Δίκη για το Μάτι: «Ο κόσμος ούρλιαζε για βοήθεια κι αυτή δεν ερχόταν» - Συγκλονίζει η κατάθεση εγκαυματία

Δίκη για το Μάτι: «Μαμά καίγεται η πλάτη μου, έλιωσαν τα πόδια του» - H κατάθεση εγκαυματία Facebook Twitter
Φωτ.: Eurokinissi.
0

Με έντονη συγκίνηση γυναίκα που επέζησε από τη φονική πυρκαγιά στο Μάτι περιέγραψε σήμερα στο δικαστήριο όσα υπέστη ίδια και ο 5,5 ετών γιος της εκείνη την ημέρα, όταν και οι δυο βρίσκονταν για διακοπές στην Ελλάδα. 

Όπως αναφέρουν πληροφορίες του law&order, τα λόγια του ανήλικου γιου της ήταν «μαμά καίγομαι» καθώς καλούσε σε βοήθεια. Ωστόσο, η κα Κάλλι Αναγνώστου δεν μπορούσε να τον προστατεύσει διότι και εκείνη είχε υποστεί εκτεταμένα εγκαύματα και έχει μάλιστα μπροστά της, όπως είπε, πολλά χειρουργεία ακόμη.

«Με τον σύζυγό και τον γιο μου ήρθαμε από το Ντουμπάι για να μην καούμε και τελικά ήρθαμε εδώ και καήκαμε ζωντανοί. Κατά τις έξι παρά κατέβηκα κάτω. Έριξα μια ματιά από τα παράθυρα και έβλεπα μια μαυρίλα. Δεν υπήρχε σειρήνα, πυροσβεστικό αστυνομία τίποτα. Εμείς δεν ξέραμε τίποτα, ήταν ο πεθερός μου και εκείνος ανήσυχος. Κάναμε βόλτα γύρω από το σπίτι. Μόνο μαυρίλα. Κάποια στιγμή στη βεράντα έβλεπα πράγματα να πετάνε. Κάηκε το χέρι μου που έπεσε ένα μεγάλο κομμάτι στάχτης. Το μόνο που άκουσα ήταν ο δήμαρχος Ραφήνας ότι η φωτιά πάει στο Διόνυσο και να μην ανησυχούμε. Τα τηλέφωνα της Αστυνομίας και της Πυροσβεστικής, είτε δεν απαντούν είτε βουίζουν.  Κατά τις έξι και πέντε ξύπνησε το παιδί και τότε κόπηκε το ρεύμα», είπε η κα Αναγνώστου.

Στη συνέχεια, είπε ότι «από ένστικτο ανέβηκα επάνω και πήρα ρούχα για το παιδί. Έριξα μια ματιά έξω και είδα το μαύρο σύννεφο είχε φτάσει σε εμάς. Είδα τεράστιες φλόγες δεξιά μου και φώναξα το παιδί μου. Καιγόμαστε! Κλάματα! Δεν μπορεί να γίνεται αυτό! Είναι ταινία! Είναι όνειρο! Είναι εφιάλτης. Κανένας δεν μας είπε να φύγουμε. Το παιδί μου ουρλιάζει "μαμά μου θα πεθάνουμε;". Και εγώ να του λέω "ντύσου να φύγουμε". Ξαφνικά το παιδί φωνάζει μαμά! Και πέφτουμε και οι δύο κάτω και αρχίζει να ουρλιάζει! "Μαμά καίγομαι". Συνειδητοποίησα δεν είχε βάλει την μπλούζα του. Καίγεται το δέρμα του και έχω βάλει τα νύχια μου μέσα στο σώμα του. Φωνάζω συνέχεια. Μην κοιτάς τίποτα μόνο τρέξε. Βρισκόμαστε ανάμεσα στο δρόμο. Όπως τρέχουμε λιώνουν τα πόδια του και εγώ δεν μπορώ να του πω τίποτα. Φωνάζει "μαμά βοηθά με, μαμά σώσε με". Εγώ δεν τον πήρα αγκαλιά γιατί αν το έκανα αυτό, θα είμαστε οι πρώτοι που θα εύρισκαν αγκαλιά. Ήμασταν μόνοι μας και καιγόμαστε. Η μόνη φωνή και τα ουρλιαχτά ήταν του παιδιού μου».

«Κάποια στιγμή όπως τρέχαμε είδαμε προβολείς. Ήταν ο γιος ενός γείτονα και θεώρησε ότι ήταν πυροσβέστες, αλλά είδε και μια μικρή σκιά. Εγώ πέθαινα ήδη. Είχα πάρει μεγάλο φορτίο. Ένιωθα τις φλέβες μου να χτυπάνε ακανόνιστα λες και ήθελαν όλα να βγουν από το σώμα. Μας κατεβάζει κάτω και βλέπαμε μόνο καπνούς και πύρινες μπάλες. Μας αφήνει και μας είπε ότι πρέπει να φύγει. Με το που κλείνω την πόρτα του αυτοκινήτου λιποθύμησα για πρώτη φορά. Ο κόσμος ούρλιαζε για βοήθεια και να μην έρχεται η βοήθεια. Δεν υπήρχαμε έως τότε. Όμως δεν υπήρχαμε ούτε και μετά στην ουσία. Αμελητέες οι δικές μας οι απώλειες. Είδα τη θάλασσα και είπα να μπω να δροσιστώ αλλά δεν ήθελα να με δει το παιδί μου να πεθαίνω μπροστά του. Είχαμε ένα μπουκάλι νερό και μοιράζαμε τις σταγόνες. Ο σύζυγος μου που ήταν έξω προσπαθούσε να μας βρει. Μίλησε με τον πεθερό μου και του είπε καιγόμαστε. Με ρώτησε αν ήθελα να του μιλήσω. Τι να του πω; Ότι το παιδί ήταν καμένο και δεν τον προστάτευσα;» κατέθεσε η γυναίκα.

«Κάποια στιγμή ήρθαν πυροσβέστες. Έδωσα τον Κωνσταντίνο και εκείνος φώναζε "θέλω τη μαμά μου". Προσπάθησαν να πάρουν και εμένα αλλά είχα τόσο καεί, είχα ανοίξει και δεν μπορούσαν να με πιάσουν από πουθενά. Πάλευα να ανέβω. Τα πόδια μου ήταν γεμάτα υγρό. Το μόνο που έκανα κάθε φορά που ανάσαινα ήταν να νιώθω τις στάχτες μέσα μου. Ανέβηκα επάνω και δεν τους είδα πουθενά. Είχαν φύγει. Ρώτησα έναν κύριο που είναι το παιδί μου. Κανένας δεν κατέβηκε κάτω γιατί φοβόταν. Εμείς δεν φοβόμαστε δεν καιγόμαστε και δεν πνιγόμαστε».

Συνεχίζοντας η μάρτυρας, είπε ακόμη στην κατάθεσή της: «Απέναντί μου είδα κάτι που νόμιζα ότι ήταν κορμός δέντρου. Δεν ήταν. Ήταν άνθρωπος που κάηκε. Αυτός ο άνθρωπος δεν φοβήθηκε. Κάθισα σε κάτι σκαλάκια και είπα να κάτσω εκεί να περάσω το τέλος. Δεν μπορούσα να φύγω. Σωριάστηκα και έχασα τις αισθήσεις μου. Κάποια στιγμή ξύπνησα. Είδα μια κυρία καμένη. Με βλέπει και την ακούω να λέει για εμένα, "έχει πεθάνει ή ζει;". Με όλα αυτά πλέον δεν ζούσα. Κάποια στιγμή εμφανίστηκε ένα βαν, μπήκαμε μέσα τρεις και ξεκινάμε να φύγουμε. Μας πήγαν στο Σισμανόγλειο. Άλλος Γολγοθάς. Και αν δεν φτάναμε μόνοι μας θα είμαστε νεκροί. Με έβαλαν σε φορείο και με ένα ψαλίδι έκοβαν τα ρούχα μου. Μου έβαλαν έναν όρο. Είμαι σε ένα φορείο στο διάδρομο και απέναντι μου έχω μια πόρτα ανοιχτή και εκεί έβαζαν σάκους που στοιβάζονταν ο ένας πάνω στον άλλον. [...] Έμεινα εκεί μέχρι αργά με μια κουβέρτα, γυμνή και περιμένω να δω τι θα με κάνουν».

«Έχω τηλέφωνο στα χέρια μου και περιμένω να δω τι έχει γίνει με το παιδί μου. Δεν ξέρω αν έχει φτάσει, πως είναι, αν έχει ζήσει, αν ξέρει για μένα και τι ξέρει. Τον έχουν πάει στο Αγία Σοφία στα επείγοντα να τον καθαρίσουν, να τον περιποιηθούν της πληγές. Εγώ δεν ήξερα τίποτα. Είχε καεί στην πλάτη, στα χέρια του, τα ποδαράκια του είχαν λιώσει. Φοβάται και είναι μόνος του. Ένα μωρό 5,5 ετών. Μέχρι τότε ήξερε μόνο εμάς. Δεν ήξερε κανέναν. Έπρεπε να αφήσει άλλους ξένους να τον περιποιηθούν να τον ψαχουλέψουν, να του βάλουν σωληνάκια, να τον γδάρουν, όπως έγδαραν κι εμένα μετά. Ζητάει τη μαμά του και το μπαμπά του και δεν είμαστε εκεί. Κανένας δεν περίμενε ότι εγώ θα ζήσω. Για το παιδί μου το έκανα. Με είχαν σε ένα δωμάτιο με ανθρώπους που είχαν λοιμώξεις, εγώ να είμαι ανοιχτή. Με μια κουβέρτα. Σα να μην έφτανε ότι εισέπνευσα από τα τοξικά… Η περιποίηση τους ήταν να μου σκάσουν τις φουσκάλες με βελόνα. Ότι υπήρχε κόλλησε πάνω μου».

Στη συνέχεια, κατέθεσε πως την πήγαν στο νοσοκομείο Γεννηματάς: «Μπαίνουν γιατροί, νοσοκόμοι μου λένε σφίξε, βρίσε αλλά άσε να κάνουν τη δουλειά τους. Τότε κατάλαβα. Αρχίζουν να με τραβάνε. Μου τραβούσαν το δέρμα. Να ουρλιάζω, να μη μπορώ να το αντέξω. Να ξέρω ότι αυτό το έχει περάσει το παιδί μου. Δεν μου είχαν δώσει ένα παυσίπονο στο Σισμανόγλειο. Δεν πίστευαν ότι θα ζήσω. Νόμιζαν ότι θα μείνω εκεί από καρδιά, από τις απλές αυτές σωματικές βλάβες. Με έβαλαν σε ένα δωμάτιο μόνη μου με ένα σάκο σαν αυτούς που βάζουν στα νεκροτομεία».

Συνεχίζοντας την περιγραφή της, η μάρτυρας αναφέρθηκε λεπτομερώς στη διαδικασία που ακολούθησαν οι γιατροί.

«Στις 25 Ιουλίου έρχονται να μου κάνουν αλλαγή. Μου έγδαραν ότι μπορούσαν, τα καθάρισαν. Είχαν πάρει δυο μεγάλες σακούλες σκουπιδιών και πετούσαν γάζες, επιδέσμους, τις σάρκες μου. Τα έβλεπα και σκεφτόμουν τι έχει περάσει το παιδί μου», είπε.

Ακόμη, κατά τη διάρκεια της κατάθεσής της η μάρτυρας είπε: «Άκουσα στην τηλεόραση "όλα τα κάναμε καλά και θα τα ξανακαναμε με τον ίδιο τρόπο". Οι νεκροί και εμείς είμαστε η απόδειξη ότι όλα έγιναν καλά! Με τον ίδιο τρόπο θα τα ξαναέκαναν! Τους λέω στείλτε με μέσα στη Βουλή να δουν πόσο καλά τα κάνανε! Ήμουν καμένη σε όλο το σώμα. Το πρόσωπο παραμορφωμένο. Το μάτι έχει κλείσει δεν ξέρω αν θα έχω όραση. Να νιώθω τα πάντα να τεντώνουν, να μαζεύουν, να πετάνε οι φλέβες. Να τσούζω, να πονάω. Με είχαν γεμίσει με σωληνάκια. Δεν υπήρχε φλέβα να μην έχει χρησιμοποιηθεί. Και να καίνε όλα. Όλα αυτό που είχα εισπνεύσει είχε συγκεντρωθεί στα πνευμονία μαζί με τη λοίμωξη. Άρχισα να κάνω αιμοπτυση, να βγάζω πήγματα μαύρα. Ήθελα να χαιρετίσω το παιδί μου. Με διασωλήνωσαν, εγώ ήθελα να ακούσω το παιδί μου. Το πρώτο πράγμα που άκουσα όταν συνήλθα ήταν να ακούω ποιοι "έφυγαν" και για εμάς που μείναμε. Η μόνη σειρήνα που άκουσα εγώ ήταν από το Θριάσειο στο Γεννήματα. Αν είχα ακούσει κάτι ίσως να μην είχε γίνει τίποτα απ όλα αυτά. Οι σωματικές βλάβες που αναφέρουν θα μας κυνηγούν μια ζωή. Θα πρέπει να προσέχουμε, να κάνουμε χειρουργεία, δε θα έχουμε φυσιολογική ζωή».

Η κα Αναγνώστου αναφέρθηκε στην κατάστασή του γιου της σήμερα: «Ένα παιδί 5,5 ετών που έχει μια ζωή που μόνο παιδική δεν είναι. Δεν μπορεί να αθληθεί, να παίξει. Να ξυπνάει τα βραδιά, να ουρλιάζει. Να το ζει ξανά και ξανά. Όπως και εμείς. Ο,τι ζήσαμε εκεί και στα νοσοκομεία. Το παιδί μου δε θα έχει ζωή όπως τα αλλά παιδιά. Ξυπνάει και λέει "χεράκια μου, ποδαράκια μου δεν θα είστε ξανά τα ίδια". Θέλει να μάθει λεπτομέρειες. Που είναι τα αλλά παιδάκια που χάθηκαν».

«Δεν μπορώ εγώ να φτιάξω αυτά που έχουν χαλάσει στο παιδί μου. Δεν μπορώ να κάνω τίποτα άλλο γι αυτό. Το μόνο που μπορώ είναι σας ζητήσω όλος αυτός ο πόνος του γιου μου να μη περάσει έτσι. Ανήκω στην κατηγορία εκείνων που τα έζησε όλα. Θέλω να δικαιωθεί αυτό. Να βγει αυτή η αλήθεια. Να μη ξανασυμβεί. Θέλω να μου επιτρέψετε να φέρω τη φωνή του εδώ μέσα. Δεν μπορεί να έρθει ο ίδιος» είπε η μάρτυρας και έδειξε στο δικαστήριο βίντεο με τη φωνή του γιου της που ζητά Δικαιοσύνη.

Ελλάδα
0

ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ