Ο Nick Reiner, ο μικρότερος γιος του γνωστού σκηνοθέτη του Χόλιγουντ Rob Reiner και της συζύγου του Michele, κατηγορείται και επίσημα για τη δολοφονία των γονιών του.
Σύμφωνα με τις τελευταίες εξελίξεις της πολύκροτης υπόθεσης, ο Nick Reiner αντιμετωπίζει συγκεκριμένα δύο κατηγορίες για φόνο πρώτου βαθμού.
Στην Καλιφόρνια, μια καταδίκη για φόνο πρώτου βαθμού συνήθως τιμωρείται με ισόβια κάθειρξη, με δυνατότητα αποφυλάκισης μετά από 25 χρόνια. Ωστόσο, στην περίπτωση του 32χρονου, υπάρχει το ενδεχόμενο ακόμη και της θανατικής ποινής.
Αυτό συμβαίνει επειδή οι εισαγγελικές αρχές του Λος Άντζελες έχουν συμπεριλάβει στις κατηγορίες έναν επιβαρυντικό παράγοντα: ότι πρόκειται για πολλαπλές δολοφονίες.
Σύμφωνα με τη νομοθεσία της Καλιφόρνια, τέτοιες επιβαρυντικές συνθήκες μπορούν να οδηγήσουν σε αυστηρότερη ποινή, όπως ισόβια χωρίς δυνατότητα αποφυλάκισης, μέχρι και θανατική ποινή.
Άλλοι επιβαρυντικοί παράγοντες που προβλέπει ο νόμος είναι, μεταξύ άλλων, φόνος για οικονομικό όφελος, δολοφονία αστυνομικού ή δημόσιου λειτουργού, ή εγκλήματα που περιλαμβάνουν βασανιστήρια.
Ο εισαγγελέας της κομητείας Λος Άντζελες, Νέιθαν Χόχμαν, δήλωσε ότι δεν έχει ακόμη αποφασιστεί αν θα ζητηθεί η θανατική ποινή και ότι θα ληφθούν υπόψη και οι επιθυμίες της οικογένειας Reiner. Όπως ανέφερε, τέτοιες υποθέσεις είναι από τις πιο δύσκολες, καθώς αφορούν εγκλήματα μέσα στην ίδια την οικογένεια.
Αν και από το 2019 ισχύει στην Καλιφόρνια αναστολή των εκτελέσεων με απόφαση του κυβερνήτη Γκάβιν Νιούσομ, η θανατική ποινή παραμένει νόμιμη. Αυτό σημαίνει ότι κάποιος μπορεί να καταδικαστεί σε θάνατο, ακόμη κι αν η ποινή δεν εκτελεστεί όσο ισχύει η αναστολή.
Επιπλέον, οι εισαγγελικές αρχές σκοπεύουν να προσθέσουν και κατηγορία για χρήση φονικού όπλου, συγκεκριμένα μαχαιριού. Η συγκεκριμένη επιβάρυνση συνήθως αυξάνει την ποινή, αλλά θα έχει σημασία κυρίως αν ο κατηγορούμενος καταδικαστεί για ελαφρύτερα αδικήματα.
Τέλος, νομικοί εκτιμούν ότι η αναφορά στη θανατική ποινή μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως μέσο πίεσης, ώστε να επιτευχθεί ταχύτερα μια ομολογία ή συμφωνία.
Με πληροφορίες από New York Times