Από το 2022, οι χώρες Μπουρκίνα Φάσο, Τσαντ, Μάλι και Νίγηρας έχουν λάβει τουλάχιστον δώδεκα αποστολές τουρκικού στρατιωτικού εξοπλισμού.
Πρόκειται για ένα μόνο δείγμα της αυξανόμενης εμπλοκής της Τουρκίας στην περιοχή του Σαχέλ. Υψηλού επιπέδου διπλωματικές ανταλλαγές και φήμες για δράση τουρκικών ιδιωτικών στρατιωτικών εταιρειών υποδηλώνουν μια ευρύτερη στρατηγική συνεργασία.
Η εμπλοκή της Τουρκίας στον Σαχέλ προϋπήρχε της σημερινής κρίσης ασφαλείας, αλλά έχει ενταθεί τα τελευταία χρόνια. Ενδεικτικά, το εμπόριο Τουρκίας–Μάλι αυξήθηκε κατά 32.000% από το 2003 έως το 2022. Επιπλέον, τουρκικές εταιρείες κατασκεύασαν αεροδρόμιο και ξενοδοχείο 5 αστέρων στη Νιαμέ, πρωτεύουσα του Νίγηρα. Η βάση αυτή των σχέσεων άνοιξε τον δρόμο για ενισχυμένη αμυντική συνεργασία.
Από το 2018, οι σχέσεις στον τομέα της άμυνας ενισχύονται σταθερά. Η έναρξη έγινε με υπόσχεση 5 εκατ. δολαρίων προς τη G5 Sahel, ενώ μετέπειτα πραξικοπήματα έκαναν τις ΗΠΑ να αποσύρουν βοήθεια, δίνοντας στην Τουρκία περιθώριο να καλύψει το κενό.
Η «έκρηξη» πωλήσεων τουρκικών drone και οπλικών συστημάτων
Το 2022, Μπουρκίνα Φάσο, Μάλι και Νίγηρας παρέλαβαν τουρκικά drones Bayraktar TB2, τα οποία διαδόθηκαν ραγδαία σε όλη την ήπειρο και χαρακτηρίστηκαν ως «το AK-47 της εποχής των drone». Το 2023 και 2024 ακολούθησαν πιο προηγμένα μοντέλα όπως τα Anka-S, Aksüngür και Akıncı. Παράλληλα, επεκτάθηκε και η προμήθεια τεθωρακισμένων οχημάτων και τουρκικών αεροσκαφών, με τον Νίγηρα να γίνεται ο πρώτος αγοραστής πλήρως τουρκικής παραγωγής.
Η τουρκική τεχνολογία προσφέρει στρατηγικά πλεονεκτήματα: επιτήρηση, εναέρια ισχύ και προσβολή στόχων σε δύσβατες περιοχές. Το Μάλι φέρεται να χρησιμοποίησε τα TB2 για την ανακατάληψη του Κιντάλ, εστίας ανταρτών στη Σαχάρα.
Η Τουρκία επιδιώκει να ενισχύσει την εικόνα της ως ηγέτιδας δύναμης στον μουσουλμανικό κόσμο. Σύμφωνα με τουρκική υπηρεσία πληροφοριών, ο Νίγηρας θεωρείται «στρατηγικός εταίρος». Οι σχέσεις αυτές επιτρέπουν στην Τουρκία να ανταγωνιστεί τη Γαλλία και τα ΗΑΕ και να περιορίσει τη δράση του κινήματος Γκιουλέν. Ήδη από το 2017, Τσαντ και Μάλι παρέδωσαν τα σχολεία του κινήματος σε τουρκικό κρατικό οργανισμό.
Το 2023, η Μπουρκίνα Φάσο απένειμε την ανώτατη κρατική διάκριση σε επικεφαλής τουρκικής αμυντικής εταιρείας, ενώ το Μάλι δήλωσε ότι τα τουρκικά όπλα θα ενισχύσουν το «εδαφικό πλέγμα» ασφάλειας.
Ιδιωτικοί στρατοί και στρατιωτικές βάσεις: Η εμπλοκή της διαβόητης τουρκικής SADAT
Το 2024, υπήρξαν αναφορές ότι η τουρκική ιδιωτική στρατιωτική εταιρεία SADAT δραστηριοποιείται στον Νίγηρα με 1.000 Σύριους μισθοφόρους για την προστασία τουρκικών συμφερόντων, όπως μεταλλεία. Αν και η Άγκυρα το αρνήθηκε, τα ρεπορτάζ συγκλίνουν πως η SADAT εκπαίδευσε επίλεκτες μονάδες στο Μάλι για πρόληψη πραξικοπημάτων.
Το 2025, το Military Africa ανέφερε πως η Τουρκία ίσως απέκτησε στρατιωτική βάση στην πόλη Αμπεσέ του Τσαντ, κάτι που, αν επιβεβαιωθεί, θα είναι η πρώτη τουρκική βάση στον Σαχέλ.
Η Ουάσινγκτον ίσως εξετάσει τη συνεργασία με την Τουρκία για την αντιμετώπιση της τρομοκρατίας στην περιοχή, ειδικά όπου η αμερικανική βοήθεια είναι νομικά περιορισμένη. Η Τουρκία προσφέρει προσιτό, αξιόπιστο εξοπλισμό και πιθανή εναλλακτική στα ρωσικά και κινεζικά συστήματα. Η SADAT ενδέχεται να υποκαταστήσει τον ρόλο της Ρωσικής Λεγεώνας της Αφρικής στην προστασία καθεστώτων.
Ωστόσο, οι ΗΠΑ πρέπει να προχωρήσουν με προσοχή. Οι τουρκικές εξαγωγές δεν συνοδεύονται από απαιτήσεις για συμμόρφωση με το διεθνές ανθρωπιστικό δίκαιο, ενώ οι ιδιωτικοί στρατοί λειτουργούν με πιο ασαφείς κανόνες εμπλοκής. Επίσης, η Τουρκία δεν αποτελεί πάντα συνεπή δυτικό σύμμαχο: έχει εναλλάξει συνεργασία και ανταγωνισμό με τη Ρωσία και έχει δεχθεί κατηγορίες για τροφοδότηση αντιαποικιοκρατικής ρητορικής.
Η αυξανόμενη παρουσία της Τουρκίας στον Σαχέλ αντανακλά την αναζήτηση εναλλακτικών λύσεων από τις αφρικανικές χώρες, καθώς η Δύση υποχωρεί. Παρότι η συνεργασία με την Άγκυρα προσφέρει δυνατότητες, συνοδεύεται και από σημαντικούς γεωπολιτικούς και ηθικούς κινδύνους. Οποιαδήποτε στρατηγική συνεργασία με την Τουρκία θα πρέπει να είναι καλά υπολογισμένη, ρεαλιστική και διαφανής.