Στις επετείους έχουμε συνηθίσει να μνημονεύουμε γεγονότα και να τιμούμε τους νεκρούς.
Συνάμα χορταίνουμε ταυτίσεις με το σήμερα, καθώς και παραινέσεις για αξιακό μιμητισμό των πρωταγωνιστών.
Οι νεκροί των εκάστοτε αγώνων τους οποίους τιμάμε στις επετείους, μας αντικρίζουν αδιάφορα όντες πλέον αγάλματα σε πλατείες. Ζωντανεύουν για λίγο στις εορταστικές αφηγήσεις και επιστρέφουν στη περίοπτη θέση τους σε βάθρα ή ιστορικά καταφύγια εθνικής μνήμης. Γνωρίζουν πως με την θυσία τους άφησαν κάποια παρακαταθήκη.
Υπάρχουν όμως και κάποιοι νεκροί από εκείνους που δεν διδάσκονται στα σχολεία και λησμονούμε να τους μνημονεύσουμε. Γιατί η μνήμη είναι γειτόνισσα των τύψεων, όπως έλεγε ο Βίκτορ Ουγκώ.
Τέσσερις εξ αυτών των νεκρών τιμούμε σήμερα. Πριν από 13 χρόνια ακριβώς, ανήμερα της Αγίας Ειρήνης στην Αθήνα είχαμε «πόλεμο».
Αμέτρητος κόσμος-όχι γιατί το είπαν τα συνδικάτα ή επειδή το παραδέχτηκε το ραπόρτο της αστυνομίας- κατέβηκε στους δρόμους ενάντια στην υπογραφή της δανειακής σύμβασης. Για την ιστορία το πρώτο μνημόνιο ψηφίστηκε σαν αύριο, στις 6 Μαΐου του 2010.
Η τελευταία ίσως μαζική και αυθόρμητη αντίδραση του ελληνικού λαού κόντρα στο σύνδρομο της αιώνιας παθητικότητας κάηκε εκείνη την ημέρα και ενταφιάστηκε μαζί με τους νεκρούς της Μαρφίν. Νεκροί που δεν υπήρξαν λεφτεριάς λίπασμα.
Ποιος θυμήθηκε άραγε σήμερα από τον πολιτικό κόσμο που οδεύει προς εκλογάς, την 35χρονη Παρασκευή Ζούλια, την 32χρονη Αγγελική Παπαθανασοπούλου (και το αγέννητο παιδί της) και τον 36χρονο Επαμεινώνδα Τσακάλη;
Η δολοφονία τους ήταν από εκείνα τα ανομήματα που καμιά κουκούλα δεν θα έπρεπε να είχε κρύψει.
Αυτό όμως που θα στοιχειώνει όλους όσοι βρεθήκαμε εκεί την συγκεκριμένη ημέρα στην Σταδίου ήταν οι κραυγές του πλήθους: «να καούν». Ακούστηκαν σαν «σταύρωσον, σταύρωσον αυτόν». Σίγουρα όμως αποδεικνύουν με ποιον τρόπο η μακιαβελική τακτική κάθε εξουσιαστή, που χρησιμοποιεί την μέθοδο του κοινωνικού αυτοματισμού, δηλαδή στρέφοντας τη μια κοινωνική ομάδα ενάντια στην άλλη, δημιουργεί λυσσαλέα απάνθρωπα κτήνη.
Δεν ήταν ένας, δεν ήταν δύο, όλοι εκείνοι που περνώντας την Σταδίου φώναζαν «να καεί» με το χέρι να δείχνει το φλεγόμενο κτίριο της τράπεζας, κι ας υπήρχαν μέσα άνθρωποι. Δεν ήταν ένας, δεν ήταν δύο εκείνοι που εμπόδισαν τα πυροσβεστικά οχήματα να φτάσουν εγκαίρως.
Χρόνια μετά οι δράστες δεν έχουν βρεθεί. Όσοι συνελήφθησαν απαλλάχτηκαν στα δικαστήρια. Το 2013 στελέχη της τράπεζας καταδικάστηκαν για ανθρωποκτονία εξ αμελείας. Κάποιοι είπαν πως έφταιγε η αστυνομία, άλλοι επέρριψαν ευθύνες στην πυροσβεστική, αλλά τον μπουρλοτιέρη της Μαρφίν δεν τον βρήκαμε ποτέ.
Μόνο που κάποιοι δεν ξεχνάμε όσα συνέβησαν όσα χρόνια κι αν περάσουν, επειδή απλούστατα ήμασταν παρόντες. Και η ιστορία έχει πάντα δύο παιδιά: τα γεγονότα και τις μαρτυρίες.
Κι οδεύει στη λήθη για τους περισσότερους μια από τις σημαντικότερες στιγμές της σύγχρονης ελληνικής ιστορίας.