Γεννήθηκα στην Καβάλα, όπου είχε διοριστεί ο πατέρας μου ως πολιτικός μηχανικός. Η οικογένειά του έμενε στην Αθήνα, αλλά εκεί γνώρισε τη μανούλα μου, που ήταν υπάλληλος σε ένα γραφείο, μικρούλα, 18-19 ετών πρόσφυγας από τη Μικρά Ασία∙ εκεί πλέχθηκε το ειδύλλιο. Λόγω της δουλειάς του ο πατέρας μου γυρνούσε σε όλη την επαρχία, οπότε έχω γεύσεις από όλη τη χώρα.
• Μείναμε ένα διάστημα στα Γιάννενα, μετά στη Θεσσαλονίκη, όπου μας βρήκε ο πόλεμος. Μόλις είχαμε εγκατασταθεί και είχα αρχίσει σχολείο, έπεσαν βόμβες στο προαύλιο της Αγίας Σοφίας, κοντά στο σπίτι μας, φοβηθήκαμε και φύγαμε. Εγκατασταθήκαμε σε ένα χωριό, τις Κομποτάδες, απέναντι από τη Λαμία, οπότε οι μνήμες μου από την περίοδο της Κατοχής δεν είναι κακές, οι άνθρωποι εκεί είχαν να φάνε. Γενικότερα, τα παιδικά μου χρόνια πριν και μετά τον πόλεμο ήταν ωραία − άλλωστε, ένα παιδί βιώνει τα γεγονότα διαφορετικά απ’ ό,τι ένας ενήλικας. Βλέπαμε απέναντι στην Οίτη τα Στούκας να ανεβοκατεβαίνουν και να βομβαρδίζουν, αλλά, ως παιδιά, δεν είχαμε την αίσθηση του κινδύνου. Βλέπαμε εικόνες που μας εντυπωσίαζαν, όμως νομίζαμε ότι ήμασταν αθάνατα.
• Τότε ήμουν μοναχοπαίδι, ο αδελφός μου ήρθε μετά. Είχαμε διαφορά ηλικίας, αισθανόμουν προστατευτικά απέναντι στο νέο μέλος της οικογένειας, δεν είχαμε προστριβές και ζήλιες. Για μένα, ο αδελφός μου ήταν μια ζωντανή κούκλα.
Καμιά φορά, όταν ταξιδεύω ‒γιατί οδηγώ ακόμα‒, φαντάζομαι τους δικούς μου ανθρώπους να κάθονται δίπλα μου, τον πατέρα μου, τη μητέρα μου, και τους μιλάω. Κάνω μια σκηνή σαν από μονόπρακτο. Είναι πάρα πολύ ωραίο αυτό, δεν αισθάνομαι μοναξιά, εκτός κάποια βράδια, επειδή είμαι μόνη μου αυτό το διάστημα, αλλά το έχω συνηθίσει.
• Όταν πια κατεβήκαμε στην Αθήνα, στο αρχοντικό της γιαγιάς μου στην Ιπποκράτους, ήταν πολύ ωραία, γιατί υπήρχε η γειτονιά. Από επάνω έμενε μια πολύ ωραία οικογένεια, οι Κούνδουροι, του πολιτικού, και από κάτω μας ένας ταχυδρόμος, τον γιο του οποίου τον είχε βαφτίσει ένας πολιτικός και του είχε αφήσει τη βιβλιοθήκη του, που για μένα ήταν ένας θησαυρός. Δανειζόμουν βιβλία από εκεί, αφού πρώτα είχα διαβάσει σε αρχαΐζουσα γλώσσα οποιοδήποτε κλασικό βιβλίο βρήκα στης γιαγιάς μου, όπως οι «Άθλιοι», γιατί ήταν άνθρωποι πάρα πολύ μορφωμένοι και καλλιεργημένοι. Εγώ ήμουν τότε ένα ήσυχο κορίτσι, καλή μαθήτρια και περίεργη για τα πράγματα. Ήδη διάβαζα από το Δημοτικό χάρη σε έναν δάσκαλο στις Κομποτάδες που μου έδινε τα βιβλία του, αλλά θυμάμαι που ο θείος μου μού είχε στείλει δώρο τους τόμους της «Διάπλασης των Παίδων», όπου διάβασα όλη τη Γαλλική Επανάσταση. Έτσι άνοιξαν οι ορίζοντές μου – η ανάγκη μου για επικοινωνία υπερέβαινε τα όρια του χωριού.

• Γυμνάσιο πήγα στο Μαράσλειο, για το οποίο είχα ακούσει ότι είχε καλούς δασκάλους. Το ζήτησα από τη μανούλα μου, καθώς δεν ήθελα να συνεχίσω με τους ίδιους συμμαθητές από τη ΣΤ’ Δημοτικού της περιοχής μου, τους είχα βαρεθεί. Εκεί είχαμε χορωδία και κάναμε και κάποιες παραστάσεις. Το θέατρο με τράβηξε από πολύ μικρή, ήταν κάτι έξω από την πραγματικότητα και τσίγκλιζε τη φαντασία μου. Στα 13-14 έπαιξα την Κασσάνδρα στις «Τρωάδες» του Ευριπίδη και στο 10ο Γυμνάσιο Αρρένων, Άτοσσα στους «Πέρσες» του Αισχύλου. Μου χάρισαν και την «Ανθολογία Αποστολίδη», χάρη στην οποία διάβασα πολλή ποίηση, Μαλακάση, Νιρβάνα, Ουράνη, Γρυπάρη, όλη μαζεμένη σε έναν τόμο ‒ ένας άλλος κόσμος για μένα.
• Στο πατρικό μου ήταν όλοι βασιλικοί. Ο παππούς μου είχε σπουδάσει χημικός μηχανικός στο Παρίσι και η αδελφή του ήταν κυρία των τιμών. Θυμάμαι, μια μέρα κατά τη διάρκεια του Εμφυλίου, που ήμουν μόνη μου στο σπίτι με τη Μικρασιάτισσα γιαγιά μου, μπήκε ένας πολύ όμορφος νεαρός και κάθισε σε μια πολυθρόνα με τη φωτογραφία του βασιλιά Κωνσταντίνου από πάνω του. Μας είπε ότι πρέπει να φύγουμε γιατί το σπίτι θα γινόταν οδόφραγμα. Η γιαγιά τα έχασε και του είπε, «πού να πάμε παιδί μου, πώς θα ξεσπιτωθούμε;». Εκείνος της απάντησε «ποιος είναι αυτός πάνω από το κεφάλι μου στη φωτογραφία;». Τότε η γιαγιά μου συνειδητοποίησε την τραγικότητα της κατάστασης, άρχισε να τρέμει και του είπε: «Κύριε, είναι ο πεθερός μου». Ο νεαρός ήταν μορφωμένος, κατάλαβε την κατάσταση, έφυγε και το σπίτι σώθηκε.
• Η μητέρα μου λάτρευε το θέατρο και θυμάμαι να με έχει πάρει με το καρότσι σε μια επιθεώρηση όταν ήμουν μόλις 2 ετών στην Καβάλα. Μεγαλύτερη έβλεπα παραστάσεις στου Μουσούρη και θυμάμαι την «Ορέστεια» με την Κοτοπούλη στο Ηρώδειο. Μου είχε κάνει εντύπωση η Αθανασία Μουστάκα, σπουδαία ηθοποιός του Εθνικού, και όταν ήταν να παίξω την Άτοσσα στο σχολείο πήγα και τη βρήκα στο σπίτι της στην Κολοκυνθού, χωρίς να το ξέρουν οι δικοί μου, και της ζήτησα να μου διδάξει τον ρόλο γιατί τον είχε παίξει εναλλάξ με την Καλογερίκου στο Εθνικό. Εκεί έμαθα από πρώτο χέρι αυτές τις τομές της αναπνοής. Υπήρχε ανέκαθεν μια σχέση με το θέατρο επειδή μου άρεσε, χωρίς να το επιδιώκω ιδιαίτερα. Στα 14 έκανα και μπαλέτο και γαλλικά στο Λυσέ και αγγλικά στο Βρετανικό Συμβούλιο. Δεν είχα διάθεση για φλερτ και άλλα τέτοια.
• Η μητέρα μου ήταν ένας άνθρωπος καλλιεργημένος και δεν με περιόρισε, όπως άλλες μητέρες της εποχής. Με άφηνε να κάνω ό,τι θέλω, αντίθετα από τον πατέρα μου, που, προερχόμενος από μεγαλοαστική οικογένεια, δεν συμφωνούσε με τα μαθήματα πιάνου και χορού, επέμενε ότι έπρεπε να μάθω γλώσσες. Πήρα από τους γονείς μου αυτά που μου πρότειναν και που μου πήγαιναν.

• Όταν έφυγε ο πατέρας μου να δουλέψει για δύο χρόνια στην Αργεντινή, οι ελευθερίες μου διευρύνθηκαν. Επέστρεψε και έφυγε ξανά για το Ιράκ και το Ιράν με τον Δοξιάδη που έκανε έργα εκεί. Τότε η παρέα μου με παρότρυνε να πάω στα καλλιστεία για να βγάλω κάποια χρήματα. Βγήκα αναπληρωματική Μις Ελλάς και πήγα στο Λονδίνο να συμμετάσχω στον διαγωνισμό «Μις Κόσμος». Όταν βρέθηκα εκεί φάνηκε ότι υπήρχαν πολλές δυνατότητες να συνεχίσω με σπουδές, αλλά υπήρχε και ένα φλερτάκι στην Αθήνα. Ήμουν ακριβώς 19 και η πρεσβεία άνοιξε τις πόρτες της, μου έκαναν δεξίωση, η Μπαχάουερ μου έλεγε «ό,τι θέλεις», όπως και ο εφοπλιστής Βεργωτής, και ένα ζευγάρι Άγγλων που μιλούσαν τέλεια ελληνικά και ήταν ιδιοκτήτες του Ιπποδρόμου. Όλοι ήθελαν να με βοηθήσουν.
• Η Μικρασιάτισσα γιαγιά μου μού είχε πει «παιδάκι μου, πρόσεξε εκεί που πας, μη βάλεις υπογραφή, γιατί υπάρχουν και σωματέμποροι». Την παραμονή της εκλογής ένας Περιέ που ήταν μέλος της επιτροπής μού ζήτησε, μαζί με δύο άλλες κοπέλες, να υπογράψω ένα χαρτί. Όταν τον ρώτησα περί τίνος επρόκειτο μου είπε ότι θα έφευγα στην Ουρουγουάη για δύο χρόνια όπου θα έκανα το μανεκέν, θα έπαιρνα λεφτά και θα έμενα στα καλύτερα ξενοδοχεία. Είπα «να ο σωματέμπορος». Απάντησα ότι εμένα οι δικοί μου μού είπαν να μη βάλω καμία υπογραφή. Έχασα την πρωτιά για μία ψήφο. Πιθανόν να ήταν η δική του, αλλά τότε δεν με ενδιέφερε. Πήρα κάποια χρήματα και αν ήμουν ένα παιδί της πιάτσας, γιατί ως έπαθλο έμεινα δύο εβδομάδες στο ξενοδοχείο με την κοπέλα που βγήκε πρώτη, θα μπορούσα να πω διάφορα που είχα διαπιστώσει για εκείνη ή ότι οι πρόγονοί μου ήταν οι Ιωαννίδηδες που ήταν ευεργέτες και είχαν ολόκληρο section στο Μουσείο Victoria and Albert. Θα δημιουργούσα μια φασαρία και ο Τύπος θα έγραφε για μένα. Αυτός ο θόρυβος θα λειτουργούσε υπέρ μου. Έγραψα στον φίλο μου «ή έρχομαι και παντρευόμαστε ή παραμένω εδώ». Μου απάντησε «έλα πίσω».
• Εν τω μεταξύ, ο πατέρας μου είχε επιστρέψει και δεν ήθελε επ’ ουδενί να παντρευτώ, οπότε δεν μπορούσα να πάω σπίτι μου. Γύρισα και πήγα στα πεθερικά μου. Παντρεύτηκα, έκανα δυο αγόρια το ένα μετά το άλλο και ζήσαμε με τον άντρα μου μαζί είκοσι χρόνια. Δεν ήθελα όμως να είμαι η κυρία του κυρίου. Αισθάνθηκα ότι θα γινόμουν 40 χρονών, δηλαδή γριά, γιατί όταν είσαι 20 και ζεις ως νοικοκυρά, σου φαίνεται ότι έχεις τα διπλάσια χρόνια. Τον έπεισα και έδωσα εξετάσεις στον Κουν.

• Στην «Αυλή των θαυμάτων» αντικατέστησα το καλοκαίρι τη Ζαβιτσιάνου στη Θεσσαλονίκη. Μετά έπαιξα στον «Θείο Βάνια», όπου έπαιζε και ο Κουν. Στο Θέατρο Τέχνης έμεινα σχεδόν τρία χρόνια γιατί ο Κουν δεν ήθελε να κάνουμε κινηματογράφο, ήταν πολύ αυστηρά τα πράγματα. Εγώ, θέλοντας να βοηθήσω τον άντρα μου σε κάποια οικογενειακά χρέη, έκανα τους «Υπερήφανους» του Λαμπρινού με τον Βόγλη και τον Φυσσούν. Κανονικά, έπρεπε να φάω πόρτα από το Θέατρο Τέχνης, αλλά ο Κουν με συγχώρεσε και με κράτησε.
• Μετά, έφυγα σπάζοντας το συμβόλαιό μου, γιατί με ζήτησε ο Φίνος για μια ταινία σε σενάριο του Γκούφα, στην οποία θα έπαιζαν ο Αλεξανδράκης και ο Βανδής. Με την επέμβαση της Βουγιουκλάκη το σχέδιο ακυρώθηκε για να κάνει εκείνη το «Ταξίδι», που πήγε άπατο, αλλά τότε ήταν κεφάλαιο για τον Φίνο. Κι εγώ έμεινα ξέμπαρκη, χωρίς θέατρο και χωρίς ταινία. Μέσω ενός φίλου έδωσα εξετάσεις στον Μουσούρη για να παίξω σε μια κωμωδία, και με πήρε. Έμεινα μαζί του τρία χρόνια γιατί είχε ωραίο ρεπερτόριο. Δεν ήθελα να προβάλλομαι με άλλους τρόπους πέρα από τη δουλειά μου, είχα μια σεμνότητα ως προς αυτό. Άλλες ήταν πιο προχωρημένες, ήταν πιο πολύ της προβολής και του θεαθήναι. Λόγω χαρακτήρα, δεν μου άρεσε αυτό.
• Κινηματογράφο έκανα για βιοποριστικούς λόγους, επειδή έπαιρνα κάποια χρήματα. Το θέατρο ήταν εκείνο που μου άρεσε. Η «Παρένθεση» του Τάκη Κανελλόπουλου ήταν μια ποιητική δουλειά με μεγάλα πλάνα που αν κάποιος τη δει σε μικρή οθόνη, χάνει. Ήταν η μόνη δουλειά που ταλαιπωρήθηκα, γιατί μας βρήκε και χειμώνας. Ναι, φυσικά είναι και τα «Κόκκινα Φανάρια», αλλά συναισθηματικά είμαι δεμένη με την πρώτη μου ταινία με τον Λαμπρινό που ήταν χαρισματικός, αλλά άτυχος, γιατί έφυγε πολύ νωρίς. Διασκέδασα πολύ με τις «Όμορφες Μέρες», ένα είδος ελληνικού μιούζικαλ που έκανα με τον Κώστα Ασημακόπουλο, έναν άνθρωπο του κινηματογράφου που αγάπησα πολύ γιατί δουλέψαμε πάρα πολύ ωραία μαζί και μου λείπει.



• Ξαναδούλεψα με τον Κουν, έκανα Πιραντέλο, Μπρεχτ, Αναγνωστάκη. Το 1965 πήγα στη Θεσσαλονίκη και έκανα το «Λεωφορείον ο Πόθος» σε σκηνοθεσία του Μήτσου Λυγίζου ακριβώς την ίδια εποχή που το έκανε η μεγάλη μας Λαμπέτη στην Αθήνα, στην ίδια μετάφραση του Γεράσιμου Σταύρου. Δεν ήταν θράσος από πλευράς μου∙ σε μια περίσταση που το είχα δοκιμάσει με τον Κουν μου είχε πει, «δεν σου πάει ο ρόλος, αλλά, αν δουλέψεις, μπορείς να το κάνεις». Όταν μου το πρότεινε ένας επιχειρηματίας, το σκέφτηκα, θυμήθηκα τα λόγια του Κουν και το έκανα. Πήρα καταπληκτικές κριτικές όχι μόνο από τους κριτικούς της Θεσσαλονίκης αλλά και από σημαντικούς της Αθήνας που ήρθαν να το δουν, όπως ο Διαμαντόπουλος, ο οποίος μου έγραψε ύμνο. Η «Δράση» της εποχής εκείνης είχε γράψει «Θρίαμβος». Ήταν μεγάλη μου επιτυχία και κράτησε ολόκληρη σεζόν με ουρές έξω από το θέατρο Θυμέλη. Κοβάλσκι έπαιξε ο Κώστας Κακκαβάς, πολύ δύσκολος άνθρωπος, με πολύ γυμνασμένο σώμα και πολύ ωραίος στον ρόλο του.
• Μετά έκανα την «Κόμισσα της Φάμπρικας» των Γιαλαμά-Πρετεντέρη με δικό μου θίασο στο Αυλαία και με τον Ανδρέα Μπάρκουλη, εντελώς άλλο πράγμα από την Μπλανς, μέχρι που κλείσαμε γιατί έγινε η δικτατορία. Ο διευθυντής του ΚΘΒΕ Γιώργος Κιτσόπουλος, που με είδε σε δύο πράγματα εκ διαμέτρου αντίθετα, με κάλεσε να παίξω «Σιρανό ντε Μπερζεράκ» σε σκηνοθεσία Κωστή Μιχαηλίδη. Και έγινε μεγάλη εισπρακτική επιτυχία.
• Γυρίζω στην Αθήνα, παίζω στου Κουν, χωρίζω, και με τη Μεταπολίτευση επιστρέφω στη Θεσσαλονίκη, στο Κρατικό, όπου παίζω πάρα πολύ ωραία πράγματα. Είπα να καθίσω δύο-τρία χρόνια, τελικά κάθισα δεκατρία γιατί το ρεπερτόριο ήταν πολύ ωραίο και έπαιζα πρώτους και πολύ ενδιαφέροντες ρόλους με διευθυντές τον Βολανάκη, τον Ευαγγελάτο, τον Μπακόλα.
• Τα παιδιά μου μεγάλωσαν, έφυγαν στις Βρυξέλλες όπου τέλειωσαν και οι δυο αρχιτέκτονες. Οι γονείς μου ήταν καλά, πηγαινοέρχονταν και με έβλεπαν στη Θεσσαλονίκη και στις παραστάσεις μου. Η ζωή μου ήταν πολύ όμορφη.

• Όταν ήρθε ο Ανδρέας Βουτσινάς, με βρήκε πρωταγωνίστρια του Κρατικού. Στην πρώτη του παράσταση, την «Τρελή του Σαγιό», ήθελε να κάνω κάποια περάσματα. Μια κυρία που φαντάστηκε, και δεν υπήρχε στο έργο, με βέλο, που να διασχίζει κατά διαστήματα τη σκηνή. Ήταν εντελώς βουβός ρόλος. Όταν ήταν να μου το προτείνει, μέσα στο αυτοκίνητό του, έπαθε τρακ, δεν ήξερε πώς να μου το πει. Μου είπε: «Έχετε πάρα πολύ ωραία κίνηση και επειδή δεν θα φαίνεστε καθόλου, θα φοράτε βέλο, θέλω αυτά τα περάσματα να τα κάνετε εσείς». Κι εγώ απάντησα: «Αν είναι να σας προσφέρω τον εαυτό μου, επειδή θα δημιουργήσω πρόβλημα στο θέατρο εφόσον θα δεχτώ να κάνω έναν ρόλο κομπάρσας, κι αυτό θα είναι κακή αρχή και για άλλες ηθοποιούς, θα το κάνω, αν με προβάλλετε στο πρόγραμμα επί ίσοις όροις με την κυρία Δέσπω Διαμαντίδου». Μας έβαλε δυο αντικριστές φωτογραφίες, από τη μια της Δέσπως και από την άλλη τη δικιά μου ως η Τρελή του Σαγιό νέα.
• Όταν αργότερα μου πρότεινε την «Ελένη», φοβήθηκα. Με έπιασε άγχος να πάω στην Επίδαυρο με πρωταγωνιστικό ρόλο. Είχα τη δυνατότητα να προσαρμόσω τη φωνή μου, αλλά φοβήθηκα τον ρόλο. Όμως ο Βουτσινάς ήταν ένας πολύ ωραίος σκηνοθέτης και δάσκαλος, και προχωρήσαμε. Όταν ήρθε ο Τσαρούχης μετά την παράσταση στο Ηρώδειο και μου έπιασε τα χέρια λέγοντάς μου «ιδανική ερμηνεύτρια της Ελένης», για μένα ήταν το μεγαλύτερο δώρο.
• Η ιστορία του θεάτρου αναφέρεται στην «Ελένη» του Ευριπίδη ως την αρχή του παραλόγου. Η ιδέα ότι η Ελένη δεν πήγε ποτέ στην Τροία, αλλά το είδωλό της, και η πραγματική είχε πάει στην Αίγυπτο είναι εκπληκτική. Το χτυπήσανε γιατί ήταν μια πολύ μεγάλη επιτυχία του Βουτσινά, αλλά Ωραία Ελένη έκανα και στις «Τρωάδες» του. Ήμουν και στο «Χάρολντ και Μοντ», πάλι με τη Δέσπω, το οποίο εισπρακτικά συναγωνίστηκε τον «Σιρανό».


• Ήθελε ο Βουτσινάς να παίξω «Λυσιστράτη», αλλά επειδή δεν με χώνευε καθόλου η Μελίνα, βρέθηκε σε δύσκολη θέση. Εγώ δεν ήμουν στον κύκλο τους, και δεν είχα χρόνο γι’ αυτά, είχα τα παιδιά μου και τους δικούς μου ανθρώπους να φροντίσω, δεν ήμουν των παρασκηνίων. Με έπαιρνε από το Παρίσι και μου έλεγε «πιέζομαι, τι θα κάνεις;». Επειδή είχα μια συγγένεια με τον Λαμπράκη, που σπάνια τον χρησιμοποίησα ‒η μητέρα του και ο πατέρας μου ήταν πρώτα ξαδέλφια‒, εννοούσε να ζητήσω τη βοήθειά του. Ο Μπακόλας, που ήταν τότε διευθυντής στο ΚΘΒΕ, μου έλεγε ότι είχε έτοιμη τη διανομή, αλλά έπρεπε να υπογράψει ο Ανδρέας. Αυτή ήταν η αχίλλειος πτέρνα του Βουτσινά, αντί να πει στη Μελίνα «ήρθα εγώ στο γραφείο σου να σου πω πώς θα κάνεις τη δουλειά σου;». Εγώ του είπα: «Ανδρέα, σημασία έχει ότι με θέλεις εσύ. Δεν πειράζει, ας μην την παίξω». Ίσως ήταν και βλακεία μου.
• Το να παίξω «Λυσιστράτη» με τον Βουτσινά στην Επίδαυρο θα ήταν οπωσδήποτε μια καθιέρωση. Αλλά αυτά συμβαίνουν στον χώρο, όπως και σε όλους τους χώρους. Και τον έπαιξε η Παΐζη τον ρόλο, που δεν της πήγαινε και ήταν μεγάλη πια. Απεχθανόμουν να ανακατεύομαι σε όλες αυτές τις ιστορίες. Εμένα το άγχος μου πάντα ήταν να είμαι καλή σε αυτό που έκανα. Ήταν φιλοσοφία ζωής. Με τον Ανδρέα κάναμε και το «Πένθος ταιριάζει στην Ηλέκτρα», το «Ανάσα Ζωής» με τη Μαρία Σκούντζου, αλλά και το «Επάγγελμα της κυρίας Γουόρεν», που ήταν και η τελευταία του παράσταση.
• Έπαιξα και στο «Μια αιωνιότητα και μία μέρα» του Αγγελόπουλου, αλλά δεν μου πήγαινε η ατμόσφαιρά του. Ήταν πάρα πολύ κουραστικός ο τρόπος με τον οποίο δούλευε. Αλλά γενικότερα δεν ήταν πια τόσο εύκολα τα γυρίσματα όσο παλιότερα, ειδικά όταν ήταν εξωτερικά.
• Δεν με ενδιάφερε καθόλου η προβολή. Έφυγα από το επάγγελμα επειδή μπάφιασα, βαρέθηκα, δεν μου έδινε καμιά ιδιαίτερη χαρά. Υπάρχει σήμερα ένας κορεσμός θεατρικός, πολλοί αυτοαποκαλούνται σκηνοθέτες, πλασάρονται ως ηθοποιοί, όμως ακόμα και μέσα από μια κακή παράσταση μπορεί να δεις έναν πολύ ωραίο ηθοποιό ή μια ωραία ηθοποιό και να βρεις κάποια καλά στοιχεία. Πιστεύω ότι έχουμε ταλέντα και παιδιά που δεν το παίρνουν τόσο επιπόλαια.


• Είδα φέτος δύο παραστάσεις στην Επίδαυρο απ’ όπου έφυγα πολύ προβληματισμένη. Πιστεύω ότι είναι μια χυδαιότητα. Η κριτική, ως επί το πλείστον, είναι κατευθυνόμενη. Μα είναι όλα επιτυχίες; Οι επεμβάσεις στο κείμενο δεν με βρίσκουν καθόλου σύμφωνη. Ο Βουτσινάς πήρε ένα έργο, την «Ελένη», που είναι κωμωδία. Όταν το έκανε η μεγάλη μας Συνοδινού ως δράμα δεν βλεπόταν. Στην κωμωδία μπορείς να κάνεις πράγματα λίγο τραβηγμένα. Σήμερα κάνουν τέτοιες αλλοιώσεις που λες «πάρτε, κύριοι, τους χαρακτήρες και γράψτε ένα δικό σας έργο, αν έχετε τα κότσια». Αν ο συγγραφέας ζούσε σήμερα, θα τους έκανε μήνυση. Γιατί γίνεται μια κακοποίηση, μια διαστρέβλωση της κεντρικής ιδέας του έργου.
• Είναι η εποχή αυτή που είναι, έχει όλη αυτή την ατμόσφαιρα που δεν μπορείς να βρεις αισιόδοξα πράγματα, για να μπορέσεις να ζήσεις τη ζωή σου, η καθημερινότητά σου είναι κακή. Αν έχεις οικονομήσει, και περνάς άνετα και δεν έχεις ανάγκη να δουλέψεις, δεν βλέπεις γύρω σου τι γίνεται; Με αφορά ο χώρος που με εμπεριέχει αλλά και τι γίνεται σε παγκόσμιο επίπεδο, άλλωστε είναι συγκοινωνούντα δοχεία. Παρακολουθώ, προβληματίζομαι, διαφορετικά δεν θα είχε νόημα να ζει ένας άνθρωπος. Δεν μπορώ να ζω με εκπλήξεις.
• Δεν νοσταλγώ τίποτα. Πέρασα και ωραία και καλά. Όλα είχα έναν τρόπο να τα διαχειρίζομαι, δεν θυμάμαι κάτι άσχημο στη ζωή μου. Μου λείπουν τα παιδιά μου, πηγαίνω και μένω στο Λονδίνο μεγάλα διαστήματα μαζί τους. Όλοι οι συνεργάτες μου που έφυγαν μού λείπουν, ήταν μια χρυσή εποχή για μένα. Παρ’ όλα αυτά, δεν τους έχω ξεχάσει. Καμιά φορά, όταν ταξιδεύω ‒γιατί οδηγώ ακόμα‒, φαντάζομαι τους δικούς μου ανθρώπους να κάθονται δίπλα μου, τον πατέρα μου, τη μητέρα μου, και τους μιλάω. Κάνω μια σκηνή σαν από μονόπρακτο. Είναι πάρα πολύ ωραίο αυτό, δεν αισθάνομαι μοναξιά, εκτός κάποια βράδια, επειδή είμαι μόνη μου αυτό το διάστημα, αλλά το έχω συνηθίσει.
• Έχω μια γατούλα που είναι πολύ ψηλομύτα. Πέρυσι πάτησα την ουρά της, έπεσα και χρειάστηκε να κάνω εγχείρηση. Παλιότερα τάιζα δεκαπέντε γάτες μέχρι που με μάλωσε ο γιος μου. Διαβάζω, επικοινωνώ με φίλους, θα έρθουν εκείνοι σ’ εμένα, θα πάω εγώ σ’ αυτούς.
• Η Αθήνα πια με απωθεί, δεν μου αρέσει. Μου έδωσε εκείνο που ήταν να μου δώσει. Δεν τη νοσταλγώ έτσι πως έχει γίνει, με την κίνηση, τα αυτοκίνητα, σου τρώει χρόνο από τη ζωή σου. Έζησα στο τέρμα της Ιπποκράτους, στη λεωφόρο Συγγρού στο ύψος της Καλλιθέας ‒είχαμε εκεί μια μικρή πολυκατοικία‒, μετά ένα διάστημα δεκαπέντε χρόνων πίσω από τη Γεννάδειο, και από εκεί ήρθα εδώ, στην Ακράτα. Έκανα αυτό που μπορούσα να κάνω, κάτω από τις συνθήκες που μεγάλωσα. Έχω χορτάσει. Μου αρέσει που είμαι απ’ έξω.
• Ηλικία είναι να ξεχνάς ονόματα, και τώρα τελευταία άρχισα να ξεχνάω. Για το μόνο που λυπάμαι είναι ότι δεν θα διαβάσω κάποια βιβλία που θα ήθελα, που θα έπρεπε να τα είχα διαβάσει πιο νέα.