Η παγκόσμια κατανάλωση άνθρακα σημείωσε ιστορικό ρεκόρ το 2024, παρά τις διεθνείς δεσμεύσεις για απεξάρτηση από τα ορυκτά καύσιμα. Αν και το ποσοστό του άνθρακα στη συνολική παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας μειώθηκε χάρη στη ραγδαία ανάπτυξη των ανανεώσιμων πηγών, η αυξανόμενη ζήτηση ηλεκτρικής ενέργειας οδήγησε τελικά σε μεγαλύτερη χρήση του πιο ρυπογόνου καυσίμου.
Η ετήσια έκθεση State of Climate Action, που δημοσιεύθηκε την Τετάρτη από το World Resources Institute (WRI), παρουσιάζει ένα ζοφερό απολογισμό των προσπαθειών για τον περιορισμό της υπερθέρμανσης του πλανήτη. Οι εκπομπές αερίων του θερμοκηπίου συνεχίζουν να αυξάνονται, έστω με πιο αργό ρυθμό, ενώ οι περισσότερες χώρες μένουν πίσω στους στόχους που έχουν θέσει για τη μείωσή τους.
«Κάνουμε σε γενικές γραμμές τα σωστά βήματα, αλλά όχι με την απαραίτητη ταχύτητα», δήλωσε η ερευνήτρια Clea Schumer από το WRI. «Για πέμπτη συνεχή φορά, διαπιστώνουμε ότι οι προσπάθειες για σταδιακή κατάργηση του άνθρακα είναι εντελώς εκτός πορείας».
Η έκθεση προειδοποιεί πως ο στόχος της ουδετερότητας άνθρακα έως το 2050 –προϋπόθεση για να περιοριστεί η άνοδος της θερμοκρασίας στον 1,5°C, όπως προβλέπει η Συμφωνία του Παρισιού- δεν μπορεί να επιτευχθεί όσο η παγκόσμια παραγωγή ενέργειας εξαρτάται από ορυκτά καύσιμα.
Αυξάνεται η παραγωγή άνθρακα
Η παγκόσμια εξάρτηση από τον άνθρακα όχι μόνο δεν μειώνεται, αλλά σε ορισμένες χώρες ενισχύεται. Στην Ινδία, ο πρωθυπουργός Narendra Modi γιόρτασε φέτος την υπέρβαση του ορίου του ενός δισεκατομμυρίου τόνων παραγωγής άνθρακα, ενώ στις Ηνωμένες Πολιτείες ο Ντόναλντ Τραμπ έχει δηλώσει ανοιχτά την υποστήριξή του προς τον άνθρακα και τα υπόλοιπα ορυκτά καύσιμα. Οι προσπάθειές του να ανακόψει έργα ανανεώσιμων πηγών ενέργειας και να περικόψει κίνητρα για καθαρή ενέργεια δεν έχουν ακόμη αποτυπωθεί στις συνολικές εκπομπές, ωστόσο η έκθεση προειδοποιεί ότι η επίδραση θα φανεί τα επόμενα χρόνια.
Αντίθετα, η Κίνα και η Ευρωπαϊκή Ένωση συνεχίζουν να στηρίζουν δυναμικά τις ανανεώσιμες πηγές, με αποτέλεσμα να περιορίζουν εν μέρει τις αρνητικές συνέπειες από τις πολιτικές άλλων χωρών. Το θετικό στοιχείο, σύμφωνα με την έκθεση, είναι ότι η παραγωγή καθαρής ενέργειας αναπτύσσεται εκθετικά, με την ηλιακή ενέργεια να αναγνωρίζεται ως «η ταχύτερα αναπτυσσόμενη πηγή ενέργειας στην ιστορία».
Παρά την εντυπωσιακή άνοδο, ο ρυθμός ανάπτυξης παραμένει ανεπαρκής. Για να επιτευχθούν οι απαραίτητες μειώσεις εκπομπών έως το τέλος της δεκαετίας, η ετήσια αύξηση παραγωγής από ηλιακή και αιολική ενέργεια πρέπει να διπλασιαστεί. «Οι πρόσφατες επιθέσεις στις καθαρές μορφές ενέργειας στις Ηνωμένες Πολιτείες δυσκολεύουν τη διατήρηση του στόχου της Συμφωνίας του Παρισιού», σημείωσε η Sophie Boehm, επικεφαλής ερευνήτρια στο WRI. «Ωστόσο, η ενεργειακή μετάβαση είναι πολύ ευρύτερη από κάθε μεμονωμένη χώρα· η δυναμική πλέον χτίζεται στις αγορές και στις αναδυόμενες οικονομίες, όπου η καθαρή ενέργεια έχει γίνει η φθηνότερη και πιο αξιόπιστη επιλογή».
Οι βιομηχανίες δυσκολεύονται να πετύχουν τους κλιματικούς στόχους
Η πρόοδος στην ενεργειακή αποδοτικότητα παραμένει αργή, ιδιαίτερα όσον αφορά τη μείωση των εκπομπών από τη θέρμανση και ψύξη κτιρίων. Ο βιομηχανικός τομέας επίσης δυσκολεύεται να περιορίσει τις εκπομπές του. Στην παραγωγή χάλυβα, για παράδειγμα, η «ένταση άνθρακα», δηλαδή η ποσότητα διοξειδίου του άνθρακα που εκλύεται για κάθε τόνο χάλυβα, έχει αυξηθεί παρά τις επενδύσεις σε τεχνολογίες χαμηλών εκπομπών σε ορισμένες χώρες.
Η ηλεκτροκίνηση εξελίσσεται ταχύτερα. Πάνω από ένα στα πέντε νέα αυτοκίνητα που πωλήθηκαν το 2024 ήταν ηλεκτρικά, ενώ στην Κίνα το ποσοστό πλησιάζει το 50%. Παρότι η μετάβαση στις μεταφορές είναι ενθαρρυντική, η συνολική εικόνα παραμένει ανησυχητική, καθώς άλλοι τομείς καθυστερούν να ακολουθήσουν.
Ιδιαίτερη ανησυχία προκαλεί η κατάσταση των φυσικών «δεξαμενών άνθρακα», δηλαδή των δασών, των τυρφώνων, των υγροτόπων και των ωκεανών που απορροφούν διοξείδιο του άνθρακα. Παρά τις δεσμεύσεις για προστασία των δασών, η αποψίλωση συνεχίζεται. Το 2024 χάθηκαν πάνω από 8 εκατομμύρια εκτάρια δάσους, ελαφρώς λιγότερα από το ρεκόρ των 11 εκατομμυρίων του 2017, αλλά περισσότερα από το 2021. Η έκθεση εκτιμά ότι ο κόσμος πρέπει να κινηθεί εννέα φορές ταχύτερα για να σταματήσει πλήρως την αποδάσωση.
Οι συζητήσεις για το πώς θα επιτευχθεί αυτό θα κορυφωθούν τον επόμενο μήνα στη διάσκεψη του ΟΗΕ για το Κλίμα (COP30) στη Βραζιλία, όπου οι κυβερνήσεις θα παρουσιάσουν τα επικαιροποιημένα εθνικά σχέδια μείωσης εκπομπών. Ωστόσο, οι αναλυτές προειδοποιούν ότι οι δεσμεύσεις που έχουν υποβληθεί δεν επαρκούν, και το κρίσιμο ερώτημα είναι πλέον πώς θα αντιδράσουν οι χώρες για να κρατήσουν ζωντανό τον στόχο του 1,5°C.
Με πληροφορίες από Guardian