Τα περιστατικά βίας ανηλίκων προς γονείς ή θετούς γονείς που καταγράφει η αστυνομία του Λονδίνου αυξήθηκαν κατά περισσότερο από 60% μέσα σε μία δεκαετία, σύμφωνα με στοιχεία της Μητροπολιτικής Αστυνομίας.
Το 2015 είχαν καταγραφεί 1.886 τέτοια αδικήματα. Μόνο στο πρώτο δεκάμηνο του 2025 (1 Ιανουαρίου–31 Οκτωβρίου) ο αριθμός έφτασε τα 3.091. Στις υποθέσεις αυτές ως ύποπτοι εμφανίζονται παιδιά ηλικίας 10 έως 17 ετών, ενώ το φερόμενο θύμα καταγράφεται ως ο γονέας ή ο θετός γονέας τους.
Η ανοδική τάση είχε ξεκινήσει ήδη πριν από το 2020 και ενισχύθηκε από την περίοδο της πανδημίας και μετά. Από το 2021 έως το 2024, οι καταγραφές κινήθηκαν σε υψηλά επίπεδα, από 2.395 έως 3.052 περιστατικά ετησίως.
Η Τζέιν Γκρίφιθς, διευθύνουσα σύμβουλος της φιλανθρωπικής οργάνωσης Capa First Response, η οποία στηρίζει οικογένειες όπου υπάρχουν επιθετικές συμπεριφορές παιδιών προς τους γονείς, εκτιμά ότι τα στοιχεία αποτυπώνουν μια ευρύτερη τάση. Όπως ανέφερε, οι παραπομπές προς την οργάνωση αυξήθηκαν κατά 90% την τελευταία διετία σε σχέση με τα προηγούμενα επίπεδα.
Κατά την ίδια, ένα μέρος της αύξησης μπορεί να συνδέεται και με την καλύτερη ενημέρωση: περισσότεροι γονείς γνωρίζουν ότι υπάρχει βοήθεια διαθέσιμη, άρα γίνονται και περισσότερες αναφορές. Ωστόσο, περιγράφει ότι πολλές οικογένειες ζητούν στήριξη μόνο όταν η κατάσταση έχει ήδη κλιμακωθεί. «Βλέπουμε ότι πολλοί γονείς αρχίζουν να καταλαβαίνουν νωρίτερα πως δεν πρόκειται απλώς για “μια φάση”», σημείωσε, αναφέροντας ως ηλικίες στις οποίες συχνά ζητείται βοήθεια τα 6, 8 και 12 έτη.
Βία ανηλίκων προς τους γονείς: Τα πιθανά αίτια του φαινομένου
Η Γκρίφιθς ανέφερε ως πιθανούς παράγοντες την αύξηση της παιδικής φτώχειας και την ένταση που προκαλούν οι οικονομικές πιέσεις μέσα στην οικογένεια, ειδικά όταν οι γονείς νιώθουν ότι δεν μπορούν να ανταποκριθούν σε προσδοκίες που διαμορφώνονται και από το περιβάλλον των παιδιών. «Όταν μια οικογένεια πιέζεται απ’ έξω, πιέζεται και από μέσα», είπε, περιγράφοντας επιδείνωση των σχέσεων και μεγαλύτερη ένταση στο σπίτι.
Μελέτη πανεπιστημιακών από την Οξφόρδη και το Μάντσεστερ (2020) είχε εξετάσει την επίδραση της πανδημίας σε μορφές κακοποίησης προς γονείς, καταγράφοντας μαρτυρίες που ανέδειξαν πόσο σοβαρή μπορεί να γίνει η κατάσταση. Οι ερευνητές είχαν συνδέσει την έξαρση με ανατροπές στη ρουτίνα, τις πιέσεις της τηλεκπαίδευσης και τη μείωση της εξωτερικής στήριξης κατά τα lockdown.
Η συγγραφέας και ειδικός στο πεδίο Χέλεν Μπόνικ σχολίασε ότι τα νέα στοιχεία μπορεί να δείχνουν και ότι μειώνεται το στίγμα γύρω από τις καταγγελίες. Όπως σημείωσε, τα τελευταία 15 χρόνια έχει αυξηθεί η γνώση και η κατανόηση του φαινομένου, ενώ η μεγαλύτερη ευαισθητοποίηση γύρω από το ψυχικό τραύμα και τη νευροδιαφορετικότητα έχει αλλάξει τον τρόπο με τον οποίο προσεγγίζονται οι ενδοοικογενειακές εντάσεις. Παράλληλα, προειδοποίησε ότι η συρρίκνωση υπηρεσιών, ιδίως στην ψυχική υγεία εφήβων και στις παιδικές υπηρεσίες, μπορεί να περιορίζει την έγκαιρη παρέμβαση.
Ειδικοί χαρακτηρίζουν τη βία παιδιών προς γονείς ως μία από τις πιο «κρυφές» και στιγματισμένες μορφές ενδοοικογενειακής βίας, με τις επίσημες καταγραφές να θεωρείται ότι αποτυπώνουν μόνο ένα μέρος του προβλήματος. Μελέτες δείχνουν ότι μπορεί να ξεκινά από μικρότερες ηλικίες, αλλά συχνά κορυφώνεται στην εφηβεία, περίπου στα 14 έως 16 χρόνια.
Με πληροφορίες από Guardian