Το ποδόσφαιρο γυναικών γνωρίζει μεγάλη άνοδο τα τελευταία χρόνια παγκοσμίως. Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι το περασμένο Euro 2025 στην Ελβετία, που σχεδόν όλα τα παιχνίδια ήταν sold out.
Αύξηση του ενδιαφέροντος για το άθλημα παρατηρείται και στην Ελλάδα. Πλέον όλα τα παιχνίδια έχουν τηλεοπτική κάλυψη, ενώ ένα εξ αυτών κάθε αγωνιστική προβάλλεται από τα κανάλια της ΕΡΤ. Δεν ήταν, όμως, έτσι πάντα. Για δεκαετίες το ποδόσφαιρο γυναικών στη χώρα περνούσε κάτω από τα ραντάρ των μεγάλων μέσων ενημέρωσης, αθλητικών και μη. Η Χαρά Δημητρίου, μία από τις πιο έμπειρες παίκτριες του ελληνικού πρωταθλήματος, τα αποκαλεί «πέτρινα χρόνια».
Πρόλαβε τα άδεια γήπεδα στα ματς της Εθνικής Ελλάδος, τότε που «ακόμη και δίπλα στο γήπεδο που γινόταν το παιχνίδι να ήσουν, μπορεί να μην είχες ιδέα ποιες ομάδες έπαιζαν», τις αλάνες όπου μαζεύονταν με τις φίλες της κάθε Σαββατοκύριακο γιατί δεν υπήρχε ποδοσφαιρικός σύλλογος. Κυρίως, όμως, πρόλαβε να φορέσει τη φανέλα της ομάδας που υποστήριζε από παιδί.
Τα κορίτσια σήμερα έχουν περισσότερη στήριξη, αλλά τα στερεότυπα παραμένουν. Έχω ακούσει ιστορίες κοριτσιών που έβαζαν τα παπούτσια τους στην τσάντα κι έλεγαν στους γονείς τους ότι πάνε φροντιστήριο.
Τα πρώτα χρόνια στο χωριό, η προπόνηση με την Εθνική χωρίς δελτίο και η μεταγραφή στον ΠΑΟΚ
Μεγάλωσα στην Ποταμιά Θεσπρωτίας, στον Αχέροντα. Από τότε που θυμάμαι τον εαυτό μου, ήμουν με μια μπάλα στα πόδια. Έπαιζα στην αυλή, στη γειτονιά, στο σχολείο. Ο πατέρας μου ασχολούνταν κι εκείνος με το ποδόσφαιρο. Έφτασε μέχρι Δ’ Εθνική και εγώ τον ακολουθούσα παντού, ακόμα και στην προπόνηση. Καθόμουν με την ομάδα, πήγαινα στις αποστολές, και στο ημίχρονο έκανα «ποδαράκια» μέσα στο γήπεδο.
Εκείνος με έβαλε στο ποδόσφαιρο. Ένα κορίτσι 9 ετών δεν ξέρει να ζητήσει κάτι τέτοιο μόνο του, όμως εκείνος κατάλαβε και με πήγε σε ακαδημία. Έπαιζα με αγόρια, βασικό μπακ μέχρι τα 16 μου. Στην επαρχία τότε δεν υπήρχαν ομάδες γυναικών. Ο κόσμος δεν ήξερε καν ότι υπάρχει γυναικείο ποδόσφαιρο.
Όταν έκλεισα τα 16, δεν μπορούσα πια να παίζω με τα αγόρια – οι διαφορές στη σωματική ανάπτυξη και την ταχύτητα ήταν μεγάλες. Έμεινα έναν χρόνο χωρίς ομάδα. Κάναμε απλώς προπονήσεις κάθε Σάββατο, λίγα κορίτσια που μαζευόμασταν δειλά δειλά.

Ένα καλοκαίρι, ο πατέρας μου μού είπε πως είχε βρει μια άκρη για να πάμε να δοκιμαστούμε σε κλιμάκια της Εθνικής. Δεν είχαμε δελτία, δε γνωρίζαμε κανέναν, αλλά μπήκαμε στο αυτοκίνητο, φτάσαμε στην Κατερίνη απροειδοποίητα και είπαμε «ήρθαμε από μακριά, θέλουμε να δοκιμαστούμε».
Ο προπονητής τότε ήταν ο Δημήτρης Μπατσίλας, στον οποίο θα είμαι πάντα ευγνώμων γιατί αν είχε πει όχι, ίσως να μην έκανα τίποτα. Μας έβαλε μια δοκιμασία, να περάσουμε από τη μία γωνία του κόρνερ στην άλλη με «ποδαράκια» – η μπάλα δεν μου έπεφτε. Μόλις τελείωσα, είπε στον πατέρα μου: «Το παιδί πρέπει να παίξει Α’ Εθνική και να είναι βασική».
Δεν ξέραμε ούτε ποια ομάδα ήταν στην Α’ Εθνική ούτε ποιες πρωταγωνιστούσαν. Έπαιζα ακόμα σε χωμάτινο γήπεδο, έκανα τάκλιν και τα χαλίκια έμπαιναν στο παπούτσι. Με σκλήρυνε όμως αυτό, με βοήθησε να μπαίνω δυνατά στις φάσεις. Έτσι τα αγόρια με αποδέχτηκαν πλήρως. Στην επαρχία δεν υπήρχε τόσο ο διαχωρισμός «αντρικό» - «γυναικείο» ποδόσφαιρο. Εγώ λέω απλά «ποδόσφαιρο» – έτσι το έμαθα.
Λίγο μετά ήρθε η πρόταση από τον Βόλο. Με είδαν, τους άρεσαν και μου είπαν να πάω για προετοιμασία στο Πήλιο. Ήταν Α’ Εθνική, με δύο ομίλους, Βορρά και Νότο. Έζησα τα «πέτρινα χρόνια» του γυναικείου ποδοσφαίρου, όταν γίνονταν μόνο μερικές αναφορές σε τοπικές εφημερίδες.

Στα 20 πέρασα ΤΕΦΑΑ στη Θεσσαλονίκη. Η ομάδα μου δεν μου έδινε το δελτίο. Μου ζητούσε 10.000 ευρώ. Παρ’ όλα αυτά, κατάφερα να το πάρω λόγω της χιλιομετρικής απόστασης και πήγα με μεταγραφή στον ΠΑΟΚ, που τότε ήταν ο απόλυτος παντοκράτορας. Τα χρόνια μου εκεί τα ευχαριστήθηκα όσο τίποτα. Είχα την τύχη να παίξω δίπλα σε θρύλους, τη Χατζηγιαννίδου, την Παντελιάδου, την Αρβανιτάκη, την Αδαμάκη.
Εκεί ήταν μαζεμένη η ελίτ του ελληνικού ποδοσφαίρου γυναικών. Μάλιστα, υπήρχαν φορές που η Εθνική καλούσε ακόμη και 14 παίκτριες από την ομάδα. Κερδίζαμε όλα τα πρωταθλήματα, δεν είχαμε ανταγωνισμό. Το μόνο κίνητρο ήταν το Champions League. Φτάσαμε μέχρι τη φάση των 32, όπου αποκλειστήκαμε από τη σουηδική Έρεμπρο.
Η πρόκληση της Γερμανίας και η αγάπη για τον Παναθηναϊκό
Κάποια στιγμή, λοιπόν, ένιωσα ότι ήθελα να δοκιμάσω το εξωτερικό. Ήμουν 26. Δεν ήταν εύκολο: δεν υπήρχαν μάνατζερ, καθοδήγηση. Το κυνήγησα μόνη μου. Το όνειρό μου ήταν να παίξω στην Bundesliga. Πήγα στη Γερμανία, γράφτηκα σε σχολή για να έχω δικαίωμα παραμονής στη χώρα και ασφάλιση. Δεν ήταν εύκολα. Δεν ήξερα ούτε λέξη γερμανικά. Αρχικά, μέχρι να βρω σπίτι, έμενα σε ένα δωμάτιο καθολικής εκκλησίας με κοινόχρηστο μπάνιο. Μου έλειπαν οι γονείς και οι φίλοι μου, όμως, όταν έβλεπα τα τεράστια γήπεδα, ένιωθα ότι ήθελα να ζήσω αυτό το ταξίδι.
Έμεινα τρία χρόνια. Η εμπειρία ήταν μοναδική: εκεί το ποδόσφαιρο είναι τρόπος ζωής, χαρά, απόλαυση. Ακόμη και μια προπόνηση, καθημερινή, μαζεύει κόσμο.

Ύστερα γύρισα και πάλι στον ΠΑΟΚ. Ακολούθησε ο Αγροτικός Αστέρας, η πανδημία. Το 2021, ενώ εργαζόμουν σε μια γερμανική εταιρεία ως HR Manager, άκουσα ότι ο Παναθηναϊκός φτιάχνει γυναικεία ομάδα. Κανόνισα να δουλεύω εξ αποστάσεως και κατέβηκα Αθήνα, όπου υπέγραψα με τον Παναθηναϊκό – μόνο για εκείνον θα έφευγα από την πρώτη εθνική και να πάω στην τρίτη.
Ο μπαμπάς μου με έκανε Παναθηναϊκό, μαζί βλέπαμε τους αγώνες. Θυμάμαι μικρή να περιμένω να επιστρέψει από το Παναθηναϊκός - Άγιαξ με ένα κασκόλ μισό πράσινο, μισό κόκκινο – το έχω ακόμη.
Το να παίξω και να σηκώσω τίτλο με τον Παναθηναϊκό ήταν το απόλυτο για μένα. Φόρεσα το 13 και το περιβραχιόνιο. Το ματς που δεν θα ξεχάσω ποτέ είναι ο περσινός ημιτελικός με τον ΠΑΟΚ μέσα στην Τούμπα. Είχα πει στις συμπαίκτριές μου πως, ακόμη κι αν μπω στο 85’, θα τα δώσω όλα. Και ήρθε αυτή η σέντρα. Εκτέλεσα το φάουλ από δική μου πρωτοβουλία και έβγαλα ασίστ για το γκολ της πρόκρισης στην παράταση. Ήταν στιγμή ζωής.
Η νέα αρχή και η μάχη με τα στερεότυπα και τις αντιξοότητες
Το περασμένο καλοκαίρι αποχώρησα από τον Παναθηναϊκό και πλέον αγωνίζομαι στην Κηφισιά. Παράλληλα εργάζομαι ως γυμνάστρια σε σχολείο. Το πρόγραμμά μου είναι βαρύ. Ούτε κι εγώ ξέρω πια πόσα χρόνια τριγυρνάω όλη μέρα με τρεις σάκους, αλλά είναι μια συνειδητή επιλογή μου.
Τα κορίτσια σήμερα έχουν περισσότερη στήριξη, αλλά τα στερεότυπα παραμένουν. Έχω ακούσει ιστορίες κοριτσιών που έβαζαν τα παπούτσια τους στην τσάντα κι έλεγαν στους γονείς τους ότι πάνε φροντιστήριο. Η μητέρα μου μου έλεγε ότι θα στραβώσουν τα πόδια μου, φοβόταν να μη χτυπήσω, αλλά εγώ δεν άλλαξα ποτέ γνώμη. Δεν με έκανε το ποδόσφαιρο αυτό που είμαι, ήμουν πάντα έτσι.
Τώρα, όμως, διανύω ίσως την πιο δύσκολη φάση. Είμαι τραυματισμένη και κάνω αποθεραπεία εδώ και εβδομάδες. Η ομάδα μου με στηρίζει και καλύπτει τις θεραπείες, κάτι που δυστυχώς δεν είναι αυτονόητο σε όλες τις ομάδες. Είναι δύσκολο, σωματικά και ψυχολογικά.

Μου λείπουν η καθημερινότητα του γηπέδου, οι συμπαίκτριές μου, η ένταση της προπόνησης. Καμιά φορά δεν νιώθω καλά να πάω στο γήπεδο. Δεν είναι ότι δεν θέλω να δω την ομάδα, αλλά με πονάει περισσότερο που δεν κλοτσάω την μπάλα.
Δεν ξέρω ακόμη πότε θα σταματήσω. Αλλά και τότε δεν θα σταματήσω να ασχολούμαι με το άθλημα. Παράλληλα, είμαι διοικητικό μέλος του Πανελλήνιου Συνδέσμου Αμειβόμενων Ποδοσφαιριστών Ποδοσφαιριστριών (ΠΣΑΠΠ), μέσω του οποίου γίνεται μια προσπάθεια να διορθωθούν διάφορα κακώς κείμενα στο ποδόσφαιρο γυναικών στην Ελλάδα.
Ένα βασικό θέμα είναι ότι τα κορίτσια δεν είχαν ποτέ ενημέρωση για τα δικαιώματά τους. Υπέγραφες ένα χαρτί και αυτό μπορεί να είχε ισχύ για πέντε χρόνια, αν ήθελες, όμως, να πας στην απέναντι ομάδα, δεν σε άφηναν.
Κάτι εξίσου βασικό είναι η ασφάλεια, τα ένσημα. Είναι σημαντικό μια παίκτρια που ασχολείται μόνο με αυτό να συνταξιοδοτηθεί από την ομάδα ή, αν υπάρξει τραυματισμός, να τη βοηθήσει να τον αντιμετωπίσει. Κορίτσια 28 και 30 ετών έρχονται στον ΠΣΑΠΠ, ζητώντας οικονομική βοήθεια γιατί δεν είναι ασφαλισμένες. Αν λυθούν αυτά, για αρχή, θεωρώ ότι το ποδόσφαιρο γυναικών στην Ελλάδα θα γνωρίσει πολύ ωραίες μέρες.