Σε μια αγορά που μετρά τα έργα σε τετραγωνικά και αποδόσεις, η Arbitrage Real Estate, με βάση την εμπειρία της στη διαχείριση ιδιωτικών επενδύσεων στην ακίνητη περιουσία, μιλά για μια άλλη ανάπτυξη, αυτή που διαβάζεται στον χρόνο, στον δημόσιο χώρο, στις σχέσεις με τον τόπο. Ο Γιώργος Βιτούλας και ο Ιωάννης Ορφανός εξηγούν γιατί η αρχιτεκτονική, το ESG και η τοπικότητα είναι πια επενδυτικά ζητούμενα, όχι ρητορικά πλεονάσματα.
Σε μια περίοδο που η ανάπτυξη είναι μια έννοια που λέγεται συχνά αλλά εξηγείται σπάνια, δύο από τους ιδρυτικούς εταίρους της Arbitrage Real Estate επιχειρούν να της δώσουν ουσιαστικό περιεχόμενο, λειτουργικό, κοινωνικό και επενδυτικό.
Ένα έργο που ενσωματώνει περιβαλλοντική ευθύνη, κοινωνική ενσυναίσθηση και θεσμική διαφάνεια είναι πιο ελκυστικό για όλους: επενδυτές, χρήστες και κοινότητες.
Για την Arbitrage η «καλή ανάπτυξη» είναι αυτή που αφήνει πίσω της ένα θετικό και διαρκές αποτύπωμα, όπως επισημαίνει ο Γιώργος Βιτούλας, Ιδρυτικός Εταίρος της εταιρείας και υπεύθυνος για το Development Management. Δεν πρόκειται μόνο για το τελικό μέρισμα ή την έγκαιρη παράδοση αλλά για το αν το έργο αναβάθμισε τον αστικό ιστό, συνέβαλε στη βιωσιμότητα της περιοχής και ενίσχυσε την κοινωνική συνοχή. Όπως εξηγεί, κάθε έργο πρέπει να αξιολογείται πολυεπίπεδα: κοστολογικά, εμπορικά, περιβαλλοντικά, ενεργειακά, λειτουργικά, αισθητικά και, κυρίως, κοινωνικά. Η αξία του οφείλει να αφορά όχι μόνο τον χρήστη και τον επενδυτή αλλά και το αστικό και κοινωνικό του περιβάλλον.
Η αρχιτεκτονική, με τη σειρά της, παύει να είναι ένα «ευχάριστο συμπλήρωμα» και αρχίζει να αντιμετωπίζεται ως καθοριστικός παράγοντας διαφοροποίησης, όπως εξηγεί ο Ιωάννης Ορφανός, Ιδρυτικός Εταίρος της Arbitrage Real Estate και Head of Capital Markets. Αν και αυτή η αντίληψη παραδοσιακά λογίζεται ως «soft factor», δηλαδή κάτι καλό να υπάρχει αλλά όχι θεμελιώδες, σήμερα αλλάζει, ιδίως σε έργα που απευθύνονται σε απαιτητικό κοινό ή εντάσσονται σε δυναμικά αστικά περιβάλλοντα. Όπως αναφέρει, ο αρχιτεκτονικός σχεδιασμός μπορεί να αυξήσει την εμπορική απήχηση, να μειώσει τα λειτουργικά κόστη και να ενισχύσει τη βιωσιμότητα και την κοινωνική αποδοχή ενός έργου. «Ένα αρχιτεκτονικά ισχυρό πρότζεκτ είναι πιο ανθεκτικό στις διακυμάνσεις της αγοράς και συχνά καταλήγει να παράγει υπεραξία», σημειώνει.

Το αποτύπωμα ενός έργου δεν σταματά στα όρια του οικοπέδου. Για την Arbitrage, η στρατηγική σκέψη ξεκινά από το σημείο, αλλά εξελίσσεται σε κλίμακα. Όπως αναφέρει ο Γιώργος Βιτούλας, ένα μεμονωμένο ακίνητο, όταν αναπτυχθεί με σωστή πρόβλεψη, μπορεί να λειτουργήσει ως μοχλός ευρύτερης αναβάθμισης. Έργα όπως ένα πολιτιστικό κέντρο ή η ανακαίνιση ενός ιστορικού κτιρίου έχουν τη δύναμη να επαναπροσδιορίσουν το σύνολο ενός οικοδομικού τετραγώνου ή μιας γειτονιάς. «Μια επένδυση δεν αφορά μόνο το κτίριο αλλά και τον δημόσιο χώρο γύρω του, τις σχέσεις του με τα γειτονικά ακίνητα, την ταυτότητα της περιοχής», τονίζει.
Αυτός είναι και ο λόγος που η αρχιτεκτονική δεν λογίζεται απλώς ως μορφή αλλά και ως σήμα αλλαγής. Όπως παρατηρεί ο Ιωάννης Ορφανός, ολοένα περισσότεροι επενδυτές, κυρίως θεσμικοί και διεθνείς, αρχίζουν να αντιλαμβάνονται ότι ένα καλά σχεδιασμένο κτίριο μπορεί να μεταδώσει ένα νέο αφήγημα για μια περιοχή, έναν κλάδο, μια εποχή. Στο πλαίσιο αυτό η Arbitrage ενθαρρύνει τους πελάτες της να αντιμετωπίζουν τα έργα όχι μόνο ως assets αλλά και ως παρεμβάσεις με πολλαπλό κοινωνικό και οικονομικό αντίκτυπο.
Η ίδια στρατηγική θεώρηση εφαρμόζεται και ως προς το ESG, που πλέον δεν αποτελεί απλώς μια υποχρέωση συμμόρφωσης αλλά έναν πυλώνα σχεδιασμού. Όπως εξηγεί ο Γιώργος Βιτούλας, το ESG είναι ένα φίλτρο για τις τεχνικές και λειτουργικές αποφάσεις, από την επιλογή υλικών μέχρι τη μελλοντική διαχείριση ενός ακινήτου. Ένα έργο που ενσωματώνει περιβαλλοντική ευθύνη, κοινωνική ενσυναίσθηση και θεσμική διαφάνεια είναι πιο ελκυστικό για όλους: επενδυτές, χρήστες και κοινότητες.

Σε έναν τομέα όπως ο τουρισμός, όπου οι νέες αναπτύξεις αυξάνονται, ο κίνδυνος κορεσμού είναι υπαρκτός. Ωστόσο, όπως τονίζει ο Ιωάννης Ορφανός, υπάρχει ακόμη περιθώριο, όχι όμως για «περισσότερα ίδια πράγματα». Οι επενδυτές αναζητούν πλέον έργα που διαφοροποιούνται, φέρουν τοπική ταυτότητα, έχουν αρχιτεκτονική και βιώσιμη ποιότητα. «Δεν αρκεί ένα ξενοδοχείο να είναι πολυτελές. Πρέπει να έχει αυθεντικότητα, να εντάσσεται στο τοπίο και να σέβεται τον τόπο», σημειώνει, εξηγώντας γιατί η Arbitrage υποστηρίζει μεικτά τουριστικά έργα ανεξαρτήτως κλίμακας, με υψηλό σχεδιαστικό και λειτουργικό επίπεδο.
Ανατρέχοντας στις μεγαλύτερες αλλαγές της τελευταίας δεκαετίας, ο Γιώργος Βιτούλας επισημαίνει τη μετάβαση από το αποσπασματικό στο στρατηγικό. Οι επενδυτές ζητούν πλέον στοιχεία, σταθερότητα, νομοθετική προβλεψιμότητα και κοινωνικό διάλογο. Αυτή η αλλαγή οδηγεί σε πιο σταθερά, αποδεκτά και μακροπρόθεσμα βιώσιμα έργα, κάτι που, όπως τονίζει, αποτελεί βασική αρχή της Arbitrage: να σχεδιάζεις όχι μόνο για το σήμερα αλλά και για τις ανάγκες των επόμενων τριών δεκαετιών.
Στο ερώτημα αν υπάρχει αρχιτεκτονική που αυξάνει μακροπρόθεσμα την αξία ενός asset, ο Ιωάννης Ορφανός είναι ξεκάθαρος; η μακροπρόθεσμη αξία δεν προκύπτει μόνο από τη χρήση ή τη θέση αλλά και από την ικανότητα του κτιρίου να στέκεται στον χρόνο, να προσαρμόζεται και να διατηρεί τη φρεσκάδα του. Ένα καλά σχεδιασμένο κτίριο μπορεί να προσφέρει υψηλότερες αποδόσεις, καλύτερη εμπειρία χρήστη και μικρότερες ανάγκες ανακαίνισης. «Η αρχιτεκτονική ταυτότητα δημιουργεί ανταγωνιστικό πλεονέκτημα, το οποίο δεν είναι μόνο συμβολικό, είναι και εμπορικά μετρήσιμο», καταλήγει.