Αλίκη Βουγιουκλάκη: Στη ζωή έσπαγε τα ταμπού, στο θέατρο τα ταμεία

Πεθαίνει σαν σήμερα η Αλίκη της «Μανταλένας», της «Μαρίας της Σιωπής» αλλά και των μεγάλων θεατρικών επιτυχιών που σπανίως συζητιούνται πια, ενώ αποτελούν αναπόσπαστο κομμάτι του θρύλου της. Για δεκαετίες έχτισε, με το αλάνθαστο επιχειρηματικό της ένστικτο, μια σχέση με το θεατρικό κοινό που ακολουθούσε υπνωτισμένο τον μύθο της εθνικής σταρ. Πώς το έκανε; Ποιους είχε δίπλα της; Αυτή είναι η πορεία της ως θιασάρχισσας μέσα από παραστάσεις-σταθμούς και τις μαρτυρίες συνεργατών της.

 

Από τον Χρήστο Παρίδη

Caption

Την άνοιξη του 1977 η Αλίκη Βουγιουκλάκη ανέβασε στη Θεσσαλονίκη το «Νυφικό κρεβάτι» του Γιαν ντε Χάρτογκ. Όταν μια βραδιά ο συμπρωταγωνιστής της, Γιάννης Φέρτης, δεν πρόλαβε την παράσταση επειδή έχασε το αεροπλάνο, εκείνη δεν πτοήθηκε· αποφάσισε να βγει στη σκηνή μόνη της. Αφού εξήγησε στους θεατές τι είχε συμβεί, τους ανακοίνωσε ότι, αν ήθελαν, θα τους αφηγούνταν μόνη της την ιστορία του έργου ‒ η υπόθεση αφορά την πορεία ενός ζευγαριού από τα νιάτα του μέχρι τα γεράματά του, τα σκαμπανεβάσματα μιας ολόκληρης ζωής. Άρχισε να λέει, λοιπόν, πώς γνωρίστηκαν, πώς παντρεύτηκαν, πώς έκαναν παιδιά και πώς έφτασαν να γεράσουν μαζί. Αποθεώθηκε, καταχειροκροτήθηκε και όλοι πήγαν σπίτια τους ευχαριστημένοι. Την επομένη ο Φέρτης έφτασε στην ώρα του, αλλά στο μεταξύ είχε διαδοθεί ότι η Αλίκη έπαιζε ένα ολόκληρο έργο μόνη της, με αποτέλεσμα κάποιοι να διαμαρτυρηθούν: «Πού είναι η χθεσινή ιστορία που μας είπαν ότι την έλεγε τόσο ωραία;».

Αυτό είναι ένα περιστατικό ενδεικτικό του χαρακτήρα της Αλίκης, δεδομένου ότι της φαινόταν αδιανόητο να ακυρώσει μια παράσταση, πόσο μάλλον να απογοητεύσει το κοινό που την ακολουθούσε πιστά από την πρώτη της στιγμή στο σανίδι και στο πανί. Το αφηγούνταν συχνά η ίδια στους φίλους της, με αρκετή διάθεση αυτοσαρκασμού. Ανάμεσά σε αυτούς ήταν και ο τελευταίος της σύντροφος και συμπρωταγωνιστής της Κώστας Σπυρόπουλος, ο οποίος είχε δει την παράσταση μικρό παιδί μαζί με τη θεία και τον θείο του. Πολλά χρόνια αργότερα θα μάθαινε κι άλλες λεπτομέρειες αναφορικά με το «Νυφικό κρεβάτι».

Αλίκη Βουγιουκλάκη: Στη ζωή έσπαγε τα ταμπού, στο θέατρο τα ταμεία
Μακέτα κοστουμιού της Ντένης Βαχλιώτη για την παράσταση «Κολόμπ». Από το προσωπικό αρχείο του Χρήστου Παρίδη.

Θυμάται σχετικά: «Η Αλίκη ήταν εκείνη που επέβαλε, μια εποχή που δεν υπήρχε καν η έννοια, το publicity στο ελληνικό θέατρο. Πρώτη το έκανε επάγγελμα, προετοιμάζοντας μήνες πριν ένα οργανωμένο σχέδιο δράσης για την προώθηση μιας παράστασης. Προτού ακόμα ανεβάσει κάτι, για να προκαλέσει το ενδιαφέρον του κόσμου, έψαχνε να βρει ένα σημείο σύγκλησης. Τι σκέφτηκε τότε; Πήγε στην ΕΡΤ και έστησε μια συνέντευξη στην οποία ξεκινούσε να μιλάει ως νέα και λαμπερή και κατέληγε γριά. Βγήκε την επομένη δημοσίευμα με τον τίτλο “Γέρασε η Βουγιουκλάκη” ‒ χαμός. Μπορούσε να χρησιμοποιήσει ένα τρικ από την παράσταση το οποίο ήταν σε απόλυτο συσχετισμό με αυτό που πούλαγε ώστε να κάνει γκελ στον κόσμο. Ήταν μια πανέξυπνη γυναίκα που παράλληλα με τη διαμόρφωση του μύθου της, που θα την ακολουθούσε για πάντα, έκρινε αναγκαίο να χτίσει οτιδήποτε την αφορούσε σε σχέση με τη δουλειά της με έναν τρόπο που ήταν συμβατός με αυτό που ήθελε να κάνει και πίστευε μέσα της. Ήταν εργάτρια. Όταν κάναμε το “Λίγο πιο νωρίς, λίγο πιο αργά’’, η πρώτη σεζόν ήταν στην Αθήνα. Τη δεύτερη χρονιά κάναμε μια μεγάλη περιοδεία ανά την Ελλάδα μέσα στον χειμώνα. Βρεθήκαμε στην Ορεστιάδα, σε έναν κινηματογράφο όπου μας είχαν φτιάξει κακήν κακώς ένα καμαρίνι. Ανάμεσα σε τσιμεντόλιθους και σπασμένα γυαλιά, μια μέρα η Αλίκη γλίστρησε και ακριβώς από πίσω της υπήρχε μια τάβλα με ένα καρφί. Πρόλαβα και την έπιασα πριν πέσει επάνω της και είπα αγανακτισμένος “αν είναι δυνατόν μια Βουγιουκλάκη σε έναν τέτοιο χώρο”. Και μου απάντησε: “Κωστάκη, εγώ έχω τρένο ζωής, πρέπει να δουλεύω’’. Αυτό είναι πολύ σοβαρό για έναν επαγγελματία και επιχειρηματία του εαυτού του. Καταλυτική ημερομηνία για το ποιο έργο θα ανέβαζε ήταν πάντα τα γενέθλιά της, στις 20 Ιουλίου, στον Θεολόγο. Εκεί ερχόταν η επιφοίτηση. Όπως μου έλεγε “η επιτυχία είναι περιστέρι, κάθεται όπου θέλει’’».

Το ξεκίνημα, η άνοδος και η καθιέρωσή της ως θιασάρχισσας

Η Αλίκη Βουγιουκλάκη δεν ήταν παιδί κάποιας τσινετσιτά κι ας επιβλήθηκε μέσα από τον ελληνικό κινηματογράφο. Ήταν απόφοιτη της Δραματικής Σχολής του Εθνικού Θεάτρου και είχε σπουδαίους δασκάλους, μεταξύ άλλων τον Δημήτρη Ροντήρη, τον Αλέξη Σολομό, τον Άγγελο Τερζάκη κ.ά. Το ντεμπούτο της το έκανε, μαθήτρια ακόμα, με τον θίασο του Εθνικού στο Δημοτικό Θέατρο Πειραιά με τον «Κατά φαντασίαν ασθενή» του Μολιέρου, ενώ, όπως γνωρίζουμε όλοι πια, το καλοκαίρι του 1954 αντικατέστησε την Άννα Συνοδινού που θα έπαιζε την Ιουλιέτα στο «Ρωμαίος και Ιουλιέτα» του Σαίξπηρ, στις παραστάσεις του Εθνικού Κήπου. Μετά από αρκετές συμμετοχές σε διάφορους θιάσους και μια αξιοσημείωτη θητεία δίπλα στην κυρία Κατερίνα, προσγειώθηκε στο θέατρο του Κώστα Μουσούρη. Ο θιασάρχης, που επέβαλε τις νεαρές ενζενί σε πρωταγωνιστικούς ρόλους, ήταν εκείνος που της έδωσε τον πρώτο της, και εμβληματικό, ρόλο, αυτόν της Ελίζα Ντουλίτλ στο «Ωραία μου κυρία», τη θεατρική εκδοχή του «Πυγμαλίωνα» του Τζορτζ Μπέρναρ Σο. Σε αυτόν τον ρόλο θα επανερχόταν σε όλη της τη θεατρική πορεία συνολικά έξι φορές, ανεβάζοντας το έργο είτε ως πρόζα είτε ως μιούζικαλ. Τη χειμερινή περίοδο 1958-1959 η Αλίκη ήταν ήδη ανερχόμενο αστέρι της μεγάλης οθόνης. Το 1961, καταξιωμένη πλέον ηθοποιός του κινηματογράφου χάρη στις πρώτες της μεγάλες επιτυχίες («Το ξύλο βγήκε απ’ τον Παράδεισο», «Το κλωτσοσκούφι», «Μανταλένα», «Η Αλίκη στο ναυτικό», «Η Λίζα και η άλλη»), τολμάει την πρώτη της περιοδεία ως θιασάρχισσα. Ξεκινώντας από το θέατρο Παλλάς της Θεσσαλονίκης με το «Ωραία μου κυρία», ο θίασος, που αποτελούνταν από τους Τζόλυ Γαρμπή, Γιώργο Πάντζα, Γιώργο Κωνσταντίνου, Εύα Ευαγγελίδου και άλλους, σάρωσε όλη την ελληνική περιφέρεια. Το εναλλασσόμενο ρεπερτόριο του θιάσου, υπό την καλλιτεχνική διεύθυνση του Μάριου Πλωρίτη, περιλάμβανε επίσης τα έργα «Τόπο στα νιάτα» και «Φτωχό σαν σπουργιτάκι» του Λ. Φοντόρ, «Ο πειρασμός» του Γρ. Ξενόπουλου και «Τρελό καλοκαίρι» του Ε. Κέρκλαν.

Αλίκη Βουγιουκλάκη: Στη ζωή έσπαγε τα ταμπού, στο θέατρο τα ταμεία
Χριστόφορος Νέζερ (Αργκάν) και Αλίκη Βουγιουκλάκη (Λουίζα) στην παράσταση του Εθνικού Θεάτρου «Ο κατά φαντασίαν ασθενής» (1953). Πηγή: Ψηφιακό Αρχείο Εθνικού Θεάτρου.

Έναν χρόνο μετά, ακολούθησε η μεγάλη αποτυχία του έργου «Καίσαρ και Κλεοπάτρα» του Μπέρναρ Σο στο Κοτοπούλη - Rex σε σκηνοθεσία του Αλέξη Σολομού και μουσική Μάνου Χατζιδάκι που αναγκάστηκαν να το κατεβάσουν άρον άρον για να αντικατασταθεί από την κωμωδιούλα «Χτυποκάρδια στο θρανίο» του Αλέκου Σακελλάριου. Από κει και πέρα, με εξαίρεση κάποιες «ποιοτικές» επιλογές που δεν πήγαν καλά εισπρακτικά, όπως το «Κολόμπ» του Ζαν Ανουίγ, «Ο κόσμος της Σούζυ Βογκ» του Πολ Όσμπορν, «Του φτωχού τ’ αρνί» του Στέφαν Τσβάιχ και το «Οι φυλακισμένοι της 2ας Λεωφόρου» του Νιλ Σάιμον, σε γενικές γραμμές η Αλίκη ως θιασάρχισσα ήξερε να κινεί τα νήματα έτσι ώστε να ικανοποιεί το μεγάλο κοινό που δεν της επέτρεπε να μην είναι η Αλίκη που έβλεπε, και αγαπούσε, στις ταινίες. Αυτό θα το πλήρωνε καλλιτεχνικά μέχρι το τέλος.

Ένας από τους πιο πιστούς της φίλους και συνεργάτες, ο Γρηγόρης Βαλτινός, λέει: «Η Αλίκη δεν ήταν ένα τυχαίο πρόσωπο. Ήταν ένας άνθρωπος με ένα μεγαλείο ψυχής, με πάρα πολλά ταλέντα, με μία, θα λέγαμε, έμφυτη αγάπη προς όλα τα πράγματα, με ένα πάθος για την τέχνη της ασίγαστο. Αφιερώθηκε ολόψυχα σε αυτό που λέμε τέχνη, θεατρική ζωή. Αυτή ήταν η βάση της. Πάρα πολλοί την κατηγόρησαν ότι δεν άλλαξε κατά κάποιον τρόπο ρεπερτόριο, δεν πέρασε στους μεγάλους ρόλους. Η Αλίκη είχε ένα έμφυτο δαιμόνιο, κατάλαβε ότι η εποχή, δηλαδή η μεταπολεμική Ελλάδα, ήθελε ακριβώς αυτό το μοντέλο και αυτό υπηρέτησε. Μπορεί να ήταν το μεγάλο έγκλημα προς τον εαυτό της αυτό, αλλά καθείς εφ’ ω ετάχθη ‒ αυτό επέλεξε. Και ας μην ξεχνάμε ότι αυτό την έκανε να είναι η αγαπημένη όλου του κόσμου, να εξακολουθεί να “ζει” τόσα χρόνια μετά τον θάνατό της».

«Το καλό κορίτσι πέθανε»

Η απόκτηση μόνιμης στέγης, δηλαδή το γνωστό θέατρο «Αλίκη» της οδού Αμερικής 4 (πρώην κινηματοθέατρο Μαξίμ), οριστικοποιήθηκε το 1971, γεγονός που έμελλε να επηρεάσει καθοριστικά την έτσι κι αλλιώς συγκρουσιακή σχέση του ζεύγους Βουγιουκλάκη - Παπαμιχαήλ. Στις συζητήσεις για τα συμβόλαια μεταβίβασης ο Παπαμιχαήλ βγήκε επανειλημμένως εκτός εαυτού και τελικά η κυριότητα του θεάτρου κατέληξε σ’ εκείνη. Έγινε για μία ακόμα φορά το δικό της, με αποτέλεσμα να επιταχυνθεί ο χωρισμός τους. Όταν ανακοινώθηκε η διανομή του εναρκτήριου έργου «Βασίλισσα Αμαλία» του Γεωργίου Ρούσσου, ο ρόλος του συνταγματάρχη Καλλέργη ανατέθηκε στον Κώστα Πρέκα. Μόλις ξεκίνησαν οι πρόβες, ο Παπαμιχαήλ επέστρεψε, αναλαμβάνοντας τον πρωταγωνιστικό ρόλο και αναγκάζοντας τον Πρέκα να αποχωρήσει. Η συνεργασία του ζευγαριού συνεχίστηκε μέχρι το 1974. Τη χειμερινή σεζόν 1974-1975, στο επόμενο εθνοπατριωτικό έπος «Μαντώ Μαυρογένους» (με το κοστούμι της οποίας υποδέχτηκε στο αεροδρόμιο τον Κωνσταντίνο Καραμανλή κατά την επιστροφή του από το Παρίσι τον Ιούλιο του ’74) είχε συμπρωταγωνιστές της τον Μάνο Κατράκη και τον Νικήτα Τσακίρογλου, με τον επαναπατρισμένο Μίκη Θεοδωράκη να υπογράφει τη μουσική της παράστασης.

 
Αλίκη Βουγιουκλάκη: Στη ζωή έσπαγε τα ταμπού, στο θέατρο τα ταμεία
«Βασίλισσα Αμαλία» με τον Δημήτρη Παπαμιχαήλ, τη Νόνικα Γαληνέα και τον Μάνο Κατράκη.
Αλίκη Βουγιουκλάκη: Στη ζωή έσπαγε τα ταμπού, στο θέατρο τα ταμεία
Στην παράσταση «Μαντώ Μαυρογένους» με συμπρωταγωνιστές τον Μάνο Κατράκη και τον Νικήτα Τσακίρογλου.
 

Βέβαια, αργότερα ο Κατράκης, και για πολλά χρόνια, της καταλόγιζε μια προδοσία, ένα σοβαρό ατόπημα. Tι συνέβη; Εκείνος ίδρυσε το 1955 το Ελληνικό Λαϊκό Θέατρο στον υπαίθριο χώρο του Πεδίου του Άρεως, που η χούντα έκλεισε το 1967. Η Αλίκη, κρυφά και ύπουλα, χωρίς να ενημερώσει τον συμπρωταγωνιστή της, διεκδίκησε και κέρδισε το θέατρο από έναν μη ανακοινωθέντα διαγωνισμό, δείχνοντας μεγάλη αχαριστία στο πρόσωπο του σπουδαίου ηθοποιού που την είχε ευεργετήσει ποικιλοτρόπως. Το εγκαινίασε το καλοκαίρι του 1976 ως θερινό θέατρο «Αλίκη» με την παλιά της επιτυχία «Ο πειρασμός» του Ξενόπουλου. Σε συνέντευξή της στον Γιώργο Λιάνη εκείνο το διάστημα δήλωσε: «Ξέσκισα μέσα μου τα ταμπού του καλού κοριτσιού. Το καλό κορίτσι πέθανε. Δέχτηκα είκοσι χρόνια έναν τέτοιο καταναγκασμό, δέχτηκα μια συζυγική σχέση που δεν μου πήγαινε, δέχτηκα τις χειροπέδες που μου φόρεσαν οι νοικοκυρές και τα κοριτσόπουλα, κι έπεσα θύμα του μύθου του καλού κοριτσιού». Πάντως, οι «νοικοκυρές και τα κοριτσόπουλα» δεν έπαψαν να κάνουν ουρές έξω από το καμαρίνι της σε κάθε παράσταση για ένα αυτόγραφο, το οποίο ούτε καν υπέγραφε η ίδια· συνήθως ήταν έτοιμα κι αυτή άλλοτε χτένιζε στον καθρέφτη τη ξανθιά της κόμη είτε στεκόταν αγέρωχη σε απόσταση από το λεφούσι.

Κατά τον Γρηγόρη Βαλτινό, η Αλίκη ήταν ένας άνθρωπος που αναγνώριζε πόσο σημαντικοί ήταν οι συνεργάτες της: «Ένα από τα πολλά της ταλέντα ήτανε της φιλίας. Είχε ταλέντο στο να ακούει, να συμπαραστέκεται, στην παρέα. Είχε τρομερό χιούμορ. Είχε μια έμφυτη καλοσύνη και ένα έμφυτο χιούμορ ταυτόχρονα, το οποίο με έναν γλυκύτατο τρόπο καυτηρίαζε πράγματα της καθημερινότητας, του περιβάλλοντός της, της οικογένειάς της, των φίλων της. Με έναν τρόπο ο οποίος ποτέ δεν παρεξηγούνταν από τον άλλον. Είχε την τύχη και την ευλογία να γίνει από πολύ μικρή πρωταγωνίστρια και θιασάρχισσα. Η δική μου εμπειρία μαζί της όταν έφτασε η στιγμή να συνεργαστούμε ήταν από τα ωραιότερα πράγματα που έχω ζήσει στο θέατρο. Με αγκάλιασε με μεγάλη αγάπη. Με προώθησε.

Αλίκη Βουγιουκλάκη: Στη ζωή έσπαγε τα ταμπού, στο θέατρο τα ταμεία
Tο καλοκαίρι του 1976 ανεβάζει ξανά στο θερινό θέατρο «Αλίκη» την παλιά της επιτυχία «Ο πειρασμός» του Ξενόπουλου.

Με σύστησε στο μεγάλο λαϊκό κοινό και μου συμπαραστάθηκε σε στιγμές οι οποίες θα έλεγα ότι δεν ήτανε ανάλογες της παρέας που κάναμε. Έτσι, λοιπόν, μέσα από έναν θίασο πιθανόν να της έμενε σαν περιουσία και ένας ή δύο φίλοι στη ζωή της. Όμως δεν παρέλειπε ποτέ να σέβεται και να τιμάει και το σύνολο του θιάσου. Δηλαδή ήταν από αυτούς τους παλιούς κλασικούς θιασάρχες και παραγωγούς που οργάνωναν μεγάλα τραπεζώματα στην επίσημη πρεμιέρα ή σε μια γιορτή, ή επέλεγε ένα βράδυ να βγάλει τον θίασο έξω σε ένα μαγαζί. Αυτά είναι πράγματα που κρατάνε την ενότητα του θιάσου και δείχνουν ότι ο θιασάρχης, ο πρωταγωνιστής και ο επιχειρηματίας εκτιμούν και σέβονται τους ανθρώπους που συνεργάζονται και δουλεύουν μαζί τους. Ότι δεν είναι απρόσωποι εργάτες ενός εργοστασίου, πόσο μάλλον όταν αυτοί οι άνθρωποι έχουν σχέση με τέχνες, με αξίες, με ιδέες και οράματα, όλα όσα πρεσβεύει το θέατρο με συμπεριφορές και πράγματα της ψυχής. Αυτά είναι τα αντικείμενά μας και εκεί πρέπει να βρούμε τα εργαλεία να επουλώσουμε τις πληγές τους. Αυτό το είχε η Αλίκη, γι’ αυτό νομίζω ότι την αγαπούσε κατά βάθος όλος ο κόσμος και τη θαύμαζε. Δεν ήταν μόνο ο μύθος και η έκταση που είχε σαν προσωπικότητα και διασημότητα».

Αλίκη Βουγιουκλάκη: Στη ζωή έσπαγε τα ταμπού, στο θέατρο τα ταμεία
«Ωραία μου κυρία» με συμπρωταγωνιστή τον Άγγελο Αντωνόπουλο. Καλοκαίρι του 1977
Το Βρακί, Καρλ Στέρνχαϊμ. Σκηνοθεσία: Γιάννης Χουβαρδάς (1997-1998). Αρχείο Θεάτρου Αμόρε.
Η περίοδος των μιούζικαλ

Η πρώτη υπερπαραγωγή-μιούζικαλ που ανέβασε ήταν το «Καμπίρια» («Sweet Charity») του Νιλ Σάιμον, εμπνευσμένη στην ταινία του Φελίνι, «Οι νύχτες της Καμπίρια» τη χειμερινή περίοδο 1975-1976. Ήταν ένα είδος που της πήγαινε πολύ. Είχε λάμψη, θέαμα, εναλλαγές σκηνικών και κοστουμιών, γέλιο και χαρά. Ακολούθησαν στο θερινό «Αλίκη» το «Ωραία μου κυρία» με συμπρωταγωνιστή τον Άγγελο Αντωνόπουλο το καλοκαίρι του 1977, το «Καμπαρέ» με τους Νίκο Γαλανό και Δάνη Κατρανίδη το καλοκαίρι του 1978, και πάλι το «Καμπίρια» το καλοκαίρι του 1979.

Αλίκη Βουγιουκλάκη: Στη ζωή έσπαγε τα ταμπού, στο θέατρο τα ταμεία
«Καμπίρια» («Sweet Charity») του Νιλ Σάιμον.
Αλίκη Βουγιουκλάκη: Στη ζωή έσπαγε τα ταμπού, στο θέατρο τα ταμεία
Εβίτα με τον Βλάσση Μπονάτσο. Ένα μεγάλο ρίσκο που απέδωσε και ξεπέρασε κάθε προσδοκία.

Το «Καμπαρέ» είχε τόσο μεγάλη επιτυχία που παίχτηκε και στο Αλίκη, τη χειμερινή σεζόν 1978-1979, ενώ μεταφέρθηκε και στο Ράδιο Σίτυ της Θεσσαλονίκης. Το καλοκαίρι του 1980 ανέβασε τη βιεννέζικη οπερέτα «Εύθυμη χήρα» και τον χειμώνα που ακολούθησε την «Τζούλια» του Μπέρναρντ Σλέιντ σε σκηνοθεσία του Σταμάτη Φασουλή, όπου έκανε το θεατρικό της ντεμπούτο και η Μιμή Ντενίση. Τα κοστούμια της παράστασης υπέγραφε ο Billy Bo, για τον οποίο μιλούσε όλη η Αθήνα εκείνη τη στιγμή. Έχοντας κάνει κάποια εξώφυλλα και έχοντας ανακηρυχθεί από τον Τύπο της εποχής το νέο μεγάλο ταλέντο της ελληνικής μόδας, αποτέλεσε την ιδανική επιλογή για την επιχειρηματία Βουγιουκλάκη που έφτασε να του παραχωρήσει μέρος της δόξας της. Στο πρόγραμμα της παράστασης η φωτογραφία του εμφανιζόταν στην απέναντι σελίδα από αυτήν που φιλοξενούσε την πρωταγωνίστρια. Λίγο αργότερα, βέβαια, το πορτρέτο του μόδιστρου αντικαταστάθηκε από τις γούνες Σαμαρά, μια φίρμα με την οποία η Αλίκη συνεργαζόταν σταθερά. Ο γουνέμπορoς τής χάριζε τις γούνες της εκάστοτε παράστασης, εκείνη τις αναδείκνυε, όπως έκανε και με αρκετές μπουτίκ ρούχων ακόμα και με φίρμα θερμοσιφώνων…

Το καλοκαίρι του 1981 η προσωπική της ζωή εκτόπισε για πρώτη φορά την ερμηνεύτρια. Αιτία ήταν ο μυστικός της γάμος με τον Γιώργο Ηλιάδη. Θέλοντας να αφιερώσει περισσότερο χρόνο στον νέο της σύντροφο, περιορίστηκε στον ρόλο της παραγωγού με εκείνον συμπαραγωγό (κάτι που δεν έσωσε τον γάμο τους). Ανέβασαν στο θερινό «Αλίκη» το μιούζικαλ «Άννυ». Η αναζήτηση της μικρής πρωταγωνίστριας αποκάλυψε την ταλαντούχα Άριελ Κωνσταντινίδη. Το δροσερό ξανθό κορίτσι «βαφτίστηκε» για διαφημιστικούς λόγους «η νέα Αλίκη» και γέμιζε τα ταμεία, χωρίς την αυθεντική. Τον χειμώνα της ίδιας χρονιάς η Βουγιουκλάκη έκανε το μεγάλο άλμα, ανεβάζοντας τη ροκ όπερα «Εβίτα» του Άντριου Λόιντ Γουέμπερ, τα δικαιώματα της οποίας μάλιστα κέρδισε με οντισιόν.

Αλίκη Βουγιουκλάκη: Στη ζωή έσπαγε τα ταμπού, στο θέατρο τα ταμεία
Στην παράσταση «Τζούλια» με την Μιμή Ντενίση που τότε εμφανιζόταν για πρώτη φορά στο θέατρο.
Ο Κώστας Σπυρόπουλος θυμάται ότι «η “Εβίτα” ήταν ένα πολύ μεγάλο ρίσκο, είχε βάλει ό,τι είχε και δεν είχε, και είχε δανειστεί κι από πάνω. Είχε μεγάλο άγχος γιατί αν δεν έπιανε, θα καταστρεφόταν. Και όταν άνοιξε τον Οκτώβριο, οι παραστάσεις προπωλήθηκαν μέχρι και μετά τα Χριστούγεννα». Αν και υποψήφιος για τον ρόλο του Τσε ήταν ο Γρηγόρης Βαλτινός, τελικά τον ερμήνευσε ο Βλάσσης Μπονάτσος. Η επιτυχία κράτησε δύο σεζόν, ενώ παίχτηκε και στο θερινό «Αλίκη», μια ελληνική πρωτιά, καθώς το έργο δεν είχε παιχτεί ποτέ, πουθενά, σε υπαίθριο θέατρο. Η επόμενη μεγάλη παραγωγή της ήταν η ελληνική εκδοχή του «Βίκτωρ - Βικτώρια» ‒ η τεράστια επιτυχία της ομότιτλης ταινίας του Μπλέικ Έντουαρντς την έκανε να φέρει μια διασκευή της στην Ελλάδα. Καθώς βασιζόταν σε γερμανική ταινία του 1933, ο Μάριος Πλωρίτης ανέλαβε την προσαρμογή και ο Θάνος Μικρούτσικος τη μουσική. Συμπρωταγωνιστές της ήταν ο Βλάσσης Μπονάτσος, ο Γιώργος Μούτσιος, ο Ηλίας Λογοθέτης και η Κατιάνα Μπαλανίκα.

 

 
Αλίκη Βουγιουκλάκη: Στη ζωή έσπαγε τα ταμπού, στο θέατρο τα ταμεία
«Βίκτωρ - Βικτώρια» ‒ η τεράστια επιτυχία της ομότιτλης ταινίας του Μπλέικ Έντουαρντς την έκανε να φέρει μια διασκευή της στην Ελλάδα.
Αλίκη Βουγιουκλάκη: Στη ζωή έσπαγε τα ταμπού, στο θέατρο τα ταμεία
Ελίζα Ντούλιτλ στο «Ωραία μου κυρία».
«Ο άντρας της ζωής μου είμαι εγώ»

Εκείνο το διάστημα είχε συνειδητοποιήσει ότι ορισμένοι συνεργάτες της κρατούσαν κάποια από τα κέρδη για τον εαυτό τους ‒ απελπισμένη, το εμπιστεύτηκε στην καλή της φίλη Τζένη Καρέζη και εκείνη της έστειλε τον φίλο της και παραγωγό Γιώργο Λεμπέση, όπως θυμάται η σύζυγός του Νινέττα Λεμπέση. Σε συνέντευξή της στον Άρη Δαβαράκη για τον «Ταχυδρόμο» τον Νοέμβριο του 1983 λίγο πριν από την πρεμιέρα –για τις ανάγκες αυτής της συνέντευξης φωτογραφήθηκε καθώς μεταμφιεζόταν σε Βίκτωρ, εξού και ο τίτλος του εξωφύλλου, «Η Αλίκη τώρα άντρας»‒ εξήγησε: «Στα οικονομικά είμαι ζώον, δεν έχω ιδέα. Τώρα με βοηθάει ο Γιώργος Λεμπέσης που είναι χρόνια παραγωγός».

Αλίκη Βουγιουκλάκη: Στη ζωή έσπαγε τα ταμπού, στο θέατρο τα ταμεία
Το εξώφυλλο του περιοδικού Ταχυδρόμος. Νοέμβριος του 1983. «Ο άντρας της ζωής μου είμαι εγώ» δήλωνε στη συνέντευξη.
Λίγο παρακάτω συμπλήρωσε: «Ο άντρας της ζωής μου είμαι εγώ (σ.σ. μότο που αποτέλεσε και στίχο του Γιώργου Παυριανού για την παράσταση). Δεν το ’χα βάλει σκοπό, δεν ήμουν ποτέ φεμινίστρια, αλλά έτσι ήρθανε τα πράγματα, χειραφετήθηκα μόνη μου, έγινα αυτεξούσια μόνη μου, και το αποτέλεσμα είναι αυτό που μετράει. Τώρα αισθάνομαι πραγματικά πολύ ωραία που πέτυχα σα γυναίκα μέσα σ’ έναν ανδροκρατούμενο χώρο. Έχω κάνει τη δουλειά μου με συνέπεια και με σοβαρότητα, και κυρίως, χωρίς σοβαροφάνεια».

 

Το 1984, δέκα χρόνια μετά τον χωρισμό τους, αποφάσισαν με τον Παπαμιχαήλ να επανασυνδεθούν καλλιτεχνικά σε ένα έργο κομμένο και ραμμένο για τους δυο τους, το «Εκπαιδεύοντας τη Ρίτα» του Γουίλι Ράσελ. Μια διεθνής κινηματογραφική επιτυχία με σκηνοθέτη έναν άλλο σταρ της εποχής, τον Ανδρέα Βουτσινά. Χρόνια μετά, αναφερόμενος σε εκείνη την παράσταση, ο τελευταίος μιλούσε συχνά για την έκπληξη που ένιωσε όταν, έναν μήνα μετά την πρεμιέρα, είδε παράσταση και δεν αναγνώριζε το κείμενο – η Αλίκη το είχε φέρει όλο στα μέτρα της, κι αυτό φυσικά είχε θετικό αντίκτυπο στο ταμείο. Σε συνέντευξή του στον υπογράφοντα, ο Βουτσινάς έλεγε: «Η Αλίκη, όταν σε χρειάζεται, είναι ο πιο γενναιόδωρος άνθρωπος που υπάρχει, η πιο καλή μαθήτρια. Μόλις πάρει το δίπλωμά της, σε γράφει. Είχε συνήθειες που δεν ήταν κακές, αλλά έγιναν. Σαν ένας άνθρωπος που του δίνουν μορφίνη όταν έχει πόνο, εθίζεται σ’ αυτήν κι έτσι μετά δημιουργεί πόνους για να την παίρνει. Η Βουγιουκλάκη είναι δεμένη μ’ ένα παρελθόν, είναι εθισμένη πλέον σε αυτό».

Αλίκη Βουγιουκλάκη: Στη ζωή έσπαγε τα ταμπού, στο θέατρο τα ταμεία
«Εκπαιδεύοντας τη Ρίτα» του Γουίλι Ράσελ, με τον Δημήτρη Παπαμιχαήλ ξανά στη σκηνή. Σκηνοθεσία Ανδρέας Βουτσινάς.

Όσον αφορά τις επεμβάσεις στο κείμενο των έργων, συνήθεια που μάλλον εκείνα τα χρόνια είχαν κι άλλες πρωταγωνίστριες, ο Γρηγόρης Βαλτινός εξηγεί: «Μια παράσταση είναι ζωντανό πράγμα. Εάν ο καλλιτέχνης νιώσει ότι έχει βρει κάποια καλύτερη φράση ή λέξη και από τον συγγραφέα αλλά και από τον μεταφραστή ενδεχομένως, νομίζω ότι είναι δόκιμο να το παραλλάξει. Αν μπορεί να πάρει και την άδεια, ακόμα καλύτερα. Η Αλίκη είχε μεγάλο εκτόπισμα. Είχε διεισδύσει πάρα πολύ ο υποκριτικός της κώδικας στον κόσμο. Τον αγκάλιασε και τον πίστεψε ο κόσμος. Αυτό είχε ανάγκη για να γλυκάνει την ψυχή του. Αυτό τους έδωσε».

Η Ρούλα Πατεράκη, η οποία σκηνοθέτησε τις δύο τελευταίες παραστάσεις της, και συνδεόταν μαζί της φιλικά μέχρι το τέλος, ισχυρίζεται ότι δεν διαπίστωσε ποτέ αλλοίωση των κειμένων: «Διαβεβαιώνω προσωπικά ότι δεν άλλαζε τις ατάκες των έργων ούτε και όταν συνδεόταν με το κοινό, ώστε να έχει διάδραση μαζί του. Αυτό συμβαίνει στην πορεία της παράστασης διότι οφείλουμε σε ορισμένα σημεία να έχουμε αλλαγές για να μην είναι ένα μονοκόμματο πράγμα. Γιατί τα θέματα της Αλίκης ήταν αυτά, δηλαδή ο κόσμος δεν ήταν εκεί για μια παράσταση βιτρό που κοιτούσε μόνο απ’ έξω. Δεν είχε εσωστρέφεια, είχε την απόλυτη εξωστρέφεια. Αυτές ήταν οι παραστάσεις της Αλίκης. Δεν παίζαμε Πίντερ».

Αλίκη Βουγιουκλάκη: Στη ζωή έσπαγε τα ταμπού, στο θέατρο τα ταμεία
Στα καμαρίνια με την Μελίνα Μερκούρη μετά τηνν πρεμιέρα της «Λυσιστράτης»

Όπως και να έχει, η «Ρίτα» ήταν τόσο μεγάλη εμπορική επιτυχία που ταξίδεψε σε όλη την Ελλάδα αλλά και στην Αμερική και στην Αυστραλία. Το επιχειρηματικό δαιμόνιο της εθνικής μας σταρ έφτασε όπου υπήρχαν μεγάλες κοινότητες του ελληνισμού. Πίσω στην Αθήνα, όμως, και παρά τις στενές επαφές που διατηρούσε με τον Ανδρέα Παπανδρέου, έχασε το θερινό της θέατρο στο Πεδίον του Άρεως – σύμφωνα με τη Νινέττα Λεμπέση, έλειπε ένα δικαιολογητικό από τον φάκελο ανανέωσης της εκμετάλλευσης του χώρου.

Έτσι, το 1986, με παραγωγό τον Γιώργο Λεμπέση και επίσημο φορέα το Προσκήνιο του Αλέξη Σολομού, κατέβηκε στην Επίδαυρο με τη «Λυσιστράτη», ένα από τα ιστορικά sold out του αργολικού θεάτρου. Αποθεώθηκε τόσο η ίδια όσο και η θρυλική μουσική του Μάνου Χατζιδάκι. Φυσικά, ακολούθησε περιοδεία σε πολλές πόλεις.

Η στροφή στο ποιοτικό ρεπερτόριο

Η καλλιτεχνική επιτυχία της «Φιλουμένας Μαρτουράνο» με τον Παπαμιχαήλ το 1987 σε σκηνοθεσία Σπύρου Ευαγγελάτου την έκανε να καλοβλέπει μια απόπειρα για πιο «ποιοτικό» ρεπερτόριο, αλλά οι ιδέες για το «Ημέρωμα της στρίγγλας» του Σαίξπηρ με τον Κούρκουλο και τη «Μαρία Στιούαρτ» του Σίλερ με την Καρέζη –πρότζεκτ που πίστεψε πολύ ο Λεμπέσης– έπεσαν στο κενό. Το επόμενο βήμα της ήταν το μπουλβάρ «Λίγο πιο νωρίς, λίγο πιο αργά» με συμπρωταγωνιστή τον Κώστα Σπυρόπουλο. Η σχέση της με έναν νεότερο άντρα στη σκηνή, αλλά και στη ζωή, άρεσε ιδιαίτερα στο κοινό της που κατέκλυζε τις απογευματινές του θεάτρου Αλίκη. Ωστόσο, η παράσταση που άφησε εποχή ήταν ο μονόλογος του Γουίλι Ράσελ «Σίρλεϊ Βάλενταϊν» σε σκηνοθεσία Μίνου Βολανάκη – η επιτυχία δεν ήταν τόσο σε επίπεδο εισπράξεων όσο ερμηνείας. Ο Κώστας Σπυρόπουλος θυμάται: «Υπάρχει μια αδυσώπητη κριτική και άποψη ότι ο ηθοποιός πρέπει να απαρνιέται την ευκολία του. Είναι βέβαιο ότι θα μεταφέρεις χαρακτηριστικά στοιχεία του εαυτού σου και πραγμάτων που εσύ θεωρείς ότι τα έχεις κατακτήσει, άρα ανήκουν στις ευκολίες σου. Είμαι σίγουρος ότι σε ολόκληρο το πρώτο μέρος της “Σίρλεϊ Βάλενταϊν” η ερμηνεία της ήταν κάτι το ασύλληπτο. Αλλά δεν μπορείς κάθε μέρα να χτυπάς μπουνιές στον τοίχο για να πεις “δεν είμαι αυτό που νομίζετε”. Καμιά φορά είναι και χειριστικό εκ μέρους των άλλων. Αναφέρονται όλοι σε κάτι που έκανες κάποτε πετυχημένα και λένε ότι το επαναλαμβάνεις. Αν κάνεις μια αλλαγή, μιλάει κανείς γι’ αυτήν; Δεν την παραδέχονται. Σε αυτά τα χρόνια που την έζησα και την είδα, βάραγε γροθιές στο μαχαίρι, και τις πλήρωνε ως επιχειρηματίας. Η “Σίρλεϊ” ήταν εντελώς κόντρα σε αυτό που ξέρουμε, ρίσκαρε τα δικά της χρήματα».

 
Αλίκη Βουγιουκλάκη: Στη ζωή έσπαγε τα ταμπού, στο θέατρο τα ταμεία
«Λίγο πιο νωρίς, λίγο πιο αργά» με συμπρωταγωνιστή τον Κώστα Σπυρόπουλο. Η σχέση της με έναν νεότερο άντρα στη σκηνή, αλλά και στη ζωή, άρεσε ιδιαίτερα στο κοινό της που κατέκλυζε τις απογευματινές του θεάτρου Αλίκη
Αλίκη Βουγιουκλάκη: Στη ζωή έσπαγε τα ταμπού, στο θέατρο τα ταμεία
«Σίρλεϊ Βάλενταϊν» του Γουίλι Ράσελ σε σκηνοθεσία Μίνου Βολανάκη. Μια παράσταση που άφησε εποχή.
Αλίκη Βουγιουκλάκη: Στη ζωή έσπαγε τα ταμπού, στο θέατρο τα ταμεία
«Φιλουμένα Μαρτουράνο» με τον Δημήτρη Παπαμιχαήλ σε σκηνοθεσία Σπύρου Ευαγγελάτου. 1987.
Το φιάσκο της «Αντιγόνης»

Όλοι αυτοί, λοιπόν, που της έριχναν «γροθιές» σε όλη της την καλλιτεχνική πορεία ξεσπάθωσαν, χτυπώντας την ανελέητα, όταν το καλοκαίρι του 1990 τόλμησε να κατέβει στην Επίδαυρο με την «Αντιγόνη» του Σοφοκλή. Δεν περίμεναν καν να δουν την παράσταση, είχαν προαποφασίσει τι θα είναι και πώς θα το χαρακτηρίσουν. Και το αποτέλεσμα ήταν κόλαφος! Από τις άπειρες εξευτελιστικές κριτικές έχει μείνει ο τίτλος «Νιάου νιάου η Αντιγονούλα» του Θόδωρου Κρητικού στην «Ελευθεροτυπία». Ο Γρηγόρης Βαλτινός θυμάται: «Πιο σκεπτόμενοι και πιο απαιτητικοί θεατές βρίσκανε ένα πολύ εύφορο έδαφος να την κατηγορήσουν ότι μετέφερε όλη αυτή την περσόνα σε πιο σοβαρές καταστάσεις, είτε υποκριτικές, είτε ρεπερτορίου, είτε ρολιστικές, δηλαδή επιλογή ρόλων, ή, αν θέλετε ερμηνευτικές επιλογές, εννοώντας ότι κάποια πράγματα δεν μπορούν να συνυπάρξουν με κάποια άλλα· ότι είναι άλλοι οι κώδικες της αρχαίας τραγωδίας και της Επιδαύρου. Πιθανόν κάποιοι καλλιτέχνες να νιώθουν την ανάγκη να βουτήξουν και σε αυτές τις περιοχές. Δεν είναι κατακριτέο. Είναι όμως τροφή για αμφισβήτηση και για κριτική».

 
Αλίκη Βουγιουκλάκη: Στη ζωή έσπαγε τα ταμπού, στο θέατρο τα ταμεία
«Αντιγόνη». Με τον σκηνοθέτη Μίνωα Βολανάκη.
Αλίκη Βουγιουκλάκη: Στη ζωή έσπαγε τα ταμπού, στο θέατρο τα ταμεία
«Αντιγόνη». Με τον Μίκη Θεοδωράκη που έγραψε τη μουσική για την παράσταση.
 

Από την άλλη, η Ρούλα Πατεράκη διευκρινίζει σχετικά: «Δεν ξέρω τι περίμεναν, αλλά πάρα πολλές “Αντιγόνες” έχουν πατήσει στην Επίδαυρο, και δεν είναι απαραίτητα αυτές ο Σοφοκλής, διότι δεν ξέραμε και ο Σοφοκλής πώς την ήθελε. Πόσες και πόσοι δεν έχουν πατήσει τη θυμέλη και δεν έχουν κάνει διάφορα πράγματα με τη στάμπα του ποιοτικού ή ενός ξένου σκηνοθέτη. Σε πολλές άλλες περιπτώσεις δεν βάζουμε στον άλλον τη στάμπα, επειδή είναι εμπορικός, ότι δεν έχει δικαίωμα να πατήσει στην Επίδαυρο; Τι σημαίνει αυτό; Ο κόσμος έχει μια μνησικακία και γενικά εγώ αυτά δεν τα ακούω. Με αφήνουν παγερά αδιάφορη».

Η «Αντιγόνη» δεν ήταν μόνο καλλιτεχνική αποτυχία αλλά και εισπρακτική. Η Νινέττα Λεμπέση θυμάται ότι ο σύζυγός της έχασε όλα τα λεφτά που είχε βάλει, το καθόλου αμελητέο ποσό των 60 εκατομμυρίων δραχμών, ενώ η Αλίκη έμεινε απλήρωτη. Ο Βουτσινάς, στη συνέντευξη που μου παραχώρησε, είπε: «Όταν είδα την “Αντιγόνη” αισθάνθηκα ότι δεν έχουν το δικαίωμα να καταστρέφουν έναν άνθρωπο με τόσα χρόνια καριέρας, σχεδόν συνειδητά. Μια μουσική από τον Θεοδωράκη που ούτε η Μαρία Κάλλας δεν θα μπορούσε να τραγουδήσει, μια σκηνοθεσία (κι αν εκτιμώ κάποιον για το ταλέντο του είναι αναμφισβήτητα ο Βολανάκης) που έστησε τη Βουγιουκλάκη χωρίς να παίρνει υπ’ όψιν το παρελθόν της. Όταν ήρθε σ’ εμένα η Βουγιουκλάκη ήταν σε απελπιστική κατάσταση». Εννοεί όταν του ζήτησε να σκηνοθετήσει το «Γλυκό πουλί της νιότης» με Τσανς τον Σπυρόπουλο. Με εκείνη την παράσταση πήρε το αίμα της, δίνοντας μια αξιόλογη ερμηνεία που όμως δεν ήταν η Αλεξάνδρα ντε Λάνγκο του Τένεσι Ουίλιαμς. Ήταν και πάλι η «Αλίκη των Ελλήνων».

 
Αλίκη Βουγιουκλάκη: Στη ζωή έσπαγε τα ταμπού, στο θέατρο τα ταμεία
Αλεξάνδρα ντε Λάνγκο στο «Γλυκό πουλί της νιότης» του Τενεσί Ουίλιαμς.
Αλίκη Βουγιουκλάκη: Στη ζωή έσπαγε τα ταμπού, στο θέατρο τα ταμεία
Ο Κώστας Σπυρόπουλος ως Τσανς στο «Γλυκό πουλί της νιότης». Σκηνοθεσία Ανδρέας Βουτσινάς.
Οι τελευταίες παραστάσεις

Ακολούθησε το «Ωραία μου κυρία» για μια ακόμα φορά και το κύκνειο άσμα της, η «Μελωδία της ευτυχίας». Συμπρωταγωνιστή και στα δύο είχε τον παλιό της φίλο Στέφανο Ληναίο και σκηνοθέτιδα τη Ρούλα Πατεράκη. Η τελευταία, προερχόμενη από ένα εντελώς άλλο είδος θεάτρου, έχασε, όπως λέει πολλούς φίλους επειδή έκανε την επιλογή να συνεργαστεί μαζί της. Λέει σήμερα: «Μέσα στον χρόνο, και από τη στιγμή που ένας άνθρωπος πεθαίνει, αλλάζουν πάρα πολύ και οι κριτικές και οι σκέψεις και τα λόγια που έχουν πει κάποιοι. Όταν η Αλίκη μου έκανε την πρόταση για την πρώτη χρονιά, σκέφτηκα ότι θα ήταν μια ωραία και περιπετειώδης στιγμή στη ζωή μου. Συναντηθήκαμε, τα βρήκαμε, ξεκινήσαμε και η συνεργασία ήταν, νομίζω, κάτι παραπάνω από σπουδαία. Τουλάχιστον εμένα μου έχει αφήσει τις καλύτερες των αναμνήσεων. Αν δεν ήταν άλλωστε σημαντική και για τις δυο μας, δεν θα επαναλαμβάναμε τη συνεργασία μας».

Αλίκη Βουγιουκλάκη: Στη ζωή έσπαγε τα ταμπού, στο θέατρο τα ταμεία
«Η Μελωδία της Ευτυχίας». Το κύκνειο άσμα της.

Η καλή τους σχέση επέτρεψε στην Αλίκη να ονειρευτεί διάφορα μεγαλεπήβολα σχέδια, ανάμεσα τους και το μιούζικαλ «Sunset Bulevard». Το είχε δει στο Λονδίνο και έκτοτε, μέχρι την τελευταία στιγμή, εξέφραζε την επιθυμία της να το ανεβάσει. Παράλληλα, δεν έπαψε να πιστεύει ότι είχε έρθει η ώρα για μια ποιοτική στροφή, προτείνοντας στην Πατεράκη το παλιότερο πρότζεκτ με τη «Μαρία Στιούαρτ». Εκείνη εξηγεί: «Μου έκανε την πρόταση να παίξουμε εγώ την Ελισάβετ κι εκείνη τη Μαρία, αλλά δεν ήμουν καθόλου πρόθυμη. Εκείνο τον καιρό είχε αρχίσει να μου είναι δύσκολο να σκηνοθετώ και να παίζω συγχρόνως. Θα έπρεπε να κάνω ή το ένα ή το άλλο. Δεν μπορούσα να παίξω έναν τόσο δύσκολο ρόλο και παράλληλα να σκηνοθετώ. Της το είπα, αλλά νόμιζε ότι δεν την καταδεχόμουν, ενώ της εξήγησα ότι δεν μπορώ να κάνω διπλή δουλειά. Έφευγε, θυμάμαι, για το Λονδίνο κι επιστρέφοντας μου είπε εντάξει, “θα κάνουμε τη “Μελωδία της ευτυχίας”, αλλά κάποια στιγμή ας παίξουμε τις “Μικρές αλεπούδες”, αλεπουδίτσα μου”».

Δεν επρόκειτο να προλάβει τίποτε απ’ αυτά, καθώς οι παραστάσεις της «Μελωδίας» διακόπηκαν ξαφνικά στη Θεσσαλονίκη στις 28 Απριλίου 1996, και την υπόσχεση ότι θα επέστρεφε να τις συνεχίσει δεν μπόρεσε να την κρατήσει. Μια μακρά πορεία που μετά από τριάντα πέντε χρόνια διέγραψε ένα πλήρη κύκλο, τελειώνοντας εκεί απ’ όπου ξεκίνησε.

Η Ρούλα Πατεράκη καταλήγει σε ένα συμπέρασμα: «Αν θέλουμε να την τοποθετήσουμε κάπου, καλό είναι κάποιοι άνθρωποι να μαζευτούν και να κάνουν ένα πάνελ για την Αλίκη και να βγουν κάποια πρακτικά με μια, θα έλεγα, αρχειακή και ιστορική αξία. Γιατί από τη στιγμή που τοποθετούμε κάποιον σε ένα κάδρο, πλέον δεν τον ενοχλούμε. Οι άνθρωποι, θέλοντας και μη, εξυπηρετούν τις δικές τους επιθυμίες, τους δικούς τους σκοπούς. Αν η Αλίκη ήταν, λόγου χάριν, η Ειρήνη Παπά, δεν θα αντιμετωπιζόταν έτσι, και αυτό πρέπει να το σκεφτούμε. Δηλαδή υπάρχουν άνθρωποι που έχουν δικαιωθεί, καλώς ή κακώς, και άνθρωποι που κάθε φορά, ακόμα και μετά θάνατον, αγωνίζονται να βρουν μια θέση στα πράγματα. Κατά τη γνώμη μου, έτσι όπως χρησιμοποιούμε την Αλίκη, είναι σαν να μην μπορούμε εμείς οι ίδιοι να την καταλάβουμε. Τέλος πάντων, εγώ που την έζησα δεν ήταν αυτό το πράγμα που ακούω κατά καιρούς: το τέρας, η καλή, η χρυσή, η όμορφη, η χαριτωμένη. Δεν ήταν τίποτε από όλα αυτά. Οπωσδήποτε, όμως, ήταν ένας εξαιρετικός επαγγελματίας».

Αλίκη Βουγιουκλάκη: Στη ζωή έσπαγε τα ταμπού, στο θέατρο τα ταμεία
Φωτογραφία του Ντίνου Διαμαντόπουλου από το πρόγραμμα της παράστασης «Γλυκό πουλί της νιότης».

Κλείνοντας αυτό το αφιέρωμα στην Αλίκη Βουγιουκλάκη ως θιασάρχισσα, παραθέτω τα λόγια του Γρηγόρη Βαλτινού: «Όλοι αυτοί οι άνθρωποι, συμπεριλαμβανομένου και του Λεμπέση, μας έμαθαν πώς να συμπεριφερόμαστε κι εμείς αργότερα στο θέατρο, γι’ αυτό ήταν πολύτιμοι για εμάς. Σηματωροί και κήρυκες. Ήτανε οι άνθρωποι που μας δίδαξαν πραγματικό ήθος, επαγγελματικό, θιασαρχικό, επιχειρηματικό. Ντρεπόμασταν να φερθούμε αλλιώς απ’ ό,τι μας έμαθαν. Μας έδωσαν τις σταθερές μας, τις αρχές που πρέπει να έχουμε σε αυτήν τη τέχνη και σε αυτήν τη δουλειά. Μία από αυτές, κορυφαία, ήταν και η Αλίκη. Δεν έχω πια καμία διάθεση να τη θεοποιήσω, να την εξυψώσω, να την κολακέψω. Αλλά θα το θεωρούσα μεγάλη αχαριστία στη μνήμη της, στο πέρασμά της από τη ζωή και από την τέχνη, να μην υπάρχουν αυτά τα λόγια, να στολίζουν αυτό το υπέροχο πλάσμα. Αρκετές φορές πιστεύω ότι η Αλίκη ήθελε να μπορέσει να ξεφύγει από τον έρωτα που είχε με το κοινό, αλλά, όπως ξέρετε κι εσείς και εγώ και όλος ο κόσμος, είναι δύσκολο να ξεφύγουμε από τους έρωτες. Είμαστε καταδικασμένοι και αλυσοδεμένοι με αυτούς». Πράγματι, η Αλίκη ήταν και «καταδικασμένη» και «αλυσοδεμένη» θεατρικά επί τρεις και πλέον δεκαετίες με ένα κοινό μεγαλωμένο με τη Λίζα Παπασταύρου, τη Μανταλένα, στη Μήτση, τον Πίπη, την Κατερινιώ Φουρτουνάκη, την Υπολοχαγό Νατάσσα.

 

 

Ευχαριστούμε τον Νίκο Χαρλαύτη για την παραχώρηση μέρους του αρχείου του.

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ

Scroll to top icon