Από σήμερα το πρωί, ώρα Ελλάδας, τέθηκε σε εφαρμογή η απόφαση απαγόρευσης εισόδου στις Ηνωμένες Πολιτείες για πολίτες 12 χωρών, κατόπιν διατάγματος που υπέγραψε την προηγούμενη εβδομάδα ο Αμερικανός πρόεδρος Ντόναλντ Τραμπ.
Σύμφωνα με τον ίδιο, το μέτρο έχει στόχο «την προστασία των ΗΠΑ από ξένους τρομοκράτες και άλλες απειλές για την εθνική ασφάλεια». Οι χώρες που επηρεάζονται είναι: Αφγανιστάν, Μιανμάρ, Τσαντ, Κονγκό-Μπραζαβίλ, Ισημερινή Γουινέα, Ερυθραία, Αϊτή, Ιράν, Λιβύη, Σομαλία, Σουδάν και Υεμένη.
Η αμερικανική κυβέρνηση αιτιολόγησε την επιλογή των συγκεκριμένων χωρών, υποστηρίζοντας ότι δεν διαθέτουν επαρκείς μηχανισμούς ελέγχου των ταξιδιωτών και ότι πολλοί πολίτες τους παραμένουν στις ΗΠΑ και μετά τη λήξη της βίζας τους.
Το διάταγμα προβλέπει επίσης περιορισμούς στη χορήγηση θεωρήσεων εισόδου για πολίτες επτά επιπλέον χωρών: Μπουρούντι, Κούβα, Λάος, Σιέρα Λεόνε, Τόγκο, Τουρκμενιστάν και Βενεζουέλα.
Ο πρόεδρος Τραμπ συνέκρινε τη νέα του απόφαση με το πρώτο, πολύκροτο διάταγμα που είχε εκδώσει το 2017, κατά την έναρξη της θητείας του, το οποίο είχε περιορίσει την είσοδο πολιτών από επτά κυρίως μουσουλμανικές χώρες — το αποκαλούμενο από τους επικριτές του «Muslim Ban». Τέσσερις χώρες περιλαμβάνονται και στους δύο καταλόγους: Ιράν, Λιβύη, Σουδάν και Υεμένη.
«Ως πρόεδρος, έχω την ευθύνη να διασφαλίσω την εθνική ασφάλεια και τα συμφέροντα των ΗΠΑ», υπογράμμισε ο Τραμπ, ενώ έκανε ειδική αναφορά σε πρόσφατη επίθεση στο Κολοράντο από έναν Αιγύπτιο υπήκοο του οποίου η βίζα είχε λήξει — περιστατικό που, όπως είπε, αποδεικνύει τους κινδύνους ανεπαρκούς ελέγχου.
Η εν λόγω επίθεση, που είχε ως αποτέλεσμα 12 τραυματισμούς, στόχευε συμμετέχοντες σε πορεία υπέρ της απελευθέρωσης Ισραηλινών κρατουμένων από τη Γάζα. Αξιοσημείωτο είναι ότι η Αίγυπτος, χώρα καταγωγής του δράστη, δεν περιλαμβάνεται στον κατάλογο.
«Δεν θα επιτρέψουμε να συμβεί στην Αμερική αυτό που έχει συμβεί σε χώρες της Ευρώπης», δήλωσε ο Τραμπ, αναφερόμενος σε τρομοκρατικές επιθέσεις από ξένους υπηκόους.
Η απόφαση προκάλεσε αντιδράσεις και προβληματισμό στις πληγείσες χώρες. Ο Ύπατος Αρμοστής του ΟΗΕ για τα Ανθρώπινα Δικαιώματα, Φόλκερ Τουρκ, εξέφρασε την ανησυχία του για την ευρύτητα και τη γενικότητα του μέτρου, επισημαίνοντας πιθανές παραβιάσεις του διεθνούς δικαίου.
Η Διεθνής Αμνηστία καταδίκασε το διάταγμα χαρακτηρίζοντάς το «μεροληπτικό, ρατσιστικό και απάνθρωπο», ενώ η Αφρικανική Ένωση προειδοποίησε για πιθανές αρνητικές συνέπειες στις διπλωματικές σχέσεις. Το Τσαντ απάντησε αναστέλλοντας τη χορήγηση βίζας σε Αμερικανούς πολίτες.
Η Ιρανοαμερικανίδα βουλευτής Γιασαμίν Ανσάρι αντέδρασε με προσωπική ανάρτηση στην πλατφόρμα X: «Γνωρίζω καλά τον πόνο που προκαλούν οι σκληρές και ξενοφοβικές απαγορεύσεις του Τραμπ. Η οικογένειά μου επηρεάστηκε άμεσα. Θα αγωνιστούμε με όλες μας τις δυνάμεις ενάντια σε αυτό το μέτρο».
Πάντως, το διάταγμα προβλέπει εξαιρέσεις για κατόχους ειδικών θεωρήσεων, διπλωμάτες και πρόσωπα των οποίων η είσοδος στις ΗΠΑ θεωρείται ότι εξυπηρετεί το εθνικό συμφέρον.
Υπενθυμίζεται ότι η απαγόρευση του 2017 είχε προκαλέσει μαζικές διαδηλώσεις σε μεγάλα αμερικανικά αεροδρόμια.
Με πληροφορίες από ΑΠΕ