξηγεί, είναι που παρεμβαίνει ο ουσιαστικός πολεοδομικός σχεδιασμός: αυτός που σέβεται τις υπάρχουσες δομές και οργανώνει καλύτερα τις χρήσεις. «Οι δημόσιοι χώροι έχουν αυτήν τη δυνατότητα – να μετατρέπουν έναν απλό περίπατο σε εμπειρία».
Κι αν έπρεπε να σχεδιάσει κάτι για τη γειτονιά της; Δεν θα ήταν απαραίτητα κάτι καινούργιο. «Η Κηφισιά έχει ήδη μεγάλο πλούτο από υπάρχοντα κτίρια. Αντί για μια νέα κατασκευή, θα επέλεγα να ενεργοποιήσω ένα ανενεργό υφιστάμενο κτίριο. Όχι απλώς ως αποκατάσταση, αλλά ως επανάχρηση με ρόλο που να ενώνει την τοπική κοινότητα».
Ο αρχιτεκτονικός στόχος της δεν είναι να χτίζει περισσότερα, αλλά να δημιουργεί νέες χρήσεις με νόημα. «Ίσως αυτή να είναι και η ουσιαστική πρόκληση της αρχιτεκτονικής των πόλεών μας σήμερα: όχι απλώς να χτίζουμε, αλλά να ενεργοποιούμε. Να δημιουργούμε αφορμές για συνύπαρξη. Τα κτίρια δεν είναι αποκομμένες οντότητες. Είναι μέρος του τόπου, της μνήμης και της καθημερινότητάς μας».
Αν είχε τη δυνατότητα να γίνει «δήμαρχος» της γειτονιάς για μία μέρα, η πρότασή της θα ήταν απλή – και ριζοσπαστική: «Θα ήθελα να βιώσουμε την εμπειρία της απόλυτης απουσίας αυτοκινήτων. Πώς θα ήταν η καθημερινότητά μας αν, έστω για μία ημέρα, παραχωρούνταν ο δημόσιος χώρος στους πεζούς και στα ποδήλατα; Να περπατήσεις κάτω από τις δεντροστοιχίες, να ακούσεις τη φύση χωρίς μηχανές και κόρνες».
Φαντάζεται μια διαδρομή που να ενώνει παλιά κτίρια, νέες κατασκευές, πλατείες και χώρους πρασίνου. «Όχι σαν “εκδήλωση”, αλλά σαν μια μικρή υπενθύμιση του πώς αλλιώς μπορούμε να ζούμε. Να ζήσουμε μια άλλη καθημερινότητα – πιο ήπια, πιο βιωματική».
Όμως δεν λείπουν και τα σημεία που πονάνε. Αναφέρεται στο εγκαταλελειμμένο κτίριο της καφετέριας Αλάσκα στο Κεφαλάρι. «Παρά τις κατά καιρούς προσπάθειες, το κτίριο παραμένει για χρόνια σε κατάσταση εγκατάλειψης». Το πρόβλημα είναι σύνθετο: θεσμικό, πολεοδομικό, διοικητικό. «Η Αλάσκα είχε ιστορική και πολιτιστική σημασία. Θα μπορούσε να γίνει ξανά κέντρο πολιτιστικών και κοινωνικών δραστηριοτήτων – αν υπήρχε η βούληση».
Το τοπίο της Κηφισιάς, όμως, δεν είναι μόνο δομημένο. Είναι και αισθητηριακό. «Το καλοκαίρι, ακούς τον χαρακτηριστικό ήχο των τζιτζικιών, που το βράδυ γίνεται ήχος γρύλων. Είναι η “ηχητική ταυτότητα” του ελληνικού καλοκαιριού». Και είναι και οι μυρωδιές. «Αρώματα από ρυγχόσπερμο και γιασεμί. Σε ακολουθούν διακριτικά στις βόλτες. Σχεδόν σε τυλίγουν».
Η Κηφισιά, όπως την περιγράφει, είναι ένα τοπίο όπου η πόλη και η φύση συναντιούνται. Και όπως λέει: «Οι μυρωδιές και οι ήχοι της πόλης δεν είναι φόντο. Είναι ενεργό στοιχείο της εμπειρίας κάθε τόπου».
«Παρατηρητήριο» στους Στύλους του Ολυμπίου Διός
Οι Mykonos Architects βρίσκονται στο Κουκάκι, στην περιοχή Συγγρού-Φιξ και θα προτιμούσαν να αναπαλαιώσουν ένα νεοκλασικό – όχι από νοσταλγία, αλλά από πίστη στη δεύτερη ζωή των πραγμάτων. Πιστεύουν πως η Αθήνα είναι βουτηγμένη στην ερωτική μελαγχολία, την εφήμερη σύνδεση και τον ήχο των κλιματιστικών – αν ήταν ταινία θα ήταν σίγουρα τα Φτηνά Τσιγάρα

Η θέα των Mykonos Architects δεν περιορίζεται από τοπίο ή γεωγραφία. Ξεκίνησαν στη Μύκονο σχεδιάζοντας βίλες για διεθνείς πελάτες και ταυτόχρονα οικοδόμησαν δεσμούς με τις τοπικές κοινότητες δημιουργών, μέσα από ένα αρχιτεκτονικό βλέμμα που είναι τόσο κυκλαδίτικο και λιτό όσο και προσεκτικά εντοπισμένο. Έτσι, από το Αιγαίο μέχρι την ηπειρωτική Ελλάδα και την Ευρώπη, μεταφέρουν την ουσία της νησιωτικής γεωμετρίας σε νέα συμφραζόμενα, χωρίς να την αντιγράφουν, αλλά μεταφράζοντάς τη. Σήμερα, από το στούντιό τους στην Αθήνα –με φόντο τους Στύλους του Ολυμπίου Διός και τις διασταυρώσεις της Συγγρού– διευθύνουν έργα με την ίδια προσήλωση στην κλίμακα, στον τόπο και στην καθημερινότητα.
Οι Mykonos Architects μπορεί να ξεκίνησαν από το λευκό των Κυκλάδων, αλλά σήμερα η βάση τους στην Αθήνα λειτουργεί ως κόμβος σχεδιασμού και εποπτείας για έργα εντός και εκτός Ελλάδας. Το γραφείο τους βρίσκεται στο Κουκάκι, στην περιοχή Συγγρού-Φιξ, κι εκεί, ανάμεσα στην ένταση του δρόμου και τη μνήμη του Φιλοπάππου, χτίζουν την καθημερινότητά τους.
«Είναι ένα από τα τελευταία σημεία της Αθήνας όπου η θέα σε αποζημιώνει», λένε η Aude Mazelin και η Χαρά Καράτζαλη. Από το παράθυρο, οι φυγές προς τους Στύλους του Ολυμπίου Διός, την Ακρόπολη και τον Λυκαβηττό χαράζουν μια σιωπηλή σύνδεση με το παρελθόν. Η γειτονιά, μια τομή ανάμεσα στον λόφο Φιλοπάππου και το Μετς, συγκεντρώνει βάθος και παλίμψηστες μνήμες. «Είναι και πρακτικός κόμβος – για την ομάδα μας, για τους συνεργάτες, αλλά και παρατηρητήριο μιας διαρκώς μεταβαλλόμενης πόλης».
Πίσω από τη μεγάλη τζαμαρία, η εικόνα αλλάζει συνεχώς: «Η όψη του απέναντι διαμερίσματος μεταμορφώνεται. Airbnb, προσωρινές κατοικίες, τουρίστες με βαλίτσες. Η σταθερότητα της γειτονιάς έχει χαθεί και αυτό προκαλεί ένα παράξενο συναίσθημα αποκοπής». Το παράθυρο μοιάζει με time-lapse της σύγχρονης Αθήνας. Μιας πόλης χωρίς σταθερά πρόσωπα.
Αν έπρεπε να σχεδιάσουν κάτι για τη γειτονιά; Δεν θα ήταν ένα νέο κτίριο. «Θα επιλέγαμε την αναπαλαίωση ενός νεοκλασικού. Όχι από νοσταλγία, αλλά από πίστη στη δεύτερη ζωή των πραγμάτων. Η πόλη είναι γεμάτη εγκαταλελειμμένα κελύφη – φορείς ιστορίας και σιωπηλών αφηγήσεων». Για την κ. Mazelin και την κ. Καράτζαλη, η επανάχρηση δεν είναι απλώς αισθητική πράξη. Είναι στάση. Μνήμη. Συνέχεια.
Όταν τις ρωτάς για το πιο «λάθος» σημείο της περιοχής, απαντούν χωρίς δισταγμό: «Ο άξονας της Συγγρού είναι ένα αρχιτεκτονικό κολάζ – σουρεαλιστικό, αντιφατικό, χωρίς συνοχή. Κι όμως, ίσως αυτή η ανομοιομορφία να είναι η πιο ειλικρινής έκφραση της Αθήνας: απρογραμμάτιστη, ελαφρώς ατίθαση. Η ασχήμια της, με έναν τρόπο, καταλήγει γοητευτική».
Και αν η γειτονιά τους γινόταν ταινία; Δεν θα χρειαζόταν να τη γυρίσουν οι ίδιες: «Τα Φθηνά Τσιγάρα είναι η απόλυτη κινηματογραφική σπουδή στην αθηναϊκή παραίσθηση. Μια πόλη βουτηγμένη στην ερωτική μελαγχολία, την εφήμερη σύνδεση και τον ήχο των κλιματιστικών».
Όμως, μέσα σε αυτήν τη ρευστή, συχνά επιθετική αστικοποίηση, επιμένουν να εντοπίζουν μικρές εστίες αντίστασης: «Ένα καφενείο που έμεινε, μια αυλή με γιασεμί, μια φωνή που λέει “καλημέρα”».