Μερικές φορές, το μόνο που ζητά η τέχνη είναι να της επιτρέψουμε να λυγίσει.
Αυτό το πολυποστ είναι ένας ύμνος στη θερμοκρασία της ευθραυστότητας
εκεί όπου το φως δεν σώζει, απλώς υπάρχει.
*Το Κλάμα του Jonathan Anderson/
Στην παρουσίαση της συλλογής του για τον Dior, ο Jonathan Anderson δάκρυσε στο τέλος της. Όχι πίσω από τη σκηνή, αλλά μπροστά στα φώτα∙ ενώ όλα δούλευαν όπως πρέπει: οι προβολείς, η μουσική, τα χέρια που χειροκροτούσαν με ακρίβεια παραγωγής. Και ξαφνικά, εκεί που τίποτα δεν επιτρεπόταν να ξεφύγει, λύγισε. Η κάμερα δεν αποστράφηκε. Το βλέμμα του έμεινε, αποτυπώθηκε σχεδόν με σπάνια ευγένεια από τον συνήθως αδηφάγο φακό. Και η μόδα σαν να θυμήθηκε για λίγο τη θνητότητά της τώρα που οι δημιουργοί της ασφυκτιούν και ξεζουμίζονται από τους mega ομίλους στα οποία τα fashion houses ανήκουν.
Η σκηνή με τα γέματα δάκρυα συγκίνησης του Jonathan Anderson κράτησε λίγα δευτερόλεπτα. Μα μέσα σ’ αυτά χώρεσε κάτι που ολόκληρες σεζόν προσπαθούν να αποδώσουν: το ρήγμα ανάμεσα στο σώμα και στη μηχανή. Ο δημιουργός που, για μια στιγμή, δεν μπορεί να υπηρετήσει την εικόνα του. Το δάκρυ σαν απόδειξη ότι η πολυτέλεια κουβαλά ακόμη μέσα της έναν άνθρωπο. Η μόδα είναι φτιαγμένη για να μη ραγίζει∙ να αντέχει την κούραση, την υπερπαραγωγή, τη λατρεία του ίδιου της του είδους. Κι όμως, να που εδώ είδαμε το αντίθετο: το κύρος να λυγίζει και να αποκτά ξανά θερμοκρασία. Οχι την αγέρωχη πόζα του ευδαίμονα καταθλιπτικού που κρύβεται από κάτω.
Το κοινό αμήχανο. Άλλοι συγκινούνται, άλλοι τραβούν με το κινητό, άλλοι αναρωτιούνται αν πρόκειται για performance. Το δάκρυ δεν έχει θέση σε έναν χώρο τόσο καλοφωτισμένο. Η συγκίνηση, όταν δεν έχει επεξεργαστεί, μοιάζει με τεχνικό λάθος για το fashion industry. Κι όμως, ίσως αυτή να ήταν η πιο τίμια στιγμή της μόδας εδώ και χρόνια: ένας άνθρωπος που δεν μπορεί να προστατεύσει το πρόσωπό του. Ένας designer που θυμάται πως δεν υπάρχει φόρμα χωρίς απώλεια. Όλες οι συλλογές είναι, τελικά, μικρά μνημόσυνα, φόροι τιμής σε ό,τι δεν μπορούμε πια να αγγίξουμε.
Ο Anderson κλαίει για τον Dior, αλλά και για μια ολόκληρη γενιά που έχασε τον ρομαντισμό της μέσα στη λογική του concept. Για μια εποχή όπου ο πειραματισμός περιείχε εμπιστοσύνη όχι ανλέητο branding. Η συγκίνηση του δεν είναι στρατηγική∙ είναι ρήγμα.
Στο βίντεο, τα κινητά τον καταγράφουν. Η ευθραυστότητα γίνεται περιεχόμενο. Ό,τι δεν προγραμματίστηκε αποκτά αξία μόνο όταν τεκμηριώνεται.Δεν κλαίμε πια μόνοι· κλαίμε on camera, για να θυμόμαστε ότι υπάρχουμε ίσως πουν οι καχύποπτοι. Κι όμως, μέσα σ’ αυτό το απρόσμενο θέαμα, συνέβη κάτι σπάνιο: ο κόσμος σώπασε. Για ένα λεπτό, δεν υπήρχε τίποτα παραπάνω να φανεί, ούτε ρούχο, ούτε styling, ούτε concept. Μόνο ένας άνθρωπος γεμάτος έμπνευση, ταλέντο και επιμονή στο οραμά του που δάκρυσε και η σκηνή που δέχτηκε να το αντέξει.
Ίσως αυτό να είναι το νέο είδος πίστης: η αποδοχή του ρήγματος. Η τέχνη που δεν διακόπτει το κλάμα, αλλά το φιλοξενεί. Γιατί, όσο κι αν το ξεχνάμε, η τέχνη δεν σώζεται από τη φόρμα της∙ σώζεται από το ρήγμα.
Κι ένα δάκρυ, αν το αντέξεις, μπορεί να γίνει η σκηνή της αλήθειας της τέχνης σου.
*Pillion ή πώς το queer cinema
εφηύρε το δικό του είδος: το dom-com/
Δεν είναι ταινία για το σεξ. Είναι ταινία για το τι απομένει μετά. Το Pillion του Harry Lighton είναι από εκείνα τα έργα που δεν έχουν την παραμικρή πρόθεση να εξηγήσουν τον κόσμο∙ θέλουν να τον αισθανθείς. Σαν ένα σώμα που πρώτα ιδρώνει κι ύστερα συνειδητοποιεί τι του συνέβη.
Δύο άντρες ο Ray (Alexander Skarsgård) και ο Colin (Harry Melling) συναντιούνται, αγγίζονται, ξεδιπλώνονται μέσα σε ένα kinky τελετουργικό που ποτέ δεν γίνεται εξωτικό. Η επιθυμία εδώ δεν είναι perversion, είναι διάλεκτος. Το βλέμμα του Lighton διαλύει τον παλιό διαχωρισμό ανάμεσα σε “ερωτικό” και “ψυχολογικό”. Οι σκηνές δεν είναι για να σοκάρουν είναι για να μας θυμίσουν ότι ο έλεγχος και η εγκατάλειψη μιλούν την ίδια γλώσσα απλώς σε διαφορετικό τονισμό.
Αυτό που κάνει το Pillions ριζοσπαστικό δεν είναι το BDSM του, αλλά η τρυφερότητά του. Για πρώτη φορά, το queer cinema αποκτά το δικό του είδος: dom-com μια ρομαντική κωμωδία της εξουσίας στο queer sex. Μια ταινία όπου η υποταγή δεν είναι τραύμα, αλλά συναίνεση, όπου το μαστίγιο γίνεται εργαλείο επικοινωνίας, όπου ο πόνος αποκτά ρυθμό, και η επιθυμία μορφή αλληλεγγύης.
Ο Lighton δεν κινηματογραφεί το kink για να το “εκπροσωπήσει”. Το κινηματογραφεί σαν καθρέφτη των σχέσεων: όλοι θέλουμε να παραδοθούμε κάπου. Κάποιες φορές στον έρωτα, κάποιες στο ίδιο μας το βλέμμα. To bondage παύει να είναι αντικείμενο φετιχισμού. Fίνεται τρόπος να επιβεβαιώσεις ότι εμπιστεύεσαι τον άλλον αρκετά για να τον αφήσεις να σε πονέσει.
Η σκηνοθεσία έχει κάτι από ιεροτελεστία. Τα σώματα δεν παρουσιάζονται, διαπραγματεύονται. Το δέρμα λάμπει, ο ιδρώτας γίνεται αφήγηση, η σιωπή γεμίζει με εκείνη την παράξενη ένταση της ευχαρίστησης που δεν χρειάζεται απόδειξη. Στο Pillions, ο έρωτας δεν είναι μεταφορά της ελευθερίας — είναι το ίδιο της το πεδίο μάχης. Ο Colin δεν “υποτάσσεται” στον Ray∙ βρίσκει μέσα του το θάρρος να επιθυμήσει χωρίς απολογία. Και ο Ray, ο “κυρίαρχος dom-top”, δεν έχει πια τίποτα να ελέγξει∙ μόνο να αγαπήσει.
Αυτό που αναδύεται είναι μια queer ειλικρίνεια που σπάνια βλέπουμε στο σινεμά: ότι η ευαλωτότητα δεν είναι το αντίθετο της δύναμης είναι το μέτρο της. Ότι η υποταγή, όταν γίνεται από ελεύθερη βούληση, μπορεί να είναι πιο ερωτική από κάθε κυριαρχία.Το Pillion δεν ενδιαφέρεται να “εκπροσωπήσει” το BDSM. Θέλει να το αποκαταστήσει ως πράξη συντροφικότητας. Να δείξει πως το σώμα δεν είναι τόπος ελέγχου, αλλά πεδίο διαλόγου, όπου το “σ’ εμπιστεύομαι” είναι πιο σημαντικό από το “σ’ αγαπώ”.
Κι ίσως αυτή να είναι η πιο ειλικρινής πρόταση του φιλμ: ότι η εξουσία, όταν περάσει από το φίλτρο της τρυφερότητας, παύει να είναι βία∙ γίνεται ο πιο σιωπηλός τρόπος να πεις “είμαι εδώ”.
*Η Πάμελα Άντερσον και η Αντίσταση της Άβαφης Ομορφιάς/
Κάποτε, το πρόσωπό της ήταν συνώνυμο της φαντασίωσης. Η γυναίκα-fuck-postal των 90s που δίδαξε στον κόσμο τη γλώσσα του σεξ χωρίς ενοχή. Ύστερα, για δεκαετίες, πλήρωσε το τίμημα αυτής της ελευθερίας έγινε προϊόν, meme, εφιάλτης των ίδιων περιοδικών που την ανέδειξαν.
Κι όμως, εδώ και καιρό, η Πάμελα Άντερσον εμφανίζεται χωρίς μακιγιάζ, χωρίς στυλίστα, χωρίς το υπαινικτικό sexiness for dummies φωτοστέφανο του Baywatch. Και δεν μοιάζει κουρασμένη· μοιάζει ελεύθερη.
Οι φετινές της εμφανίσεις στις εβδομάδες μόδας έμοιαζαν σχεδόν ριζοσπαστικές: ένα πρόσωπο χωρίς μάσκα, μέσα σε έναν κόσμο που ζει από τις μάσκες του. Σαν να μπήκε στο ίδιο της το παρελθόν και να το απενεργοποίησε μ’ ένα χαμόγελο.
Η απουσία make-up είναι το νέο της πορτρέτο. Ένα βλέμμα καθαρό όχι αθώο. Η απογύμνωση ως πράξη αντίστασης: όχι επειδή το ζητά η εποχή, αλλά επειδή η ίδια έμαθε πως καμία ομορφιά δεν αντέχει για πάντα να είναι υποταγμένη στα διπλά στάνταρ του male gaze, το οποίο επιβιώνει ύπουλα μεταλλαγμένο στην post-#MeToo περίοδο.
Κι εκεί, ακριβώς στο σημείο που το βλέμμα μοιάζει να ηρεμεί, ανοίγει ένα άλλο επίπεδο πιο πολιτικό, πιο ψυχρό. Tώρα, που τα 80s επιστρέφουν όχι ως φάρσα αλλά ως μήτρα του Trump fascism, εκείνη μας υπενθυμίζει πως η ομορφιά χωρίς επίγνωση γίνεται εύκολα προπαγάνδα.
Η επιστροφή της δεν είναι αντίδραση στο παρελθόν, είναι ανάκτηση ελέγχου. Δεν το φωνάζει· το ενσαρκώνει. Με κάθε εμφάνιση στο Παρίσι, δείχνει πως η αισθητική δεν είναι απλώς στυλ είναι θέση απέναντι στην εξουσία του βλέμματος. Κάποιοι είπαν πως είναι «συμφιλιωμένη». Άλλοι πως απλώς «γέρασε καλά».
Μα αυτό που συμβαίνει εδώ δεν έχει να κάνει με ηλικία έχει να κάνει με την επιστροφή της ιδιοκτησίας του βλέμματος. Για πρώτη φορά μετά από δεκαετίες, η Πάμελα κοιτά όπως θέλει· όχι για να πείσει, αλλά για να υπάρχει.
Η εικόνα της χωρίς make-up είναι το ανάποδο της λογοκρισίας μια αφαίρεση που απελευθερώνει. Το να επιλέγεις τη φυσικότητα σε έναν κόσμο που πληρώνει μόνο τη μεταμφίεση είναι ίσως η πιο queer χειρονομία που μπορεί να κάνει μια γυναίκα-μύθος.
Δεν είναι ρομαντική εικόνα. Είναι ένα σώμα που επέστρεψε στην επιδερμίδα του. Κι εκεί, μέσα σ’ αυτό το λιτό βλέμμα, η ίδια η δεκαετία του ’90 με τα ψεύτικα φώτα και τα ψεύτικα δάκρυα μοιάζει να της ζητά συγγνώμη.
Γύρω απ’ αυτό το άβαφο πρόσωπο χτίζεται τώρα ένα άλλο σώμα σκοτεινό, μεταλλικό, σχεδόν γλυπτό. Με τις βάτες του Mugler, το χαλκόξανθο-κόκκινο χρώμα, και ένα κούρεμα που ακουμπά στα 80s χωρίς να επιστρέφει εκεί.
Δεν πρόκειται για νοσταλγία, αλλά για σκηνοθεσία. Ένα meta βλέμμα που συνομιλεί με τις ίδιες του τις εποχές.
Οι αναφορές της στους Bergmanικούς χαρακτήρες της Gunnel Lindblom και της Bibi Andersson δείχνουν ακριβώς αυτό: μια γυναίκα που πλέον αυτοσκηνοθετείται, μετατρέπει τη θηλυκότητα σε αφήγηση όχι σε ρόλο.
Η λάμψη δεν είναι ματαιοδοξία· είναι πολιτική. Μια queer ειρωνεία πάνω στο ίδιο το στερεότυπο της iconic blonde: τώρα πια μπορεί να φορά βάτες και να μη χρειάζεται μάσκα. Η Πάμελα δεν έγινε σύμβολο αποδοχής.
Έγινε μάρτυρας της μεταμόρφωσης της μετάβασης από το θέαμα στην ιδιοκτησία του εαυτού. Και μαρτυρεί ότι η εποχή της εκμετάλλευσης του βλέμματος τελειώνει όχι με απόσυρση,αλλά με επανεμφάνιση.
Δεν αποχωρεί από το φλας· το ανακτά. Το στρέφει πάνω της όχι για να λάμψει, αλλά για να αποδείξει πως το φως μπορεί να ανήκει
και σ’ εκείνη που το υπέστη.
Κι ίσως, τελικά, αυτό να είναι το πιο γενναίο: να επιστρέφεις στη σκηνή που σε κατέκαψε και να την φωτίζεις με τα δικά σου χέρια.
*Το Απαγορευμένο Φως Του Slava Mogutin/
Ο Slava Mogutin φωτογραφίζει γυμνά αγόρια όπως άλλοι προσεύχονται: με πίστη, με επιθυμία, με ενοχή. Στα σώματά τους δεν υπάρχει τίποτα προκλητικό∙ υπάρχει απλώς η αλήθεια της στιγμής όπου το βλέμμα δεν ζητά άδεια.
Κι όμως, οι φωτογραφίες του διαγράφονται ξανά και ξανά από το Instagram. Για «παραβίαση κοινοτικών κανόνων». Η αλγοριθμική ηθική των tech bros που δεν αντέχει το ανθρώπινο δέρμα. Ένα γυμνό ανδρικό σώμα χωρίς φίλτρο θεωρείται πορνογραφική απειλή.
Στον κόσμο των πλατφορμών, η αγνότητα έχει αντικατασταθεί από την αποστείρωση. Δεν μας ενοχλεί η βία μας ενοχλεί η τρυφερότητα της κάυλας. Δεν μας σοκάρει το αίμα, αλλά η ηρεμία ενός ανδρικού κορμιού που κοιτάζει χωρίς ντροπή. Το βλέμμα του Mogutin δεν είναι πορνογραφικό. Είναι αναρχικό: δεν υπακούει σε κανόνα θέασης.
Κάθε διαγραφή των φωτογραφιών του είναι μια μικρή δίκη του έρωτα. Το queer σώμα ανακρίνεται διαρκώς για την πρόθεσή του: τι εννοεί, γιατί φαίνεται έτσι, ποιον απειλεί. Και πίσω από αυτή την κωδικοποιημένη ηθική, η πλατφόρμα καθορίζει σιωπηλά τι σημαίνει «ανθρώπινο» και τι «επικίνδυνο».
Ο αλγόριθμος είναι ο νέος λογοκριτής που δεν χρειάζεται Θεό. Κρίνει χωρίς να νιώθει. Μετράει τις ρώγες, τις καμπύλες, τα pixels. Και διαγράφει ό,τι θυμίζει ελευθερία χωρίς επιτήρηση.
Ο Mogutin δεν τραβά φωτογραφίες για να προκαλέσει. Τραβά για να θυμίσει πως η τρυφερότητα της καύλας είναι πολιτική πράξη. Ότι το σώμα που εκτίθεται με ελευθερία είναι πιο επαναστατικό από κάθε μανιφέστο.
Αυτό ακριβώς που οι πλατφόρμες δεν μπορούν να αντέξουν: τη γαλήνη του επιθυμητού σώματος. Κάθε απαγόρευση τον κάνει πιο αναγκαίο. Γιατί μέσα στο αποστειρωμένο σύμπαν του feed, οι εικόνες του λειτουργούν σαν αντίσταση στη λήθη.
Η φωτογραφία του δεν θέλει να σοκάρει· θέλει να επιβιώσει. Να κρατήσει την επιθυμία ορατή, έστω και για λίγα δευτερόλεπτα πριν σβήσει ξανά.
Τι ειρωνεία! Ο γεννημένος στη Ρωσία Mogutin, εξόριστος από την ίδια του τη χώρα, εξόριστος και από τις αμερικανικές,δήθεν ελεύθερες από λογοκρισία πλατφόρμες που τον φιλοξενούν προσωρινά, είναι ο πιο ειλικρινής μάρτυρας του 21ου αιώνα: ένας άνθρωπος που συνεχίζει να πιστεύει ότι το σώμα είναι λόγος.
Και ότι, όσο υπάρχει εικόνα που απαγορεύεται, η τέχνη του δεν έχει τελειώσει ακόμη.
*Η queer ιεροτελεστία της Tilda Swinton/
Πήγα στο Eye Filmmuseum στο Άμστερνταμ ένα απόγευμα με φως ψυχρό και άψογο, σαν φωτογραφία που δεν έχει ακόμη εμφανιστεί. Το κτίριο έμοιαζε να επιπλέει πάνω στο νερό, λευκό και σιωπηλό, έτοιμο να φύγει αν το κοιτούσες πολύ επίμονα.Η έκθεση λεγόταν Tilda Swinton – Ongoing. Και από την πρώτη στιγμή ένιωθες πως τίποτα εκεί μέσα δεν ζητούσε να τελειώσει.
Δεν ήταν αναδρομή, για μένα, αλλά ένας ψίθυρος διάρκειας∙ μια καταγραφή ζωής που συνεχίζεται όχι μέσα από επιτεύγματα, αλλά μέσα από σχέσεις.Η Swinton στο Ongoing δεν παρουσιάζεται ως σταρ ούτε ως “μεγάλη ηθοποιός”. Παρουσιάζεται σαν πλάσμα που αφήνει τον χρόνο να την κατοικήσει∙ σαν σώμα που γνωρίζει πως η τέχνη δεν είναι διακοσμητική, είναι μορφή αγάπης που επαναλαμβάνεται.

Προχωρούσα ανάμεσα στις αίθουσες και την ένιωθα παντού. Στις φωνές των φίλων της καλλιτεχνών, Guadagnino, Joanna Hogg, Almodóvar, Jarmusch, Weerasethakul που συμμετείχαν με έργα τους, στις οθόνες που τρεμόπαιζαν σαν αναπνοές. Στα κομμάτια από φιλμ που μύριζαν οξείδωση και συγκίνηση. Η Swinton εμφανιζόταν και εξαφανιζόταν, σαν ρυθμός που ξαναπιάνει ανάσα μέσα στα σώματα των άλλων. Δεν έπαιζε ρόλους· επιβεβαίωνε ότι η παρουσία μπορεί να είναι συλλογική πράξη.

Στο δωμάτιο του Derek Jarman -αυτού που την ανακάλυψε- η εικόνα της έμοιαζε σχεδόν άυλη. Κι όμως, μέσα της έβλεπες όλα τα πρόσωπα μιας queer γενιάς που χάθηκε∙ εκείνους που μετέτρεψαν τη φθορά σε ομορφιά, που έφτιαξαν τη δική τους αιωνιότητα με φιλμ, ιδρώτα και πίστη.
Η Swinton δεν τους τιμά απλώς τους συνεχίζει. Είναι ο ζωντανός φορέας μιας κοινότητας που δεν σταμάτησε ποτέ να ψιθυρίζει: είμαστε ακόμα εδώ.

Πιο πέρα, στην εγκατάσταση με τον Olivier Saillard, ρούχα κρέμονταν σαν σκιές από περασμένες ζωές. Τα αγγίζεις και νιώθεις σχεδόν το σώμα που τα φόρεσε. Εδώ το queer δεν είναι στίγμα ούτε δήλωση· είναι η επίμονη τρυφερότητα με την οποία φυλάς τα ίχνη όσων υπήρξαν. Η Swinton τα επιμελείται όπως κάποιος επιμελείται τα σώματα των αγαπημένων του πριν τα αποχαιρετήσει.

Το Eye, με τα μεγάλα του παράθυρα στραμμένα στο νερό, είναι ο ιδανικός τόπος γι’ αυτή τη λειτουργία της συνέχειας. Μια χώρα και μια πόλη που γνωρίζουν το φως και την τρυφερή παλίρροια φιλοξενούν μια καλλιτέχνιδα που κατανοεί το ίδιο πράγμα: ότι τίποτα δεν διαρκεί επειδή είναι σταθερό· διαρκεί επειδή αλλάζει.

Καθώς έβγαινα από την έκθεση, το φως του Άμστερνταμ είχε μαλακώσει. Στο νερό καθρεφτιζόταν η πρόσοψη του μουσείου και για μια στιγμή μού φάνηκε πως η Tilda ήταν παντού, στην αντανάκλαση, στον αέρα, στη βροχή που ερχόταν. Ένιωσα μια παράξενη ησυχία, σαν να με διαπερνούσε το ίδιο κύμα που διαπερνά και το έργο της: η επιθυμία να συνεχίζεις, να αγαπάς χωρίς θόρυβο, να θυμάσαι τι άφησες πίσω χωρίς ενοχή.

Κι ίσως αυτή να είναι η πιο βαθιά queer πρόταση της Swinton: ότι η ομορφιά μπορεί να είναι κι αυτή μια πράξη επιβίωσης. Ότι η διάρκεια δεν είναι προνόμιο· είναι χειρονομία ευγνωμοσύνης προς το φως.

Καθώς περπατούσα προς το φέρι για να επιστρέψω στην πόλη, σκεφτόμουν πόσο λίγοι άνθρωποι κατορθώνουν να παραμένουν αληθινοί με το πέρασμα των χρόνων. Όχι γιατί δεν αλλάζουν, αλλά γιατί αφήνουν την αλλαγή να περάσει μέσα τους χωρίς φόβο. Η Tilda Swinton είναι ένας απ’ αυτούς. Δεν υπηρετεί την εικόνα την αφοπλίζει. Δεν προστατεύει το μυστήριο το μοιράζεται.

Και ίσως, στο τέλος, αυτή να είναι η μόνη μορφή σοφίας που μας απομένει: να γινόμαστε λίγο πιο διάφανοι, λίγο πιο ανθρώπινοι, να αφήνουμε το φως να μας αλλάζει χωρίς να προσπαθούμε να το κρατήσουμε.

Στον καθρέφτη του νερού έβλεπα το Eye να μικραίνει καθώς απομακρυνόμουν. Η βροχή είχε αρχίσει ξανά απαλή σαν χέρι που σε αγγίζει. Και μου πέρασε απ’ το μυαλό πως η διάρκεια, τελικά, δεν είναι τίποτε άλλο παρά μια υπόσχεση επιείκειας: να αγαπάς ό,τι υπήρξες, να επιμένεις με χάρη, να συνεχίζεις με φως.
*Το σώμα που θυμάται το βλέμμα/
Ο χορευτής Γιώργος Κοτσιφάκης φωτογραφημένος από τον Έρρικο Ανδρέου στο Smut
Υπάρχουν φωτογραφίσεις που δεν δείχνουν το σώμα, το αποκαλύπτουν.
Η συνάντηση του Γιώργου Κοτσιφάκη με τον Έρρικο Ανδρέου για το FOBOmagazine ανήκει σε αυτή την κατηγορία. Είναι τολμηρή,χωρίς φόβο. Κι όμως, τίποτα επάνω της δεν είναι ωμό∙ όλα είναι υπολογισμένα με την ακρίβεια που έχει μόνο η ευαισθησία.
Ο Κοτσιφάκης, χορευτής με σώμα που ξέρει τη γλώσσα του ρυθμού, παραδίδεται στο βλέμμα του φωτογράφου χωρίς να παραιτείται από την αυτοκυριαρχία του.
Το κορμί του δεν ποζάρει∙ μιλά. Φέρει πάνω του τη μνήμη της κίνησης, το βλέμμα του θεατή, τη σιωπή του στούντιο.
Στις φωτογραφίες αυτές, ο χορός συνεχίζεται ακόμη κι όταν το σώμα στέκει ακίνητο.
Ο Έρρικος Ανδρέου τολμά εκεί όπου άλλοι αποστρέφονται: αγγίζει το queer ερωτικό βλέμμα χωρίς να το κρίνει, το φωτίζει σαν να του ζητά συγγνώμη που το αγνοήσαμε τόσα χρόνια.
Η κάμερά του δεν κοιτάει με ηδονοβλεπτική διάθεση, αλλά με τρυφερή ακρίβεια σαν να σμιλεύει το σώμα μέσα στο φως.
Το αποτέλεσμα είναι αισθητικά άψογο και επικίνδυνο μαζί.
Μια σειρά εικόνων που φέρνουν στο νου παλιές αντρικές φωτογραφίσεις το, αλλά με λιγότερη ωμότητα και περισσότερη ενσυναίσθηση. Εδώ ο ερωτισμός δεν είναι όπλο είναι επιβίωση. Το queer δεν είναι στιλιστικό εφέ· είναι στάση ύπαρξης.
Ο Κοτσιφάκης και ο Ανδρέου συναντιούνται κάπου ανάμεσα στη σιωπή και την πρόκληση, εκεί όπου η ευαισθησία γίνεται θάρρος. Και το σώμα αυτό το παλιό όργανο της έκφρασης, της εξομολόγησης, της επιθυμίας θυμάται πάλι πώς είναι να το κοιτούν χωρίς φόβο.
Γιατί, τελικά, αυτή η φωτογράφιση δεν αφορά μόνο το βλέμμα πάνω σε έναν χορευτή.
Αφορά το δικαίωμα να υπάρχουμε στο φως, ο καθένας με τον δικό του ρυθμό, με τη δική του ομορφιά, με το δικό του ρίγος να λέει:
είμαι εδώ, και δεν ντρέπομαι.
Η Αισθητική της Απόστασης & Αυτό που Επιμένει
Δύο κείμενα για τη μνήμη, το φως και το κύρος της τέχνης του Δημήτρη Παπαϊωάννου
Η τέχνη του Δημήτρη Παπαϊωάννου δεν ήταν ποτέ ζήτημα ύφους, αλλά πίστης. Από τη δεκαετία του ’90 έως σήμερα, οικοδομεί μια γλώσσα πάνω στην ευθραυστότητα του σώματος και στη συλλογική επιμονή να υπάρχουμε μέσα στο φως. Όταν όμως το φως αυτό περικλείεται από προνόμια ή ιεροποιείται από τα media, κάτι κινδυνεύει: η εμπιστοσύνη.
Δύο κείμενα γραμμένα σε διαφορετικές στιγμές αλλά με το ίδιο βλέμμα συνομιλούν για το πώς η τέχνη, το κοινό και η κοινωνία διαχειρίζονται την απόσταση ανάμεσα στην αγάπη και την κατανάλωση του ιερού.
*Η Αισθητική της Απόστασης/
Το αληθινό κύρος της τέχνης δεν μετριέται σε τιμές μετριέται στη διάρκεια του βλέμματος.
Αγαπώ τον Παπαϊωάννου. Όχι μόνο για το έργο του, αλλά για την επιμονή του. Για τον τρόπο που, από τη δεκαετία του ’90 ως σήμερα, συνέχισε να στήνει σκηνές πάνω στα ερείπια μιας χώρας που δεν πιστεύει στην τέχνη της σαν άνθρωπος που βάφει ξανά τον ίδιο τοίχο, όχι από εμμονή, αλλά από πίστη στην ομορφιά.
Η ευθραυστότητα, το γυμνό, η έκθεση, η εμπιστοσύνη στο κοινό βλέμμα όλα αυτά δεν ήταν ποτέ ύφος. Ήταν η δική του ηθική. Για εμάς που μεγαλώσαμε μαζί του, το έργο του δεν ήταν παράσταση· ήταν παιδεία. Μας έμαθε ότι το σώμα μπορεί να γίνει γλώσσα χωρίς να χρειάζεται μετάφραση∙ ότι ο άνθρωπος δεν είναι ωραίος επειδή στέκεται είναι ωραίος επειδή αντέχει.
Κι όμως, μέσα σε αυτή την αλυσίδα εμπιστοσύνης, συνέβη ένα παράδοξο. Τα εισιτήρια του This That Keeps On, για το fundraising του Νέου Μουσείου Κυκλαδικής Τέχνης, κόστιζαν 750, 1.500 και 2.000 ευρώ. Δεν είναι ο θυμός που σε διαπερνά. Είναι μια ησυχία που μοιάζει με απώλεια. Σαν να έσπασε για λίγο το γυαλί ανάμεσα στο κοινό που τον γνώρισε, τον αγάπησε και τον ακολουθεί τόσα χρόνια και το φως.
Γιατί το φως του Παπαϊωάννου δεν ήταν ποτέ ιδιωτικό. Ήταν κοινό, τρωτό, ιερό με την έννοια του μοιρασμένου. Κι όταν αυτό το φως το περικλείει το αδηφάγο προνόμιο του πλούτου, κάτι ουσιαστικό κινδυνεύει: η εμπιστοσύνη.
Το πρόβλημα δεν είναι το fundraising. Η τέχνη έχει ανάγκη από στήριξη ειδικά σε μια χώρα όπου η επιχορήγηση θεωρείται ύποπτη και η χορηγία ένδειξη κύρους. Αλλά ο τρόπος έχει σημασία. Γιατί κάθε φορά που ο τρόπος έρχεται σε αντίφαση με το περιεχόμενο, ραγίζει ο δεσμός που μας ενώνει: η πίστη πως η τέχνη ανήκει σε όλους.
Η ρωγμή αυτή δεν είναι οικονομική. Είναι ηθική. Όταν το εισιτήριο μιας παράστασης μεταφράζεται σε πρόσβαση μιας ελίτ, όταν η σκηνή που μιλούσε για κοινή ευθραυστότητα μετατρέπεται σε σύμβολο επιβεβαίωσης, η τέχνη χάνει τη θερμοκρασία της. Γίνεται διακοσμητική, εξευγενισμένη, σαν κερί που δεν λιώνει.
Κάθε μεγάλη τέχνη δοκιμάζεται από τη στιγμή που αποκτά κύρος. Το κύρος είναι η πιο επικίνδυνη μορφή φθοράς: την κρυσταλλώνει. Η τέχνη του Παπαϊωάννου δεν κινδυνεύει από τους εχθρούς της κινδυνεύει από τη λατρεία. Από την αγάπη που θέλει να την κατέχει.
Η υπερβολική αγάπη είναι πάντα λίγο παγωμένη. Φωτίζει χωρίς να θερμαίνει. Κι εκεί που άλλοτε υπήρχε ένα ζεστό δωμάτιο που σε προσκαλεί να μπεις, μεταβάλλεται σε βιτρίνα.
Η φιλανθρωπία στην Ελλάδα σπάνια είναι θεσμός. Είναι γεγονός-σκηνή. Η δωρεά μετατρέπεται σε φωτογραφία. Η πρόθεση σε αφήγηση. Δεν λείπουν οι καλές προθέσεις· λείπει η σιωπή γύρω τους εκείνη η αθόρυβη αξιοπρέπεια που επιτρέπει στην πράξη να παραμείνει πράξη.
Ο Παπαϊωάννου δεν έχει ανάγκη από φρουρούς κύρους. Το έργο του είναι ήδη ένα αυτάρκες και μοναδικά δικό του σύστημα αξιών. Και κάθε σύστημα αξιών κινδυνεύει να παραμορφωθεί όταν χρησιμοποιείται για να δικαιολογήσει το αντίθετό του.
Η τέχνη του μας δίδαξε την επιμονή του σώματος, την ομορφιά του ρίσκου, την αγιότητα της προσπάθειας. Αυτά δεν μπορούσαν να συνυπάρξουν με την αδιανόητα υψηλή τιμή του εισιτηρίου.
Δεν είναι κατηγορία αυτό το κείμενο. Είναι υπενθύμιση. Ότι η τέχνη που μας άλλαξε δεν χρειάζεται τελετές προνομιών για να παραμείνει ιερή. Χρειάζεται εκείνη τη σιωπή του κοινού όταν το φως πέφτει στο δέρμα ενός αγνώστου και για μια στιγμή, ο καθένας αναγνωρίζει τον εαυτό του.
Το αληθινό κύρος της τέχνης δεν μετριέται με νούμερα. Μετριέται με βλέμματα. Με το πόσο αντέχει το κοινό να μείνει μέσα στο φως της χωρίς να το διακόψει. Η τέχνη δεν σώζεται από τη λάμψη της. Σώζεται από τη μεταφυσική διαφάνειά της, από εκείνη τη λεπτή, ταπεινή δυνατότητα να θυμίζει πως, ακόμη και σήμερα, υπάρχει χώρος για όλους μέσα στο ίδιο σκοτάδι.
Που ο Παπαϊωάννου το μετατρέπει ξανά και ξανά στο πιο αδυσώπητα τρυφερό φως όλων επιστρέφοντάς το μας μέσα από την τέχνη του.
🌕
*Αυτό που Επιμένει/
(ή Η Προσωπική Αρχαιολογία του Δημήτρη Παπαϊωάννου)
Υπήρχε μια στιγμή πριν αρχίσει η παράσταση που το Ηρώδειο ήταν τελείως σιωπηλό. Όχι από ευλάβεια από συγκέντρωση.Το φως δεν είχε ακόμη ανοίξει, κι όμως όλοι κοιτούσαν τη σκηνή σαν να υπήρχε ήδη κάτι εκεί: μια μορφή που θυμάται πριν εμφανιστεί.
Ο Παπαϊωάννου δεν ανεβαίνει στη σκηνή· την καλεί να θυμηθεί. Κάθε του έργο είναι μια τελετή μνήμης του Σώματος όχι νοσταλγίας. Η μνήμη εδώ δεν είναι παρελθόν. Είναι εργαλείο επιβίωσης. Μια φλόγα που καίει σιωπηλά ό,τι αγαπήθηκε και δεν σώθηκε.
Δεν είδα την παράσταση στο Ηρώδειο. Είδα μόνο τη σκιά της, όπως αντανακλάστηκε στα κείμενα, στις φωτογραφίες, στις λέξεις που ειπώθηκαν. Μερικές φορές αυτό αρκεί.
Όλες οι λέξεις που γράφτηκαν μετά «αρχαιολογία», «λιτότητα», «πειθαρχία» μοιάζουν περισσότερο με καθρέφτες παρά με σχόλια.Η ελληνική δημοσιογραφία, όταν τον κοιτά, βλέπει τον εαυτό της να επιθυμεί ξανά την ιερότητα ενός ληγμένου εθνικού μεγαλείου.
Το This That Keeps On διαβάστηκε σαν εθνική τελετή μνήμης, μα ο Παπαϊωάννου δεν μιλά για τη μνήμη ενός τόπου. Μιλά για τη μνήμη ενός σώματος. Για τη στιγμή που σηκώνεσαι ξανά, όχι γιατί έχει νόημα αλλά γιατί δεν αντέχεις να μείνεις πεσμένος.
Εδώ δεν υπάρχει υπόθεση. Υπάρχει υλικότητα. Σώματα που μεταμορφώνονται σε πέτρα, που γίνονται φως, που σπάνε. Η φθορά είναι το βασικό υλικό του έργου. Η φόρμα δεν είναι ύφος· είναι άμυνα. Μέσα της κρύβεται ο μόχθος ενός καλλιτέχνη που έζησε όλη του τη ζωή πάνω σε ένα τραπέζι-σκηνή.
Η Ελλάδα πάντα ερωτεύεται τη μορφή και φοβάται την ουσία. Αναγνωρίζει την αισθητική του Παπαϊωάννου σαν ήθος, χωρίς να βλέπει πως το ήθος αυτό γεννιέται από το queer τραύμα.
Κι αν η πράξη του fundraising έριξε σκιά, το φως του έργου την προσπέρασε. Γιατί το έργο του δεν ανήκει σε κανέναν ούτε στους θεατές, ούτε στους χορηγούς, ούτε στους πιστούς. Ανήκει σε εκείνη τη σιωπή ανάμεσα σε δύο κινήσεις, όπου η τέχνη γίνεται αυτό που επιμένει.
Στο τέλος μένει μια απλή φράση: This that keeps on. Όχι «το πράγμα που συνεχίζεται». Αλλά «η ίδια η πράξη του να συνεχίζεις». Μια μνήμη χωρίς υπόσχεση. Ένα σώμα χωρίς εγγύηση. Ο καλλιτέχνης απέναντι στον εαυτό του, να στέκει κάτω από το φως όχι για να εξηγηθεί, αλλά για να επιβεβαιώσει πως ακόμη αναπνέει και δημιουργεί.
Δεν ξέρω αν επιμένει ο Δημήτρης ή το σώμα του έργου μέσα μας. Ξέρω μόνο ότι το φως του δεν σε πείθει, σε δοκιμάζει. Κι εκεί, μέσα στη σιωπή του Ηρωδείου, η αντοχή έγινε ομορφιά. Η μνήμη έγινε παρόν.
Και η τέχνη αυτό που επιμένει.
(photos by Julian Mommert)

Αυτά τα δύο κείμενα γράφτηκαν σε διαφορετικές στιγμές: το πρώτο μέσα από την πίστη, το δεύτερο μέσα από την απόσταση. Κι όμως, μαζί σχηματίζουν ένα κοινό πεδίο: εκεί όπου συγκλίνουν η κοινωνιολογία της πρόσβασης, η αισθητική του ιερού και η queer πολιτική του βλέμματος.
Γιατί η ιεροποίηση είναι η πιο ήπια μορφή βίας: σε λατρεύει για να σε αφοπλίσει. Η βία στη σύγχρονη κουλτούρα δεν εκφράζεται πια με απόρριψη, αλλά με λατρεία. Σε κάνουν εικόνα για να σε αφοπλίσουν∙ σε αγιοποιούν για να μη σε ακούν.
*Υ.Γ./
Δεν ψάχνω τη λάμψη∙ ψάχνω τη θερμοκρασία. Αυτά τα κείμενα δεν γράφτηκαν για να εξηγήσουν την τέχνη, αλλά για να μας θυμίσουν πως μας βοηθάει ν΄αντέχουμε.
Και ίσως, τελικά, όλη η αισθητική του κόσμου να συνοψίζεται σε εκείνη τη μικρή, σχεδόν ταπεινή πράξη: να μένεις μέσα στο φως, χωρίς να το κατέχεις.