ΤΙ ΚΟΙΝΟ ΕΧΟΥΝ ο Ρόμπερτ Οπενχάιμερ, ο Τζίμι Κάρτερ ή ο Τζέφρι Χίντον; Ένας εξαιρετικός φυσικός που διεύθυνε ουσιαστικά το απόρρητο Μανχάταν Πρότζεκτ για την κατασκευή των πρώτων ατομικών όπλων, ένας πολιτικός που υπήρξε Πρόεδρος των ΗΠΑ στα τέλη της δεκαετίας του ’70 και ένας πρωτοπόρος ερευνητής των νευρωνικών δικτύων και γνωστικός ψυχολόγος που έχει γίνει περισσότερο γνωστός ως «ο νονός της τεχνητής νοημοσύνης»;
Το κοινό τους είναι ότι όλοι τους υπήρξαν «πρώην» που εμφάνισαν ενισχυμένη κριτική διάθεση. Ο Οπενχάιμερ, για παράδειγμα, εναντιώθηκε στην ιδέα της βόμβας υδρογόνου στη δεκαετία του ’50, αφού πρώτα, τη δεκαετία του ’40, υπήρξε η επιστημονική ψυχή των μυστικών εργαστηρίων του αμερικανικού στρατού στο Λος Άλαμος. Ο Κάρτερ, που ο Θεός των Βαπτιστών του αμερικανικού Νότου του χάρισε γενναιόδωρα έναν αιώνα ζωής, υπήρξε για πολλές δεκαετίες συνταξιούχος Πρόεδρος με φιλειρηνικές, προοδευτικές θέσεις. Ενώ ο γεννημένος το 1947 Χίντον είναι, μάλλον, το πιο διάσημο όνομα από όσα διατύπωσαν τις ανησυχίες τους για την άκριτη επιτάχυνση στην κούρσα των εταιρειών προς τη «γενική τεχνητή νοημοσύνη» ή κάποια εκδοχή υπερνοημοσύνης.
Ψάχνοντας στα αρχεία των καιρών μας, μπορεί κανείς να εντοπίσει και άλλα ονόματα από τον χώρο των μυστικών υπηρεσιών, πρώην της φαρμακευτικής βιομηχανίας ή στελέχη της βιομηχανίας τροφίμων, από τις λεγόμενες ευαίσθητες θέσεις στο κράτος ή στις αγορές. Υπήρξαν, νομίζω, και κάποιοι μετανοημένοι της χρηματοπιστωτικής φούσκας πριν από χρόνια. Κάποιοι παραιτήθηκαν, οι περισσότεροι άρχισαν να μιλούν αφού πρώτα διάνυσαν μια λαμπρή διαδρομή, συμβάλλοντας στο να γεννηθούν οι πραγματικότητες για τις οποίες, σε δεύτερο χρόνο, επιδίωξαν να μας απευθύνουν κάποιες προειδοποιήσεις.
Η καλών προθέσεων προσωπική διαφοροποίηση, ο ηθικός προβληματισμός και οι ανησυχίες, όλες αυτές οι σημαντικές ποιότητες δεν δημιουργούν άξια λόγου πολιτικά γεγονότα. Κάποτε δημιουργούσαν, όχι όμως στις συνθήκες των κοινωνιών του πληροφοριακού θορύβου με τις πλατφόρμες.
Έχει νόημα μια τέτοια σοφία που ανθεί στους πρώην, στους αποσυρμένους, σε ηλικιωμένες σεβάσμιες κεφαλές; Σε καμιά περίπτωση δεν πρέπει να υποτιμήσουμε το φαινόμενο. Πρόσφερε στο κοινό και στους πιο ανενημέρωτους κάποιες πληροφορίες για τα παρασκήνια της πολιτικής ή τους μαιάνδρους του επιχειρηματικού και επιστημονικού establishment. Οι σοφοί πρώην άνοιξαν κάποια παράθυρα δημόσιου προβληματισμού και μάλλον έγιναν πηγή έμπνευσης και για άλλους ώστε να ακολουθήσουν έναν παρόμοιο δρόμο. Και υπήρξαν και εξαιρέσεις, με νέους ανθρώπους που ενώ μπορούσαν να ανέλθουν στα ύψη, προτίμησαν μια πολιτική της αλήθειας, δηλαδή μια μαρτυρία εναντίον των συμφερόντων της ίδιας της μηχανής την οποία υπηρέτησαν. Ο Έντουαρντ Σνόιντεν ή, παλαιότερα, ο Φίλιπ Έιτζι υπήρξαν τέτοιες περιπτώσεις.
Η αλήθεια είναι όμως ότι εν συγκρίσει με τους πρώην που «μετανόησαν», απείρως περισσότερα είναι αυτά τα πρόσωπα που δεν αναθεωρούν, που επιμένουν να δικαιολογούν καταστάσεις και διαδικασίες. Λίγα είναι τα δείγματα πολιτικού κλονισμού ή μιας υπαρξιακής επανατοποθέτησης, ιδίως από ανώτερα στελέχη και ανθρώπους με ειδική βαρύτητα στα πεδία τους. Στην περίπτωση της Γάζας, η αντίδραση κάποιων δεκάδων υπαλλήλων της Microsoft για το πρόγραμμα Azure και τη συνεργασία της εταιρείας με τον ισραηλινό στρατιωτικό μηχανισμό ήταν ένα ενθαρρυντικό δείγμα γραφής μιας τέτοιας σοφίας του παρόντος (όχι δηλαδή εκ των υστέρων). Ακόμα όμως και από τα πρόσωπα που εκφράζουν σποραδικές ανησυχίες (λόγου χάρη για την τεχνητή νοημοσύνη), ελάχιστα είναι αυτά που αποφασίζουν να κάνουν κάτι, πέρα από το να αναφέρονται στα επίφοβα ενδεχόμενα.
Το ότι η κριτική σοφία των πρώην είναι σπάνια και ιδίως το ότι δεν δημιουργεί εναλλακτικούς σχηματισμούς συνείδησης μέσα στην πολιτική ή στην επιστημονική κοινότητα δείχνει κάτι συγκεκριμένο: ότι η προσωπική ακεραιότητα έχει όρια. Η καλών προθέσεων προσωπική διαφοροποίηση, ο ηθικός προβληματισμός και οι ανησυχίες, όλες αυτές οι σημαντικές ποιότητες δεν δημιουργούν άξια λόγου πολιτικά γεγονότα. Κάποτε δημιουργούσαν, όχι όμως στις συνθήκες των κοινωνιών του πληροφοριακού θορύβου με τις πλατφόρμες. Η ζώνη των αντιρρησιών και των ερωτημάτων βάθους σκεπάζεται από τη λαίλαπα του ινφλουενσερισμού, από τη σύγχυση ψεύτικων αντισυστημισμών που τερατολογούν. Οι ατομικές διαφωνίες, όταν δεν πολιτικοποιούν τις τυχόν ενστάσεις τους, καταναλώνονται από τους πολλούς ως προσωπικά παράπονα ή κρυφά προγράμματα ματαιωμένων περιπτώσεων. Για παράδειγμα, οι ανησυχίες που έχουν εκφραστεί –όχι μόνο από τον Χίντον– για το ενδεχόμενο να «πάρει τα ηνία» η τεχνητή νοημοσύνη εις βάρος της «ανθρωπότητας» αμέσως κολλάνε στη γνωστή sci-fi θεματική της αντικατάστασης του ανθρώπου από ανώτερες μορφές νοημοσύνης ή από μια Μηχανή η οποία αυτονομείται και γίνεται αυτή ο κυρίαρχος. Είναι ένα από πιο δημοφιλή και κατά τη γνώμη μου πιο αποπροσανατολιστικά μοτίβα στις γενικές συζητήσεις για την κυοφορούμενη ριζική τεχνολογική και κοινωνική μεταμόρφωση.
Το θέμα για τις Μηχανές που θα αυτονομηθούν είναι συναρπαστικό, τρομαχτικό και την ίδια στιγμή ένας πολύ συμβατικός ποπ εφιάλτης χωρίς πολιτική ουσία. Γιατί το πρόβλημα με το πεδίο του τεχνολογικού μετασχηματισμού είναι οι αλγόριθμοι της κυριαρχίας των εταιρειών και κυρίως ο ασχεδίαστος, χαοτικός και νεοφιλελεύθερος προσανατολισμός της επιτάχυνσης των μεταβολών. Το πρόβλημα είναι ένα είδος τεχνοκαπιταλιστικής άγριας Δύσης με συνέπειες για την εργασία, την ατομικότητα, τον πολιτισμό της ενσώματης ύπαρξης. Το να παραμερίζει κανείς το ζήτημα του ποιος/-οι ελέγχουν τις πλατφόρμες και πώς κατανέμονται οι πόροι είναι ασυγχώρητο.
Σε αυτό το απολίτικο πλαίσιο, οι «αντιρρήσεις» του ενός ή του άλλου πρώην γκουρού, ισχυρού ή σοφού, εισρέουν στην ειδησεογραφία ως γεροντικά σκιρτήματα, πικρίες και ιδίως ως αναζήτηση ρόλου μετά το πέρας της ενεργής επαγγελματικής ζωής. Πολιτικοί που ξαλαφρώνουν ίσως τη συνείδησή τους, πρώην πράκτορες που μιλούν για τα σκοτάδια της προηγούμενης ζωής τους, επιστήμονες που αμφιβάλλουν για τη στάση που είχαν μέσα σε συγκεκριμένους μηχανισμούς: θα ήταν πολύ καλύτερα αν η ανακτημένη τους φρόνηση εκδηλωνόταν σε πιο πρώιμο στάδιο. Αν η ατομική αφύπνισή τους συμβάδιζε με μια ευρύτερη κατανόηση των κινδύνων από την τεχνοκρατία, την αδιαφάνεια και την υπερεξουσία. Αν διέκρινε έγκαιρα το βαρύ ανθρώπινο και περιβαλλοντικό κόστος ενός ανελέητου ανταγωνισμού, όπου τα χρήσιμα και απελευθερωτικά πράγματα θάβονται κάτω από τόνους ανοησίας, hype χυδαιότητας και διαταραγμένα όνειρα.
Ο Ρίτσαρντ Ρόρτι έγραφε κάποτε για την προτεραιότητα που πρέπει να έχει η δημοκρατία σε σχέση με τη φιλοσοφία και τη μεταφυσική. Φιλόσοφος ο ίδιος, κι όμως αντιλαμβανόταν, με έναν δικό του τρόπο, πως η κοινωνική αλληλεγγύη ή η αντιμετώπιση της κοινωνικής σκληρότητας έχουν υψηλή προτεραιότητα. Το να επουλώσεις πληγές, να νικήσεις ανισότητες, να οργανώσεις ένα σύστημα υγείας είναι σημαντικότερο από τη συζήτηση για το νόημα του «είναι» ή για τα γλωσσικά παιχνίδια. Προτεραιότητα της δημοκρατίας θα ήταν σήμερα μια συμμαχία με στόχο τον αναπροσανατολισμό της γνώσης και των αξιών μέσα στις εφαρμοσμένες επιστήμες, στους κόσμους της παραγωγής και της τεχνολογίας, στην παραδοσιακή λόγια και στη σύγχρονη εικονιστική διανόηση. Θα ήταν περισσότερο κάποια συλλογικά και διαγενεακά διαβήματα, όχι μόνον οι τυχόν τύψεις συνείδησης και εκ των υστέρων αναθεωρήσεις σοφών γερόντων. Πιο πολύ από αργοπορημένες αυτοκριτικές ή προειδοποιήσεις για sci-fi σενάρια, επείγουν δραστικά προληπτικά μέτρα και αλλαγές κατεύθυνσης. Ο χρόνος δεν περισσεύει.
Το άρθρο δημοσιεύτηκε στην έντυπη LiFO.
Το νέο τεύχος της LiFO δωρεάν στην πόρτα σας με ένα κλικ.