Πριν από κάποιο καιρό, το μάτι μου έπεσε σ’ ένα πολύ ασυνήθιστο βιβλίο. Το «Shattered Motherhood» της Donna Johnson (εκδ. Spinifex) καταπιανόταν μ’ ένα θέμα που δεν είχα ξαναδεί σε βιβλίο. Η συγγραφέας, μέσω της δουλειάς της, είχε έρθει σε επαφή με πολλές γυναίκες που τα παιδιά τους αυτοκτόνησαν. Παρατήρησε ότι δεν υπάρχει καμία ιδιαίτερη και εξειδικευμένη στήριξη γι’ αυτό το πολύ συγκεκριμένο είδος απώλειας. Παρατήρησε, επίσης, ότι οι γυναίκες αφήνονταν εντελώς μόνες, να κουβαλάνε την ενοχή και το αίσθημα μιας πελώριας προσωπικής αποτυχίας την οποία δεν ξεπερνούσαν ποτέ.
Διαβάζοντας όσα είχε να πει, διαπίστωσα ότι δεν είναι ένα βιβλίο που απευθύνεται σε μητέρες με παιδιά που έγιναν αυτόχειρες. Είναι ένα βιβλίο που μιλά για την ντροπή και την ενοχή ως συναισθήματα ταυτόσημα με τη μητρότητα. Υπό αυτό το πρίσμα, η αυτοκτονία του παιδιού έρχεται να επισφραγίσει την προϋπάρχουσα πεποίθηση της μητέρας ότι, πράγματι, φταίει για όλα. Με αφορμή την αυτοκτονία του παιδιού, η Johnson ξετυλίγει όλη τη διαδικασία ντροπής, ενοχής, πένθους και ευθύνης που αφορά τη μητέρα. Τη μητέρα όχι μόνο ως γονέα αλλά πρωτίστως ως γυναίκα που ζει, πενθεί, υποφέρει και φταίει εντός της πατριαρχίας.
«Η απώλεια ενός παιδιού σε κάθε περίπτωση είναι μια διαδικασία που οδηγεί τη μητέρα στα όρια της αντοχής της. Όταν ο θάνατος έρχεται απ’ το χέρι του ίδιου του παιδιού, η μητέρα ζει νοερά μια δίκη. Η δίκη αυτή συμβαίνει τόσο στο μυαλό της όσο και στα μάτια της κοινωνίας. Μπορεί η κοινότητά της να μην την οδηγήσει κυριολεκτικά σε κάποιο δικαστήριο, αλλά νιώθει το δάχτυλο να δείχνει προς την κατεύθυνσή της: «Είσαι η μάνα ενός παιδιού που αυτοκτόνησε». Πρέπει να σημειωθεί ότι ο πατέρας σπανίως κατηγορείται με τον ίδιο τρόπο, ακόμη κι αν ήταν απών απ’ τη ζωή του παιδιού, ιδίως αν ήταν απών απ’ τη ζωή του παιδιού· σκληρή ειρωνεία. Η ζωή των γυναικών είναι γεμάτη σκληρές ειρωνείες».
Μπορεί να μην έχω μιλήσει με γυναίκες απ’ όλο τον κόσμο που βίωσαν την αυτοκτονία των παιδιών τους, αλλά το μοτίβο είναι το ίδιο. Και αυτό που μαντεύω είναι ότι, ανεξαρτήτως εθνικότητας, θα εκφράσουν το αίσθημα της ανεπάρκειας απέναντι στο καθήκον που είχαν ως μητέρες.
Σήμερα θα διαβάσετε τη συνέντευξη που παραχώρησε η συγγραφέας στη LiFO.
― Το θέμα του βιβλίου είναι ιδιαίτερο. Με μια πρώτη ματιά, ασχέτως περιεχομένου, φαίνεται υπερβολικά συγκεκριμένο. Κατά την ανάγνωση, καταλαβαίνεις ότι είναι ένα βαθιά πολιτικό βιβλίο. Σε ορισμένα σημεία πρωταγωνιστεί η αυτοχειρία, σε άλλα το βλέμμα της κοινωνίας. Πώς συνδέθηκαν τόσο ετερόκλητα θέματα σε ένα μόνο έργο;
Πάντα έγραφα για την έμφυλη βία. Το θέμα της αυτοχειρίας ενός παιδιού δεν ήταν ποτέ στο επίκεντρο της δουλειάς μου, αλλά σύντομα βρήκα τον εαυτό μου «δεμένο», αν θες, με το θέμα αυτό. Τέλος πάντων, όταν αποφάσισα να γράψω αυτό το βιβλίο, μια φίλη που με ξέρει μου είπε ό,τι λες κι εσύ: ότι το βιβλίο είναι ειδικού ενδιαφέροντος. Να γράψω κάτι άλλο. Να γράψω ένα φεμινιστικό μανιφέστο με επίκεντρο τη μητρότητα. Όμως, εγώ, όσο έγραφα γι’ αυτό το συγκεκριμένο θέμα, έβλεπα ότι όλοι οι δρόμοι οδηγούν στη Ρώμη και ότι όποιο κι αν είναι το ζήτημα που αντιμετωπίζουν οι γυναίκες, η υποτέλειά τους στο σύστημα είναι καθοριστική για το πώς θα το βιώσουν. Η πατριαρχία ενσταλάζεται στη ζωή των γυναικών και, όποιο θέμα και να πιάσεις, βρίσκεις μπροστά σου ενοχή, ντροπή και αποσιώπηση. Επομένως, αποφάσισα να ξεκινήσω από ένα ειδικό θέμα και να δείξω πώς μπορούμε απρόσκοπτα να βγάλουμε συμπεράσματα για το τι σημαίνει γενικά να είσαι γυναίκα υπό την πατριαρχία.

― Γιατί το επίκεντρο είναι οι μητέρες με παιδιά αυτόχειρες;
Δούλευα πολλά χρόνια ως κοινωνική λειτουργός σε ξενώνες κακοποιημένων γυναικών. Μετά από περίπου 16 χρόνια, ξεκίνησα να εργάζομαι στην αστυνομία, σε ένα τμήμα που σχετιζόταν με τη βοήθεια προς τα θύματα. Εκεί αντιμετώπισα πολλά περιστατικά που σχετίζονταν με ενδοοικογενειακή βία, σεξουαλικές επιθέσεις, ανθρωποκτονίες και αυτοκτονίες. Αντιμετώπισα πολλές αυτοκτονίες και συγκεκριμένα αυτοκτονίες νέων ανθρώπων. Άρχισα να παρατηρώ ότι, ιδίως στην τελευταία περίπτωση, οι μητέρες δεν μπορούσαν με τίποτα να διαχειριστούν την κατάσταση. Φυσικά, όλοι πενθούσαν στην οικογένεια, οι μπαμπάδες, οι αδελφές, οι αδελφοί, οι γιαγιάδες και οι παππούδες. Αλλά, κάποια στιγμή, η ζωή τους συνεχιζόταν. Αντιθέτως, οι μητέρες πνίγονταν σ’ αυτή την παραλυτική ενοχή και πίστευαν ότι έφταιγαν οι ίδιες για τον θάνατο του παιδιού τους. Κάποια στιγμή δούλευα με μία μητέρα που το περνούσε αυτό, η οποία είχε και η ίδια τάσεις αυτοκτονίας. Τη ρώτησα τι μπορώ να κάνω πρακτικά για να τη βοηθήσω. Μου είπε «χρειάζομαι να γνωρίσω μια μητέρα που το έχει βιώσει αυτό και δεν είναι τέρας». Όταν είπε αυτήν τη λέξη, τη λέξη «τέρας», ήταν η πρώτη φορά που άκουσα κάποια να περιγράφει έτσι τον εαυτό της. «Τέρατα» λέμε τους κατά συρροή δολοφόνους. Αναρωτήθηκα τι συνέβαινε μέσα της. Για ποιον λόγο αισθανόταν τόσο υπεύθυνη. Ήξερα ότι είχε κακή σχέση με τον πατέρα του παιδιού. Ήξερα ότι υπήρχε πρόβλημα με το αλκοόλ στο σπίτι. Ήξερα ότι βρήκε επίσης τη δύναμη να πάρει διαζύγιο και ν’ απομακρύνει το παιδί απ’ αυτή την κατάσταση. Κι όμως, ένιωθε ότι αυτή και μόνο αυτή φταίει. Τέλος πάντων, το πήρα πάνω μου να της βρω ένα δίκτυο υποστήριξης με άλλες μαμάδες. Ψάχνοντας να βρω τρόπους για να βοηθήσω αυτή και άλλες, γκρουπ υποστήριξης ή βιβλία ή οτιδήποτε, είδα ότι δεν υπήρχε τίποτα. Τώρα υπάρχει.
― Γράφετε ότι οι μητέρες έχουν μεγάλη ανάγκη να γνωρίσουν κι άλλες μητέρες με την ίδια εμπειρία και να μιλήσουν μαζί τους.
Ναι. Στο αστυνομικό τμήμα, μητέρες που μοιράζονταν αυτό το βίωμα γνώρισαν η μία την άλλη και βίωσαν απίστευτη ανακούφιση. Το αίσθημα ενοχής όμως δεν έφευγε με τίποτα. Τίποτα απολύτως δεν μπορούσε να τις μετακινήσει απ’ την απόλυτη πεποίθησή τους ότι φταίνε πλήρως για ό,τι συνέβη. Ήταν μέσα στο πλαίσιο της δουλειάς μου να προσπαθήσω να τις βοηθήσω, επομένως σκεφτόμουν πώς θα το κάνω. Συνειδητοποίησα ότι δεν αρκούσε να δημιουργηθεί ένα δίκτυο στήριξης γυναικών που έχουν περάσει το ίδιο πράγμα και καταλαβαίνουν η μία την άλλη. Χρειαζόταν κάτι παραπάνω. Χρειαζόταν ανάλυση του τι σημαίνει να είναι μητέρες για τις ίδιες. Του πώς «μητέρα» σημαίνει «φταίχτρα». Χρειαζόταν ένα πλαίσιο συζήτησης εντός του οποίου οι γυναίκες-μητέρες μπορούν να σκεφτούν την κατάστασή τους όχι μόνο προσωπικά αλλά και πολιτικά. Χρειαζόταν, κοντολογίς, να ενταχθεί στη συζήτηση ο φεμινισμός.
― Διαβάζοντας, αναρωτιόμουν πώς θα φτάσει το βιβλίο στο κοινό του. Οι μητέρες με παιδιά αυτόχειρες δεν είναι απαραίτητα φεμινίστριες και οι γυναίκες που διαβάζουν φεμινιστικά βιβλία μπορεί να μην άνοιγαν ένα βιβλίο με τέτοιο θέμα. Μου φαίνεται ότι οι γυναίκες που μπορεί να βοηθηθούν πολύ απ’ το βιβλίο είναι γυναίκες που μπορεί να μην ξέρουν καν τι είναι ο φεμινισμός, πόσο μάλλον πώς ωφελούνται απ’ τα εργαλεία σκέψης που προσφέρει. Σας προβλημάτισε καθόλου αυτό;
Αυτή ακριβώς ήταν η μεγαλύτερη δυσκολία μου όσο έγραφα το βιβλίο. Ειδικά όταν διαπίστωσα ότι οι γυναίκες με τις οποίες δούλευα δεν ήθελαν καν αυτό το είδος ανάλυσης. Με σόκαρε, επειδή πίστευα ότι είχα μια ιδέα που πραγματικά θα τις βοηθούσε και θα τις οδηγούσε στο να διαχειριστούν καλύτερα τις συνθήκες της ζωής τους. Γιατί να απορρίψεις κάτι τέτοιο; Έκανα πολλές ομάδες με γυναίκες με σκοπό να δουλέψουμε μαζί γι’ αυτό το βιβλίο. Όλο το οικοδόμημα κατέρρεε τη στιγμή που έμπαινε στη συζήτηση η λέξη «φεμινισμός». Μέσα απ’ τις συζητήσεις μου μαζί τους, εισέπραξα το εξής: οι γυναίκες αυτές είχαν ήδη χάσει πολλά. Και ο φεμινισμός τις έκανε να νιώθουν ότι θα χάσουν περισσότερα. Επειδή ο φεμινισμός σε κάνει να ξαναδείς τη σχέση σου με την κοινωνία. Όταν αναθεωρείς, αναγκαστικά κάτι χάνεις, όσα κι αν κερδίζεις.
― Αφιερώνετε πολύ χώρο στη σχέση ανάμεσα στην ανδρική βία εναντίον της μητέρας και την αυτοκτονία των παιδιών. Στην Ελλάδα έχουμε ακούσει πολλά στη δημόσια σφαίρα κατά καιρούς, μεταξύ των οποίων ότι ένας κακοποιητικός σύζυγος μπορεί να είναι καλός πατέρας. Έμεινα πολύ στο πώς συνδέετε τα δύο.
Πάρα πολλές μαμάδες είναι διατεθειμένες να κάνουν τα πάντα για να μην αποχωριστούν τα παιδιά τους. Στον Καναδά είναι νόρμα η συνεπιμέλεια, επομένως, όταν ο πατέρας είναι κακοποιητικός, επειδή οι γυναίκες δεν θέλουν να έχει δικαίωμα να μένει μόνος με το παιδί, δεν χωρίζουν. Δεν αντέχουν τη σκέψη ότι το παιδί τους θα μείνει μόνο μαζί του, επομένως μένουν στο ίδιο σπίτι και συντηρούν τη σχέση ή τον γάμο μέσα στον οποίο κακοποιούνται. Δεν ισχυρίζομαι ότι η κακοποίηση που δέχεται η μητέρα είναι η αιτία της αυτοκτονίας του παιδιού. Αυτό που γράφω είναι ότι τα παιδιά αυτόχειρες απαντώνται συχνά σε περιβάλλοντα κακοποιητικά προς τη μητέρα τους. Απ’ τη μία, όσο η μητέρα βρίσκεται σε αυτή την κατάσταση νιώθει φυλακισμένη, αλλά τουλάχιστον πιστεύει ότι είναι για το καλό του παιδιού της. Απ’ την άλλη, όταν το παιδί αυτοκτονεί, η μητέρα αναρωτιέται γιατί δεν έφυγε νωρίτερα. Από όπου και να το πιάσεις, πάντα αυτή φταίει. Οι γυναίκες κακοποιούνται βαθιά πίσω από πιστεύω που καλλιεργούνται στο όνομα της ευζωίας του παιδιού.

― Το άλλο σημείο που μου έμεινε είναι ότι γράφετε πως «οι μητέρες βιώνουν την αυτοκτονία του παιδιού τους ως προσωπική απόρριψη».
Δεν ήμουν σίγουρη για τη λέξη «απόρριψη». Αμφιταλαντεύτηκα ανάμεσα σ’ αυτή και το «εγκατάλειψη». Οι γυναίκες δίνουν όλο τους το σώμα για να κυοφορήσουν αυτό το παιδί. Ρισκάρουν πολλά για να το γεννήσουν. Πολλά μπορούν να πάνε στραβά, από το να πεθάνει κάποια στον τοκετό μέχρι το να υποστεί το σώμα της ανεπανόρθωτη βλάβη. Θέλω να πω, η μητέρα εγκαταλείπει πολλά για να βγει στον κόσμο αυτό το παιδί και να μεγαλώσει με ασφάλεια. Όταν το παιδί απορρίπτει τη ζωή αυτή, ο δεσμός μεταξύ μητέρας και παιδιού διαρρηγνύεται. Για πάντα. Πώς να μη νιώσει η μητέρα απόρριψη και εγκατάλειψη;
― Θα λέγατε ότι αυτό που προσπαθεί να πει το βιβλίο, ένα βιβλίο από Καναδή συγγραφέα, γραμμένο με βάση εμπειρίες γυναικών που όλες συνέβησαν στον Καναδά, αφορά τον υπόλοιπο κόσμο;
Πιστεύω, η αλήθεια είναι, ότι οι δυναμικές που περιγράφω είναι παγκόσμιες. Το πιστεύω ολότελα και απόλυτα. Η εμπειρία τού να είσαι γυναίκα στην πατριαρχία είναι μια κοινή γυναικεία εμπειρία. Κατ’ επέκταση, κοινή εμπειρία είναι η ντροπή, η ενοχή, οι τύψεις και η αντίδραση στην απώλεια. Όταν έγραφα για κακοποιημένες γυναίκες, είχα μιλήσει με γυναίκες απ’ όλο τον κόσμο και όλες κουβαλούσαν την ενοχή και το φταίξιμο. Μπορεί να μην έχω μιλήσει με γυναίκες απ’ όλο τον κόσμο που βίωσαν την αυτοκτονία των παιδιών τους, αλλά το μοτίβο είναι το ίδιο. Και αυτό που μαντεύω είναι ότι, ανεξαρτήτως εθνικότητας, θα εκφράσουν το αίσθημα της ανεπάρκειας απέναντι στο καθήκον που είχαν ως μητέρες.
― Θέλω να ρωτήσω αν πετύχατε ήδη τον στόχο. Δημιουργήσατε κοινότητες γυναικών που επεξεργάζονται το πένθος τους με τα εργαλεία που είχατε να τους προσφέρετε;
Έτσι κι έτσι. Μιλάω για τη δουλειά που κάνω. Δεν σκοτώνεται ο κόσμος να επικοινωνήσει μαζί μου. Το βιβλίο αυτό το βλέπω σαν το άπλωμα ενός χεριού προς τις γυναίκες που το χρειάζονται. Δεν ξέρω τι συνιστά επιτυχία στη συγκεκριμένη περίπτωση. Αυτό στο οποίο ελπίζω είναι η δημιουργία κοινοτήτων σε πολλές χώρες του κόσμου, μέσω των οποίων οι γυναίκες που έχουν περάσει αυτή και άλλες αντίστοιχες τραγικές εμπειρίες να βρίσκουν η μία την άλλη και να καταφέρνουν να ξεπεράσουν την ντροπή και την ενοχή που σχετίζονται με το γεγονός ότι είναι γυναίκες. Πάντως, σε καμία περίπτωση δεν θα έλεγα ότι ο κόσμος τσακίζεται να μπει σε φεμινιστικές ομάδες διαχείρισης πένθους. Ωστόσο εγώ πιστεύω ότι ο μόνος τρόπος να λύσουμε τα προβλήματά μας ως γυναικών, όποια κι αν είναι αυτά, είναι να οργανωθούμε σε γκρουπ, ομάδες, κοινότητες και, αφού μιλήσουμε γι’ αυτά που μας απασχολούν, να τα συζητήσουμε με όρους φεμινιστικής ανάλυσης. Μόνο έτσι θα σηκώσουμε το πέπλο που είναι μπροστά στα μάτια μας όλη μας τη ζωή και μας κάνει να βλέπουμε τον εαυτό μας και τον κόσμο με πατριαρχικές στρεβλώσεις.