Ευθανασία: Ατομικό δικαίωμα ή ύβρις;

Ευθανασία: Ατομικό δικαίωμα ή ύβρις; Facebook Twitter
Το βιβλίο του Αλέξανδρου Βέλιου "Εγώ κι ο θάνατος μου: Το δικαίωμα στην ευθανασία" κυκλοφορεί από τις εκδόσεις "Ροές"
2

Μια μεγάλη συζήτηση άνοιξε ο θάνατος του Αλέξανδρου Βέλιου πριν από λίγες μέρες. Ο γνωστός δημοσιογράφος και συγγραφέας αποφάσισε να δώσει τέλος στη ζωή του με ευθανασία όταν διαγνώστηκε με καρκίνο στο συκώτι σε προχωρημένο στάδιο. Σύμφωνα με τον ίδιο, η ευθανασία αποτελεί μια λυτρωτική διέξοδο, διότι «το να είσαι παγιδευμένος σ' ένα σώμα που μπορεί να επιφυλάξει πολύ δυσάρεστες κι οδυνηρές εκπλήξεις θα με τρόμαζε πάρα πολύ. Το να μπορείς όμως να δραπετεύσεις από το πάσχον σώμα σου τη στιγμή που εσύ θα επιλέξεις είναι σωτηρία».

Εξαρχής ο Αλέξανδρος Βέλιος συνέδεσε την απόφασή του με κάτι μεγαλύτερο, την προσπάθεια να κατοχυρωθεί νομικά το δικαίωμα στην επιλογή. «Φιλοδοξώ να γίνω ο συναισθηματικός καταλύτης για την αλλαγή μιας νομοθετικής ντροπής» είχε πει στη Χριστίνα Γαλανοπούλου του LIFO.gr μερικές εβδομάδες πριν από τον θάνατό του. Για τον σκοπό αυτό συνέγραψε μάλιστα και το τελευταίο του βιβλίο, Εγώ και ο θάνατός μου - Το δικαίωμα στην ευθανασία, στο οποίο εξιστορεί την προσωπική του αναμέτρηση με την ιδέα του επερχόμενου τέλους.

Για τους υπόλοιπους καρκινοπαθείς και άλλους χρόνια άρρωστους που παλεύουν με την ασθένειά τους είχε πει: «Συμπάσχω και είμαι κοντά στον άνθρωπο ο οποίος προτιμά να σέρνεται από σκληρές χημειοθεραπείες ή να λιώνει σε ένα κρεβάτι προκειμένου να μπορεί ένα πρωινό ακόμα να δει το φως του ήλιου ή να αντικρίσει τους δικούς του και να τους σφίξει το χέρι. Το σέβομαι, υποκλίνομαι απέναντι σε αυτό. Δεν είναι δική μου επιλογή».

Το αρχικό του πλάνο ήταν να μεταβεί στην κλινική Dignitas της Ζυρίχης στην Ελβετία, μια χώρα όπου υπάρχει σχετικό νομοθετικό πλαίσιο, και να πεθάνει με τη μέθοδο της υποβοηθούμενης αυτοκτονίας. Όπως έλεγε συνεχώς στις τελευταίες του συνεντεύξεις, όμως, προτιμούσε αυτό να γίνει εδώ, ώστε να αποφύγει την ταλαιπωρία του ταξιδιού και να γλιτώσει τα έξοδα που απαιτούνταν, περίπου 10.000 ευρώ. Τελικά έφυγε από τη ζωή στο σπίτι του στον Γέρακα το βράδυ της Κυριακής 4 Σεπτεμβρίου χωρίς να έχουν διευκρινιστεί οι ακριβές συνθήκες, δηλαδή αν τον βοήθησε κάποιος γιατρός ή αν έκανε την απαραίτητη ένεση μόνος του.

Από τη μια φαντάζει απόλυτα λογικό ένας άνθρωπος να έχει το δικαίωμα να διαχειρίζεται τη ζωή του όπως εκείνος επιθυμεί. Ο αντίλογος αμφιβάλλει για το κατά πόσο ο ασθενής που υποφέρει έχει τη διανοητική διαύγεια και βρίσκεται σε ψύχραιμη συναισθηματική κατάσταση, ώστε να πάρει τέτοια απόφαση.

Η πολιτεία αντέδρασε. Ο προϊστάμενος της Εισαγγελίας Πρωτοδικών διέταξε τη διενέργεια προκαταρκτικής εξέτασης με αντικείμενο τη διερεύνηση του ενδεχομένου να βοήθησε κάποιος τον δημοσιογράφο να πραγματοποιήσει την επιθυμία του να θέσει τέρμα στη ζωή του. Στον ελληνικό Ποινικό Κώδικα το άρθρο 300 προβλέπει την ανθρωποκτονία που κινείται από συναισθήματα οίκτου προς τον ασθενή ύστερα από απαίτηση του ίδιου. Πιο συγκεκριμένα, προβλέπεται ότι «όποιος αποφάσισε και εκτέλεσε ανθρωποκτονία ύστερα από σπουδαία και επίμονη απαίτηση του θύματος και από οίκτο γι' αυτόν που έπασχε από ανίατη ασθένεια τιμωρείται με φυλάκιση». Το άρθρο 301 αναφέρει: «Όποιος με πρόθεση κατέπεισε άλλον να αυτοκτονήσει, αν τελέστηκε η αυτοκτονία ή έγινε απόπειρά της, καθώς και όποιος έδωσε βοήθεια κατ' αυτήν, τιμωρείται με φυλάκιση». Στην πράξη, η ποινική αντιμετώπιση κάθε μορφής ευθανασίας εξαρτάται από τον τρόπο που οδηγούν στο αποτέλεσμα του θανάτου, τον τρόπο που εκδηλώνεται η συμπεριφορά του υπαίτιου (με πράξη ή με παράλειψη) αλλά και από τη συμπεριφορά του θύματος απέναντι στη συμπεριφορά του δράστη. Στο πλαίσιο αυτό, άλλες μορφές ευθανασίας θεωρούνται στο Δίκαιό μας ανεκτές ή δικαιολογημένες και άλλες παραμένουν σε κάθε περίπτωση εντελώς άδικες. 

Η λέξη «ευθανασία» είναι ένας διεθνής όρος ο οποίος προέρχεται από τις ελληνικές λέξεις «ευ» και «θάνατος» και ερμηνεύεται ως ο ήρεμος ή αξιοπρεπής θάνατος. Δημιουργήθηκε από τον Άγγλο φιλόσοφο Φράνσις Μπέικον, ο οποίος έχει γράψει ότι «το έργο της Ιατρικής είναι η αποκατάσταση της υγείας και η καταπράυνση των πόνων, όχι μόνο όταν η καταπράυνση αυτή μπορεί να οδηγήσει στη θεραπεία αλλά και όταν μπορεί να εξασφαλίσει έναν εύκολο και γαλήνιο θάνατο». Στις μέρες μας συνδυάζεται κυρίως με τη μορφή του ανώδυνου θανάτου ασθενών που ταλαιπωρούνται από χρόνιες, επώδυνες, μη αναστρέψιμες ασθένειες.

Έχουμε δύο μεγάλες κατηγορίες ευθανασίας: την ενεργητική και την παθητική. Στην πρώτη περίπτωση ο γιατρός ενεργεί για να επιφέρει το τέλος του ασθενούς, στη δεύτερη, αντίθετα, δεν λαμβάνει τα προβλεπόμενα ή προσήκοντα μέτρα ώστε να το αποτρέψει. Η ενεργητική ευθανασία συνήθως διενεργείται με τη χορήγηση κάποιου θανατηφόρου σκευάσματος (χάπι, ένεση κ.λπ.). Η παθητική συνίσταται στη μη προσφυγή στα μέσα εκείνα τα οποία θα μπορούσαν να διατηρήσουν τον ασθενή στη ζωή. Για παράδειγμα, η διακοπή της φαρμακευτικής αγωγής, της λειτουργίας του αναπνευστήρα, η αποσύνδεση από την καρδιακή υποστήριξη κ.ά. Υπάρχει και μια τρίτη κατηγορία, η έμμεση ευθανασία, η οποία δεν συναντάται τόσο συχνά και αφορά την καταπολέμηση των πόνων σε ανίατα ασθενείς με βαριά φάρμακα που ενδέχεται να τους οδηγήσουν στον θάνατο.

Η ευθανασία είναι ένα μεγάλο ζήτημα το οποίο απασχολεί τη Βιοηθική, έναν κλάδο της επιστήμης που προσπαθεί να εξισορροπήσει τον επιστημονικό προσανατολισμό της Ιατρικής με τις ανθρώπινες αξίες. Βασικές αρχές της είναι η ευεργεσία, η δικαιοσύνη, ο σεβασμός της αυτονομίας και η αποφυγή του βλαβερού.

Ο στωικός φιλόσοφος Σενέκας διακήρυττε: «Όπως όταν πρόκειται να ταξιδέψω θα διαλέξω το πλοίο ή αν πρόκειται να κατοικήσω θα διαλέξω το σπίτι μου, έτσι θα επιλέξω και τον θάνατό μου όταν πρόκειται να φύγω από τη ζωή».

Ο Νίτσε, με το γνωστό αιρετικό του στυλ, έχει γράψει: «Ο άρρωστος που έχει φτάσει στο όριο είναι πια ένα παράσιτο της κοινωνίας και της ζωής. Όταν ξεπεράσει μια ορισμένη κατάσταση, είναι ανήθικο να ζει ακόμα. Το να συνεχίζει σαν φυτό σε δειλή εξάρτηση από γιατρούς και τεχνάσματα, όταν το νόημα της ζωής και το δικαίωμα της ζωής έχει πια χαθεί, θα έπρεπε να προκαλεί τη βαθιά περιφρόνηση της κοινωνίας».

Η γνώμη της Εκκλησίας, όπως αυτή διατυπώθηκε στις 14 Δεκεμβρίου του έτους 2000 σε ανακοίνωση της Ιεράς Συνόδου, συνοψίζεται στα παρακάτω: «Η ζωή μας αποτελεί υπέρτατο δώρο του Θεού, η αρχή και το τέλος του οποίου βρίσκονται στα χέρια Του και μόνο (Ιώβ ιβ' 10). Αποτελεί τον χώρο μέσα στον οποίο βρίσκει την έκφρασή του το αυτεξούσιο, συναντάται η χάρις του Θεού με την ελεύθερη βούληση του ανθρώπου και επιτελείται η σωτηρία του. [...] Για τους λόγους αυτούς η Εκκλησία μας, που πιστεύει στην αθανασία της ψυχής, στην ανάσταση του σώματος, στην αιώνια προοπτική και πραγματικότητα, στους πόνους ως "στίγματα του Κυρίου Ιησού εν τω σώματι ημών" (Γαλ. Στ' 17), στις δοκιμασίες ως αφορμές και ευκαιρίες σωτηρίας, στη δυνατότητα ανάπτυξης κοινωνίας αγάπης και συμπαραστάσεως μεταξύ των ανθρώπων, κάθε θάνατο που αποτελεί αποτέλεσμα ανθρωπίνων αποφάσεων και επιλογών –όσο "καλός" και αν ονομάζεται– τον απορρίπτει ως "ύβριν" κατά του Θεού. Κάθε δε ιατρική πράξη που δεν συντελεί στην παράταση της ζωής, ως ο όρκος του Ιπποκράτη ορίζει, αλλά προκαλεί επίσπευση της στιγμής του θανάτου, την καταδικάζει ως αντιδεοντολογική και προσβλητική του ιατρικού λειτουργήματος».

Αν αφήσουμε τη θεολογική προσέγγιση στην άκρη, έχουμε δύο αντίθετα επιχειρήματα. Από τη μια φαντάζει απόλυτα λογικό ένας άνθρωπος να έχει το δικαίωμα να διαχειρίζεται τη ζωή του όπως εκείνος επιθυμεί. Ο αντίλογος αμφιβάλλει για το κατά πόσο ο ασθενής που υποφέρει έχει τη διανοητική διαύγεια και βρίσκεται σε ψύχραιμη συναισθηματική κατάσταση, ώστε να πάρει τέτοια απόφαση. Στον Ιπποκράτειο Όρκο αναφέρεται ξεκάθαρα ότι «δεν θα χορηγήσω θανατηφόρο φάρμακο σε κανέναν και αν παρακληθώ, ούτε θα υποδείξω τέτοια συμβουλή», όμως αυτό αντιτίθεται στην κεντρική έννοια του ιατρικού επαγγέλματος, που είναι να υπηρετεί και να ανακουφίζει τον ασθενή.

Σε παλαιότερη έρευνα (1998) σε 15 Μονάδες Εντατικής Θεραπείας σε όλη την Ελλάδα, οι 7 στους 10 ιατρούς και οι 8 στους 10 νοσηλευτές δεν αναλαμβάνουν την πρωτοβουλία να αποσυνδέσουν τα μηχανήματα υποστηρίξεως του ασθενούς. Το 60% των ερωτηθέντων νοσηλευτών δήλωσε ότι δεν αναλαμβάνει διότι έχει αντιρρήσεις ηθικής φύσεως, το 10% των νοσηλευτών και το 12% των ιατρών απάντησε ότι φοβάται την ποινική δίωξη. 

Σε πρόσφατη έρευνα της Ένωσης Ιατρικών Συνηγόρων Ελβετίας που διεξήχθη σε 12 ευρωπαϊκές χώρες, ανάμεσα σε αυτές και η Ελλάδα, υπήρξαν ισχυρές πλειονότητες σε δυτικοευρωπαϊκές χώρες υπέρ της νομιμοποίησης της υποβοηθούμενης ευθανασίας. Στην Ελλάδα όμως καταγράφηκε το μικρότερο ποσοστό, με 52% (αντίστοιχα στη Γερμανία έφθασε το 87%).

Έρευνα του 2010 από τη Μονάδα Ανακούφισης Πόνου και Παρηγορητικής Αγωγής του Πανεπιστημίου Αθηνών έδειξε ότι ένας στους πέντε Έλληνες γιατρούς έχει βρεθεί αντιμέτωπος με ασθενείς με καρκίνο σε τελικό στάδιο που ζητούν ευθανασία. Την ίδια ώρα σχεδόν οι μισοί γιατροί, αλλά και οι συγγενείς, τάσσονται υπέρ της επίσπευσης του θανάτου ασθενών με καρκίνο σε καταληκτικό στάδιο. Και αυτό παρά το γεγονός ότι στην πλειονότητά τους, τόσο οι γιατροί όσο και οι συγγενείς και ο γενικός πληθυσμός, δηλώνουν ότι πιστεύουν σε όσα κηρύσσει η Εκκλησία για την ευθανασία. 

Αυτήν τη στιγμή στην Ευρώπη μόνο σε τρεις χώρες είναι νόμιμη η ευθανασία: στην Ολλανδία, στο Βέλγιο και στο Λουξεμβούργο. Νομικό πλαίσιο για μη υποβοηθούμενη αυτοκτονία υπάρχει επίσης στην Ελβετία και στη Γερμανία. Από το 2008 έως το 2012 περισσότεροι από 600 άνθρωποι, ηλικίας από 23 έως 97 χρονών, ταξίδεψαν στην Ελβετία για να πεθάνουν. Πριν από λίγες μέρες για πρώτη φορά στο Βέλγιο υποβλήθηκε σε ευθανασία ανήλικος. Το Βέλγιο είναι η μοναδική χώρα στον κόσμο που επιτρέπει, χωρίς περιορισμό ηλικίας, σε ανηλίκους «με ικανότητα αντίληψης» οι οποίοι έχουν προσβληθεί από ανίατη ασθένεια να επιλέξουν την ευθανασία, και αυτό έπειτα από μια τροποποίηση του νόμου για την ευθανασία τον Φεβρουάριο του 2014.

Ελλάδα
2

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ