Η Ρωσία, υπό την ηγεσία του Βλαντίμιρ Πούτιν, έχει μετατραπεί σε μια πολεμική μηχανή, με την οικονομία της να εξαρτάται πλέον σε μεγάλο βαθμό από τη στρατιωτική βιομηχανία. Αυτή η στρατηγική έχει επιτρέψει στον Πούτιν να καθυστερεί τις ειρηνευτικές συνομιλίες, παρά τις διεθνείς πιέσεις.
Από την έναρξη του πολέμου στην Ουκρανία, η Ρωσία έχει επενδύσει τεράστια ποσά στην παραγωγή όπλων και την ενίσχυση του στρατού της. Η στρατιωτική βιομηχανία λειτουργεί αδιάκοπα, με την κυβέρνηση να προσφέρει σημαντικά οικονομικά κίνητρα για την προσέλκυση νέων στρατιωτών και την αύξηση της παραγωγής όπλων. Αυτή η προσέγγιση έχει οδηγήσει σε βελτίωση του βιοτικού επιπέδου σε φτωχότερες περιοχές της χώρας, ενισχύοντας την υποστήριξη προς το καθεστώς.
Η εξάρτηση της ρωσικής οικονομίας από τη στρατιωτική βιομηχανία καθιστά δύσκολη την επιστροφή σε μια ειρηνική οικονομία. Η αποστράτευση εκατοντάδων χιλιάδων στρατιωτών και η μείωση των στρατιωτικών δαπανών ενδέχεται να προκαλέσουν κοινωνικές αναταραχές και οικονομική ύφεση. Επιπλέον, η μείωση της ζήτησης για στρατιωτικό εξοπλισμό θα μπορούσε να οδηγήσει σε απώλειες θέσεων εργασίας και να επηρεάσει αρνητικά την οικονομία.
Η συνεχιζόμενη στρατιωτικοποίηση της Ρωσίας προκαλεί ανησυχία σε γειτονικές χώρες, όπως οι Βαλτικές χώρες και το Καζακστάν, που φοβούνται ότι θα μπορούσαν να γίνουν οι επόμενοι στόχοι. Η αδυναμία επίτευξης ειρηνευτικής συμφωνίας ενισχύει αυτές τις ανησυχίες, ενώ η διεθνής κοινότητα προσπαθεί να βρει τρόπους για να πιέσει τη Ρωσία προς την κατεύθυνση της ειρήνης.
Η βιωσιμότητα της ρωσικής οικονομίας εξαρτάται από την ικανότητά της να μεταβεί από μια πολεμική σε μια ειρηνική οικονομία. Αυτό απαιτεί στρατηγικό σχεδιασμό και επενδύσεις σε άλλους τομείς της οικονομίας, προκειμένου να διασφαλιστεί η σταθερότητα και η ευημερία της χώρας στο μέλλον.
Με πληροφορίες από Wall Street Journal