Ο Ανδρέας Αγγελιδάκης, που έχει σταθερή παρουσία στην ελληνική και διεθνή καλλιτεχνική σκηνή, θα εκπροσωπήσει την Ελλάδα στην 61η Μπιενάλε Βενετίας. Τα σύγχρονα ζητήματα ταυτότητας, πολιτιστικής μνήμης και ερμηνείας της Ιστορίας συναρτώνται στο έργο του σε μια υβριδική και ερευνητική πρακτική που τέμνει την αρχιτεκτονική, την επιτελεστικότητα, τη θεωρία και το ψηφιακό κομμάτι.
Στην εγκατάσταση «Δωμάτιο Απόδρασης», την οποία θα παρουσιάσει, βρίσκουμε αυτό που συνιστά κεντρικό άξονα της καλλιτεχνικής του προσέγγισης: τον τρόπο που κατασκευάζονται οι αφηγήσεις, τους μηχανισμούς που καθορίζουν τι θεωρείται αληθινό ή αυθεντικό και το πώς αυτές οι κατασκευές διαπερνούν το βλέμμα μας, τον πολιτισμό και την εμπειρία του εαυτού. Προσεγγίζει την αλληγορία του πλατωνικού σπηλαίου στη συνθήκη της ψηφιακής παραίσθησης, της μετα-αλήθειας και της πολιτιστικής κατανάλωσης.
Στο στούντιό του, αντικείμενα και υλικά που κατακλύζουν τον χώρο μοιάζουν με μια οπτική αφήγηση της εποχής που σχολιάζει μέσα σε ένα κύκλωμα ανατροφοδότησης, κατασκευάζοντας μια εικόνα που διαρκώς αντανακλάται, πολλαπλασιάζεται και καταναλώνεται, ένα δωμάτιο απόδρασης από το οποίο ακόμα και ο ίδιος θα διαφύγει όταν ολοκληρώσει το έργο και θα αδειάσει ο χώρος, όπως λέει γελώντας.
«Παρακολουθώ τον Gavin Newsom, τον κυβερνήτη της Καλιφόρνιας, που κάνει μια καμπάνια με φαντασιόπληκτα σενάρια, τρολάροντας τον Τραμπ, χωρίς να είναι κωμικός. Το κάνει απλώς επειδή θέλει να σοκάρει τον κόσμο και σκέφτομαι: "Διακρίνουν, άραγε, οι άνθρωποι την αλήθεια από το ψέμα; Τον πιστεύουν; Θα κάνει τον κόσμο να σκεφτεί ή θα αποτύχει;" Γι’ αυτό πιστεύω ότι το σπήλαιο του Πλάτωνα είναι κάτι εντελώς σύγχρονο και επίκαιρο σήμερα».
— Ας ξεκινήσουμε από την ιδέα της πρότασης που καταθέσατε στην Μπιενάλε.
Ήταν μια ιδέα του Γιώργου Μπεκιράκη, ενός curator που εκτιμώ πολύ· φροντίζει τους καλλιτέχνες ακόμα και αν δεν συμμετέχει σε ένα πρότζεκτ, πάντα ασχολείται επιμελώς, οπότε από αυτόν ξεκίνησε το όλο πράγμα. Μου έδωσε την ηθική στήριξη να υποβάλουμε την πρόταση. Το θέμα του περιπτέρου είναι μια αναπαράσταση της αλληγορίας του σπηλαίου του Πλάτωνα όπως περιγράφεται στην «Πολιτεία», στον διάλογο μεταξύ του Γλαύκωνα και του Σωκράτη, μια αλληγορία που παρουσιάζει άτομα τα οποία ζουν σε μια σπηλιά και το μόνο που βλέπουν είναι οι σκιές των αντικειμένων, και θεωρούν ότι αυτές είναι η πραγματικότητα.

— Μιλώντας για μία από τις πιο παραστατικές μεταφορές όλων των εποχών, πού υπάρχει σήμερα αυτή η σπηλιά;
Υπάρχει παντού. Ανοίγεις τις ειδήσεις, βλέπεις τι έκανε κάτι ο Τραμπ και αν διαβάσεις τα σχόλια διαπιστώνεις ότι όλοι αναρωτιούνται αν αυτό έχει συμβεί πραγματικά. Οπότε, είμαστε εντελώς μέσα στο σπήλαιο του Πλάτωνα, δεν ξέρουμε πια τι είναι αλήθεια και τι είναι ψέμα ή ψεύτικο. Παρακολουθώ συστηματικά τις ειδήσεις από την Αμερική, η οποία, όπως δείχνουν τα πράγματα, μπαίνει σε μια φάση φασισμού, αλλά οι άνθρωποι νομίζουν ακόμα ότι είναι όλα εντάξει. Αν, για παράδειγμα, έλεγες πριν από έναν χρόνο πώς οι ξένοι στην Αμερική κινδυνεύουν να συλληφθούν και να απελαθούν, αυτό θα ακουγόταν σουρεαλιστικό. Τώρα αυτό έχει γίνει καθημερινότητα και ο κόσμος φεύγει οικειοθελώς για να αποφύγει τις επιπτώσεις αυτής της νέας πολιτικής. Επίσης, παρακολουθώ τον Gavin Newsom, τον κυβερνήτη της Καλιφόρνιας, που κάνει μια καμπάνια με φαντασιόπληκτα σενάρια, τρολάροντας τον Τραμπ, χωρίς να είναι κωμικός. Το κάνει απλώς επειδή θέλει να σοκάρει τον κόσμο και σκέφτομαι: «Διακρίνουν, άραγε, οι άνθρωποι την αλήθεια από το ψέμα; Τον πιστεύουν; Θα κάνει τον κόσμο να σκεφτεί ή θα αποτύχει; Γι’ αυτό πιστεύω ότι το σπήλαιο του Πλάτωνα είναι κάτι εντελώς σύγχρονο και επίκαιρο σήμερα.
— Σαν μηχανισμός που συνδέει το φαντασιακό με τον ρεαλισμό και την πραγματικότητα;
Το σπήλαιο είναι καταρχάς μηχανισμός και ως τέτοιος με ενδιέφερε. Ο αφηρημένος αυτός χώρος με ενδιέφερε και ιστορικά, γιατί τις δεκαετίες του ’60 και του ’70, όταν ξεκινούσε στην τέχνη η επανάσταση που έγινε με το πολύ πρώιμο electronic art, το σπήλαιο του Πλάτωνα ήταν η αναφορά, ο πρώτος χώρος VR σε ένα πανεπιστήμιο στο Τέξας που λεγόταν «The cave». Το είχα μελετήσει τότε και αργότερα, στη δεκαετία του ’90, όταν άρχισε να με ενδιαφέρει η τεχνολογία με τον τρόπο του ίντερνετ, και το σπήλαιο του Πλάτωνα ήταν το «εικόνισμα» εκείνης της περιόδου. Το άλλο που με ενδιέφερε πάντα ήταν το ερώτημα «τι κάνουμε τώρα;». Πώς αντιστέκεσαι στον φασισμό χωρίς να γίνεις γραφικός αντιφασίστας, για παράδειγμα, πώς μπορείς πραγματικά να διαβάλεις ένα τέτοιο σύστημα – αρκετά αφηρημένες έννοιες…
— Ωστόσο, είναι έννοιες συνδεδεμένες με την καθημερινότητά μας. Οπότε, πώς τα προσεγγίζεις εσύ όλα αυτά;
Ο τρόπος μου είναι να αναλύω τα πράγματα μέχρι να καταρρεύσουν, κατά κάποιον τρόπο.


— Για παράδειγμα, στους κίονες που φτιάχνεις στις «πουφοκολόνες» αυτό συνέβη: έγινε μια ανάλυση αισθητική φόρμας μέχρι την κατάρρευση του συμβόλου.
Αυτά τα συγκεκριμένα πουφ στην αρχή ονομάζονταν «ο εξαντλημένος ρυθμός», που δεν είναι άλλο από τον σημερινό πολίτη. Κάθε κολόνα είναι υποκατάστατο ενός Έλληνα πολίτη, που έπειτα από τόσα και τόσα που έχει περάσει λέει «δεν αντέχω πια», όχι θεωρητικά αλλά κοιτάζοντας τον λογαριασμό του ρεύματος που φτάνει το μισό νοίκι του. Οπότε, εδώ μελετάω έναν χώρο ιδεών όπως και στην προηγούμενη πρόταση που είχα κάνει, αλλά με κάπως διαφορετικό χειρισμό.
— Πρόσεξα στις φωτογραφίες της πρότασης μια ιδιαίτερη μνεία στο ίδιο το κτίριο, στο ελληνικό περίπτερο το οποίο έχει μια πολύ ενδιαφέρουσα ιστορία. Πώς θα τη συμπεριλάβεις;
Αυτήν τη φορά μελέτησα το κτίριο, γιατί πάντα με ιντρίγκαρε το ότι είναι βυζαντινό μέσα στη Βενετία. Χτίστηκε το 1934, τη χρονιά που στην Ιταλία ο Μουσολίνι κέρδισε τις εκλογές με 99,85%. Ήταν ο πρώτος δικτάτορας που χρησιμοποίησε τις εκλογές ως μηχανισμό για να δείξει ότι είχε την αποδοχή της συντριπτικής πλειοψηφίας των πολιτών. Την ίδια χρονιά οι Έλληνες ακύρωσαν τον διαγωνισμό που είχε προκηρυχθεί για το περίπτερο και ανέθεσαν στον αρχιτέκτονα Γιώργο Παπανδρέου να το σχεδιάσει σε νεοβυζαντινό ρυθμό, γιατί το Βυζάντιο ήταν το εικόνισμα του Έλληνα φασίστα τότε, όπως ήταν για τον Ιταλό η αρχαία Ρώμη. Ήταν κάτι που συνόψιζε τη ρητορική και την προβληματική της εποχής πριν από τη δικτατορία Μεταξά. Κάτι άλλο που με ενδιέφερε στην όψη του περιπτέρου είναι οι κίονες, οι οποίοι μοιάζουν με καρτούν. Έχουν αυτά τα μάτια που στροβιλίζονται, μια στρογγυλή μύτη. Θα το αποκαλούσα «ο μπερδεμένος πολίτης». Ψάχνοντας περισσότερο, βρήκα ότι έτσι είναι οι κίονες της Αγια-Σοφιάς. Δεν είναι απλώς ένα βυζαντινό περίπτερο, είναι ένα σκηνικό αναφοράς μιας εθνικής ιδέας.
— Μιλάμε για το 1934, τη χρονιά που ο Χίτλερ όχι μόνο διέλυσε την εσωτερική αντιπολίτευση και τους αντιρρησίες του καθεστώτος αλλά κατάρτισε και τις περίφημες «ροζ λίστες».
Είναι η χρονιά με τη «Νύχτα των μεγάλων μαχαιριών», η χρονιά που κυνήγησε όλους τους ομοφυλόφιλους, πρόσωπα ασύμβατα με τη φυλετική καθαρότητα, η χρονιά που ιδρύθηκε η Γκεστάπο, οπότε το περίπτερο χτίστηκε σαν παιδάκι του φασισμού και αναφέρεται στην ορθοδοξία, κάτι που μου δημιουργεί άλλο ένα ερώτημα: πώς κάτι σαν τον φασισμό χρησιμοποιεί την ορθοδοξία, που κατά βάση είναι μια θρησκεία αγάπης και καλοσύνης; Με αυτόν τον τρόπο και με αυτά τα δεδομένα στο μυαλό μου είδα το περίπτερο όχι μόνο ως κέλυφος ενός σπηλαίου σαν εκείνο του Πλάτωνα αλλά και ως ένα αποτέλεσμα που υπήρχε μέσα σε αυτήν τη σπηλιά, με μια μορφή πολύ συγκεκριμένη και με μια ορισμένη αισθητική.
— Φαντάζομαι πως αυτό είναι κάτι που αντιμετωπίζεις με ιδιαίτερο ενδιαφέρον ως αρχιτέκτονας.
Πάντα το κτίριο είναι η ρίζα αυτού που με ενδιαφέρει, όπως και η σημασία του στο σήμερα. Το γερμανικό περίπτερο είναι φασιστικό, το υπογράφει ο Σπέερ, το ίδιο και το κεντρικό περίπτερο στα Giardini, το οποίο υπογράφει ο Brenno del Giudice, ο οποίος συνεργάστηκε στο ελληνικό περίπτερο. Όλα αυτά δημιουργήθηκαν γιατί –άλλη μια σημαντική σύμπτωση– Χίτλερ και Μουσολίνι έδωσαν ραντεβού να γνωριστούν στην Μπιενάλε το 1934, όπου εγκαινιάστηκαν το αυστριακό και ελληνικό περίπτερο. Αναζητώντας περισσότερες πληροφορίες για το περίπτερο, ανακάλυψα πως δεν είναι ότι απλώς χτίσαμε ένα βυζαντινό στη Βενετία αλλά τους δώσαμε για αντάλλαγμα ένα φασιστικό στη Αθήνα, που ήταν η Casa d’Italia, εδώ στην Πατησίων, στη γειτονιά μου. Νομίζω ότι το ελληνικό περίπτερο είναι ιδιαίτερα φορτισμένο και αφηγείται κατά κάποιον τρόπο την ιστορία της Ελλάδας. Αν ήμουνα conceptual καλλιτέχνης, απλώς θα το άνοιγα έτσι άδειο, για να το δείξω στον κόσμο.
— Αλλά δεν είσαι conceptual καλλιτέχνης, οπότε θα μου πεις τι σκέφτεσαι να κάνεις μέσα στο περίπτερο;
Μέσα στο περίπτερο θα κάνω το αντίθετο: δεν θα είναι άδειο, θα υπάρχει ένα δωμάτιο απόδρασης, ένα escape room – είναι μια σχετικά πρόσφατη μόδα και τόσο τα προάστια όσο και το κέντρο της Αθήνας έχουν γεμίσει από αυτά. Πρόκειται για ένα σπήλαιο του Πλάτωνα on steroids, με ένταση επί εκατό. Γιατί εσύ εκεί δημιουργείς μια πραγματικότητα, δεν παρακολουθείς απλώς μια ιστορία· γίνεσαι μέρος της και είναι ενδιαφέρον ότι πρόκειται για έναν τύπο παιχνιδιού που ξεκίνησε από το ίντερνετ. Ήταν παιχνίδι γρίφων που μιμούνταν τα παλιότερα αστυνομικά μυστήρια και το 2007 έγινε το πρώτο στην Ιαπωνία σε φυσικό χώρο. Αυτό που αρέσει στους Ασιάτες, η παράλογη μίμηση της πραγματικότητας, έγινε viral διασκέδαση. Και σκέφτομαι πόσο παράλογο είναι να ζεις σε μια χώρα όπου βλέπεις όλα αυτά, αστυνομική βία, μετανάστες, σκάνδαλα, και, παρ’ όλα αυτά, θέλεις να μπαίνεις σε μια άλλη πραγματικότητα, πιο σκοτεινή και κάποιες φορές και βίαιη.

— Έχεις πάει ποτέ σε escape room;
Όχι, δεν έχω πάει. Αλλά έχω έναν φίλο που πηγαίνει συχνά για την αδρεναλίνη, για το ότι ξεφεύγεις από τα πάντα, δεν υπάρχει περιθώριο να σκεφτείς τα προβλήματά σου, εκεί πρέπει να αποδράσεις, να επιβιώσεις. Βρήκα ενδιαφέρον να συμβαίνει όλο αυτό μέσα σε μια μπιενάλε, σε μια έκθεση. Αυτό το escape room θα είναι ένας χώρος όπου θα μπορείς να συμμετέχεις στο έργο, και θα βλέπεις τη συμμετοχή σου ως μια εικόνα.
— Στο έργο σου συχνά φτιάχνεις συστήματα, ας πούμε έπιπλα μέσα στον χώρο που ο καθένας διαμορφώνει ελεύθερα όχι για να δείξει τι κάνει αλλά απλώς για να καθίσει. Το έκανες και στην Ντοκουμέντα: ο κόσμος μετακινούσε το έργο, το διέλυε, καθόταν πάνω του. Θα συμβεί και εδώ κάτι τέτοιο;
Εδώ είναι πολύ πιο συγκεκριμένο, αυτό είναι άλλωστε και το ζητούμενο ενός καλλιτέχνη: να τραβήξει την προσοχή, να μεταδώσει αυτό που θέλει και να κάνει τον κόσμο να σκεφτεί. Εμένα αυτό που με αφορά είναι, λέγοντας μια ιστορία, να μην εγκλωβίσω τον θεατή σε αυτή, να παρουσιάσω το έργο σαν μια σειρά από γρίφους από τους οποίους θα επιλέξει ο ίδιος ο θεατής τι θα κοιτάξει. Ξέρεις, μπορεί να μην κοιτάξεις και τίποτα, αλλά θα έχει ωραίο φως, θα είναι εντυπωσιακό, θα κάθεσαι. Αν κάποιος ενδιαφερθεί, μπορεί να ψάξει περαιτέρω. Το περίπτερο θα περιέχει όλες τις δραστηριότητες μιας έκθεσης, ακόμα και ένα souvenir shop. Εγώ αυτό που φροντίζω πάντα είναι να λειτουργεί το έργο χωρίς να ξέρεις τίποτα, να σε προκαλεί να ψάξεις, να συνθέσεις τη δική σου εικόνα.
— Βλέπω πως ανεβάζεις κάποιες ιστορίες στο Instagram σχετικές με το έργο και μου έκανε εντύπωση ότι τραγουδάει το «Rumore» η Ραφαέλα Καρά. Μοιάζει με γρίφο και αυτό.
Αυτό έχει να κάνει με μια προσωπική μου ιστορία: το ελληνικό άλμπουμ της Ραφαέλα Καρά είναι το πρώτο αντικείμενο που αγόρασα με δικά μου χρήματα, που τα είχα βγάλει λέγοντας τα κάλαντα. Συνδέεται φυσικά με την Ιταλία αλλά και με μια εποχή ολόκληρη, τον ρόλο που έπαιζε η Ραφαέλα Καρά στα σπίτια που έμπαινε με τα τηλεοπτικά της σόου.
— Να φανταστούμε, λοιπόν, πως αυτό το περίπτερο είναι ένας χώρος διαδραστικός με πολλές ιστορίες που εκτυλίσσονται και πολλούς γρίφους;
Θα είναι διαδραστικό, θα είναι έργο τέχνης, θα είναι και αστείο και λίγο τρομακτικό. Θα μπορεί κάποιος να καθίσει πολλή ώρα να μελετήσει, ίσως χωρίς συμβατικό τρόπο και χωρίς υποχρεωτικά σε κάθε αφήγηση να «διαλέγει πλευρά», αλλά διερωτώμενος. Θα ήθελα να είναι το αντίθετο της διαδικασίας που μας συμβαίνει σε μια έκθεση, όπου βλέπω το ένα έργο μετά το άλλο και τα προσπερνάω. Η εικόνα που καταθέσαμε στην πρόταση είναι μια ορδή τουριστών που βγάζει φωτογραφία τον εαυτό της να βγάζει φωτογραφία. Αυτή η επανάληψη της εικόνας είναι μέρος της δουλειάς μου, κάτι που αναπαράγεται δημιουργώντας έναν βρόχο, αλλά και έναν χώρο σκέψης σοβαρό και παιγνιώδη ταυτόχρονα.

— Παρακολουθείς τις ελληνικές συμμετοχές στην μπιενάλε. Ως βήμα στην πορεία ενός καλλιτέχνη, τι σημαίνει μια τέτοια συμμετοχή;
Εγώ δεν είμαι νεαρός, δεν ξέρω πώς θα λειτουργούσα πριν από είκοσι χρόνια, αλλά φέτος αισθάνθηκα έτοιμος και το θεωρώ σοβαρό βήμα. Χαίρομαι που δεν συνέβη νωρίτερα. Η μπιενάλε είναι δύσκολη πίστα όσο και το να καταφέρεις να κάνεις κάτι να ξεχωρίσει. Από τις ελληνικές συμμετοχές του παρελθόντος μού άρεσε πολύ το περίπτερο του Νίκου Αλεξίου –είναι το πιο ωραίο που έχω δει–, όπως και της Μαρίας Παπαδημητρίου. Και τα δύο τα θυμάμαι ξεκάθαρα.
— Εσύ συνδέεσαι με το διεθνές περιβάλλον, έχεις διεθνή παρουσία. Τι θα έλεγες ότι συμβαίνει, τι απασχολεί πρωτίστως τους καλλιτέχνες σήμερα;
Νομίζω πως τους απασχολεί πρώτα αυτό που συμβαίνει στον πολιτικό χώρο. Πάντα οι καλλιτέχνες ασχολούνται με την πραγματικότητα που βιώνουν ή μια κατάσταση που βλέπουν να εξελίσσεται, και παίζει καταλυτικό ρόλο από ποιο μέρος του κόσμου είσαι, καθώς αυτό διαφοροποιεί την οπτική σου. Για παράδειγμα, αυτά που συζητάμε είναι ευρωκεντρικές απόψεις· οι Ασιάτες, από την άλλη, βλέπουν πολύ διαφορετικά την κουλτούρα και τα γεγονότα του κόσμου. Μιλώντας όμως για την Μπιενάλε, μπορεί η Ελλάδα να μην είναι μεγάλος παίκτης, αλλά η Αθήνα, όπως όλοι βλέπουμε, έχει ανέβει πολύ στο χρηματιστήριο της τέχνης.
— Ας το συζητήσουμε αυτό: νομίζω ότι η Αθήνα άλλαξε μετά την Ντοκουμέντα, αν και τότε η διοργάνωση υποτιμήθηκε κάπως, ίσως εξαιτίας και της πολιτικής συγκυρίας.
Είναι και λίγο φυσικό να συμβαίνει. Είμαστε μια μικρή σκηνή και ξαφνικά προσγειώθηκε το διαστημόπλοιο της σύγχρονης τέχνης. Αυτό προκαλεί και καχυποψία, δυσπιστία. Νομίζω όμως πως ναι, η Ντοκουμέντα άλλαξε την Αθήνα, ίσως όχι με τον τρόπο που σκόπευε ο Άνταμ Σίμτσικ, ο οποίος ήθελε κυρίως να ενισχύσει τα κρατικά ιδρύματα. Συνέθεσε μια ωδή στην Αθήνα – όχι στην τέχνη που παράγεται εδώ. Ας πούμε, κατά τη γνώμη μου, το «The Parliament of Bodies» που ξεκίνησε οκτώ μήνες νωρίτερα ήταν μια συγκλονιστική εμπειρία: γέμιζε με ανθρώπους που δεν προέρχονταν από τον χώρο της τέχνης. Αυτό συνέβαινε τρεις φορές την εβδομάδα, κάτι που δεν είδαν οι ξένοι. Συμφωνώ ότι ο κόσμος δεν τη γνώρισε καλά την Ντοκουμέντα. Αλλά ζήσαμε κάτι μοναδικό, μια και η διοργάνωση δεν πρόκειται να ξαναπάει σε άλλη πόλη. Ήταν κάτι σαν τέλος εποχής. Ήρθε όλος ο κόσμος της τέχνης εδώ, πράγμα αδιανόητο: πήγαινες για τυρόπιτα και έπεφτες πάνω στον Αντόνιο Νέγκρι ή τον Χανς Ούλριχ Όμπριστ.
— Κρίνοντας με βάση τα σημερινά δεδομένα, θεωρείς ότι όλο αυτό είχε θετικό πρόσημο;
Νομίζω πως τελικά μόνο θετικά βγήκαν, για όλους. Μετά την Ντοκουμέντα δεν έτρεξαν κρατικές πρωτοβουλίες αλλά πολλές ανεξάρτητες. Η Ντοκουμέντα ήθελε να δώσει ενέργεια στο κράτος, όμως αλλού φύτρωσε το λουλούδι, και όλα τα projects spaces, αυτό το φαινόμενο, είναι ουσιαστικά post-Ντοκουμέντα. Επίσης, πολλοί ξένοι ήρθαν και διαπίστωσαν ότι μπορούν με λίγα χρήματα να ζήσουν ή να δουλέψουν εδώ, γιατί η Αθήνα έχει πιθανότητες ακόμα. Επειδή είναι χάος. Ξέρεις, στο μυαλό μου έχω πάντα έναν χάρτη για το πώς ξεκίνησε το σύγχρονο artworld όπως το γνώρισα όταν επέστρεψα στην Αθήνα. Την icebox στο Θησείο, το spring collection της Έλενας Παπαδοπούλου στο ΔΕΣΤΕ όπου είδαμε δουλειές νεότερων καλλιτεχνών, εκεί ξεκίνησαν κάπως όλα. Μετά, νομίζω, ήταν η έκθεση του Δάκη το 1996 και έπειτα οι Breeder και η Gazon Rouge αλλά και η καταπληκτική πρώτη Μπιενάλε της Αθήνας, έξυπνη και με χιούμορ, που άναψε το σπίρτο. Αυτό έκανε τη διαφορά, και στη συνέχεια η Kunsthalle και το Remap, που ήταν όλα φοβερά. Αυτά είδε ο Σίμτσικ και έφερε εδώ την Ντοκουμέντα. Και όταν ήρθαν στην Αθήνα, πέρασαν όλοι καταπληκτικά.


— Πάντως, γλιτώσαμε από να πιστεύουμε ότι είμαστε ή θα γίνουμε το νέο Βερολίνο, κάτι που μας αδικεί. Αυτό το ασύντακτο μορφολογικά και αισθητικά και χαοτικό της Αθήνας είναι που γεννάει διαρκώς νέα πράγματα.
Είμαστε πολύ πιο κοντά στη Μέση Ανατολή παρά στο Βερολίνο. Το Βερολίνο επιτρέπει μεν ελευθερίες που επιτρέπει και η Αθήνα, αλλά είναι δύσκολο πια: έχει γίνει ακριβή πόλη για μετακινήσεις καλλιτεχνών.
— Εσύ, Ανδρέα, για να πάμε και στη δική σου ιστορία, ξεκίνησες να σπουδάζεις στη Θεσσαλονίκη και βρέθηκες να γίνεσαι αρχιτέκτονας στην Αμερική. Είναι κάπως επεισοδιακό όλο αυτό.
Όταν ήμουν στο πρώτο έτος της Αρχιτεκτονικής στη Θεσσαλονίκη ο Άκης Διδασκάλου με έστειλε στη βιβλιοθήκη για να δω τι συνέβαινε στην αρχιτεκτονική την εποχή εκείνη, και τότε ήταν που κατάλαβα ότι οι σπουδές μου είχαν λήξει. Έφυγα, λοιπόν, στην Αμερική χωρίς να το πολυπιστεύουν οι γονείς μου, με υποτροφία από τη Νορβηγία –η μητέρα μου είναι Νορβηγίδα–, και φοίτησα σε μια αβανγκάρντ σχολή Αρχιτεκτονικής, τη SCI-Arc στη Σάντα Μόνικα. Ένας από τους ιδρυτές της ήταν ο Φρανκ Γκέρι, και περνούσε από εκεί όλη η αφρόκρεμα των αρχιτεκτόνων. Ήταν μια σχολή που σου έλεγε ότι δεν είναι ανάγκη να γίνεις αρχιτέκτονας, κι εγώ αυτό έψαχνα. Η διπλωματική μου απέσπασε βραβείο, έγινα βοηθός καθηγητή, αλλά ήθελα να επιστρέψω στην Ελλάδα, εδώ ήταν το περιεχόμενο της δουλειάς μου, η έμπνευση. Εκείνα τα χρόνια έκανα και την πρώτη μου έκθεση στο Magasin στην Γκρενόμπλ, με επιμελήτρια την Αντελίνα φον Φίρστενμπεργκ, που ήταν η πρώτη που έβαλε την αρχιτεκτονική μέσα σε εκθέσεις σύγχρονης τέχνης. Ήμουνα το πιτσιρίκι στο project room της αρχιτεκτονικής, η παράλληλη έκθεση ήταν του Καμπακόφ και δίπλα μου ήταν οι Diller Scofidio. Ήταν σαν να βρέθηκα στην εθνική κόσμου. Νομίζω το ίδιο vibe που είχα τότε έχω και τώρα, απλώς σήμερα κοιτάω και πέρα από το συμβατικό περιεχόμενο, με ενδιαφέρει ο επισκέπτης να μην έχει μελετήσει τίποτα και να φεύγει χαλαρωμένος και με περισσότερες ερωτήσεις. Βλέπω την έκθεση σαν μια εμπειρία και όχι σαν πληροφορία.

— Εγκατέλειψες οριστικά τον κόσμο της αρχιτεκτονικής όταν επέστρεψες από τη Νέα Υόρκη. Τι συνέβη;
Αυτό συνέβη όταν ξεκίνησε η κρίση, γιατί είδα ότι η αρχιτεκτονική είχε ενσωματωμένη τη φιλοδοξία του αρχιτέκτονα. Εμένα με ενδιέφερε μια άλλη διαδικασία: σαν ένας κηπουρός να πετάξω τους σπόρους και να δω τι θα φυτρώσει. Και εδώ, γύρω μας, όπως βλέπεις, περιστοιχιζόμαστε από «σπόρους» του έργου της Μπιενάλε και όλο αυτό το θεωρώ πιο ειλικρινές από το να κάνω ένα γλυπτό και να πω «μην το ακουμπάτε». Εμένα μου αρέσει να καταστρέφονται τα έργα, να φθείρονται.
Για παράδειγμα, στο Πεδίον του Άρεως, στην έκθεση «Plásmata», όπου έκανα την πρώτη μεγάλη εγκατάσταση στην Αθήνα έπειτα από πολύ καιρό, ένα βράδυ πήγα και είδα μια παρέα να κάθεται, με τα σουβλάκια και τις μπίρες τους, και να γελάνε, ενώ πριν από λίγο είχε κάτσει εκεί η υπουργός κατά την επίσημη επίσκεψη. Αυτό το πράγμα το πετυχαίνεις μόνο με τέτοια έργα. Κάθε βράδυ γινόταν ένα πάρτι, και αυτό με ενδιαφέρει πολύ, να διοργανώνω πάρτι. Έτσι βλέπω και την Μπιενάλε, ότι πρέπει να είναι ένα θέμα που καταρχάς έχει σημασία σήμερα, αλλά να μπορείς και να διασκεδάσεις σε ένα περίπτερο που έχει θέμα τον φασισμό, ο οποίος βλέπουμε να είναι σε άνοδο παντού. Παράλληλα, μπορείς να προβληματιστείς, να κάνεις συνδέσεις. Αυτή είναι η ατμόσφαιρα που επιθυμώ.

— Η Αθήνα έχει παίξει κομβικό ρόλο στα έργα σου, είναι μια πόλη με την οποία ασχολείσαι διαρκώς από το πρώτο κιόλας έργο, από τη διπλωματική εργασία σου.
Η Αθήνα ήταν ανέκαθεν το θέμα μου. Κάποια στιγμή με ενδιέφερε η Αθήνα ως σύγχρονο ερείπιο, είχα κάνει την πρώτη δημοσίευση στο περιοδικό του Σημαιοφορίδη, στο «Τεύχος». Με ενδιαφέρει η εξέλιξή της, δεν είναι μόνο ο πέμπτος αιώνας και το σήμερα. Ακόμα και σε ένα περιοδικάκι που έβγαλα, δώδεκα τεύχη όλα κι όλα, το «Sissy», κάτι σαν art project, ήθελα να καταγράψω μέσα από αρχεία, φωτογραφίες και καρτ ποστάλ, μέσα από την παραφθορά και με έναν κάπως σουρεαλιστικό τρόπο, τη μετανάστευση και όλα όσα την καθόρισαν.
— Πόσο έχει αλλάξει η Αθήνα;
Πιστεύω ότι Αθήνα άλλαξε το 2008, μετά τον Γρηγορόπουλο, και δεν συνήλθε ποτέ. Ωστόσο δεν μειώθηκε η αξία της. Μπορεί να μην είναι η πόλη με το όραμα και τη νεοκλασική ταυτότητα, και ο χαρακτήρας της να μοιάζει με μιας πόλης στη Μέση Ανατολή, ωστόσο υπάρχει κάτι το αυθεντικό, αυτός ο διχασμός, αλά φράγκα, αλά τούρκα· μου αρέσει και έχει ενδιαφέρον.
— Γιατί η Αθήνα είναι ενδιαφέρουσα σήμερα;
Είναι σέξι πόλη, δεν μοιάζει σχεδιασμένη, υπάρχει η αίσθηση της γειτονιάς, είναι ακόμα χωριό και έχει ένα lifestyle αντικαπιταλιστικό, ο κόσμος διασκεδάζει εδώ, άσχετα από το αν περνάμε κρίση, βλέπεις ότι υπάρχει ζωή στην πόλη. Η Αθήνα έχει πολλές ποιότητες, υπάρχει ο εξευγενισμός στο εμπορικό κέντρο, αλλά οι γειτονιές κρατάνε ακόμα τα ποιοτικά τους χαρακτηριστικά. Πάμε με τον σκύλο στο πάρκο και είμαστε παρέα με όλους εκεί, με μια γυναίκα που δουλεύει αποκλειστική, έναν δικηγόρο. Αν δεν εμφανιστείς για μία εβδομάδα, ρωτάνε στη γειτονιά αν είσαι καλά και τι σου συμβαίνει. Αυτό μόνο στην Αθήνα το βρίσκεις. Εμένα ένα με στενοχωρεί: το πόσο παραμελημένη είναι η εκπαίδευση. Και με ανησυχεί πολύ περισσότερο απ’ ό,τι κάθε αλλαγή της πόλης.
Δείτε περισσότερα έργα του Ανδρέα Αγγελιδάκη σε slideshow
Ο Ανδρέας Αγγελιδάκης θα εκπροσωπήσει την Ελλάδα στην 61η Μπιενάλε Βενετίας με την εγκατάσταση «Δωμάτιο Απόδρασης».
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO.