ΟΙ ΠΑΝΕΛΛΗΝΙΕΣ ΕΞΕΤΑΣΕΙΣ συνεχίστηκαν χθες με το μάθημα των Αρχαίων Ελληνικών, για τους μαθητές των ημερήσιων και εσπερινών ΓΕΛ. Ένα από τα θέματα που δόθηκαν περιλάμβανε μια άσκηση, σύμφωνα με τις οδηγίες της οποίας οι υποψήφιοι κλήθηκαν να συμπληρώσουν κάποιες φράσεις με λέξεις ετυμολογικά συγγενείς με τη μετοχή «φέροντας». Μία από τις λέξεις που ζητούσε η άσκηση ήταν το «φερέφωνο», το οποίο έπρεπε να συμπληρωθεί στη φράση: «Δεν ντρέπεσαι που επαναλαμβάνεις ό,τι σου λέει η γυναίκα σου; Κατάντησες φερέφωνό της». Και μία ακόμα φράση, απ’ την οποία έλειπε η λέξη φορέματα, ήταν αυτή: «Στις εκπτώσεις η κόρη μου συνήθως ψωνίζει πολλά φορέματα».
Διόλου περίεργο, η συγκεκριμένη άσκηση ξεσήκωσε πλήθος αντιδράσεων, καθώς επικρίθηκε για το γεγονός ότι αναπαράγει αναχρονιστικές ιδέες και έμφυλα στερεότυπα: ένας άντρας που υποτάσσεται και συμμορφώνεται απαρέγκλιτα σε ό,τι λέει γυναίκα του είναι η ντροπή του φύλου του, ενώ η γυναίκα που ψωνίζει πολλά φορέματα είναι η κλασική υπερκαταναλώτρια.
Ο σεξισμός, σαν το δηλητήριο, έχει διαποτίσει τόσο πολύ την κοινωνία και όλες τις εκφάνσεις της, που φανερώνεται παντού, ακόμα και στις ασκήσεις πάνω στις οποίες καλούνται να διαγωνιστούν οι μαθητές, εκεί όπου θα έπρεπε να επιλέγονται ουδέτερες και αχρωμάτιστες χρήσεις, ακριβώς για να μη γίνεται σήμερα αυτή η συζήτηση.
Σε αυτήν την περίπτωση έχει ενδιαφέρον να εξετάσουμε και τον αντίλογο που ακούστηκε. Πολλές φορές ο σεξισμός είναι «αόρατος» ή ανεπαίσθητος, ακριβώς γιατί έχει διαποτίσει τόσο πολύ την καθημερινή ζωή που θεωρείται απόλυτα φυσιολογικός και απαιτείται προσπάθεια για να επισημανθεί. Όσοι δεν διέκριναν κανέναν απολύτως σεξισμό στις παραπάνω φράσεις επικαλέστηκαν το λογικοφανές επιχείρημα πως οποιοσδήποτε άνθρωπος δεν πρέπει να γίνεται φερέφωνο κάποιου άλλου αλλά να διατηρεί την αυτονομία της σκέψης του. Επιπλέον, τι πιο συνηθισμένο από μια γυναίκα που αγοράζει φορέματα, όπως ένας άντρας θα ψώνιζε παντελόνια. Μόνο που, για ακόμα μία φορά, όλως τυχαίως, δεν συνέβη αυτό. Δεν είδαμε κανέναν άντρα να υπερκαταναλώνει στις εκπτώσεις, ούτε κάποια γυναίκα να είναι υποχείριο του άντρα της και αυτό να κρίνεται ως ντροπιαστική πράξη. Κι αν η χρήση της λέξης φόρεμα είναι εξ ορισμού κάπως περιοριστική, το φερέφωνο έχει τόσες πολλές διαφορετικές χρήσεις, που απορεί κανείς γιατί, π.χ., αντί για την πολιτική, επελέγη ένα τόσο προβληματικό πλαίσιο.
Αυτονόητο είναι πως σε τέτοιες γλωσσικές ασκήσεις επιλέγονται κοινές και εύκολα αντιληπτές από τους μαθητές φράσεις. Δεν είναι το ζητούμενο εδώ να ασχοληθεί κανείς με παραδοξολογίες, νοηματικές απιθανότητες και υποπεριπτώσεις. Κι αυτό είναι κάτι που το ξεχνάνε όσοι μιλάνε για «απλές προτιμήσεις». Η χρήση της γλώσσας είναι που ενδιαφέρει τους εξεταστές εδώ. Οπότε, ό,τι επιλέγεται είναι συνήθως και ό,τι χρησιμοποιείται συχνά στην καθομιλουμένη. Μόνο που αυτή η πιθανότατα ασυναίσθητη και ασυνείδητη επιλογή λέει πολλά από μόνη της. Ο σεξισμός, σαν το δηλητήριο, έχει διαποτίσει τόσο πολύ την κοινωνία και όλες τις εκφάνσεις της, που φανερώνεται παντού, ακόμα και στις ασκήσεις πάνω στις οποίες καλούνται να διαγωνιστούν οι μαθητές, εκεί όπου θα έπρεπε να επιλέγονται ουδέτερες και αχρωμάτιστες χρήσεις, ακριβώς για να μη γίνεται σήμερα αυτή η συζήτηση.
Μήπως ζητάμε πολλά από την επιτροπή εξετάσεων του υπουργείου Παιδείας; Μήπως όλα αυτά είναι επιλεκτικές woke ευαισθησίες και θα έπρεπε να μην αντιδρούμε για ένα εκπαιδευτικό σύστημα που όχι μόνο δεν συμβαδίζει με την εποχή του, η οποία τρέχει με την ταχύτητα του φωτός πλέον, αλλά που βρομάει και ναφθαλίνη και ενίοτε παραπέμπει σε άλλες, πολύ παλιότερες εποχές; Στη δεκαετία του ’70, για παράδειγμα, θα περίμενε εύλογα κανείς να συναντήσει παρόμοιες και χειρότερες φράσεις που αναπαράγουν στερεότυπα, σε καθαρεύουσα βεβαίως, αλλά το 2025; Ίσως επειδή έχουμε 2025 δεν διαβάζουμε για «κόρη σουρλουλού» και για γυναίκα που «ρίχνει παντόφλα» στον σύζυγό της. Κι αυτές δεν είναι παρά μερικές πιο λαϊκότροπες εκδοχές των φράσεων στις ασκήσεις του υπουργείου.
Η αναπαραγωγή παρωχημένων στερεοτύπων δεν είναι παρά μόνο μια τυχαία εκδήλωση μιας αδήριτης πραγματικότητας που λέει πως η παιδεία μας έχει μείνει στον προηγούμενο αιώνα, και προσπαθεί ασθμαίνοντας να προλάβει τις εξελίξεις – όχι με επιτυχία πάντα. Το ελληνικό εκπαιδευτικό σύστημα είναι σε πολλά ξεπερασμένο. Ίσως ήρθε η ώρα να εξετάσουμε κατά πόσο οι πανελλήνιες εξετάσεις, αν και το μόνο αδιάβλητο σύστημα εισαγωγής στα πανεπιστήμια, πρέπει να πάνε στο χρονοντούλαπο της ιστορίας.
Ας παραδεχτούμε πως ο σεξισμός είναι μια Λερναία Ύδρα με πολλά κεφάλια. Εκεί που κόβουμε (ή νομίζουμε πως κόβουμε) το ένα, ξεπετάγεται το άλλο. Ήρθαν η πολιτική ορθότητα και η συμπερίληψη να συμμαζέψουν κάπως τον βούρκο του δημόσιου λόγου, έστω και με τις υπερβολές που αναπόφευκτα θα εκδηλώνονταν; Πέρασαν αρκετά χρόνια από τη θεσμοθετημένη ισότητα των δύο φύλων για να περιοριστούν κάπως οι σεξιστικές και μισογύνικες ατάκες που έδιναν κι έπαιρναν δημόσια, χωρίς καμία ντροπή; Έγιναν βήματα, έστω και με ρυθμούς χελώνας; Φευ... Πρέπει να κυλήσει πολύ νερό στο αυλάκι ακόμα. Μέσα στην τελευταία μόλις εβδομάδα, είχαμε το περιστατικό με το ριάλιτι «Big Brother» του ΣΚΑΪ όπου παίκτης αποκάλεσε μπροστά στις κάμερες μια συμπαίκτριά του «βίζιτα», με μια άλλη συμπαίκτρια να συγκατανεύει, και την παραγωγή –ελέω τηλεθέασης;– να μην τους αποβάλει, ενώ τις τελευταίες μέρες ζούμε μια σκυταλοδρομία χυδαιότητας μεταξύ αθλητικών ομάδων στο μπάσκετ, όπου οπαδοί ομάδων και πρόεδροι διαφωνούν για το ποιος απείλησε τελικά ότι θα βιάσει την κόρη ή τη μάνα του άλλου και αν οι απειλές για βιασμό της μιας πλευράς είναι πιο «λάιτ» από της άλλης.
Όταν, λοιπόν, ο μισογυνισμός είναι σε αυτά τα επίπεδα στην κοινωνία και στη δημόσια σφαίρα, θα περίμενε κανείς η επιτροπή που επιλέγει τα θέματα των Πανελληνίων να είναι πιο προσεκτική, ώστε να μην ξεφεύγουν –ούτε κι άθελά της– φράσεις, ούτε στην απειροελάχιστη χροιά τους ή στο πιο μικρό υπονοούμενό τους, δηλωτικές μιας κοινωνίας που χρέωνε στις γυναίκες αρνητικά στερεότυπα όπως της καταναλώτριας-βάρος για τον αφέντη-κουβαλητή του σπιτιού ή της συζύγου-δυνάστριας που έχει ευνουχίσει τον άντρα της.