Πέντε χρόνια μετά τον θάνατο του Τζον Λε Καρέ σε ηλικία 89 ετών και δεκαπέντε από τότε που ξεκίνησε τη διαδικασία παράδοσης του τεράστιου αρχείου του στη Βιβλιοθήκη Μπόντλιαν του Πανεπιστημίου της Οξφόρδης, μια νέα έκθεση που στεγάζεται εκεί και θα διαρκέσει μέχρι τις 6 Απριλίου ρίχνει φως στη συναρπαστική, συχνά ιδιόμορφη δημιουργική διαδικασία πίσω από διάσημα μυθιστορήματα όπως «Ο κατάσκοπος που γύρισε από το κρύο», «Κι ο κλήρος έπεσε στον Σμάιλι» και «Ο επίμονος κηπουρός». Η έκθεση, η οποία έχει τίτλο «John le Carré: Tradecraft», αντλεί υλικό από τις 1.200 κούτες του αρχείου που δεν έχει ποτέ πριν εκτεθεί δημόσια, για να εξερευνήσει τις σχολαστικές μεθόδους του μεγάλου συγγραφέα, το πραγματικό όνομα του οποίου ήταν Ντέιβιντ Κόρνγουελ.
Για τον Λε Καρέ, η έρευνα ήταν το παν. Πίστευε ότι τα φανταστικά σενάριά του έπρεπε να διαδραματίζονται σε απολύτως πραγματικά σκηνικά, αν ήθελε να διαχειριστεί με πειστικό τρόπο πραγματικές συγκρούσεις και πραγματικά ζητήματα. « Ένα στοιχείο που προκύπτει από τα αρχεία της έρευνάς του είναι η εμμονή του με την αυθεντικότητα και την αξιοπιστία», λέει η συνεπιμελήτρια της έκθεσης, η ιστορικός Τζέσικα Ντάουθγουεϊτ. «Ήταν πάντα [αφοσιωμένος] στη δημιουργική γραφή. Επρόκειτο φυσικά για μυθοπλασία, όμως όλη αυτή η ενδελεχής έρευνα αποσκοπούσε στην επιθυμία του να μην υπάρχει ούτε ένα λάθος. Ήθελε να είναι τόσο αυθεντικό το γράψιμο ώστε να αιχμαλωτίζει τη φαντασία των ανθρώπων».
«Ο Λε Καρέ έγραφε πάντα στο χέρι και μετά η σύζυγός του δακτυλογραφούσε τα χειρόγραφα», εξηγεί η Τζέσικα Ντάουθγουεϊτ. Στη συνέχεια, έκοβε τα δακτυλογραφημένα προσχέδια για να μετακινήσει προτάσεις και παραγράφους: «Τα κόλλαγε, τα έδενε με κολλητική ταινία, τα ένωνε με συρραπτικό, τα μετακινούσε και μετά τα ξαναέγραφε στο χέρι και η Τζέιν τα δακτυλογραφούσε ξανά».
Για να το επιτύχει αυτό, κατέφευγε σε μια κατασκοπικού τύπου μεθοδολογία, δημιουργώντας ένα δίκτυο «πληροφοριοδοτών» (ή εμπειρογνωμόνων) που μπορούσαν να του παρέχουν τις απαραίτητες πληροφορίες «από το πεδίο», τις οποίες θα ήταν δύσκολο να αντλήσει από βιβλία και αναφορές. Αυτοί οι συνεργάτες ήταν συγγραφείς, ξένοι ανταποκριτές, δικηγόροι ή εργαζόμενοι σε φιλανθρωπικές οργανώσεις. Μεταξύ αυτών ήταν και ο καθηγητής Φεντερίκο Βαρέζε, συνεπιμελητής της έκθεσης και επιμελητής του βιβλίου που τη συνοδεύει, καθώς και παλιός φίλος του συγγραφέα. Στις αρχές της δεκαετίας του '90, όταν ο Βαρέζε πραγματοποιούσε επιτόπια έρευνα για τη διατριβή του σχετικά με τη ρωσική μαφία, έλαβε μια επιστολή από τον συγγραφέα. Ο Λε Καρέ (ο οποίος υπέγραψε με το διάσημο ψευδώνυμό του, αλλά πρόσθεσε και το πραγματικό του όνομα σε παρένθεση) τον ρώτησε αν ο νεαρός τότε πανεπιστημιακός θα ήταν διατεθειμένος να συζητήσει μαζί του το επόμενο μυθιστόρημά του, που αργότερα εκδόθηκε με τον τίτλο «Το παιχνίδι μας» (Our Game), «το οποίο αγγίζει το ζήτημα της "Οσετο-ινγκουσετικής σύγκρουσης" [ή "Σύγκρουση του Ανατολικού Πριγκορόντνι"]», η οποία είχε κλιμακωθεί στη Ρωσία εκείνον τον καιρό.

Ο Βαρέζε συμφώνησε, ξεκινώντας μια συνεργασία και μια φιλία που θα διαρκούσε για δεκαετίες. Καμία λεπτομέρεια δεν ήταν ασήμαντη και όλων η εγκυρότητα έπρεπε να επιβεβαιωθεί. «Θυμάμαι που δούλευα μαζί του σε ένα μυθιστόρημα και υπήρχε μια σκηνή κηδείας στη Μόσχα σε μια συγκεκριμένη εποχή του χρόνου», λέει ο Βαρέζε, «και ήθελε να βεβαιωθεί ότι τα δέντρα που θα περιέγραφε υπήρχαν πραγματικά σε εκείνο το νεκροταφείο. Ή μπορεί να ήταν η μάρκα τσιγάρων που κάπνιζε ο χαρακτήρας. Ήταν πραγματικά εμμονικός με τις λεπτομέρειες». Όλα αυτά καταγράφονταν με μικροσκοπική γραφή σε μικρά σημειωματάρια. «Ο Ντέιβιντ [ο Τζον Λε Καρέ] είχε εκατοντάδες, ή μάλλον χιλιάδες σημειωματάρια, και ξεκινούσε πάντα [τα μυθιστορήματά του] σε ένα σημειωματάριο τόσο μεγάλο όσο το χέρι του», προσθέτει ο Βαρέζε.


Ο Λε Καρέ δεν βασιζόταν όμως μόνο στις μαρτυρίες άλλων. Από τη δεκαετία του '70 και μετά φρόντιζε να επισκέπτεται όλα τα μέρη για τα οποία έγραφε – από τον Λίβανο (για τη «Μικρή τυμπανίστρια») μέχρι τη Ρουάντα και το ανατολικό Κονγκό (για το «Τραγούδι της ιεραποστολής»). Μόλις ολοκληρωνόταν η έρευνα, ξεκινούσε η επίπονη διαδικασία της σύνταξης. «Ο Λε Καρέ έγραφε πάντα στο χέρι και μετά η σύζυγός του [Τζέιν Κόρνγουελ] δακτυλογραφούσε τα χειρόγραφα», εξηγεί η Ντάουθγουεϊτ. Στη συνέχεια, έκοβε τα δακτυλογραφημένα προσχέδια για να μετακινήσει προτάσεις και παραγράφους: «Τα κόλλαγε, τα έδενε με κολλητική ταινία, τα ένωνε με συρραπτικό, τα μετακινούσε και μετά τα ξαναέγραφε στο χέρι και η Τζέιν τα δακτυλογραφούσε ξανά». Αυτήν τη δημιουργική σχέση του ζεύγους ήθελαν να αναδείξουν οι επιμελητές της έκθεσης (ίσως και ως αντίβαρο σε όλη την προσοχή που δόθηκε μετά τον θάνατό του στις απιστίες του Λε Καρέ). Το ζευγάρι φαινόταν να μοιράζεται μια μυστική γλώσσα, με την Τζέιν να καταφέρνει με κάποιο τρόπο να αποκρυπτογραφεί τα πυκνά βέλη, τα σύμβολα και τις παραπομπές του συζύγου της.

Μεταξύ άλλων, οι επιμελητές της έκθεσης επιθυμούν να αλλάξουν μια κοινή αντίληψη για τον Λε Καρέ ως έναν μυστικό πράκτορα που κατέληξε να ασχοληθεί με τη μυθοπλασία, και να τον παρουσιάσουν ως έναν συγγραφέα που απλώς πέρασε μερικά χρόνια δουλεύοντας στον κόσμο της κατασκοπείας. «Δεν ήταν ένας κατάσκοπος που έγραφε μυθιστορήματα, ήταν ένας καλλιτέχνης, μυθιστοριογράφος, συγγραφέας, που εργάστηκε για λίγο στις μυστικές υπηρεσίες», λέει ο Βαρέζε. «Ο κόσμος των κατασκόπων τον ενέπνεε να γράψει για τα οικουμενικά προβλήματα της ανθρώπινης ζωής: την εμπιστοσύνη, την προδοσία και τον έρωτα».
Με στοιχεία από The Independent