Τα ενεργειακά συστήματα της Ευρώπης δέχθηκαν τεράστια πίεση αυτό το καλοκαίρι, καθώς οι επαναλαμβανόμενοι καύσωνες αύξησαν δραματικά τη ζήτηση ηλεκτρικής ενέργειας και ανάγκασαν μονάδες παραγωγής να περιορίσουν ή να διακόψουν τη λειτουργία τους.
Ο Ιούνιος ήταν ο θερμότερος μήνας στην ιστορία της δυτικής Ευρώπης, οδηγώντας σε αύξηση της χρήσης κλιματιστικών και σε απότομη άνοδο των τιμών ηλεκτρικής ενέργειας. Οι περισσότερες περιοχές βίωσαν τουλάχιστον δύο έντονες περιόδους καύσωνα κατά τον Ιούνιο και τον Ιούλιο.
Σύμφωνα με την Eurelectric, η συνολική ζήτηση ηλεκτρικής ενέργειας στην ΕΕ κατά τη διάρκεια του κύματος καύσωνα από 23 Ιουνίου έως 3 Ιουλίου αυξήθηκε κατά 7,5% σε ετήσια βάση. Στην Ισπανία, η αύξηση άγγιξε το 16% καθώς οι θερμοκρασίες ξεπέρασαν τους 40°C.
Ταυτόχρονα, ο καύσωνας ανάγκασε αρκετά πυρηνικά εργοστάσια να μειώσουν τη δυναμικότητά τους ή να διακόψουν προσωρινά τη λειτουργία τους, ενώ και η υδροηλεκτρική παραγωγή δέχτηκε σημαντική πίεση.
Ο Jan Rosenow, επικεφαλής του ενεργειακού προγράμματος στο Ινστιτούτο Περιβαλλοντικής Αλλαγής του Πανεπιστημίου της Οξφόρδης, χαρακτήρισε την κατάσταση «τεράστια αλλαγή» για τα ενεργειακά δίκτυα της Ευρώπης. Η αιχμή της ζήτησης ενέργειας παραδοσιακά καταγράφεται τον χειμώνα, όμως οι καύσωνες ίσως αντιστρέψουν αυτή την τάση.
Στις αρχές Ιουλίου, η μέγιστη ημερήσια ζήτηση στη Γερμανία έφτασε τα 1,5 τεραβατώρες – ίση με τον μέσο όρο του Ιανουαρίου. Στην Ισπανία ξεπέρασε τον χειμερινό μέσο όρο (0,83 TWh έναντι 0,72 TWh).
Η Ευρώπη θερμαίνεται πιο γρήγορα από τον παγκόσμιο μέσο όρο, με τους επιστήμονες να προειδοποιούν για την ενίσχυση και τη διάρκεια ακραίων καιρικών φαινομένων, όπως οι καύσωνες.
Σε ορισμένες χώρες, η πίεση στο ενεργειακό δίκτυο είχε δραματικές επιπτώσεις. Την 1η Ιουλίου, οι ιταλικές πόλεις Φλωρεντία και Μπέργκαμο υπέστησαν εκτεταμένα μπλακάουτ. Στη Φλωρεντία, εκατοντάδες καταστήματα, ξενοδοχεία και σπίτια έμειναν χωρίς ρεύμα επί ώρες, με θερμοκρασίες 40°C. Άνθρωποι εγκλωβίστηκαν σε ασανσέρ, καταστήματα εκκενώθηκαν και ηλεκτρονικά συστήματα πληρωμών τέθηκαν εκτός λειτουργίας.
Στην Μπέργκαμο χρειάστηκε να εγκατασταθούν γεννήτριες, ενώ οι επισκευές του δικτύου διήρκεσαν αρκετές ημέρες.
Ο Kristian Ruby, γενικός γραμματέας της Eurelectric, δήλωσε ότι οι διαχειριστές των δικτύων αντιμετωπίζουν μια «σκληρή πραγματικότητα» και πρέπει να προετοιμαστούν αναλόγως.
Η βρετανική ενεργειακή εταιρεία SSE ανακοίνωσε ότι η παραγωγή από τα υδροηλεκτρικά της μειώθηκε κατά 40% στο τρίμηνο έως τον Ιούνιο, λόγω των καυσώνων και της ξηρασίας.
Στην ενδοχώρα της Γαλλίας και της Ελβετίας, πυρηνικά εργοστάσια ανέστειλαν ή περιόρισαν τη λειτουργία τους, λόγω αδυναμίας ψύξης των αντιδραστήρων. Στη Γαλλία, 17 από τα 18 πυρηνικά εργοστάσια υπέστησαν περιορισμούς ισχύος τον Ιούνιο και Ιούλιο.
Τα εργοστάσια αυτά βασίζονται σε ποτάμια για την ψύξη των αντιδραστήρων και των ραδιενεργών αποβλήτων, όμως η επιστροφή θερμού νερού στο ήδη θερμό ποτάμι δημιουργεί περιβαλλοντικούς κινδύνους.
Η Ember σημειώνει ότι υπήρξαν επίσης ανησυχίες για την ψύξη λιγνιτικών μονάδων, καθώς και φόβοι για ελλείψεις καυσίμων, λόγω της μείωσης των μεταφορών μέσω ποταμών.
Στο πλαίσιο του νέου πολυετούς προϋπολογισμού της ΕΕ από το 2028, ανακοινώθηκε ότι όλα τα νέα ενεργειακά έργα θα πρέπει να είναι «ανθεκτικά στο κλίμα», ώστε να αντέχουν σε ακραίες θερμοκρασίες.
Ωστόσο, η ηλιακή παραγωγή στην Ευρώπη σημείωσε ρεκόρ τον Ιούνιο, αυξημένη κατά 22% σε σχέση με πέρυσι. Αυτό διατήρησε την επάρκεια του δικτύου κατά τις ημερήσιες ώρες.
«Το πλεόνασμα ηλιακής ενέργειας την ημέρα βοήθησε στην αποφυγή μπλακάουτ. Όμως, η αποθήκευση ενέργειας παραμένει ανεπαρκής, οδηγώντας σε μείωση προσφοράς μετά τη δύση του ήλιου και σε απότομη άνοδο τιμών», δήλωσε ο Pawel Czyzak, διευθυντής του ευρωπαϊκού προγράμματος της Ember.
Σύμφωνα με την Ember, οι ημερήσιες τιμές ηλεκτρικής ενέργειας διπλασιάστηκαν ή και τριπλασιάστηκαν στα τέλη Ιουνίου, φτάνοντας πάνω από τα €400/MWh στη Γερμανία και άνω των €470/MWh στην Πολωνία.
Με πληροφορίες από Financial Times